WOKE – CANCEL – REPEAT
Η κουλτούρα της αφύπνισης οδηγεί στον μεγάλο ύπνο της δημοκρατίας
Του Κωνσταντίνου Μαυρίδη
Σήμερα στις ΗΠΑ και γενικότερα στη Δύση υπάρχει ένα και μόνο ασυγχώρητο αμάρτημα κι αυτό είναι να εκφέρεις οποιονδήποτε λόγο που ν’ αποκλίνει από το καθεστωτικά αποδεκτό newspeak σε σχέση με τις «χρήζουσες επείγουσας προστασίας» ταυτοτικές ομάδες. Το να πεις δηλαδή οτιδήποτε, εσκεμμένα ή όχι δεν έχει σημασία, που μπορεί να προσβάλει τις εν λόγω ομάδες, ή αυτό που οι ελίτ θεωρούν προσβλητικό για λογαριασμό τους, ισοδυναμεί με αμαρτία πρώτου μεγέθους, η οποία επιφέρει γρήγορη και αδυσώπητη τιμωρία. Τα φανατικά τάγματα εφόδου στις πανεπιστημιουπόλεις και τα κέντρα των μεγαλουπόλεων (ANTIFA, BLM, SJW, κ.λπ.) ειδικεύονται στα επιτόπια νταηλίκια και καψίματα βιβλίων, αλλά και στις δολοφονίες χαρακτήρα στο διαδίκτυο για τους κάθε λογής αντιρρησίες.
Παρά ταύτα, το ζήτημα που φαίνεται να μη γίνεται αντιληπτό από πολλούς είναι ότι το κίνημα WOKE/CANCEL και η πολιτική των ταυτοτήτων που έχει επιβάλει δεν έχει ουδεμία σχέση με αντίσταση στο σύστημα, αντικαπιταλιστική δράση ή αντιφασισμό. Η πολιτική των ταυτοτήτων σήμερα είναι εξόχως συστημική και δεν αποτελεί απλώς την κυρίαρχη τάση του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα, αλλά έχει καταστεί η κυρίαρχη ιδεολογία του καθεστώτος εξουσίας της υπερδύναμης. Αν κάνει κάποιος τον κόπο να εξετάσει τους εξέχοντες πολιτικούς και των δύο κομμάτων (το Δημοκρατικό Κόμμα έχει αλωθεί σε τέτοιο βαθμό, που αν δεν φιλήσεις τα χέρια των WOKE μανδαρίνων, βρίσκεσαι αυτομάτως στην «έρημο»), καθηγητές πανεπιστημίων, παραγωγούς, σχολιαστές, μεγαλοστελέχη επιχειρήσεων, γκουρού τεχνολογικών πολυεθνικών, δημοσιογράφους και γενικά όλους τους «επιτυχημένους», που αποτελούν την άρχουσα τάξη της χώρας, θα δει ότι όλοι αυτοί είτε στηρίζουν φανατικά τις πολιτικές ταυτότητας, είτε λειτουργούν με βάση αυτές.
Σύμφωνα με την καινοφανή κοινωνική μηχανική της πολιτικής ταυτοτήτων, οι Αμερικανοί (αλλά και ο κόσμος ολόκληρος) χωρίζονται πλέον σε ευνοούμενες και μη ευνοούμενες κατηγορίες πολιτών και, όπως ακούσαμε πρόσφατα, ο νόμος για τα πολιτικά δικαιώματα δεν θα πρέπει να ισχύει για τις ευνοούμενες κατηγορίες πολιτών. Η πολιτική ταυτοτήτων απαιτεί να κρίνουμε πλέον τους ανθρώπους όχι με βάση τον χαρακτήρα και τις πράξεις τους, αλλά με βάση το χρώμα του δέρματός τους, το φύλο τους και τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό. Μάλιστα, απαιτεί να προβούμε στο ανωτέρω απονενοημένο διάβημα στο διηνεκές. Πλήρης κατάργηση της αρχής της ισονομίας δηλαδή και στη θέση της κατασκευή ενός συστήματος τύπου απαρτχάιντ, που θα λειτουργεί προκατειλημμένα σε νομικό και πολιτισμικό επίπεδο, ανάλογα με το σε ποια ομάδα έχει άνωθεν αποφασισθεί να καταχωρηθεί ο κάθε πολίτης.
Επιπρόσθετα, το κεντρικό ερώτημα που αναδεικνύει με κάθε ευκαιρία η πολιτική ταυτοτήτων είναι «γιατί υπάρχει το κακό στον κόσμο;» και έχει και την ξεκάθαρη, πέραν κάθε αμφισβήτησης, απάντηση: «Διότι υπάρχουν οι λευκοί, ετεροφυλόφιλοι άντρες» (αν είναι μάλιστα και ενεργοί χριστιανοί, τότε τα επίπεδα κακοήθειας στις συσκευές ανίχνευσης των επαγγελματιών WOKEάδων χτυπούν άμεσο συναγερμό!) Έτσι, η πολιτική ταυτοτήτων παίρνει τη χρηστή χριστιανική διδασκαλία σε σχέση με την αμαρτία και επιχειρεί να τη μετατρέψει κατά το δοκούν, ούτως ώστε να έχει εφαρμογή αποκλειστικά και μόνο στις ομάδες που θεωρείται ότι καταπιέζουν και όχι σε όλους. Δεν φτάνει όμως μόνο αυτό! Στο, κατά WOKE, οξύμωρο, όσο και υποκριτικό, σχήμα υποκατάστασης της «άδικης» χριστιανικής ηθικής, από μία εσχατολογικού τύπου-αμετάκλητη καταδίκη, το κίνημα WOKE -ως μισαλλόδοξη αίρεση- επιχειρεί να καθιερώσει και τον αυθαίρετο κανόνα της μη δυνατότητας σωτηρίας ή λύτρωσης από την αμαρτία για όσους έχει χαρακτηρίσει «καταπιεστές».
Υπό αυτήν τη λογική, όλες οι ανισότητες μπορεί να έχουν μία και μόνο εξήγηση και αυτή είναι οι διακρίσεις. Οποιοσδήποτε έχει αντίρρηση με αυτήν τη θέση αυτομάτως χαρακτηρίζεται σεξιστής ή ρατσιστής, έτσι ώστε να καταπνίγεται εν τη γενέσει της κάθε φωνή αμφισβήτησης. Εκεί ακριβώς εδράζεται και το μεγάλο παράδοξο της πολιτικής ταυτοτήτων: χρησιμοποιεί ακραίες τακτικές διακρίσεων, υποτίθεται για να καταπολεμήσει τις ίδιες τις διακρίσεις. Είναι φανερό λοιπόν ότι αν κάποια αρχή, όπως κολέγιο, δήμος, αστυνομία, επιλέξει να πορευτεί εφαρμόζοντας απαρέγκλιτα τις παρανοϊκές αρχές της πολιτικής ταυτοτήτων, αναπόφευκτα θα διαπράξει σωρεία διακρίσεων εις βάρος ανθρώπων με βάση το χρώμα του δέρματός τους, τη φυλή τους, την εθνικότητά τους, τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις κ.λπ.
Ο μόνος λόγος που η πολιτική ταυτοτήτων ασκεί τόσο ισχυρή επιρροή στην Αμερική είναι διότι, επί μονίμου βάσεως και καταχρηστικά, οι θιασώτες της θέτουν το κίβδηλο δίλημμα του ή θα υποκλιθείς ευλαβικά στην πολιτική ταυτοτήτων ως νέας κιβωτού της διαθήκης ή θα παραμείνεις αμαρτωλός και εγκληματικά αδιάφορος στις συνθήκες ζωής ανθρώπων διαφορετικών από σένα. Ξεκάθαρα, το παραπάνω δίλημμα είναι ολότελα ψεύτικο όσο και παράλογο. Oφείλουμε ν’ απορρίψουμε τελειωτικά την πολιτική ταυτοτήτων όχι μόνο διότι, υποκριτικά, απαιτεί δικαιοσύνη για εκείνους που έχουν ιστορικά αδικηθεί, αλλά διότι, χρησιμοποιώντας την ιστορική τους διαδρομή με ανιστόρητο τρόπο, κατασκευάζει ένα αυθαίρετο σχήμα ιδεολογικών κανόνων λειτουργίας, το οποίο αποτελεί ευθεία απειλή στη δημοκρατική διακυβέρνηση οιασδήποτε χώρας.
Τα μέλη μιας κοινωνίας θα πρέπει να μη φοβούνται να πάρουν μέρος σε οποιονδήποτε διάλογο σχετικό με δύσκολα ή δυσάρεστα θέματα, ακόμη κι αν εκφέρουν «λάθος» απόψεις. Ο ανοιχτός και ελεύθερος διάλογος μεταξύ ανθρώπων μπορεί ν’ αποβεί επίπονος και τα αισθήματα κάποιων μπορεί να πληγωθούν, αλλά αυτός είναι ο μόνος τρόπος να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον. Η πολιτική των δικαιωμάτων και ο ηθικοπλαστικός πανικός που επιφέρει επιβάλλουν ταυτόχρονα και μια κάθετη πνευματική οκνηρία. Τα κινήματα WOKE και CANCEL προωθούνται από κέντρα που αξιώνουν να ελέγξουν και όχι να επιδείξουν οποιαδήποτε ενσυναίσθηση προς τους πολίτες. Εν κατακλείδι, η πολιτική των δικαιωμάτων δεν έχει ως στόχο να καταστήσει κάποιους υπεύθυνους για τις πράξεις τους, αλλά να επιβάλει μία κουλτούρα φόβου, η οποία θα εμποδίζει εξ ορισμού τους ανθρώπους από το να εκφέρουν τις πραγματικές τους απόψεις για όλα τα «σοβαρά» θέματα, φοβούμενοι μήπως πουν κάτι που δεν είναι «σωστό» και χαρακτηριστούν ρατσιστές, σεξιστές, ομοφοβικοί ή και εγώ δεν ξέρω τι άλλο εξίσου «διαβολικό».
Η λογική αυτή είναι οιονεί παραληρηματική και θέτει τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας παρανοϊκής κατάστασης, όπου κάθε άνθρωπος με αντικομφορμιστικές απόψεις θα θεωρεί σώφρον να παραμείνει σιωπηλός, αντί να εκφράζει τις ιδέες του. Η κουλτούρα WOKE είναι μια πρωτόγονη και αναιδής προσπάθεια να παρακαμφθεί ολότελα η χρήση της λογικής και να επιβληθεί ένα ιδιότυπο δικτατορικό καθεστώς, που δυνητικά στοχοποιεί κάθε ελεύθερα σκεπτόμενο και πνευματικά ανήσυχο άνθρωπο. Υπό αυτήν τη σκοπιά λοιπόν, η κουλτούρα WOKE/CANCEL και η αλλόφρων εμμονή των θιασωτών της για ειδική μεταχείριση κάποιων ημετέρων -αντί για ίση μεταχείριση όλων- ουδεμία θέση έχει σε μία κοινωνία δικαίου.
Για του λόγου το αληθές, λοιπόν, προσφάτως, η «μαρξίστρια» συνιδρύτρια του κινήματος Black Lives Matter, Πατρίς Χαν Κόλορς, μαζί με τη σύζυγό της, επίσης «μαρξίστρια», Τζανάγια Χαν, επιδόθηκαν σ’ ένα όργιο σπατάλης, αγοράζοντας τέσσερα υπερπολυτελή σπίτια αξίας εκατομμυρίων δολαρίων στις ΗΠΑ, τον τελευταίο χρόνο. Η τελευταία αγορά αφορούσε ένα οικόπεδο με δύο βίλες στο «λευκό» φαράγγι Τοπάνγκα, στα προάστια του Μάλιμπου, κάνοντας χρήση του νόμου περί εταιρειών περιορισμένης ευθύνης, που θ’ αποδώσει γενναία έκπτωση στον φόρο που θα πληρώνουν στο αμερικανικό δημόσιο οι δύο «μαρξίστριες». Μάλλον αυτό ακριβώς εννοούν, όταν μιλούν για «ειδική μεταχείριση» και «διόρθωση ιστορικών αδικιών». Όσο για όσους (ακόμη και εκ των ένδον του κινήματος BLM) τόλμησαν να εκφράσουν τις εύλογες απορίες τους, για το πώς δύο ακτιβίστριες βρέθηκαν στα ξαφνικά με τόση ακίνητη περιουσία, η απάντηση ήταν η, κατά WOKE, αναμενόμενη: «Είστε ρατσιστές, ακροδεξιοί και μισογύνηδες!»
Πηγή: εφημερίδα Ρήξη φ. 175.