31 Μαΐου 2022 at 20:20

Η Νέα Ουτοπία (ΙΙ)

από

Ολόκληρο το βιβλίο του Jerome Klapka Jerome σε συνέχειες μπορείτε να το διαβάσετε εδώ:

Η Νέα Ουτοπία (Ι), Η Νέα Ουτοπία (ΙΙ), Η Νέα Ουτοπία (ΙΙΙ)

Μετάφραση: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Η Νέα Ουτοπία (ΙΙ)

Εβαδίσαμεν περαιτέρω, και είδομεν πολλούς διαβάτας. Ηρώτησα: —Δεν υπάρχουν γυναίκες εις αυτήν την πόλιν; —Γυναίκες! ανεφώνησεν και οδηγός μου. Βεβαίως, υπάρχουσι. Συνηντήσαμεν ήδη εκατοντάδας. —Ενόμιζα ότι θα εγνώριζα μίαν γυναίκα όταν θα την έβλεπα· αλλά δεν ενθυμούμαι να παρετήρησα καμμίαν. —Ιδού δύο εκεί, είπεν εφιστών την προσοχήν μου εις ζεύγος προσώπων διερχομένων πλησίον μας, αμφοτέρων με περισκελίδας και χιτώνια στακτερά. —Πώς τας γνωρίζετε ότι είναι γυναίκες; ηρώτησα. —Βλέπετε τους μεταλλίνους αριθμούς τους οποίους και καθείς φέρει εις το περιλαίμιόν του; —Ναι· ακριβώς εσκεπτόμην οπόσον πλήθος αστυνομικών κλητήρων έχετε, και ηπόρουν που είναι οι άλλοι άνθρωποι, οι μη κλητήρες. —Λοιπόν, οι άρτιοι αριθμοί είναι γυναίκες· οι περιττοί είναι άνδρες.—Πόσον απλούστατα! παρετήρησα· υποθέτω ότι μετά μικράν πείραν ημπορείτε να διακρίνετε το εν φύλον από του άλλου, με το πρώτον βλέμμα σχεδόν. —Ω! βέβαια, απήντησεν. Εβαδίσαμεν εν σιωπή επί βραχύ. Είτα ηρώτησα: —Διατί έχει και καθείς ένα αριθμόν; —Δια να διακρίνεται, απήντησεν ο σύντροφός μου. —Δεν έχουν λοιπόν ονόματα; —Όχι. —Διατί; —Ω! ήτο τόση ανισότης εις τα ονόματα. Μερικοί άνθρωποι εκαλούντο Μοντμόρενσυ, και έβλεπον περιφρονητικώς τους καλουμένους Σμίθ· και οι Σμάυθ πάλιν δεν κατεδέχοντο να συναναστραφώσι με τους Τζόουνς· τούτου ένεκα απεφασίσθη η κατάργησις των ονομάτων και εδόθη εις αριθμός εις έκαστον. —Δεν παραπονούνται οι Μοντμόρενσυ και οι Σμάυθ; —Βεβαίως· αλλ’ οι Σμίθ και οι Τζόουνς ήσαν εν τη πλειονοψηφία. —Και οι αριθμοί Εν και Δύο δεν περιεφρόνουν τους αριθμούς Τρία και Τέσσαρα και καθεξής; —Κατ’ αρχάς, ναι! Άλλα με την κατάργησιν του πλούτου, οι αριθμοί έχασαν την αξίαν των, εκτός δια βιομηχανικούς σκοπούς και δια της διπλής ακροστιχίδος, και τώρα ο αριθμός 100 δεν θεωρεί τον εαυτόν του ανώτερον από τον αριθμόν 1.000.000.

O Jerome Klapka Jerome γεννήθηκε το 1859 στο Γουόλσολ του Στάφορντσάιρ, στην κεντρική Αγγλία.

Δεν είχον νιφθή όταν ηγέρθην, διότι δεν υπήρχον τα προς νίψιν εν τω Μουσείο, και ήρχιζα να αισθάνομαι ενόχλησίν τινα και ζέστην. Είπα: —Ειμπορώ να νιφθώ πουθενά; Άπήντησεν: —Όχι· δεν μας επιτρέπεται να νιπτώμεθα. Οφείλετε να περιμένετε ως τας τέσσαρας και μισή, και τότε θα σας νίψουν διά να πάρετε το τσάι. —Θα με νίψουν! Ποιος; —Η πολιτεία. Είπεν ότι είχαν κρίνει ότι δεν ηδύναντο να διατηρήσωσι την ισότητά των εάν επετρέπετο εις τους ανθρώπους να νίπτονται. Τινές των ανθρώπων ενίπτοντο τρις ή τετράκις της ημέρας, ενώ άλλοι δεν ήγγιζον ποτέ νερόν και σάπωνα απ’ αρχής μέχρι τέλους του έτους, και επομένως συνέβη να υπάρχωσι δύο διακεκριμέναι τάξεις, οι νιμμένοι και οι άνιπτοι. Όλαι οι πάλαι προλήψεις περί κοινωνικών τάξεων ήρχισαν τότε ν’ αναζωπυρώνται. Οι νιμμένοι περιεφρόνουν τους ανίπτους, και οι άνιπτοι εμίσουν τους νιμμένους. Όθεν δια να παύση πάσα διχόνοια, η πολιτεία απεφάσισε να εκτελή αυτή το νίψιμον, και πας πολίτης ενίπτετο τώρα δις της ημέρας δι’ υπαλλήλων της κυβερνήσεως· το δε ιδιωτικόν νίψιμον ήτο απηγορευμένον. Παρετήρησα ότι δεν διήλθομεν οικίας καθ’ όσον επροβαίνομεν, μόνον μεγάλας ογκωδεστάτας και άκομψους οικοδομάς, όμοιας με στρατώνας, όλας του αυτού σχήματος και μεγέθους. Ενίοτε εις τινα γωνίαν παρεπορευόμεθα μικροτέραν τινά οικοδομήν, φέρουσαν επιγραφήν «Μουσείον», «Νοσοκομείον», «Αίθουσα Συζητήσεων», «Λουτρόν», «Γυμνάσιον», «Ακαδημία Επιστημών», «Έκθεσις Βιομηχανίας», «Σχολή Ομιλητικής», κτλ. κτλ., άλλα ουδέποτε οικίαν.

Είπα: —Δεν κατοικεί κανείς εις αυτήν την πόλιν; Εκείνος απήντησε: —Κάμνεις ανοήτους ερωτήσεις· εις την τιμήν μου, αυτό κάμνεις. Που νομίζεις ότι κατοικούν οι άνθρωποι; Είπα: —Αυτό ίσα-ίσα προσπαθώ να εννοήσω. Δεν βλέπω οικίας πουθενά. Εκείνος είπε: — Δεν μας χρειάζονται οικίαι —τοιαύται οικίαι, οποίας τας εννοείς. Είμεθα σοσιαλισταί· συζώμεν ομού εν αδελφότητι και ισότητι. Κατοικούμεν εις εκείνα τα μεγάλα κτίρια που βλέπεις. Έκαστον κτίριον χωρεί ανέτως χιλίους πολίτας. Περιέχει χιλίας κλίνας, εκατόν εις έκαστον θάλαμον, καθώς και λουτρώνας, και καλλωπιστήρια αναλόγως, και μίαν τραπεζαρίαν και μαγειρεία. Εις τας επτά κάθε πρωί σημαίνει ο κώδων, και έκαστος σηκώνεται και συγυρίζει το κρεββάτι του. Εις τας επτάμισυ πηγαίνουν εις τα καλλωπιστήρια και νίπτονται και ξυραφίζονται και κτενίζονται. Εις τας οκτώ παρατίθεται το πρόγευμα εις την κοινήν τράπεζαν. Το πρόγευμα συνίσταται εις χορταρικά και γάλα, εις ίσην δόσιν δι’ έκαστον πολίτην. Είμεθα όλοι αυστηρώς φυτοφάγοι τώρα. Αι ψήφοι των φυτοφάγων ηυξήθησαν καταπληκτικώς κατά την παρελθούσαν εκατονταετηρίδα, και επειδή και οργανισμός των ήτο πολύ τέλειος, ηδυνήθησαν να επιβάλωσι την θέλησίν των εν πάση εκλογή από πεντηκονταετίας. Την πρώτην ώραν μετά μεσημβρίαν κρούεται πάλιν ο κώδων, και οι άνθρωποι επιστρέφουν δια το γεύμα, το όποιον συνίσταται εις κυάμους και οπώρας και εις γλύκυσμα δις της εβδομάδος. Την πέμπτην ώραν δίδεται τσάι, και την δεκάτην τα φώτα σβύνονται και ο καθείς πηγαίνει να κοιμηθή. Είμεθα όλοι ίσοι, και ζώμεν όλοι μαζύ, γραμματεύς και οδοκαθαριστής, πεταλωτής και φαρμακοποιός, όλοι ομού εν ελευθερία και αδελφότητι. Οι άνδρες κατοικούσιν εις τα κτίρια τα προς το μέρος τούτο της πόλεως, και αι γυναίκες εις τα κτίρια τα προς το άλλο άκρον της πόλεως. —Που κατοικούν οι έγγαμοι; ηρώτησα εγώ. —Ω! δεν έχομεν νυμφευμένα ζεύγη, απήντησεν εκείνος· κατηργήσαμεν τον γάμον προ διακοσίων ετών. Βλέπετε, ο έγγαμος βίος δεν εταίριαζε καθόλου με το σύστημά μας. Ο οικιακός βίος ήτο όλως εναντίος του σοσιαλισμού. Οι άνθρωποι εφρόντιζον περισσότερον δια τας γυναίκας και τα τέκνα των παρά δια την πολιτείαν. Ήθελαν να εργάζωνται δια τον μικρόν κύκλον των προσφιλών των μάλλον παρά δια το καλόν της κοινωνίας. Εμερίμνων πλειότερον περί του μέλλοντος των τέκνων των παρά περί της τύχης της ανθρωπότητος. Οι δεσμοί της αγάπης και του αίματος συνέδεον τους ανθρώπους σφιγκτά εις μικράς ομάδας αντί εις μεγάλας. Πριν σκεφθώσι περί της προόδου του ανθρωπίνου γένους, οι άνθρωποι εσκέπτοντο περί της προόδου των συγγενών και των οικείων των. Πριν αγωνισθώσιν υπέρ της μεγαλειτέρας ευτυχίας του μεγαλειτέρου πλήθους, ηγωνίζοντο υπέρ της ευτυχίας των ολίγων στενών και προσφιλών εις αυτούς. Εν τω κρύπτω άνδρες και γυναίκες εθησαύριζαν και εκοπίαζον και εθυσίαζον εαυτούς, ώστε να δώσωσιν εν τω κρύπτω πρόσθετόν τινα δωρεάν χαράς εις τους οικείους των. Ο έρως εξήγειρε το ελάττωμα της φιλοδοξίας εις τας καρδίας των ανθρώπων. Δια να εφελκύσωσι τα μειδιάματα των γυναικών, ηρώντο· δια να αφήσωσιν όνομα όπισθεν των, το όποιον τα τέκνα των θα υπερηφανεύοντο να φέρωσιν, οι άνδρες εζήτουν να υψωθώσιν υπεράνω του κοινού, να κατορθώσωσι πράξιν τινα η οποία θα έκαμνε τον κόσμον ν’ αποβλέπη προς αυτούς και να τιμά αυτούς υπέρ τους άλλους ανθρώπους και να αποτυπώσωσι βαθύτερα τα ίχνη των ποδών των επί της κονιορτώδους οδού της εποχής. Αι θεμελιώδεις αρχαί του σοσιαλισμού παρεμποδίζοντο καθημερινώς και κατεπατούντο. Έκαστη οικία ήτο επαναστατικόν κέντρον προς διάδοσιν του ατομισμού και της προσωπικότητος. Από το θάλπος εκάστης οικιακής εστίας εξείρπον αι έχιδναι συντροφία και Ανεξαρτησία, δάκνουσαι την πολιτείαν και δηλητηριάζουσαι τα πνεύματα των ανθρώπων. Αι αρχαί της ισότητος διεφιλονικούντο φανερά. Οι άνδρες, όταν ηγάπων γυναίκά τινα, ενόμιζον αυτήν πάσης άλλης γυναικός υπερτέραν, και ούδ’ ελάμβανον τον κόπον ν’ αποκρύψωσι την γνώμην των. Aι φίλανδροι σύζυγοι επίστευον τους άνδρας των ως φρονιμωτέρους και γενναιοτέρους και χρηστοτέρους πάντων των άλλων ανδρών. Αι μητέρες κατεγέλων την ιδέαν του ότι τα τέκνα των δεν ήσαν κάπως υπέρτερα των άλλων παιδιών, τα παιδία εποτίζοντο την βδελυράν αίρεσιν ότι και πατήρ και η μήτηρ των ήσαν οι άριστοι του κόσμου γονείς. Υπό οιανδήποτε έποψιν και αν κρίνετε, η οικογένεια ίστατο απέναντί μας ως εχθρός. Εις ανήρ είχε χαρίεσσαν σύζυγον και δύο εύτακτα και ευπειθή τέκνα· ο γείτων του ενυμφεύετο μίαν μέγαιραν και εγίνετο πατήρ ένδεκα κακομαθημένων και οχληρών παιδιών· πού η ισότης; Πάλιν, όπου η οικογένεια υπάρχει, εκεί ενσκήπτουσιν εις μετά τον άλλον οι άγγελοι της χαράς και της λύπης· και εις ένα κόσμον όπου η χαρά και η λύπη είναι γνώριμοι, η ισότης δεν δύναται να ζήση. Εις ανήρ και γυνή την νύκτα κλαίουσιν άνωθεν μικρού φερέτρου. Από την άλλην πλευράν του τοίχου ωραίον ζεύγος, με τας χείρας συμπεπλεγμένας, μειδιώσι προσβλέποντες τα ανόητα μειδιάματα και παιγνίδια ευτραφούς βρέφους. Και η πτωχή ισότης τι γίνεται; Τοιαύτα πράγματα δεν πρέπει να επιτρέπωνται. Ο έρως εβλέπομεν ότι ήτο ο εχθρός μας εις πάσαν καμπήν της οδού. Ούτος κατέστησεν αδύνατον την ισότητα. Έφερε χαράν και λύπην, και ησυχίαν και βάσανα εις τον δρόμον του. Διετάραττε τας πεποιθήσεις των ανθρώπων, και διεκύβευε την τύχην της ανθρωπότητος· όθεν κατηργήσαμεν αυτόν και πάντα τα έργα αυτού. Τώρα δεν υπάρχουν γάμοι και επομένως δεν υπάρχουν οικιακαί φροντίδες· δεν υπάρχουν μνηστείαι, άρα ούτε καρδιόπονοι· δεν υπάρχουν έρωτες, άρα ούτε λύπαι· ούτε φιλήματα ούτε δάκρυα. Ζώμεν όλοι ομού έν ισότητι, ελεύθεροι από τας ενοχλήσεις της χαράς και της λύπης.

Είπα: Πρέπει να είναι πολύ ήσυχα τα πράγματα· αλλ’ ειπέ μοι (ερωτώ απλώς υπό επιστημονικήν έποψιν) πώς εκτελείται η προμήθεια των ανδρών και των γυναικών; Μοι είπεν: —Ω! αυτό είναι απλούστατον. Πώς εξετελείτε σεις, εις τας ημέρας σας, την προμήθειαν των ίππων και των αγελάδων; Την άνοιξιν, τόσα παιδία, κατά τας ανάγκας της πολιτείας, προβλέπονται καταλλήλως, και ανατρέφονται επιμελώς, υπό ιατρικήν επιτήρησιν. Όταν γεννηθώσιν, αποσπώνται από τας μητέρας των, φόβω μήπως συνηθίσουν να τ’ αγαπώσι, και ανατρέφονται εις τα δημόσια τροφεία και σχολεία, μέχρι του 14ου έτους. Τότε εξετάζονται από τους δημοσίους επόπτας, οι όποιοι αποφασίζουν δια ποιον έργον είναι κατάλληλα, και εις το έργον τούτο μαθητεύονται ακολούθως. Εις το εικοστόν έτος αναλαμβάνουσι την τάξιν των ως πολίται, και αποκτώσι το δικαίωμα της ψήφου. Ουδεμία διάκρισις γίνεται μεταξύ ανδρών και γυναικών. Τα δύο φύλα χαίρουσιν ίσα προνόμια. Είπα: —Τι πράγμα είναι τα προνόμια; Εκείνος απήντησε: —Πως! Όλα όσα σας είπα. Περιεπατήσαμεν επί τινα στάδια ακόμη, άλλα δεν έβλεπα τίποτε άλλο ειμή οδούς και πάλιν οδούς, με τα άκομψα εκείνα μακρά κτίρια ένθεν και ένθεν. Είπα: —Δεν έχει μαγαζειά ούτε καταστήματα πουθενά; —Όχι, απήντησε· τι μας χρειάζονται τα μαγαζειά; η πολιτεία μάς τρέφει, μάς ενδύει, μάς σπιτώνει, μάς νοσηλεύει, μάς νίπτει, μάς καλλωπίζει, μάς βάπτει τα μαλλιά και μάς θάπτει. Τι θα μας έκαμναν τα μαγαζειά; Ήρχισα να αισθάνωμαι κούρασιν από τον περίπατον αυτόν. Είπα: —Δεν ειμπορούμεν να υπάγωμεν πουθενά να πάρωμεν ένα πιοτό; Εκείνος είπε: —Πιοτό! Τι πράγμα είναι το πιοτό; Πίνομεν μισό ποτήρι κακάο εις το γεύμα μας. Αυτό εννοείτε; Δεν ησθανόμην αρκετάς δυνάμεις δια να του εξηγήσω το πράγμα, και βεβαίως δεν θα με ενόει εάν το έκαμνα. Όθεν είπα: —Ναι· αυτό ενόουν· συνηντήσαμεν ωραίον τινα άνδρα, και παρετήρησα ότι είχε μόνον ένα βραχίονα. Είχον παρατηρήσει ήδη δύο ή τρεις άλλους μεγαλοσώμους άνδρας με ένα μόνον βραχίονα, και μοι είχε φανεί περίεργον. Έκαμα την παρατήρησιν εις τον ξεναγόν μου. Εκείνος απήντησε: —Μάλιστα· όταν ένας άνθρωπος εξέχει πολύ από το μέσον ανάστημα και την ευρωστίαν, του κόπτομεν το εν σκέλος ή τον ένα βραχίοντα, ώστε να επιφέρωμεν την ισότητα· τον κατεβάζομεν ολίγον παρακάτω τρόπον τινά. Η φύσις, βλέπετε, υστερεί οπίσω ως προς τον αιώνα μας· αλλά κάμνομεν ό,τι ειμπορούμεν δια να την διορθώσωμεν. Είπα: —Υποθέτω ότι δεν ειμπορείτε να την καταργήσητε; —Βέβαια, όχι εντελώς, απήντησε. Μόνον επιθυμούμεν να ειμπορούσαμεν. Αλλά, προσέθηκεν είτα μετά συγγνωστής υπερηφανείας, κατωρθώσαμεν πολλά. Εγώ είπα: —Αν συμβή ν’ αναφανή έξοχός τις άνθρωπος, τι τον κάμνετε;—Δεν μας μέλει τόσον δι’ αυτά τα πράγματα τώρα, απήντησε. δεν συνέβη ν’ αναφανή μεγάλη τις εγκεφαλική δύναμις πολύν καιρόν τώρα. Όταν τύχη, εκτελούμεν χειρουργικήν εγχείρησιν επί της κεφαλής, και τούτο καταπραΰνει τον εγκέφαλόν του και τον κατεβάζει ολίγον παρακάτω. Μου ήλθε κάποτε η ιδέα, προσέθηκεν ο γηραιός κύριος, ότι είναι κάπως αξιολύπητον ότι δεν δυνάμεθα και ν’ άνεβάζωμεν παραπάνω ενίοτε, αντί ολονέν να κατεβάζωμεν παρακάτω· άλλα βεβαίως τούτο είναι αδύνατον. Είπα: —Νομίζετε ορθόν το ν’ ακρωτηριάζετε τους ανθρώπους τούτους και να τους εξευτελίζητε κατ’ αυτόν τον τρόπον; Εκείνος είπε: —Βέβαια, είναι ορθόν. —Φαίνεσθε πάρα πολύ βέβαιος περί του πράγματος, είπα εγώ· διατί είναι «βέβαια» ορθόν; —Διότι το κάμνει η πλειονοψηφία. —Πώς τούτο το καθιστά ορθόν; —Μία πλειονοψηφία δεν δύναται να πράξη κακόν, είπε. —Ω! αυτό νομίζουν και οι άνθρωποι οι ακρωτηριαζόμενοι; —Εκείνοι! απήντησεν έκπληκτος επί τη ερωτήσει· εκείνοι είναι εν τη μειονοψηφία. —Ναι· άλλα και μία μειονοψηφία έχει δικαίωμα εις τους βραχίονάς της, και τα σκέλη της και τας κεφαλάς της, ή όχι; —Μία μειονοψηφία δεν έχει κανέν δικαίωμα, είπε. Εγώ είπα:—Θα συμφέρη, ως φαίνεται, ν’ ανήκη τις εις την πλειονοψηφίαν, αν πρόκειται να ζήση εδώ, αλήθεια; Εκείνος απήντησε: —Μάλιστα, πολλοί έτσι κάμνουν. Νομίζουν τούτο συμφερώτερον.

Ολόκληρο το βιβλίο του Jerome Klapka Jerome σε συνέχειες μπορείτε να το διαβάσετε εδώ:

Η Νέα Ουτοπία (Ι), Η Νέα Ουτοπία (ΙΙ), Η Νέα Ουτοπία (ΙΙΙ)

(Εμφανιστηκε 166 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Τα σχίλα είναι κλειστά.