24 Ιουλίου 2021 at 19:04

Η «αυγή» του ελληνικού σινεμά

από

Η «αυγή» του ελληνικού σινεμά

Γράφει ο Κότσης Παναγιώτης

Α. Ο κινηματογράφος:

   Με τον όρο «κινηματογράφος»[1] εννοούμε την τεχνική της αποτύπωσης εικόνων σε φιλμ εικόνων και η προβολή τους σε οθόνη από μηχανή με πολύ μεγάλη ταχύτητα εναλλαγής, η οποία «ξεγελά» τον οφθαλμό και δημιουργείται η ψευδαίσθηση της φυσικής κίνησης.

   Ένας δεύτερος ορισμός, ο οποίος δίνεται στην λέξη «κινηματογράφος» λέει: «Η τέχνη της παρουσίασης μίας ιστορίας ή μίας σειράς γεγονότων μέσω της παραπάνω τεχνικής. Στις μέρες μας, ως «κινηματογράφος» ορίζεται μία αίθουσα, υπαίθρια ή κλειστή, στην οποία προβάλλεται μία ταινία για πρώτη φορά. Παράλληλα, ο κινηματογράφος είναι γνωστός και με τον όρο «σινεμά». Επιπλέον, η εναλλαγή των εικόνων γίνεται με συγκεκριμένο «συνδυασμό» κινήσεων. Αναλυτικά, ο μηχανισμός λαμβάνει κίνηση από μία μανιβέλα, η οποία είναι συνδεδεμένη με έναν «φωτοφράκτη», που εμπόδιζε την πορεία των φωτεινών ακτίνων κατά τη διάρκεια της αλλαγής των εικόνων. Τέλος, ο κινηματογράφος ήταν αρχικά βωβός, όμως, μερικές δεκαετίες αργότερα εξελίχθηκε σε ομιλούντα.

   Οι πρωτοπόροι του κινηματογράφου υπήρξαν οι Γάλλοι αδερφοί Λυμιέρ. Σταδιακά, ο κινηματογράφος έγινε η «νέα τάση» σε όλο και περισσότερες χώρες. Από τις πρώτες- χρονολογικά- χώρες, οι οποίες απέκτησαν κινηματογράφο υπήρξαν η Γαλλία, η Σοβιετική Ένωση και η Ιταλία. Σύντομα, ο κινηματογράφος πέρασε και στις ΗΠΑ. Μία «νέα εποχή» για την ψυχαγωγία εκατομμυρίων ανθρώπων είχε ξεκινήσει.

Γαζιάδης, Δημήτριος (Αθήνα, 1899 – 1959). Σκηνοθέτης, πρωτοπόρος οπερατέρ και παραγωγός του ελληνικού κινηματογράφου. Γιος γνωστού φωτογράφου της Αθήνας, σπούδασε στη Φωτογραφική Ακαδημία του Μονάχου.

Β. Το «λαϊκό θέαμα»:

   Κατά την δεκαετία του 1920, ο κινηματογράφος είχε εξαπλωθεί σε μεγάλο μέρος του πλανήτη. Ο Λένιν, συζητώντας με τον αρμόδιο υπουργό για θέματα πολιτισμού, του είπε ότι θεωρούσε τον κινηματογράφο ως το πιο σημαντικό είδος. Στην ουσία, ομολογούσε ότι πρόκειται για το περισσότερο λαϊκό είδος τέχνης.

    Ο κινηματογράφος αποτελεί, και στο ελληνικό έδαφος, μία λαϊκή τέχνη. Λαϊκό, στην περίπτωσή του, θεωρείται το ομαδικό, έστω και αν πρόκειται για ομάδες, οι οποίες συμμετέχουν σε διάφορα πολιτιστικά δρώμενα, αν και δεν είναι απαραίτητο να παράγονται από τις ίδιες.

   Βέβαια, υπάρχει κάποιος περιορισμός. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχει ο «λαϊκός» κινηματογράφος, ο οποίος παρακολουθείται από ένα μαζικό κοινό και ο «μη λαϊκός», ο οποίος διαθέτει «επιλεκτικό» κοινό. Φυσικά, μελετάται το πρώτο από τα προαναφερθέντα είδη.

H ουσιαστική έναρξη του ελληνικού κινηματογράφου πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 1915, όταν ο Κωνσταντίνος Μπαχατώρης, επιχειρηματίας από την Σμύρνη, προβάλλει την πρώτη- χρονολογικά- ελληνική ταινία, η οποία κυκλοφόρησε υπό τον τίτλο «Γκόλφω».
H ουσιαστική έναρξη του ελληνικού κινηματογράφου πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 1915, όταν ο Κωνσταντίνος Μπαχατώρης, επιχειρηματίας από την Σμύρνη, προβάλλει την πρώτη- χρονολογικά- ελληνική ταινία, η οποία κυκλοφόρησε υπό τον τίτλο «Γκόλφω».

Γ. Το ξεκίνημα του ελληνικού σινεμά:

Γ1. Η πρώτη περίοδος (1915-1925)

    Η πρώτη «παρουσία» του κινηματογράφου στην Ελλάδα δεν οφείλεται σε Έλληνες, αλλά σε Γάλλους. Σαφέστερα, το 1906, λόγω της διοργάνωσης της Μεσολυμπιάδας από την κυβέρνηση του Γ. Θεοτόκη στην Αθήνα, [2] Γάλλοι operateurs κινηματογράφησαν τα αγωνίσματα, τα οποία ήταν στο πρόγραμμα των αγώνων.

   Όμως, η ουσιαστική έναρξη του ελληνικού κινηματογράφου πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 1915, όταν ο Κωνσταντίνος Μπαχατώρης, επιχειρηματίας από την Σμύρνη, προβάλλει την πρώτη- χρονολογικά- ελληνική ταινία, η οποία κυκλοφόρησε υπό τον τίτλο «Γκόλφω». Όπως καταλαβαίνουμε από τον τίτλο, είναι το περίφημο έργο του Σ. Περεσιάδη, που αφηγείται τον άτυχο έρωτα της φτωχής χωριατοπούλας Γκόλφως με τον βοσκό Τάσο. Ο Τάσος αρνείται την Γκόλφω για την προίκα μίας άλλης κοπέλας του χωριού, της Σταυρούλας. Η Γκόλφω, πικραμένη, κυριεύεται από τρέλα και, τέλος, αυτοκτονεί. Λίγο αργότερα, αυτοκτονεί πάνω στο πτώμα της και ο Τάσος.

   Η αρχή αυτή, με την Γκόλφω, «σηματοδοτεί» την μεταφορά του ιδεολογικού περιεχομένου, του συναισθηματικού «φορτίου» του προηγούμενου λαϊκού θεάματος, δηλαδή του βουκολικού ειδυλλίου στην αρτιγέννητη «μεγάλη οθόνη». Επίσης, με την προβολή της «Γκόλφως» γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι ο ελληνικός κινηματογράφος ξεκίνησε με μία θεματολογία, την οποία είχε δανειστεί από το ελληνικό θέατρο. Μεταφέρει και στο πανί τα θέματα αυτά, υπό την μορφή αναπαράστασης σε φυσικούς χώρους. Παράλληλα, ας σημειωθεί ότι τα θέματα αυτά είχαν ευρεία απήχηση στο κοινό.

    Οι θιασώτες της νέας αυτής μορφής παλλαϊκής ψυχαγωγίας δεν είδαν κάτι «καινό». Η «Γκόλφω» του Περεσιάδη υπήρξε ένα από τα πιο γνωστά έργα φουστανέλας, με φήμη ως τότε και, φυσικά, την εποχή μας. Κατά τον 19ο αιώνα, παιζόταν από θεατρικά μπουλούκια, τα οποία πραγματοποιούσαν το «ανέβασμά» της σε διάφορα μέρη της χώρας.[3]

    Εκτός από την «Γκόλφω» μεγάλη απήχηση είχαν και ταινίες, με θέμα την Μικρασιατική εκστρατεία και την καταστροφή του 1922. Οι ταινίες αυτές, εμπνευσμένες από την επικαιρότητα, μετέδιδαν στις αθηναϊκές αίθουσες τα γεγονότα του μικρασιατικού πολέμου. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τις ταινίες αυτές ως «ντοκιμαντέρ».

  Οι αίθουσες ήταν κατάμεστες, διότι καμία άλλη μορφή θεάματος, όπως για παράδειγμα ο ξακουστός Καραγκιόζης, δεν μπορούσε να αποδώσει τα δρώμενα με πειστικότητα. Την ίδια εποχή, εμφανίζεται ο Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ (1894-194;)[4], ένας από τους πρώτους κωμικούς του ελληνικού κινηματογράφου. Άλλος σπουδαίος κωμικός της περιόδου εκείνης ήταν ο Σπ. Δημητρακόπουλος, που έγινε ευρέως γνωστός στους θεατές με το ψευδώνυμο «Σπυριντιόν Χαμαιλεόν».

    Η διετία 1924-1925 «σημαδεύεται» από την παρουσία του Δήμου Βρατσάνου, ενός «πιονιέρου» του ελληνικού κινηματογράφου. Ο Βρατσάνος υπήρξε ένας κινηματογραφιστής με τεράστιες φιλοδοξίες. Στην προσπάθειά του να δημιουργήσει το «Ελληνικό Hollywood” σκηνοθετεί, το 1925, το πρώτο «μελό» του ελληνικού σινεμά. Ο τίτλος της ταινίας του ήταν «Της μοίρας τ’ αποπαίδι».

    Ολοκληρώνοντας, μπορούμε να αναφέρουμε ότι η «πρώϊμη» περίοδος του ελληνικού σινεμά ξεκινά το 1915 και τελειώνει το 1925, αν και η διάκριση δεν είναι «απόλυτη». Φυσικά, θα αποτελούσε παράλειψη αν δεν αναφέραμε ότι αυτήν την περίοδο άρχισαν να εμφανίζονται οι βασικές εκφράσεις του ελληνικού κινηματογράφου. Αναλυτικότερα, υπάρχει η ανάδειξη του κωμικού στοιχείου, εξαιτίας της παρουσίας του Μιχαήλ. Ακόμη, υπάρχουν η ελληνική ηθογραφία, η οποία μεταφέρεται από το σανίδι του θεάτρου στο πανί και το «μελό».

Ο Βρατσάνος υπήρξε ένας κινηματογραφιστής με τεράστιες φιλοδοξίες. Στην προσπάθειά του να δημιουργήσει το «Ελληνικό Hollywood” σκηνοθετεί, το 1925, το πρώτο «μελό» του ελληνικού σινεμά. Ο τίτλος της ταινίας του ήταν «Της μοίρας τ’ αποπαίδι».
Ο Βρατσάνος υπήρξε ένας κινηματογραφιστής με τεράστιες φιλοδοξίες. Στην προσπάθειά του να δημιουργήσει το «Ελληνικό Hollywood” σκηνοθετεί, το 1925, το πρώτο «μελό» του ελληνικού σινεμά. Ο τίτλος της ταινίας του ήταν «Της μοίρας τ’ αποπαίδι».

Γ2. Η περίοδος 1925-1940:

    Το θεατρικό ειδύλλιο, το οποίο μεταφέρεται στην μεγάλη οθόνη, θα αποτελέσει για πολλά χρόνια το «κυρίαρχο» κινηματογραφικό είδος. Ακόμη, οι ταινίες δεν έχουν πια «δυσάρεστο» τέλος, αλλά ευχάριστο. Το ευχάριστο τέλος δεν «αντιγράφει» το “happy end” του δυτικού σινεμά, αλλά η ύπαρξή του δικαιολογείται από το ότι η ανθρώπινη ψυχή απαιτεί την ανακούφιση μίας προσωρινής «φυγής». Φυσικά, είναι γνωστό τοις πάσι ότι το ευτυχές τέλος αποτελεί κάτι, το οποίο συνηθίζεται από τις θεατρικές παραστάσεις της αρχαιότητας. [5]

Σκηνή από την ταινία «Το λιμάνι των δακρύων», 1928.
Σκηνή από την ταινία «Το λιμάνι των δακρύων», 1928.

   Το τυπικό παράδειγμα των ταινιών της περιόδου αυτής είναι η «Αστέρω» του 1929, η οποία «αντιγράφει» σε ορισμένα σημεία την «Γκόλφω» του 1915, αλλά έχει την διαφορά ότι το τέλος είναι αίσιο. Η «Αστέρω» του 1929 «άνοιξε το δρόμο» για την παραγωγή και προβολή άλλων ταινιών, που διαδραματίζονται στην ύπαιθρο και αίσιο τέλος, οι οποίες ξεκίνησαν να γυρίζονται και να προβάλλονται κατά την δεκαετία του 1930.   

   Σκηνοθέτης, παραγωγός και εικονολήπτης της «Αστέρως» ήταν ο Δημήτριος Γαζιάδης, (1889-1959) ο οποίος είχε σπουδάσει στην φωτογραφική Ακαδημία του Μονάχου ενώ, μετά το πέρας των σπουδών του, εργαζόταν στην Γερμανία. Το 1924 ιδρύει την κινηματογραφική εταιρεία «Νταγκ Φιλμς» και, βαθμιαία, «πρωτοστατεί» στις κινηματογραφικές πρωτοβουλίες.

Το τυπικό παράδειγμα των ταινιών της περιόδου αυτής είναι η «Αστέρω» του 1929, η οποία «αντιγράφει» σε ορισμένα σημεία την «Γκόλφω» του 1915, αλλά έχει την διαφορά ότι το τέλος είναι αίσιο.
Το τυπικό παράδειγμα των ταινιών της περιόδου αυτής είναι η «Αστέρω» του 1929, η οποία «αντιγράφει» σε ορισμένα σημεία την «Γκόλφω» του 1915, αλλά έχει την διαφορά ότι το τέλος είναι αίσιο.

   Το ενδιαφέρον του Δ. Γαζιάδη «επικεντρώνεται» στο δραματικό ειδύλλιο. Σαφέστερα, η τελευταία- χρονολογικά- ταινία του «Φίλησέ με, Μαρίτσα» «χαράζει» τον προσανατολισμό της ηθογραφίας της υπαίθρου προς το μελό. Άλλες γνωστές ταινίες, τις οποίες σκηνοθέτησε ήταν «Έρως και κύματα» του 1927 και «Το λιμάνι των δακρύων», το οποίο προβλήθηκε ένα χρόνο αργότερα. Αξίζει να σημειωθεί ότι και τα δύο προαναφερθέντα έργα διαθέτουν στοιχεία «μελό».

Σκηνοθέτης, παραγωγός και εικονολήπτης της «Αστέρως» ήταν ο Δημήτριος Γαζιάδης, (1889-1959) ο οποίος είχε σπουδάσει στην φωτογραφική Ακαδημία του Μονάχου.
Σκηνοθέτης, παραγωγός και εικονολήπτης της «Αστέρως» ήταν ο Δημήτριος Γαζιάδης, (1889-1959) ο οποίος είχε σπουδάσει στην φωτογραφική Ακαδημία του Μονάχου.

    Εκτός των κινηματογραφικών έργων, τα οποία προαναφέρθηκαν, θα ήταν λάθος αν δεν γινόταν λόγος για το ότι ο Γαζιάδης ασχολήθηκε και με το ντοκιμαντέρ. Αναλυτικότερα, το 1929 σκηνοθέτησε το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ «Ελληνικό Θαύμα», το οποίο «αντλεί» την θεματολογία του από τον μικρασιατικό πόλεμο.

   Κλείνοντας, το μελό θα αποτελέσει το είδος, στο οποίο προβάλλεται ένας μικροαστικός κόσμος. Το είδος αυτό θα «κυριαρχήσει» στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες μέχρι την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, αλλά, από το 1945 και έπειτα θα αποκτήσει έναν ισχυρό ανταγωνιστή, την κωμωδία, που επίσης αφηγείται δρώμενα σε έναν μικροαστικό κόσμο. 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Διζικρίκη, Γ. «Ελληνικός κινηματογράφος- Μέρος Α’» στην εφημερίδα «Καθημερινή», 3-6-1990

Εγκυκλοπαίδεια «Νέα Δομή»

Μερακλή, Μ.Μ. (1999) «Επίτομη Ελληνική λαογραφία» εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα

Μητροπούλου, Α. (επιμ.) (1990) «Η ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου», εκδ. Αιγόκερως, Αθήνα.

Σολδάτου, Ι. (1980) «Ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου», εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα.

Τσουρέας, Γ. (2007) «Μία ερμηνευτική προσέγγιση στους «Ιππείς» του Αριστοφάνη», εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα.

Χρόνη, Α.Μ. (2003) «Η ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων», εκδ. Μέλισσα, Αθήνα. 

 

Φωτογραφικό υλικό:

 

Δημήτριος Γαζιάδης. Πρωτοπόρος Έλληνας σκηνοθέτης

[1]) Σημ: Ο όρος αποτελεί «δάνειο» της γαλλικής λέξης “cinematographe”. 

[2]) Βλ και Χρόνη, Α.Μ. (2003) «Η ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων».

[3]) Βλ και Μερακλή, Μ.Μ. (1999) «Επίτομη ελληνική λαογραφία».

[4]) Βλ και Σολδάτου, Ι. (1980) «Ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου». Ο συγκεκριμένος κωμικός πέθανε πάμφτωχος στην Κατοχή. Η ακριβής ημερομηνία δεν είναι γνωστή.

[5])Βλ και Τσουρέας, Γ. (2007) «Μία ερμηνευτική προσέγγιση στους «Ιππείς» του Αριστοφάνη»

(Εμφανιστηκε 379 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Τα σχίλα είναι κλειστά.