Β’. — Ο Ηράκλειος μέχρι της εις τον θρόνον αναβάσεώς του.
Κείμενο: Παύλος Καρολίδης
Ο Ηράκλειος ήτο πρωτότοκος υιός του στρατηγού Ηρακλείου, γεννηθείς εις την Καππαδοκίαν τω 575 μ. Χ. Ο πατήρ του Ηράκλειος ήτο ανήρ στρατιωτικός, σπουδαίον λαβών μέρος εις τας ενδόξους και νικηφόρους εναντίον των Περσών εκστρατείας, τας γενομένας επί του αυτοκράτορος Μαυρικίου. Τω 585 έγεινε δεύτερος, μετά τον αρχιστράτηγον Φίλιππον, αρχηγός του κατά Περσών πολέμου, το δε επόμενον έτος 586 απέκτησε μεγάλην φήμην, εκπορθήσας το οχυρόν φρούριον Μαζαρόν. Μετ’ ολίγον δε, επιστρέψαντος του αρχιστρατήγου Φιλίππου εις Κωνσταντινούπολιν έμεινεν αυτός επί μακρόν αρχιστράτηγος, μέχρι της εις τον στρατόν αφίξεως του διαδόχου του Φιλίππου, του Κομεντιόλου. Τούτου αναλαβόντος την αρχιστρατηγίαν, οι Έλληνες ενικήθησαν από τους Πέρσας, αλλ’ ο Ηράκλειος μετέβαλε την ήτταν εις νίκην φονεύσας τον αρχιστράτηγον των Περσών. Προς αμοιβήν δε ακριβώς του κατορθώματος τούτου διωρίσθη στρατηγός ή έξαρχος, ήτοι ανώτατος πολιτικός και στρατιωτικός διοικητής μιας των μεγίστων και σπουδαιοτάτων επαρχιών του κράτους, ήτοι της Αφρικής, περιλαμβανούσης τας σημερινάς χώρας της Τύνιδος, του Αλγερίου και του Μαρόκου.
Εις την Αφρικήν ευρίσκομεν τον πατέρα Ηράκλειον ότε υπό την αθλίαν κυβέρνησιν του αυτοκράτορος Φωκά εκινδύνευε το κράτος τον έσχατον κίνδυνον. Ο Ηράκλειος εκ της γυναικός του Επιφανείας είχε τρία τέκνα, τον Ηράκλειον, τον Θεόδωρον και την Μαρίαν. Ο υιός του Ηράκλειος εγεννήθη και ανετράφη εις την Καππαδοκίαν, έτυχε δε ανατροφής και παιδεύσεως χριστιανικής επιμελεστάτης. Η μήτηρ του Επιφάνεια ήτο ευσεβής και η ευσέβειά της επέδρασε μεγάλως εις την ηθικήν διάπλασιν και μόρφωσιν των τέκνων της. Νέος έτι ων ο Ηράκλειος, αν και δεν έλαβε μέρος εις πόλεμον μέχρι της εις τον θρόνον ανόδου του, ησκήθη όμως, καθώς φαίνεται, εις τα στρατιωτικά, κατά τους χρόνους της νεότητός του, ως απέδειξεν ο έπειτα βίος του. Εις ηλικίαν 34 ή 35 ετών εμνηστεύθη μετά της Φαβίας, θυγατρός επισήμου ανδρός. Η Φαβία και η μέλλουσα πενθερά της, η μήτηρ του Ηρακλείου, ευρίσκοντο, δεν ηξεύρομεν διά τίνα λόγον, εις Κωνσταντινούπολιν, ότε ο Φωκάς, εν μέσω των πανταχόθεν λυμαινομένων το κράτος του δεινών, παρεξετρέπετο εις ωμάς τυραννικάς πράξεις, προκαλών συνωμοσίας εναντίον του, και τους ανακαλυπτομένους συνωμότας απηνώς τιμωρών και φονεύων. Υποπτεύσας και τας μεταξύ της συγκλήτου και του εξάρχου της Αφρικής Ηρακλείου (του πατρός) γινομένας διαπραγματεύσεις και συνεννοήσεις, διέταξε να συλληφθούν η υπό του λαού της πρωτευούσης ένεκα της ευσεβείας της μεγάλως τιμώμενη μήτηρ του Ηρακλείου και η μνηστή του και να κλεισθούν εις την Μονήν της Νέας Μετανοίας, διά να χρησιμεύουν ως όμηροι της προς αυτόν πίστεως του εξάρχου της Αφρικής. Αλλ’ εν τω μεταξύ ο νέος Ηράκλειος εβάδιζε προς την πρωτεύουσαν, διότι ο πατήρ του, παρακαλούμενος θερμώς από την Σύγκλητον, είχεν αποφασίση επί τέλους να στείλη τον υιόν του εις την πρωτεύουσαν.
Δύο ήρωες εκίνησαν συγχρόνως από την Αφρικήν διά να λυτρώσουν το κράτος από τας χείρας του Φωκά.
Εκ τούτων ο μεν ήτο ο υιός του εξάρχου, ο δε άλλος ήτο Νικήτας ο υιός του Γρηγορά, υποστρατήγου και συγγενούς του Ηρακλείου. Και ο μεν Ηράκλειος ήρχετο με στόλον διά θαλάσσης, φέρων και στρατόν πεζόν, στρατολογηθέντα από την Τύνιδα, το Αλγέριον και την Μαυριτανίαν (Μαρόκον). Ο δε Νικήτας διά ξηράς, επί κεφαλής στρατού πεζού, επορεύετο την μακράν οδόν από της Καρχηδόνος μέχρι της Κωνσταντινουπόλεως. Λέγεται ότι οι δύο ήρωες είχαν εκ των προτέρων συμφωνήση να αναγνωρισθή ως βασιλεύς από τον άλλον εκείνος εξ αυτών, ο οποίος θα προλάβη να νικήση τον Φωκάν.
Τα πλοία του Ηρακλείου ήσαν καστελλωμένα, δηλαδή πυργωτά, έφεραν δε εις τα κατάρτια εικόνας της Θεοτόκου. Όταν ο στόλος έφθασεν εις τον Ελλήσποντον, ο Ηράκλειος έμαθεν από τον διοικητήν της Αβύδου τα εν Κωνσταντινουπόλει γενόμενα. Εις την Άβυδον είχαν συναχθή πανταχόθεν οι εκ Κωνσταντινουπόλεως εξορισθέντες από τον Φωκάν. Εκεί ο μητροπολίτης της Κυζίκου Στέφανος επρόσφερεν εις τον Ηράκλειον στέμμα, το οποίον ετηρείτο εις Αρτάκην, εις τον ναόν της Θεοτόκου, αναγνωρίζων τρόπον τινά αυτόν από τούδε βασιλέα. Από την Άβυδον ο Ηράκλειος μετέβη εις την Ηράκλειαν της Θράκης (την αρχαίαν Πέρινθον) και εκείθεν εις Κωνσταντινούπολιν. Ο Φωκάς νομίζων, ως φαίνεται, ότι ο Ηράκλειος από την Ηράκλειαν έμελλε να επέλθη διά ξηράς εις την Κωνσταντινούπολιν, έστειλε τον αδελφόν του Στέφανον εις τα Μακρά Τείχη διά να τον αποκρούση. Αλλ’ ο Ηράκλειος ηκολούθησε την διά θαλάσσης οδόν, και ο Στέφανος ιδών τούτο έσπευσεν εις την πόλιν διά να εμποδίση την απόβασιν. Εν τούτοις ο Ηράκλειος, την 30 Οκτωβρίου 610 μ. Χ., έφθασε μετά του στόλου εις την δυτικήν άκραν της Κωνσταντινουπόλεως, όπου ήτο το Επταπύργιον. Πλησίον εκεί εις τον όρμον της Σοφίας συνεκροτήθη την επομένην ημέραν αιματηρά ναυμαχία μεταξύ του στόλου του Ηρακλείου και του στόλου του Φωκά. Κατά την ναυμαχίαν εκείνην ο Ηράκλειος έδειξεν έξοχον ανδρείαν και εκτεθείς προσωπικώς εις μεγίστους κινδύνους εκέρδισε τελείαν νίκην.
Μόλις εγνώσθη εις την πόλιν το αποτέλεσμα, αμέσως ο λαός, του οποίου εθραύοντο τα δεσμά, ανευφήμησε τον Ηράκλειον ως αυτοκράτορα. Την επαύριον ο στρατός εγκατέλιπε τον Φωκάν και ενωθείς μετά του λαού τον απεκήρυξεν. Ο Φωκάς συνελήφθη υπό του στρατού και απεκδυθείς την βασιλικήν πορφύραν ωδηγήθη εις την ναυαρχίδα του Ηρακλείου, και εκεί εφονεύθη, ενώ ο λαός της Κωνσταντινουπόλεως έβλεπε τα γινόμενα από την παραλίαν. Ο Ηράκλειος απεβιβάσθη, εις την πόλιν εν μέσω των ευφημιών του λαού και επρόσφερε την βασιλείαν εις τον εκ θυγατρός γαμβρόν του Φωκά Κρίσπον, ο οποίος είχεν εγκαταλείψη τον πενθερόν του και είχε προσχωρήση προς τον Ηράκλειον διά να σώση το κράτος, καθώς έλεγεν, από τον τύραννον και να τιμωρήση τον φονέα του Μαυρικίου και των τέκνων του και όχι διά να απαιτήση διάδημα και πορφύραν. Ο Κρίσπος πράγματι απεποιήθη τον προσφερόμενον θρόνον, και τέλος ο Ηράκλειος συνήνεσε να αναλάβη αυτός την αρχήν και συνοδευόμενος από τον επευφημούντα λαόν μετέβη εις τα ανάκτορα. Την επαύριον εστέφθη ως βασιλεύς και αυτοκράτωρ από τον πατριάρχην Σέργιον εις τον ανακτορικόν ναόν του αγίου Στεφάνου. Την ιδίαν ημέραν εστέφθη ως Αυγούστα, δηλαδή βασίλισσα και αυτοκράτειρα, και η μνηστή του Φαβία, μετονομασθείσα Ευδοκία. Την ιδίαν ημέραν έλαβαν αμφότεροι παρά του Πατριάρχου και τους στεφάνους του γάμου. Ούτω κατά το φθινόπωρον του 610 μ. Χ. ανήλθεν εις τον θρόνον του Βυζαντίου ο Ηράκλειος.
Ο Παύλος Καρολίδης (1849 – 1930) ήταν Έλληνας ιστορικός, πολιτικός και καθηγητής πανεπιστημίου. Το κείμενο είναι από το βιβλίο του Π. ΚΑΡΟΛΙΔΟΥ. Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ. ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΡΟΣ ΔΙΑΔΟΣΙΝ ΩΦΕΛΙΜΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ. ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1904. ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΑ ΡΑΦΤΑΝΗ-ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ.