Ένας Σαινσιμονιστής στην Ελλάδα του Όθωνα (1833-1835)
Γράφει ο Μανόλης Πλούσος
Το νέο ελληνικό βασίλειο, που προέκυψε έπειτα από τον δεκαετή πόλεμο της ανεξαρτησίας, έπρεπε να αναδιοργανωθεί εκ βάθρων σε όλους τους τομείς. Οι περιοχές που το αποτελούσαν, κυρίως η Πελοπόννησος και η Στερεά Ελλάδα, είχαν υποστεί βαριές καταστροφές από τις πολεμικές επιχειρήσεις των αντιμαχόμενων. Ο πληθυσμός, που μετά βίας έφτανε τις 600.000 κατοίκους, βρισκόταν σε άθλια κατάσταση, αδυνατώντας να ικανοποιήσει τις βασικές του ανάγκες. Περιγράφει ο Επ. Κυριακίδης γλαφυρά την κατάσταση ως εξής: «Το νέον βασίλειον ήτο ευρύτατος ερειπιών ότε αφίκετο εκ Βαυαρίας ο άπειρος αυτού βασιλεύς. Πανταχού οικίαι πυρποληθείσαι, πόλεις ερημωθείσαι, χωρία και ποίμνια κατεστραμμένα[…] Επί πλέον η πενία ήτο γενική, σώματα δε ληστρικά, πειναλέων πολεμιστών, διέτρεχον την χώραν πάσαν, συμπληρούντα την καταστροφήν […] Τα ευφορώτερα μέρη του νέου κράτους, αι ακταί της Αχαΐας, η κοιλάς του Ευρώτα, η εριβώλαξ Ηλεία ήσαν παντελώς κατεστραμμένα». Πάνω σε αυτά τα ερείπια οι φτωχοί και εξουθενωμένοι Έλληνες έπρεπε να οικοδομήσουν τη νέα τους ζωή.
Η αντιβασιλεία για την αντιμετώπιση των δύσκολων συνθηκών ίδρυσε στα 1834 το Γραφείο Δημόσιας Οικονομίας (Γ.Δ.Ο.), που υπαγόταν στην Γραμματεία των Εσωτερικών. Σκοπός του Γ.Δ.Ο. ήταν η συγκέντρωση όλων των απαραίτητων στατιστικών δεδομένων για την κρατική ανασυγκρότηση. Απογραφή του πληθυσμού και των ζώων, καταγραφή των πλουτοπαραγωγικών πηγών της επικράτειας, σύνταξη κτηματολογίου και πλήθος άλλων στοιχείων απαραίτητων για την εκπόνηση σχεδίων επανεκκίνησης της οικονομίας και αναδιοργάνωσης της κοινωνίας. Ένα εγχείρημα που εμπνεόταν από τις αντίστοιχες υπηρεσίες των προηγμένων κρατών της εποχής. Στην διεύθυνση της Γραμματείας Εσωτερικών εκείνη την εποχή είχε αναρριχηθεί ο πολύς Ιωάννης Κωλέττης, που είχε ισχυροποιηθεί, έπειτα από την φυλάκιση του Γέρου του Μωριά και τον περιορισμό της δράσης του ρωσόφιλου κόμματος των Ναπαίων. Το Γ.Δ.Ο. επανδρώθηκε από δυο Γάλλους, τον Gustave d’Eichthal και τον Alexandre Roujoux, καθώς και τον Έλληνα Νικ. Πονηρόπουλο.
Οι δυο Γάλλοι ήταν οπαδοί των οικονομικών θεωριών του Claude Henri de Rouvroy, comte de Saint-Simon, οι ιδέες του οποίου διαμόρφωσαν μια πρώιμη μορφή σοσιαλισμού, τον ουτοπικό σοσιαλισμό, και που αργότερα βρήκαν απήχηση σε πολλά μέρη του κόσμου. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις του Σαινσιμονισμού η κοινωνία θεωρούταν ένα μεγάλο εργοστάσιο του οποίου οι εργάτες (les industrials) ήταν αυτοί που δικαιούνταν τις υψηλότερες αμοιβές, ενώ οι ευγενείς, οι ιερείς, οι αυλικοί και οι πλούσιοι γαιοκτήμονες, που δεν παρήγαγαν τίποτε, χαρακτηρίζονταν ως «αργόσχολοι» και ως εκ τούτου δικαιούνταν λιγότερα. Στην εποχή του Σαινσιμόν οι κοινωνικές ανισότητες ήταν χαοτικές, με τους πλούσιους αριστοκράτες και τους παρατρεχάμενούς τους να βρίσκονται στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας ελέγχοντας το σύνολο της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Πολλοί από τους οπαδούς του Σαινσιμόν υποστήριξαν την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας καθώς και την ανακατανομή του κοινωνικού πλούτου. Σύμφωνα με τον αμερικανό οικονομολόγο R. Heilbroner η θεωρία του Σαινσιμόν ήταν: «ένας ύμνος στη βιομηχανική διαδικασία και μια διαμαρτυρία ότι, σε μια κοινωνία του μόχθου, οι αργόσχολοι καταλήγουν να προσπορίζονται ένα δυσανάλογα μεγάλο μερίδιο πλούτου». Θεωρούσε την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, προς το κοσμικότερο, την κατάργηση των κοινωνικών προνομίων καθώς και την ελεύθερη οικονομική δραστηριότητα βασικούς παράγοντες λειτουργίας της βιομηχανικής κοινωνίας. Ο Σαινσιμόν ουσιαστικά διακήρυσσε μια κοινωνική αλλαγή δια της οποίας ανατρεπόταν η καθεστηκυία τάξη των πραγμάτων, και ως εκ τούτου οι ιδέες του και οι οπαδοί του τέθηκαν γρήγορα σε διωγμό. Μετά τον θάνατο του Σαινσιμόν, στα 1825, οι μαθητές του κυνηγήθηκαν, φυλακίστηκαν ή έφυγαν στο εξωτερικό. Ο Gustave d’Eichthal ήταν ο πρώτος από τους μαθητές του που αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο το φθινόπωρο του 1833 με σκοπό να εφαρμόσει τις ιδέες του δασκάλου του.
Ο Gustave d’Eichthal αφού γνωρίστηκε με τον Κωλέττη ανέλαβε δράση. Σκοπός του φαίνεται ότι ήταν να φέρει στην Ελλάδα αποίκους από το εξωτερικό ώστε να βοηθήσουν τους ντόπιους να ορθοποδήσουν και να οργανώσουν τις παραγωγικές δομές της χώρες. Στο ημερολόγιο του, που δημοσίευσε ο Δημ. Βικέλας το 1893, γράφει σχετικά: «Αφότου έφθασα ενταύθα η επιθυμία μου είναι να φέρω αποίκους εις την Ελλάδα. Επί της ερημωθείσης ταύτης γης, πόλεις, μνημεία, θέατρα, δρόμοι, οικίαι, -επί των σιωπηλών ήδη θαλασσών της πλοία ιστιοφόρα, ατμοκίνητα- ταύτα πλανώνται αενάως ενώπιον της φαντασίας μου». Το καθεστώς μικροϊδιοκτησίας ανταποκρινόταν απόλυτα στις ανάγκες και στις συνήθειες των κατοίκων του κράτους, γεγονός που ενθάρρυνε τον Eichthal: «Η κυβέρνησις εμφορείται διαθέσεων όλως φιλελευθέρων. Έχει απόφασιν να μην επιτρέψη τον σχηματισμόν αριστοκρατίας μεγάλων γαιοκτημόνων, κατά συνέπειαν δεν θα εισαγάγη τροπολογίας σημαντικάς εις το σύστημα της ιδιοκτησίας». Όσο για τους ίδιους τους κατοίκους του βασιλείου οι πρώτες εντυπώσεις του είναι θετικές: «… (Οι Έλληνες) Γνωρίζουν τι σημαίνει πίστις, είναι ευδιάθετοι να δεχθούν εξ Ευρώπης πάσας τας βιομηχανικάς βελτιώσεις τας δυναμένας ν’ αυξήσουν την αξίαν της γης των, νομίζω δε ότι ευχαρίστως θα ίδουν αποικίας, και μάλιστα αποικίας βιομηχάνων, εγκαθισταμένας εις την πατρίδα των. Δεν θ’ αποκρούσουν και αποικίας γεωργικάς, αρκεί μόνον να δοθή εις τους παλαιούς κατοίκους μερίς ικανή κατά την διανομήν της εθνικής γης, η οποία αποτελεί τα ¾ της χώρας». Οι άποικοι, λοιπόν, κατά τον Eichthal εκτός από ευκαιρίες για βελτίωση της ζωής τους στην Ελλάδα, θα βοηθούσαν και τους ντόπιους να εξελίξουν την παραγωγή τους και να εισέλθουν σταδιακά στην βιομηχανική εποχή.
Τα μεγαλύτερα εμπόδια που αντιμετώπιζαν τα σχέδια του δραστήριου Γάλλου προέρχονταν από τα δυο αντίπαλα κόμματα, το αγγλικό και το ρωσικό, που κατευθύνονταν από τις αντίστοιχες Μεγάλες Δυνάμεις. Ενδεχομένως η αντίδραση των δυο άλλων κομμάτων να ξέσπασε για λόγους καθαρά αντιπολιτευτικούς, αφού ήταν η περίοδος που η Γαλλία προσπαθούσε να επανέλθει δυναμικά στην ανατολική Μεσόγειο και όργανό της στο ελληνικό βασίλειο ήταν ο Ιωάννης Κωλέττης, ηγετική φυσιογνωμία του γαλλικού κόμματος και προϊστάμενος του Eichthal. Αναφέρει σχετικά στο ημερολόγιο του: «Τα μεγαλείτερα προσκόμματα εις την εκτέλεσιν των τοιούτων σχεδίων θα προέλθουν εκ των ραδιουργιών της εξωτερικής ενταύθα πολιτικής. Τούτο όχι μόνον εκ μέρους της Ρωσσίας, ήτις ενεργεί ό,τι δυνατόν δια να παρεμποδίση την επί το κανονικώτερον αποκατάστασιν του τόπου και η Αγγλία αυτή έχει ενταύθα ως αντιπρόσωπον άνθρωπον όστις διήλθε τον βίον ραδιουργών, εξακουλουθεί δε και εις Ελλάδα την τέχνην του». Πράγματι, οι ρωσόφιλοι Ναπαίοι εμφορούνταν από αναχρονιστικές αντιλήψεις, παραδομένοι στην άγνοια και την θρησκοληψία. Ήταν δε αντίθετοι σε κάθε καινοτομία που εκπορευόταν από την «άθεη» Εσπερία. Η Αγγλία από την μεριά της είχε ως πρεσβευτή στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο τον Dawkins, γνωστό για τις αντικαποδιστριακές του ίντριγκες. Μάλιστα, ο Eichthal εκφράζει και τους φόβους του ότι: «Εάν η Γαλλία δεν αποστείλη αριθμόν ικανόν ανθρώπων εις Πελοπόννησον, τα παράλια ταύτα θα γείνουν Αγγλικά και Αυστριακά»…
Ο επίσημος διορισμός του Eichthal έγινε την 21η Μαΐου 1834 και αμέσως ξεκίνησε την προσπάθεια του να προσελκύσει αποίκους από το εξωτερικό. Γράφει σε φίλους και γνωστούς για το φιλόδοξο εγχείρημά του: «Είμεθα αποφασισμένοι να εργασθώμεν μετά ζήλου. Εις όσους φίλους εύρης ευδιαθέτους να έλθουν προς αποικισμόν, δύνασαι να υποσχεθής ουρανόν ωραίον, κυβέρνησιν φιλελευθέραν, δικαιώματα πολιτών Ελλήνων, πλήρη ελευθερίαν θρησκευτικήν, έλλειψιν τίτλων ευγενείας, νόμους και έθιμα αξιόλογα, γην ευφορωτάτην κτλ. Κατά πάσαν πιθανότητα ο αποικισμός θα αρχίση εκ της Μεσσηνίας και της Ήλιδος. Η ωραιότης των παραλίων, η εγγύτης των Ιονίων νήσων και της Ευρώπης, η αφθονία δασών και υδάτων, η ευφορία της γης, αιτιολογούν την τοιαύτην προτίμησιν […] Ως προς όρους παραχωρήσεως, σκοπεύομεν να παραδεχθώμεν και πωλήσεις, και πολυετείς ενοικιάσεις, και παραχωρήσεις διαρκείς επί πληρωμή ετησίου αποτίσεως».
Και ενώ ο Eichthal προετοίμαζε το φιλόδοξο σχέδιό του οι μυστικές υπηρεσίες της Αντιβασιλείας ανακάλυψαν μια δήθεν συνομωσία που εξύφαιναν οι Γάλλοι Σαινσιμονιστές στο Ναύπλιο. Σε επιστολή τους προς τον Κωλλέτη την 1η Οκτωβρίου 1834 οι Αντιβασιλείς αναφέρουν τα εξής: «Πληροφορούμεθα ότι πολλά μέλη της Σαινσιμωνικής Εταιρίας συνέρχονται άνευ αδείας εις μυστικάς συνεδριάσεις. Η Γραμματεία οφείλει δια παντός τρόπου να εξιχνιάση το ατόπημα τούτο και να καταδιώξη τους ενόχους και τους συνενόχους αυτών. […] Επειδή αι τάσεις της Σαινσιμωνικής αιρέσεως ταύτης ουδόλως συμφωνούν προς τας αρχάς του δικαίου και της νομιμότητος, κατά τας οποίας η ημετέρα πατρική στοργή θέλει να διέπωνται οι πιστοί ημών υπήκοοι, ουδέποτε οφείλει να δοθή εις τους αιρετιστάς τούτους η άδεια του να εξασκούν τα μηχανήματά των, ανάγκη δε να επιβλέπωνται αυστηρώς». Ο Κωλλέτης απαντώντας στους Αντιβασιλείς, με πονηριά και μαεστρία, κάλυψε τους υφισταμένους του. Στην επιστολή του αναφέρει, τηρώντας όλους τους τύπους, τα εξής: «Μέχρις ώρας η Γραμματεία των Εσωτερικών ουδεμίαν έλαβε είδησιν περί των υπό της Υ. Μ. αναφερομένων ατόπων. Αλλά θα ενασχοληθή προς ανίχνευσιν αυτών μεθ’ όσου ζήλου εμφορείται οψέποτε πρόκειται περί της αποκαλύψεως των πράξεων ανθρώπων μυστηριωδώς κρυπτομένων εντός του σκότους. […] Κατά πληροφορίας ικανώς βασίμους, την σήμερον δεν υφίσταται πλέον καθ’ εαυτό εταιρία Σαινσιμωνική. Αύτη διελύθη, οι δε κατά καιρόν χρηματίσαντες μέλη της επανέλαβον τον συνήθη βίον». Στο Ναύπλιο, σύμφωνα με τον Κωλλέτη βρίσκονταν πέντε πρώην μέλη της Σαινσιμονικής Εταιρίας, ήτοι ο Eichthal, ο François Graillard ως συνταγματάρχης της χωροφυλακής, που είχε πολεμήσει και στην επανάσταση του ΄21, καθώς και τρεις νέοι Γάλλοι, όλοι τους υπεράνω πάσης υποψίας.
Η απάντηση του Κωλλέτη δεν ικανοποίησε τους Αντιβασιλείς, οι οποίοι με νέα επιστολή τους απαιτούσαν την απομάκρυνση του Eichthal με το αιτιολογικό ότι το προσωπικό του Γ.Δ.Ο. ήταν υπεράριθμο. Για ακόμη μια φορά ο πονηρός Ηπειρώτης σπεύδει να υποστηρίξει τον Eichthal: «Αφότου ο κ. Εϊχτάλ εισήλθεν ως σύμβουλος εις το Υπουργείον, δεν έπαυσε να είναι άξιος παντός επαίνου δια τον ζήλον, την δραστηριότητά του και την εις την Υ. Μ. αφοσίωσιν». Μάλιστα, παίρνει πρωτοβουλία να μην κοινοποιήσει στον Eichthal την απόλυσή του, παρακινώντας την Αντιβασιλεία να ξανασκεφτεί την απόφασή της… Ο Eichthal ακολούθως συνάντησε αυτοπροσώπως τον κόμη Armansperg προκειμένου να μάθει τους λόγους της αποπομπής του. Σε επιστολή του προς τον πατέρα του αναφέρει την απάντηση του κόμη: «Μου απεκρίθη ότι επέκρινα δημοσίως τας πράξεις της εξουσίας, και ότι μια Κυβέρνησις δεν δύναται να επιτρέπη εις υπαλλήλους της να την προσβάλλουν. […] ύστερον δε από πολλάς επιμόνους αιτήσεις μου επληροφορήθην ότι οι λόγοι της δυσαρέσκειας του προέρχονται εξ ομιλίας μου δήθεν τινός κατ’ αυτού προ τριών μηνών. […] Περιττόν να σε βεβαιώσω ότι αγνοώ εντελώς τι ήτο η ομιλία μου αύτη[…]». Φαίνεται ότι μετά την δήθεν προδοσία του Κολοκοτρώνη, η Αντιβασιλεία έβλεπε παντού εχθρούς. Χαφιέδες των μυστικών υπηρεσιών είχαν ακροβολιστεί σε όλο το βασίλειο και η όποια αντιπολίτευση προς την Αντιβασιλεία θεωρούταν ανατρεπτική πράξη. Άλλωστε, η Σαινσιμονική ιδεολογία είχε καταδικαστεί και από τον Metternich ως δόγμα που προωθούσε την βίαιη αλλαγή των πραγμάτων. Ξένοι σε μια ξένη χώρα, οι Βαυαροί, μετέρχονταν το μόνο μέσο που είχαν διαθέσιμο για τον έλεγχο του κράτους, τον αυταρχισμό.
Ο Eichthal όμως δεν πτοήθηκε από την αντιμετώπιση του κόμη Armansperg και απευθύνθηκε και στον Ägid Ritter von Kobell μέλους της Αντιβασιλείας. Εκεί φαίνεται τελικά να βρήκε ευήκοα ώτα, αφού εν τέλει με νέα βασιλική διαταγή επανατοποθετούταν στην θέση του. Ο Δημ. Βικέλας σημειώνει για την κατάληξη της υπόθεσης: «Ούτως έληξεν η υπόθεσις αύτη. Το αίσιον τέλος της οφείλεται κατά πάσαν πιθανότητα εις μεσολάβησιν του Κωλέτου, ευνοούντος τον νέον Γάλλον και εκτιμώντος τας αρετάς και τα προτερήματά του». Έτσι, ο Eichthal μπόρεσε τον Νοέμβριο του 1834 να ξεκινήσει την περιοδεία του στην Στερεά Ελλάδα ώστε να συλλέξει στοιχεία και δεδομένα χρήσιμα για την εκπόνηση των σχεδίων του.
Πρώτος σταθμός του η Θήβα, όπου συναντήθηκε με τον έπαρχο της περιοχής κ. Οικονομίδη. Αναφέρει στο ημερολόγιό του για την περιοχή: «Δυσκολίαι της διοικήσεως ως εκ της χρήσης της Αλβανικής γλώσσης εις τα χωρία. […] Η τυραννία των Τούρκων παρεμπόδισε την ανάπτυξιν ενταύθα παντός κοινοτικού συστήματος, κατέστρεψε δε πάσαν ιδιωτικήν ιδιοκτησίαν. Μέχρι και των γηπέδων των εν Θήβαις οικιών, η γη σχεδόν όλη είναι εθνικόν κτήμα. Συνέπεια τούτου η μεγάλη αποθάρρυνσις της καλλιέργειας». Στις 2 Δεκεμβρίου ο Eichthal βρίσκεται στο χωριό Μαρτίνι και σημειώνει τα εξής: «Το εσπέρας εφθάσαμεν εις Μαρτίνι, χωρίον Αλβανικόν. […] Ο κυριώτερος πλούτος των συνίσταται εις αμπέλους και ποίμνια». Την επόμενη μέρα έφτασε στην Αταλάντη: «Ωραίον χωρίον. Εις την πεδιάδα κατασκηνωμένοι Καραγκούνιδες. Σημεία ευεξίας και φιλεργίας των. […] Η Λοκρίς την σήμερον περιέχει ίσως περί τας διακοσίας χιλιάδας αίγας και πρόβατα […] Η Σκάλα της Αταλάντης θα λάβη ανάπτυξιν, εάν η Κυβέρνησις προβή εις παραχώρησιν γαιών και επισκευάση την αρχαίαν Ελληνικήν προκυμαίαν». Συνεχίζοντας τις παρατηρήσεις του ο Eichthal σχολιάζει δηκτικά για τον επίσκοπο της περιοχής: «Ο επίσκοπος, άνθρωπος ελεεινός, είναι προσωπικός εχθρός του Επάρχου […] Καταθλίβει τους χωρικούς επιβάλλων εις αυτούς παντοειδείς αγγαρείες και αποπέμπων τους ιερείς των άμα τους ίδη προσκολλωμένους εις τους κατοίκους. […] Υπάρχει μεγάλη διάστασις μεταξύ των ιερέων και των επισκοπών. Ανάγκη να οργανισθή η αντιπροσωπεία των ιερέων». Όσο για τα μοναστηριακά κτήματα προτείνει ο οξυδερκής Γάλλος να αφεθούν στους τωρινούς τους καλλιεργητές, προβλέποντας ότι η μείωση του αριθμού των μοναχών θα οδηγήσει νομοτελειακά στο κλείσιμο των μονών και την διανομή των κτημάτων στον λαό.
Στις 8 Δεκεμβρίου η πορεία του Eichthal συνεχίζεται προς το Ζητούνι, την σημερινή Λαμία. Γράφει στο ημερολόγιό του: «Διάβασις των Θερμοπυλών˙ ατραπός βορβορώδης, έλη απέραντα. Άφιξις εις Ζητούνιον». Στο Ζητούνι φιλοξενείται από τον έπαρχο κ. Χατζίσκο που διέμενε σε μια μεγαλοπρεπή τουρκική οικία. Εντύπωση του προκαλούν οι λιποταξίες πολλών Βαυαρών στρατιωτών. Πράγματι, η κατάσταση που πολλοί Βαυαροί αντιμετώπισαν στην Ελλάδα τους απογοήτευσε με αποτέλεσμα να λιποτακτούν κατά δεκάδες. Σημειώνει σχετικά ο Eichthal: «Δέκα ημέρας προ της αφίξεως μου ελιποτάκτησαν δεκατρείς, πρό δύο δε ημερών είχον λιποτακτήσει εξ. Την επαύριον της αφίξεώς μου ηγγέλθη η λιποταξία ετέρων δεκαπέντε εκ Πατρατζικίου (Υπάτης)». Τους Βλάχους κατοίκους τους υπολογίζει σε 2-3.000 οικογένειες που ζουν στα ορεινά συνεργαζόμενοι στενά με τους διάφορους ληστές. Για τους Αρβανιτόβλαχους παρατηρεί τα εξής: «Αδύνατον να μεταβάλη τις αυτούς εις γεωργούς, αλλ’ ίσως δύνανται να γίνουν βιομήχανοι ή έμποροι. Προ τούτου όμως ανάγκη να απομονωθούν χωριζόμενοι».
Η διαμονή του Eichthal στην Λαμία για περίπου ένα μήνα του έδωσε τη δυνατότητα να περιηγηθεί στα πέριξ χωριά και περιοχές, να γνωρίσει τους κατοίκους, τα έθιμα τους, τη νοοτροπία τους και βεβαίως να συγκεντρώσει ακόμη πιο λεπτομερή στατιστικά στοιχεία για το έργο του από τις πληροφορίες που λάμβανε από τους τοπικούς άρχοντες. Μπόρεσε, έτσι, να βάλει σε πιο ρεαλιστικές βάσεις το σχεδιασμό του αποικισμού της Ελλάδας και να καταλήξει, περίλυπος, στο εξής συμπέρασμα: «Δύσκολος η σύστασις ξένων αποικισμών εν Ελλάδι. Οι Έλληνες δεν αγαπούν τους ξένους. Οι εγχώριοι θ’ αποφεύγουν πάσαν επικοινωνίαν μετά των χωρίων των αποίκων. Μέγα δε πρόσκομμα και η θρησκεία˙ ο ξένος κρεωφαγεί. Τούτο είναι ως να έλεγον, είναι Ιουδαίος, Μωαμεθανός, άπιστος. Επιγαμίαι δεν θα γίνονται. Αι πολλαί εορταί άλλο κακόν μέγα. Ως προς τούτο ανάγκη δια της πειθούς να πολεμηθούν αι συνήθειαι των κατοίκων. Εάν επέμβη η Κυβέρνησις επισήμως δια διαταγών, οι ιερείς θα αντιπράξουν και δεν θα γείνη τίποτε».
Τελευταίος σταθμός της περιοδείας του η Λειβαδιά, στην οποία φτάνει στις 13 Ιανουαρίου 1835. Γράφει για τον τρόπο ζωής των κατοίκων της πόλης: «Ουδεμίαν των ανέσεων της ζωής γνωρίζουν. Αι κατοικίαι των κατασκευάζονται εκ ταρσών ή καλάμων, ενίοτε δε κτίζονται εις μέρη ελώδη και κάθυγρα. Κοιμώνται με τα ενδύματά των, αδιαφορούν δε δια την ζωήν των τέκνων των, τα οποία αποθνήσκουν σωρηδόν. Η νέα γενιά είναι αραιά». Για μια ακόμη φορά αρνητική εντύπωση του προκαλούν οι ιερείς. Σημειώνει χαρακτηριστικά: «Οι παπάδες εξασκούν είδος ιατρικής, αναγιγνώσκοντες το ευαγγέλιον εις τους πάσχοντας, βεβαιούντες δ’ έπειτα αυτούς ότι επήλθε καλλιτέρευσις εις την υγείαν των. Αληθώς ουδείς ιατρός υπάρχει». Έπειτα από διαμονή τριών ημερών στην πόλη της Λειβαδιάς επέστρεψε στην Αθήνα την 16η Ιανουαρίου 1835.
Μέχρι και τις αρχές του καλοκαιριού του 1835 συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο Γ.Δ.Ο. και τελικώς αναχώρησε για την πατρίδα του στις 11 Ιουνίου. Οι λόγοι της αναχώρησής του δεν αναφέρονται στο ημερολόγιο που κρατούσε. Ο ίδιος απλώς αναφέρει σε μια επιστολή του τα εξής: «Παρήτησα την Ελλάδα διότι μετά την ενηλικιότητα του Βασιλέως, γενομένου του Αρμανσπέργου αρχιγραμματέως και παραιτηθέντος εξ ανάγκης του Κωλέτου, μου απέβαινεν αδύνατον να μείνω εις την θέσιν μου». Η απομάκρυνση του Κωλέτη, που αποτελούσε το κυριότερο έρεισμα για τον Eichthal, απέβη καταλυτική. Ο Δημ. Βικέλας παρατηρεί πολύ σωστά: «Η διατήρησις του Αρμανσπέργου επί κεφαλής της εξουσίας ως αρχικαγγελαρίου του νεαρού βασιλέως, η προ έξ μηνών διαγωγή του αντιβασιλέως προς αυτόν, και η προφανής έκτοτε δυσμένειά του επεξηγούν αρκούντως την άνωθι συνοπτικήν περικοπήν».
Ο Eichthal ήταν ένας γνήσιος και ειλικρινής φιλέλληνας. Ως συνεπής Σαινσιμονιστής ενδιαφέρθηκε για τον εκσυγχρονισμό και την ανασυγκρότηση της χώρας, χωρίς όμως να το επιτρέπουν αυτό οι συνθήκες. Ο αποικισμός της χώρας με ξένους μπορεί αρχικά να φάνταζε εφικτός, η βαθύτερη γνωριμία όμως του Eichthal με τους ανθρώπους και την κοινωνία της Ελλάδας εκείνη την εποχή, τον προσγείωσε στην πραγματικότητα. Η ασυμβατότητα των Ελλήνων με τα ευρωπαϊκά ειωθότα ήταν το μεγαλύτερο εμπόδιο σε ένα τέτοιο εγχείρημα. Η προσέλκυση ξένων αποίκων δεν θα είχε κανένα ευεργετικό αποτέλεσμα αν αυτοί παρέμεναν «γκετοποιημένοι» στις περιοχές τους χωρίς την δυνατότητα να συγχρωτιστούν με τους ντόπιους και να τους μεταδώσουν το νέο τρόπο ζωής. Η στάση των Ελλήνων απέναντι στους ξένους ήταν σε μεγάλο βαθμό επιφυλακτική. Όπως σωστά παρατήρησε και ο Eichthal η θρησκεία, που καθόριζε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής των Ελλήνων, αποτέλεσε αδιαπέραστο εμπόδιο. Πολλοί ξένοι προτεστάντες μισιονάριοι που είχαν έρθει την ίδια περίοδο να βοηθήσουν την ανασυγκρότηση της χώρας, αντιμετωπίστηκαν εχθρικά από τους ντόπιους. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία των σαινσιμονικών ιδεών ήταν η δημιουργία κοσμικού κράτους, πράγμα ανήκουστο για τους Έλληνες εκείνα τα χρόνια. Αυτό πάντως δεν εμπόδισε τον Eichthal να αγαπήσει τον τόπο και τους κατοίκους του. Γράφει προς τον Κωλέτη τα εξής: «Δεν παύω συλλογιζόμενος της Ελλάδα, τους φίλους όσους εκεί απέκτησα […] Διέρχομαι νοερώς τας εξακοσίας λεύγας τας οποίας διέτρεξα προ ολίγου, και αναλογίζομαι ότι εκεί κάτω υπάρχει κόσμος, εντός του οποίου έζησα και μετά του οποίου ελπίζω ότι δεν θα διακοπούν ποτέ αι σχέσεις μου».
Ο Μανόλης Πλούσος είναι ιστορικός.
Διαβάστε:
- Δημ. Βικέλα, «Διαλέξεις και Αναμνήσεις», εκδ. Εστίας.
- Rob. Heilbroner, «Οι φιλόσοφοι του οικονομικού κόσμου», εκδ. Κριτική.
- Γ. Κορδάτου, «Μεγάλη ιστορία της Ελλάδας», τομ. 20, εκδ. 20ος Αιώνας.