Κωστής Παπαγιώργης: «Ἡ χώρα θυμίζει τὴν ὕαινα ποὺ κυλιέται πάνω στὸν ἐμετό της»
Μὲ τὸν Κωστῆ Παπαγιώργη συνομίλησε τὸ ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ στὸ σπίτι τοῦ συγγραφέα τὸν Ἰούνιο τοῦ 2013. Τὸ 1ο τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ περιλαμβάνει ἐκτενὲς ἀφιέρωμα στὸ ἔργο του.
Οὐδέποτε εἶχα κατὰ νοῦ μιὰ κάποια “ἐπιστημονικὴ μελέτη”. Οὐσιαστικὰ δὲν ἤξερα οὔτε κατ’ ἐλάχιστον τὸ γράψιμο, κάτι μέσα μου ὅμως διαμαρτυρόταν καὶ ἔδειχνε πρὸς τὰ βιβλία καὶ τὸ γράψιμο. Λόγω μιᾶς δυσκολίας ποὺ ἔχω στὴν ὁμιλία, σιχάθηκα τὸ γυμνάσιο, τὴ Νομικὴ καὶ κάθε μορφὴ συνδιάλεξης. Στὰ βιβλία, ὀφείλω νὰ πῶ, δὲν πήγα γιὰ νὰ σπουδάσω. Ἡ ἐλευθερία μοῦ ἔλειπε. Γνώρισα μιὰ συντροφιὰ μὲ τὰ ἴδια ἐνδιαφέροντα: τὸν Ἀποστολόπουλο, τὸν Λεβέντη καὶ τὸν Ζέρβα· αὐτὸς ἦταν ὁ πρῶτος ἀνθρωπος ποὺ εἶδα νὰ γράφει σὲ γραφομηχανὴ ποιήματα…
Γιὰ νὰ εἶμαι ἐλικρινὴς ὀφείλω νὰ σᾶς πῶ ὅτι οὐδέποτε μὲ γοήτευσε ἡ ποίηση. Δὲν μιλᾶμε γιὰ τὸν Ὅμηρο βέβαια, τοὺς τραγικούς, τὸν Σαίξπηρ κτλ. Ἔχω βιβλία ποιητικὰ στὸ σπίτι μου, ἀλλὰ σπανίως τὰ ἀνοίγω. Ἀντίθετα τὰ δοκίμια τοῦ Σεφέρη γιὰ παράδειγμα μὲ ἔχουν καταγοητεύσει. Εἰδικὰ τὸ δοκίμιο γιὰ τὰ μοναστήρια τῆς Καπαδοκίας… Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, τὴ στοχαστική, ὁ Ράμφος καὶ ὁ Κονδύλης νομίζω ὅτι ἐπέτυχαν κάτι ἐντυπωσιακό. Νὰ μὴν ξεχνᾶμε ὅτι τόσο ὁ Στέλιος ὅσο καὶ ὁ Τάκης προκάλεσαν πανικὸ στὸ ἑλληνικὸ πανεπιστήμιο…
Μιὰ καὶ μιλᾶμε γιὰ γραφτὰ ντόπιων μὲ εὐρωπαικὴ νοοτροπία, καλὸ εἶναι νὰ θυμόμαστε ὅτι ὁ Νεοέλλην ἔχει ἕνα συνδρόμο ποὺ οὐδέποτε τὸν ἐγκαταλείπει. Σκοπεύει νὰ χτυπήσει τὴν πρωτιά, νὰ γίνει ἀκαδημαϊκὸς ἀνήρ, νὰ παίξει κάποιο ρόλο στὰ πολιτικὰ πράγματα τῆς χώρας, νὰ τὸν βλέπουν καὶ νὰ τὸν χαίρονται ἢ νὰ τὸν φθονοῦν. Ἂν δὲν ἔχει δημόσια εἰκόνα ἀλλὰ ἰδιωτεύει μὲ τὸ στίγμα τοῦ φουκαρᾶ, τότε κανεὶς δὲν δίνει σημασία…
Ἄρα ἔχουμε πάντα μιὰν ἀντιθέση τοῦ ντόπιου φιλοδοξου Ρωμιοῦ μὲ τὸ ἐξωτερικό: ὅποιος πάει στὸ ἐξωτερικὸ νὰ σπουδάσει, βγάζει ἀπὸ πάνω του τὸν χιτώνα τοῦ Νέσσου. Μάλιστα ξέρουμε πολλοὺς ξενοσπουδασμένους ποὺ προτιμοῦν νὰ συνδιαλέγονται γαλλιστὶ ἢ ἀγγλιστὶ καὶ νὰ θεωροῦν τὴν Ἑλλάδα χεσμένο τόπο…
Ὅλη ἡ χώρα, αὐτὴ τέλος πάντων ποὺ ἀπέμεινε, θυμίζει τὴν ὕαινα ποὺ κυλιέται πάνω στὸν ἐμετό της. Οἱ κοινότητες ἀπανταχοῦ τῆς Ἑλλάδος εἶχαν χαρακτήρα, ἐμπορικὸ πνεύμα, θετικὴ ἀντιληψη γιὰ τὴ ζωή. Σήμερα αὐτὴ ἡ κοινωνία διαλύεται προκλητικὰ καὶ τὸ μόνο ποὺ τὴ συγκρατεῖ εἶναι ἡ ἐλπίδα γιὰ πολιτικο-κομματικὴ ἐκδίκηση…
Θὰ μποροῦσα νὰ γράφω ἕνα βιβλίο χρόνος μπαίνει χρόνος βγαίνει, τὰ θέματα δὲν μοῦ λείπουν οὔτε καὶ ἡ διαθέση. Αὐτὸ ποὺ μὲ σταμάτησε ἦταν τὸ μάταιο τῆς ὅλης ὑπόθεσης: ἂν εἴχα κάτι νὰ πῶ τὸ ἐξέφρασα λίγο πολὺ σὲ καμιὰ εἰκοσαριὰ βιβλιαράκια ποὺ εὐτυχῶς διαβάστηκαν καὶ ἔτσι ἔδιωξαν ἀπὸ πάνω μου τὴ σκιὰ τοῦ ἀδικημένου. Γιατί νὰ συνεχίζω;…
Φέρνω στὸ νοῦ μου τοὺς γραφιάδες κάθε λογῆς ποὺ κατασκοτώθηκαν μιὰ ζωὴ νὰ γράφουν ποιήματα καὶ μυθιστορήματα, ποὺ μασκαρεύτηκαν μὲ τὰ ροῦχα τοῦ “πνευματικοῦ ἀνθρώπου” καὶ τώρα ψάχνουν τὸ Νόμπελ. Ποιός θὰ παρηγορήσει αὐτὸ τὸ συνάφι πού, σημειωτέον, δὲν εἶναι θλιμμένα πρόσωπα, ἀλλὰ διεκδικητὲς μιᾶς δόξας ποὺ γιὰ διάφορους λόγους δὲν τὴν ἀπήλαυσαν;…
Ἡ ἀποτυχία εἶναι τὸ γοῦστο μου. Καὶ ἡ τιμωρία βέβαια. Μοῦ ἀρέσει νὰ θυμᾶμαι τὴ μακάβρια σκηνὴ ὅπου ὁ Τσόμπε, ὅταν συνέλαβε τὸν Λουμούμπα, πρώτα τὸν ἀνάγκασε νὰ φάει τὸ χειρόγραφο ἑνὸς λόγου ποὺ θὰ ἔβγαζε στὸ κοινὸ καὶ κατόπιν τὸν ἐκτέλεσε…