Ο μάντης Κάλχας
Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας
Η αρχαία ελληνική λέξη «μάντις» (από το ρήμα μαίνομαι) σημαίνει αυτόν που δίνει χρησμούς, που προβλέπει τα μελλούμενα, τον προφήτη·[1] «μάντις» λέγεται «ο υπό προσωρινής μανίας κατεχόμενος, ένθεος, επομένως ο εν τοιαύτη καταστάσει προλέγων τα μέλλοντα».[2] Μάντης ονομάζεται γενικώς οποιοσδήποτε προβλέπει τι θα συμβεί στο μέλλον, με βάση κάποια «σημεία», σημάδια ή και χωρίς αυτά· οι λέξεις οιωνοσκόπος,[3] ονειροκρίτης, ιερέας έχουν παραπλήσια σημασία – ωστόσο οι διάφορες μαντικές τέχνες είχαν τα μυστικά τους.
Ο μάντης Κάλχας ήταν γιος του Θέστορος γι’ αυτό και στα ομηρικά έπη αποκαλείται Θεστορίδης· γεννήθηκε στις Μυκήνες, «διέτριβε» όμως στα Μέγαρα, επειδή εκεί ζούσαν πολλοί συγγενείς του. Ήταν ο «επισημότατος» μάντης των Ελλήνων εκείνη την εποχή και λέγεται ότι διδάχθηκε την μαντική τέχνη από τον θεό Απόλλωνα· αναφέρεται ακόμη ως άριστος οιωνοσκόπος: «Κάλχας Θεστορίδης οἰωνοπόλων ὄχ᾿ ἄριστος.»[4] Σύμφωνα με άλλους συγγραφείς, ο Κάλχας έλαβε μέρος και στην αργοναυτική εκστρατεία· το πράγμα όμως είναι απίθανο -αν πιστέψουμε τον Όμηρο- αφού οι Αργοναύτες ταξίδεψαν στην Κολχίδα 80 χρόνια περίπου πριν εκστρατεύσουν οι Αχαιοί στην Τροία. Ο άναξ Αγαμέμνων παρέλαβε αυτοπροσώπως τον «δοκιμότατον» μάντη από τα Μέγαρα. Οι μάντεις ήταν εκείνη την εποχή άνδρες πεπαιδευμένοι και πολύπειροι, γι’ αυτό τους σέβονταν όλοι και τους είχαν για συμβούλους και οδηγούς· οι Έλληνες «ουδέν έπραττον άνευ της γνώμης» του. Άλλοι όμως λένε -με βάση πολλά περιστατικά της Ιλιάδας- ότι ήταν «σύμφωνος του Οδυσσέως και τρόπον τίνα διεφθαρμένος υπ’ αυτού.»[5] Όπως και να ‘χει, στην πρώτη κιόλας ραψωδία ο Κάλχας προφητεύει την άλωση της Τροίας· ο ίδιος επινόησε άλλωστε και τον «Δούρειο Ίππο»· στη σύναξη μιλάει ο γιος του Λαέρτη:
«Θάρρος, παιδιά! έλα ας μείνουμε μια στάλα ως που να δούμε, / τάχα μαντεύει ψέματα ο Κάλχας ή κι αλήθεια. / Τι το θυμόσαστε καλά ακόμα αυτό — μαρτύροι / είστε όλοι εσείς που η συνοδιά δεν άρπαξε του χάρου — / σα χτες προχτές, τη σύναξη σαν είχαν τα καράβια / μες στην Αυλίδα για να βγουν τους Τρώες να βαρέσουν, / εμείς στους άγιους τους βωμούς, στο κεφαλάρι γύρω, / σφάζοντας βόδια απ’ τους θεούς ζητούσαμε βοήθεια / στον ίσκιο ομορφοπλατανιάς, όθε έτρεχε καθάριο / το ρέμα — τότες φάνηκε μεγάλο ένα σημάδι. / Δράκος με ράχη κόκκινη σαν αίμα, φρίκη τέρας, («ἔνθ᾽ ἐφάνη μέγα σῆμα· δράκων ἐπὶ νῶτα δαφοινὸς, σμερδαλέος») / π’ ατός του ο Δίας τόβγαλε στο φως, πηδά από κάτου / απ’ το βωμό, κι ολόισα στην πλατανιά ανεβαίνει / Κι εκεί ήταν νιόσκαστα πουλιά, έτσι μικρούλια ακόμα, / στην άκρη άκρη, στου δεντρού την πύκνα ζαρωμένα, / οχτώ, κι’ η μάννα τους εννιά που τάχε κλωσσισμένα. / Και τ’ άκουγες π’ απάνου εκεί με κλάμα σπαρταρούσαν / μέσα στο στόμα του φιδιού. Κι η μάνα γύρω γύρω / πετούσε, τα πουλάκια της θρηνώντας· μα το φίδι / γυρνάει, και μες στους θρήνους της την πιάνει απ’ τη φτερούγα. / Και σαν την αποτέλιωσε κι’ αφτή και τα πουλιά της, / το θάμα θέλησε ο θεός, που τόδειξε, για πάντα / γνωστό να μείνει, κι ήλλαξε το δράκο σε λιθάρι. / Κι εμείς στεκόμαστε άφωνοι να δούμε τέτιο θάμα. / Μα μόλις είδε των θεών τα φοβερά σημάδια / ο Κάλχας στους βωμούς, κι ευθύς μονολογώντας είπε: / και τι σας πιάστηκε η λαλιά, Αργίτες παινεμένοι; / Σημαντικά ο βαθύβουλος του Κρόνου γιος σημάδια / για μας αυτά φανέρωσε, κι η φήμη τους αιώνια / θα ζήσει, μα σημάδια αργά, αργοκατορθωμένα. / Καθώς και μάννα και πουλιά τάφαγε τώρα ο δράκος, / οχτώ, κι η μάνα τους εννιά που τάχε κλωσσισμένα, / το ίδιο ενιά κι εμείς αυτού θα πολεμάμε χρόνια· / στα δέκα απάνου, το καστρί στα χέρια μας θα πέσει. / Έτσι είπε, και τα λόγια του τώρα αληθεύουν όλα. / Ελάτε, παλικάρια μου, λοιπόν, και μείνετε όλοι / εδώ, ως που να την πάρουμε τη μυριοπλούσια χώρα.»[6]
Στην Ιλιάδα πάλι ο θεός Ποσειδώνας εμψυχώνει τους Αργίτες παίρνοντας τη μορφή του μάντη Κάλχα: «Μα ο κοσμοσείστης, κοσμοκράτορας ως φάνη Ποσειδώνας / απ’ τη βαθιά φτασμένος θάλασσα, γκαρδιώνει τους Αργίτες, / του Κάλχαντα το διώμα παίρνοντας και την τρανή φωνή του. / Στους Αίαντες πρώτα εστράφη κι έλεγε, που φρένιαζαν κι ατοί τους: / Αίαντες, εσείς οι δυο τ’ Αργίτικα καράβια θα γλιτώστε. / Σ’ έργα αντρειανά το νου σας να ‘χετε κι όχι στην κρύα φευγάλα. […] Κι ο κοσμοσείστης Κοσμοκράτορας, σαν είπε αυτά, τους δίνει / με το ραβδί του, και τους γέμισε τρανή αντριγιά τα στήθη, / και το κορμί τους κάνει ανάλαφρο, χέρια ψηλά και πόδια.»
«Μάντι κακών.»
Λέγεται ακόμη ότι ο Κάλχας δεν επέτρεψε ν’ αποδοθούν επικήδειες τιμές στον Αίαντα, «επειδή εφονεύθη αυτοχείρως» και προφήτεψε ότι το κάστρο της Τροίας δεν αλίσκεται χωρίς τη συνδρομή του Αχιλλέα· στην Αυλίδα συμβούλεψε να θυσιάσει ο Αγαμέμνων την Ιφιγένεια -την κόρη του- και αργότερα τον παρακίνησε να επιστρέψει την σκλάβα Χρυσηίδα στον πατέρα της. Ο βασιλιάς των Μυκηνών και του Άργους είχε κάθε λόγο να είναι οργισμένος μαζί του: «Κακομηνήτη, πρόσχαρο ποτές δε μούπες λόγο! / Πάντα αγαπάει δυσάρεστα να προφητεύει ο νους σου, / κι ένα καλό μήτ’ έκανες, μήτ’ είπες στη ζωή σου. / Τώρα στ’ ασκέρι πάλι ομπρός λαλείς και προφητεύεις / πως τάχα τόσες συφορές για αυτό τους στέλνει ο Φοίβος, / τι εγώ στην πλούσια ξαγορά δεν έστερξα της κόρης, / που κάλλια αυτή τον πύργο μου να μου στολίζει θέλω.»[7]
Για τη σχέση της πολιτικής με τη θρησκεία ο Αθανάσιος Σταγειρίτης γράφει: «Ο δε πρώτος χαλινός των ατάκτων εκρίθη ο νόμος, και υποστήριγμα αυτού ο όρκος, όστις έπρεπε να εξαρτάται εξ άλλης τινός ανωτέρας δυνάμεως· εις επικύρωσιν δε της δυνάμεως αυτής έπρεπε να επινοηθώσιν θαύματα λόγω μεν μεταφυσικά, έργω δε πολιτικά· όθεν εγίνοντο και τοσαύτα παράδοξα θαύματα, τα οποία ηύξαναν καθ’ εκάστην…» Και λίγο παρακάτω: «Ταύτα δε επίστευεν ο συφερτώδης λαός και μάλιστα ενόμιζον ότι έβλεπον και αυτοί τοιαύτα ή τα έπλαττον υπό δεισιδαιμονίας…» Κατά τον Στράβωνα οι πολιτικοί που επινοούσαν τα θαύματα «είχαν δίκιο», αφού ήταν αδύνατο να πείσουν διαφορετικά τον «νηπιόφρονα όχλον, και μάλιστα τας γυναίκας, με λόγον φιλοσοφικόν, εις ευσέβειαν και δικαιοσύνην.»[8] Οι χρησμοί και τα μαντεία ήταν ένας επιπλέον τρόπος να επιβάλλουν οι πολιτικοί τους σκοπούς τους, ώστε να μην φαίνονται οι ίδιοι «αίτιοι των πολέμων» και των «νόμων προς χαλιναγωγίαν.»[9]
Για τους μάντεις διηγούνται διάφορα περιστατικά· ο Τειρεσίας γεννήθηκε τυφλός ή τον τύφλωσε η Αθηνά όταν την είδε να λούζεται γυμνή μαζί με την μητέρα του, την Χαρικλώ, ενώ άλλοι λένε ότι του στέρησαν το φως οι θεοί γιατί πρόδιδε τα μυστικά τους· αναφέρεται ακόμη ότι ο ίδιος μεταμορφώθηκε σε γυναίκα και ύστερα πάλι σε άνδρα. Κάποτε ο Δίας φιλονείκησε με την Ήρα «περί της ηδονής», αν δηλαδή το θήλυ ή το άρρεν αισθάνεται περισσότερη, και όρισαν κριτή τον Τειρεσία ως «ειδήμονα» του πράγματος, επειδή «εχρημάτισε κατ’ αμφότερα τα γένη.» Ο «ένδοξος και δεινός» μάντης αφού όρισε δεκαεννέα βαθμούς ηδονής, είπε ότι εννέα βαθμούς αισθάνεται ο άνδρας και δέκα η γυναίκα· σύμφωνα με άλλους οι βαθμοί της ηδονής ήταν συνολικά δέκα και ο άνδρας μόνο το «εν δέκατο τέρπεται»: «Οίην μεν μοίρην δέκα μοιρών τέρπεται ανήρ.»[10]
Μετά την άλωση της Τροίας ο Κάλχας, ο Ποδαλείριος, ο Λεοντεύς και ο Πολυποίτης κατέβηκαν πεζοί στην Κολοφώνα, όπου βρισκόταν άλλος περιβόητος μάντης, ο Μόψος, και «εφιλονείκησαν περί της τέχνης τους.» Κατά την αναμέτρηση ο Κάλχας ηττήθηκε, αφού ο Μόψος βρήκε τη λύση στο πρόβλημα που του έθεσε, προφητεύοντας πόσα χοιρίδια θα γεννήσει μια γκαστρωμένη γουρούνα («σκρόφα»), τι χρώμα και γένος θα έχουν και πότε ακριβώς. Ο Θεστορίδης πέθανε από τη λύπη του, αφού ήταν «γραμμένο» να πεθάνει μόλις βρει μάντη που να είναι ανώτερός του. Σύμφωνα με άλλες πηγές οι δύο μάντεις φιλονεικούσαν για πολύ καιρό, μέχρι που ο Αμφίμαχος, βασιλιάς των Λυκίων, ζήτησε χρησμό για την εκστρατεία που ετοίμαζε· ο Μόψος προέβλεψε σωστά την ήττα και ο Κάλχας, «μη υποφέρων το όνειδος», αυτοκτόνησε. Άλλοι γράφουν ότι ο Κάλχας πέθανε στην Κιλικία, όπου υπήρχε το κενοτάφιό του· σ’ έναν λόφο «της Δαυνίας[11] του Δρίου» ήταν χτισμένα ηρώα» του Κάλχαντα και του Ποδαλείριου, του μεν Κάλχαντα στην κορυφή μαζί με μαντείο, του δε Ποδαλείριου στις υπώρειες του βουνού, όπου έρρεε και ποταμός ιαματικός.[12]
[1] Βλ. LIDDELL & SCOTT.
[2] Βλ. & Λεξικόν Ομηρικόν. Υπό Ι. Πανταζίδου. Εκδότης: Ανέστης Κωνσταντινίδης. Αθήνα, 1888. «Μάντις».
[3] = αυτός παρατηρεί το πέταγμα των πουλιών και λαμβάνει προφητικά σημάδια.
[4] Ιλιάδα (Α69).
[5] Αθανάσιος Σταγειρίτης. Ωγυγία. Εν τη τυπογραφία του Ιωαν. Βαρθ. Σβέκιου. Εν Βιέννη της Αούστριας. 1815. Τομ. 4. Σελ. 12-17.
[6] Ιλιάδα (Β299-329). Μετάφραση των Καζαντζάκη-Κακριδή.
[7] Ιλιάδα (Α105-112). Μετάφραση Αλέξανδρου Πάλλη.
[8] Βλ. & Αθανάσιος Σταγειρίτης. Ωγυγία. Εν τη τυπογραφία του Ιωαν. Βαρθ. Σβέκιου. Εν Βιέννη της Αούστριας. 1815. Τομ. 2. Εισαγωγή.
[9] Βλ. & Αθανάσιος Σταγειρίτης. Ωγυγία. Εν τη τυπογραφία του Ιωαν. Βαρθ. Σβέκιου. Εν Βιέννη της Αούστριας. 1815. Τομ. 2. Εισαγω-γή.
[10] Βλ. & Αθανάσιος Σταγειρίτης. Ωγυγία. Εν τη τυπογραφία του Ιωαν. Βαρθ. Σβέκιου. Εν Βιέννη της Αούστριας. 1815. Τομ. 4. Σελ. 19-21.
[11] Η Δαυνία ήταν αρχαία περιοχή της Απουλίας, στη Μέση Ιταλία, μεταξύ της Αδριατικής Θάλασσας και των βουνών Γάργανο και Απέννινα. Κατά την παράδοση, οι κάτοικοί της κατάγονταν από τον Δαύνο, που πρώτος την κατέκτησε.
[12] Αθανάσιος Σταγειρίτης. Ωγυγία. Εν τη τυπογραφία του Ιωαν. Βαρθ. Σβέκιου. Εν Βιέννη της Αούστριας. 1815. Τομ. 4. Σελ. 12-17.
Ο Δημήτρης Τζήκας είναι ιστορικός.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ομάδα του facebook Παροιμίες & γνωμικά. Αν θέλετε να γίνετε μέλη της ομάδας, επισκεφτείτε τη διεύθυνση: https://www.facebook.com/groups/2285257741730850/. Περισσότερες παροιμίες, παροιμιώδεις φράσεις και γνωμικά μπορείτε να βρείτε στο αρχείο μας ΕΔΩ.