Tου ’44. Μνήμες μεγάλης μακρινής μέρας, που τόσο μίκρυνε
Κείμενο: Μάριος Πλωρίτης
ΣΤΗΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ ΕΠΕΤΕΙΟ της απελευθέρωσης της Αθήνας απ’ την τετράχρονη κατοχή (12.10.1944) αφιέρωσε Το Βήμα της περασμένης Κυριακής τρεις σελίδες-όπου σημερινοί ιστορικοί πρόσφεραν σύντομες (αναγκαστικά) αλλά ενδιαφέρουσες αναδρομές και αποτιμήσεις των ημερών εκείνων.
Ο υπογράφων δεν έχει τέτοιες αρμοδιότητες και φιλοδοξίες. Θα ήθελε, μόνο, να καταθέσει κάποιες «μνήμες», μια κι είχε την τύχη να ζήσει, πολύ νέος, την κατοχική Κόλαση και την οκτωβριανή «Ανάσταση». Η Ιστορία ζυγίζει εν ψυχρώ, η μνήμη αναβιώνει εν θερμώ.
Τρεις στιγμές της λιόχαρης εκείνης φθινοπωρινής μέρας ήταν οι πιο συμβολικές κι ανεξίτηλες:
Όταν, το πρωί, αντικρίσαμε την ελληνική σημαία ν’ απαλοκυματίζει μόνη της, χωρίς τη ναζιστική αναγκαστική «συντρόφισσά» της, στην Ακρόπολη (τότε, ο μέγας Βράχος ήταν ορατός απ’ όλη την πόλη, δεν τον είχαν καταπιεί τα τσιμεντένια φράγματα). Όταν, σε λίγο, οι μεγάλοι δρόμοι κατακυριεύτηκαν από ανθρώπινους χείμαρρους, που έξαλλοι γιόρταζαν και τραγουδούσαν την αποτίναξη της τυραννίας (ως τότε, κάπου σαράντα μήνες, οι Αθηναίοι περπατούσαν σκυφτοί και μόνοι – και πολλοί, πέθαιναν μισοδρομίς). Κι όταν, το βράδυ, η Αθήνα γέμισε φως, ύστερ’ από τέσσερα χρόνια αδιαπέραστου σκότους…

Εκείνο το φως -της μέρας, της νύχτας, της ψυχής- σελαγίζει ακόμα στα μάτια μας. Κι ηχεί ακόμα το παραλήρημα κι η συναδέλφωση μυριάδων ανθρώπων που, επιτέλους, έβλεπαν την ελευθερία και την ελπίδα να σαρκώνονται.
Η ελπίδα αυτή δεν είχε απολείψει ποτέ στα χρόνια του τρόμου και του θανάτου. Στο εφιαλτικό κομπολόι του 1939-1944, ξεκουκίζαμε, μέρα τη μέρα, τη σαρωτική εφόρμηση του ναζισμού και του φασισμού κατά της Ευρώπης και του κόσμου όλου, τον εξανδραποδισμό κραταιών χωρών και λαών, τις τιτάνιες μάχες και τις αποτρόπαιες σφαγές, τα ολοκαυτώματα, τα μαρτύρια και τον λιμό εκατομμυρίων ανθρώπων, τον χαμό τόσων φίλων και συνοδοιπόρων – κι όμως, ελπίζαμε πως το ατέλειωτο Σήμερα θα περάσει, πως το μεγάλο Αύριο θα λαμποβολήσει. Όση κι αν ήταν η φρίκη, την ξέραμε πρόσκαιρη – όσο μακρινή κι αν φάνταζε η αυγή, ακούγαμε κιόλας τα βήματά της.
Οι προσδοκίες εκείνες τροφοδότησαν τη «σοσιαλμανία» των λαών, που πρόσμεναν στη δικαίωση των θυσιών τους και που την σχολίασε στο Βήμα ο κ. Χρ. Χατζηιωσήφ. Κι αυτήν απηχούσαν οι «σοσιαλιστικές» κινήσεις, που αναφέρει.
Αν, όμως, οι κινήσεις και τάσεις εκείνες αποτυπώθηκαν σε κείμενα και διακηρύξεις που σώζονται ακόμα, δεν διασώζεται το πιο χαρακτηριστικό γενικό «κλίμα»: στη συνείδηση του απλού πολίτη, τα κόμματα, με την προκατοχική έννοιά τους, δεν υπήρχαν πια. Ο μέσος Έλληνας είχε σχεδόν ξεχάσει ακόμα και τα ονόματα των πολιτικών που είχαν σφραγίσει τον μεσοπολεμικό δημόσιο βίο. Κι αν τ’ άκουγε πότε-πότε τους θεωρούσε απολιθώματα ξεχασμένων καιρών, που οι περισσότεροί τους απουσίαζαν απ’ τα μαρτύρια και τους αγώνες του (όταν δεν συνεργάζονταν με τους κατακτητές), και που πάσχιζαν να επιβιώσουν, ομφαλοσκοπώντας και καιροσκοπώντας στο κενό.
Για τον κατοχικό Έλληνα, δεν υπήρχαν παρά οι αντιστασιακές οργανώσεις, που αγωνίζονταν για την ανατροπή της ξένης τυραννίας και της ντόπιας φεουδαρχίας, πέρα από κόμμα και «πολιτικές». Όπως νομίζαμε…
Και ξαφνικά, με την απελευθέρωση, είδαμε, εμβρόντητοι, τους άφαντους στα χρόνια της μεγάλης δοκιμασίας, να προβαίνουν πάλι στο προσκήνιο και στα μπαλκόνια και στα πολιτικά μαγειρεία. Με τις ίδιες αλλοτινές ρητορείες, με τις ίδιες ξεφτισμένες φενάκες, να διεκδικούν την «τιμή» να μας εξουσιάσουν όπως πριν, ερήμην μας και εξόδοις μας. Όχι μόνο «δεν είχαν μάθει και δεν είχαν ξεχάσει τίποτα», αλλά πίστευαν (και ήθελαν) να είμαστε κι εμείς άμαθοι κι επιλήσμονες.
Αυτή η «νεκροφάνεια» ήταν η πρώτη προσγείωση. Ακόμα οδυνηρότερη στάθηκε η δεύτερη: όταν οι πολίτες διαπίστωσαν πως και οι αντιστασιακές οργανώσεις κινούνταν απ’ το ίδιο «πνεύμα» με τους «βρυκόλακες», πως έπαιζαν το ίδιο παιχνίδι πάνω στην – και πίσω από την ξεσαρκωμένη πλάτη του, πως μάχονταν κι εκείνες για το ίδιο «χρυσό μήλο» της Αρχής. Οι πόνοι και το αίμα και τα ερείπια μιας ολόκληρης χώρας γίνονταν στα χέρια παλιών και νέων «ταγών» διαπραγματευτικά «ατού» για την άλωση της μεγάλης Απολαβής.
Μέσα σ’ αυτή την οικτρή διελκυστίνδα, όλα αναποδογύριζαν και συγχέονταν σκόπιμα, έχαναν το νόημα και τα ονόματά τους. Η Ελλάδα γέμισε από «πατριώτες» και «προδότες», «μιαρούς και άμωμους», «εθνοκτόνους» και «εθνικόφρονες», «ξενόδουλους» και «πουλημένους» σε «προστάτες» κάθε λογής και χρώματος. Τόσο, που κανείς να μην ξέρει τι να πιστέψει, ποιον να πιστέψει, ποιους να εμπιστευθεί. Το ομόψυχο πανηγύρι της 12ης Οκτωβρίου μετατράπηκε σε αρένα μονομάχων και θηριομάχων, οι ομόφωνοι αλαλαγμοί χαράς, σε κραυγές μίσους, οι ελπίδες, σε καινούργιες απογνώσεις.

Για ν’ ακολουθήσει η «εις Άδου κάθοδος» με τα Δεκεμβριανά, τον εμφύλιο, τις αλληλοσφαγές, τις εξορίες, τις εκτελέσεις, όπου «πάσα ιδέα κατέστη κακοτροπίας διά τας στάσεις τω Ελληνικώ» («έτσι γίνηκαν κάθε λογής διαστρεμμένα εγκλήματα ανάμεσα στους Έλληνες, εξαιτίας των εσωτερικών διενέξεων και επαναστάσεων»), όπως καταλήγει ο Θουκυδίδης στην έξοχη περιγραφή των εμφύλιων συγκρούσεων του καιρού του – και κάθε καιρού.[1]
Κι έτσι, στο κατοχικό αίμα ερχόταν να προστεθεί κι άλλο αίμα, ο ερειπιώνας «πλούτιζε» μ’ άλλα ερείπια, η χώρα μας έχανε όλα τα μεταπολεμικά «τρένα», όλες τις ευκαιρίες, όλες τις «δικαιώσεις», οι ελπίδες σκορπίζονταν στάχτη στον άνεμο, το περιπόθητο Αύριο βούλιαζε μέσα στην άλλη «ανάσταση» του εωσφορικού Χτες.
Δεν χρειάζεται να πω αν και πόσο, στον μισόν αιώνα που πέρασε, διδαχθήκαμε από τις καταρρεύσεις εκείνες. Το πηλίκον είναι μηδέν.
Καταθέτουμε κάθε τόσο κάποια στεφάνια, δακρυρροούμε για «θυσίες» και «εθνικές εξάρσεις» και «ομοψυχίες» – και δεν κάνουμε άλλο παρά να καλλιεργούμε σπαραγμούς, να φαλκιδεύουμε ό,τι καλό έχουμε, ή έχουμε κάνει, να ληστεύουμε την Ιστορία μας, το δημόσιο και αλλήλους, να κηδεύουμε κάθε μέρα το «Ελληνικόν», για να φάμε λίγα ή πολλά κόλλυβα. Με προεξάρχοντες, βέβαια, τους «πολιτικούς άνδρες» και ανδράρια, υπόδειγμα και καμάρι μας. Που δεν παραλλάζουν όχι σε μισόν αιώνα, αλλά ούτε σε είκοσι πέντε. Παραμένουν πιστό ομοίωμα της εικόνας τους που έδινε ο Θουκυδίδης πάλι, με το στόμα του Περικλή:
«Ο τε γαρ γνους και μη σαφώς διδάξας, εν ίσω και μη ενεθυμήθη· ο τ’ έχων αμφότερα, τη δε πόλει δύσνους, ουκ αν ομοίως τι οικείως φράζοι· προσόντος δε και τούδε, χρήμασι δε νικωμένου, τα ξύμπαντα τούτου ενός αν πωλοίτο» («Εκείνος που καταλαβαίνει τα δέοντα, αλλά δεν μπορεί να τα εξηγήσει καθαρά, είναι στην ίδια μοίρα με όσους ούτε τα βάζουν στο νου τους. Κι όποιος, έχοντας και τις δυο ικανότητες, όμως δεν έχει καλή προαίρεση για την πολιτεία, δεν θα μιλήσει με την ίδια έγνοια για τις δουλειές της σαν να ‘τανε δικές του. Αλλ’ αν έχει ακόμα κι αυτό, μα δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στον πειρασμό του κέρδους, θα τα πουλήσει όλα για το ένα τούτο»).[2]
Ικανοί ή ανίκανοι για το ένα ή για το άλλο, αποδείχνονται ικανότατοι στο ξεπούλημα των πάντων.
Δημοσιεύτηκε στο Βήμα. 16.10.94.
[1] Β,60, 5.
[2] Γ, 82. Μετάφραση Έλλης Λαμπρίδη, Γκοβόστης.