Προβληματισμοί σχετικά με τη δυνατότητα εμπλοκής της Ελλάδας σε περίπτωση στρατιωτικής αντιπαράθεσης Κύπρου – Τουρκίας
Γράφει ο Αλέξανδρος Τζιρκώτης
Η επιλογή της Δικοινοτικής-Διζωνικής Ομοσπονδίας ως της μόνης, υπό τις περιστάσεις, εφικτής λύσης του Κυπριακού προβλήματος και η στρατηγική και τακτικές με τις οποίες θα μπορέσουμε να την πετύχουμε, βασίστηκε και οφείλει να βασίζεται σε συγκεκριμένα δεδομένα και «πραγματικότητες».

Τα εν λόγω δεδομένα και «πραγματικότητες» (που, βεβαίως, συν τω χρόνω μεταβάλλονται) περιλαμβάνουν: (α), την ιστορία του προβλήματος (β), τα γεωπολιτικά συμφέροντα όλων των ενδιαφερομένων πλευρών στην Αν. Μεσόγειο και στην Κύπρο (γ), τη σχετική γεωστρατηγική και γεωπολιτική βαρύτητα Κύπρου, Ελλάδας, Τουρκίας (δ), τη σχετική στρατιωτική ισχύ Κύπρου, Ελλάδας, Τουρκίας (ε), το “δυναμικό” Κύπρου, Ελλάδας, Τουρκίας (έκταση εδάφους και γεωγραφική θέση, μέγεθος πληθυσμού, συμμαχίες, οικονομική ευρωστία) και τις προοπτικές του (στ), τα αντικειμενικά στρατιωτικοπολιτικά δεδομένα όπως έχουν διαμορφωθεί από το 1974 (ζ), τα άλλα προβλήματα που επηρεάζουν τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις (η), τη δυνατότητα επιρροής του διεθνούς δικαίου και των όποιων συμμαχιών επί του Κυπριακού.
Ένας κρίσιμος παράγοντας στον οποίο σταθερά βασίζεται κάθε κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας (ΚΔ), είναι η στρατιωτική βοήθεια που αναμένει από την Ελλάδα σε περίπτωση που θα υποστεί στρατιωτική επίθεση από την Τουρκία. Η κυβέρνηση της ΚΔ θα πρέπει να εξετάσει αυτό τον παράγοντα με απόλυτο ρεαλισμό. Δεν πρέπει ούτε να υποτιμήσει ούτε να υπερτιμήσει το μέγεθος, την ποιότητα και τις δυνατότητες αυτής της βοήθειας. Η ίδια ρεαλιστική αντιμετώπιση είναι σίγουρο ότι θα επιδειχθεί και από την πλευρά της Ελληνικής κυβέρνησης. Το παρακάτω σενάριο είναι υποθετικό, αλλά νομίζω ότι ξεκαθαρίζει το τι εννοώ:
Ας υποθέσουμε ότι η ένταση στην Κύπρο κλιμακώνεται. Η Τουρκία, πιεζόμενη από τις διπλωματικές και άλλες ενέργειες της ΚΔ και της Ελλάδας και αντιμετωπίζοντας παράλληλα σοβαρά πολιτικά και οικονομικά προβλήματα στο εσωτερικό της και στις εξωτερικές της σχέσεις, αποφασίζει να επέμβει στρατιωτικά επιτιθέμενη στις ελεύθερες περιοχές της ΚΔ. Η πλήρης ευθύνη της στρατιωτικής σύγκρουσης στο έδαφος της ΚΔ ανήκει αποκλειστικά στην Τουρκία και αυτό αναγνωρίζεται από όλη τη διεθνή κοινότητα. Όλα τα κράτη, συμπεριλαμβανόμενων των ΗΠΑ, της Κίνας και της Ρωσίας, το ΣΑ των ΗΕ, η ΕΕ, ακόμα και μουσουλμανικά κράτη, καταδικάζουν την επίθεση και απαιτούν από την Τουρκία να σταματήσει άμεσα τις εχθροπραξίες και να επιστρέψει στην προηγούμενη κατάσταση πραγμάτων. Όμως, πέραν των καταδικαστικών αποφάσεων, κανένα κράτος ή Οργανισμός δεν είναι διατιθέμενος να εμπλακεί στρατιωτικά εναντίον της Τουρκίας, διακινδυνεύοντας το «αίμα» των πολιτών του. Η Τουρκία δεν συμμορφώνεται. Η Ελλάδα έχει κάθε δικαίωμα και υποχρέωση – τόσο συμβατική όσο και ηθική -, η οποία αναγνωρίζεται από όλους (και επομένως νομιμοποιείται πλήρως), να επέμβει στρατιωτικά για να υπερασπίσει την ΚΔ. Το κρίσιμο ερώτημα που θα τεθεί είναι αν θα το κάνει (όχι μόνο με τις δυνάμεις που ήδη θα βρίσκονται στην Κύπρο, οι οποίες εκ των πραγμάτων θα εμπλακούν στις επιχειρήσεις, αλλά με άλλες).
Η Ελληνική κυβέρνηση, η οποία θα κληθεί να απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα, θα είναι αναγκασμένη να λάβει υπ’ όψη της συγκεκριμένους παράγοντες, οι κυριότεροι από τους οποίους είναι οι εξής:
· Κατ’ αρχάς, υπάρχουν τα εξής δύο δεδομένα, εκ των οποίων το ένα είναι αδιαμφισβήτητο και το δεύτερο αποτελεί σταθερή πολιτική της Ελλάδας από τις αρχές του 20ου αιώνα, η οποία δεν φαίνεται ότι θα αλλάξει στο εγγύς μέλλον (διότι προς το παρόν τουλάχιστον δεν διαθέτει τα απαιτούμενα “μέσα”): (1), Τα νησιά της Ελλάδας (από μια άποψη) συνιστούν μεν ισχυρό διαπραγματευτικό επιχείρημα σε ό,τι αφορά τη Σύμβαση των ΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, ταυτόχρονα, όμως, τα νησιά του Αιγαίου πελάγους και το Καστελόριζο, συνιστούν μείζον στρατιωτικό μειονέκτημα σε περίπτωση πολεμικής σύγκρουσης με την Τουρκία. (2), Η Ελλάδα δεν εξετάζει καν την πιθανότητα ανάληψης πρωτοβουλίας «πρώτου πλήγματος».
· Πόσο πιθανό είναι σε περίπτωση στρατιωτικής εμπλοκής της Ελλάδας στην Κύπρο, η Τουρκία να ανοίξει άμεσα μέτωπο στη Θράκη ή σε νησιά του Αιγαίου και το Καστελόριζο; Εδώ πρέπει να επισημανθεί το εξής: οι συνθήκες με το 1974 δεν είναι ίδιες. Τότε, παρ’ όλο που η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν χαώδης, η Τουρκία δεν είχε τη δυνατότητα και δεν θα ρίσκαρε να ανοίξει δεύτερο μέτωπο στο Αιγαίο. Επομένως, η ρήση του Κ. Καραμανλή «η Κύπρος είναι μακριά», αφορούσε κυρίως τη δυνατότητα των ενόπλων δυνάμεων της Ελλάδας να στείλουν μονάδες οι οποίες να εμπλακούν σε αποτελεσματικές επιχειρήσεις στην Κύπρο. Σήμερα, δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Η διαφορά ισχύος Ελλάδας – Τουρκίας είναι τέτοια που μάλλον επιτρέπει στην Τουρκία να ανοίξει δεύτερο μέτωπο στο Αιγαίο, ενώ βεβαίως η γεωγραφία δεν έχει αλλάξει.
· Τι δυνάμεις μπορεί η Ελλάδα να διαθέσει στην Κύπρο, χωρίς να αποδυναμώσει επικίνδυνα την άμυνα της Θράκης, των νησιών του Αιγαίου και του Καστελόριζου;
· Μπορεί η Ελλάδα να υποστηρίξει αξιόπιστα και αποτελεσματικά τις στρατιωτικές δυνάμεις που θα αποφασίσει να διαθέσει στην Κύπρο;
· Και το σημαντικότερο: ποια είναι η βαρύτητα της Κύπρου σε σχέση με οποιοδήποτε έδαφος της Ελληνικής επικράτειας; Μπορεί η όποια Ελληνική κυβέρνηση να ρισκάρει να χάσει Ελληνικό έδαφος (οσοδήποτε μικρό κι αν θα είναι αυτό), για να αποκρούσει μια στρατιωτική Τουρκική επιχείρηση στην Κύπρο; Δηλαδή, αν εκτιμηθεί (πράγμα πολύ πιθανό) ότι η στρατιωτική εμπλοκή της Ελλάδας στην Κύπρο θα έχει ως αποτέλεσμα την επίθεση της Τουρκίας στον Έβρο και/ή σε νησιά του Αιγαίου/Καστελόριζο, για την υπεράσπιση των οποίων, με τα σημερινά δεδομένα, πιθανόν να απαιτείται ολόκληρη η Ελληνική στρατιωτική ισχύς (Στρατού Ξηράς, Πολεμικού Ναυτικού, Πολεμικής Αεροπορίας), η όποια Ελληνική κυβέρνηση θα αποφασίσει να αναλάβει ένα τέτοιο ρίσκο;
Οι απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα, που σήμερα μπορεί να μην είναι τόσο ευχάριστες, μπορούν να βελτιωθούν μόνο με την αύξηση της στρατιωτικής ισχύος Ελλάδας-Κύπρου και τον περιορισμό του ανισοζυγίου ισχύος με την Τουρκία. Σε κάθε περίπτωση οι κυβερνήσεις Ελλάδας και Κύπρου οφείλουν να έχουν ξεκάθαρα στο μυαλό τους τις υπόψη απαντήσεις προκειμένου οι πολιτικοί τους σχεδιασμοί να βασίζονται σε πραγματικά ενδεχόμενα ώστε να είναι εφικτοί. Η στρατιωτική αντιπαράθεση θα πρέπει να αποφευχθεί εφόσον είναι δυνατό και εν πάση περιπτώσει να μην την προκαλέσουμε, θα πρέπει όμως να γνωρίζουμε ποιες είναι οι πραγματικές μας δυνατότητές αν αυτή μας επιβληθεί και το κυριότερο, να προσπαθήσουμε να τις ενισχύσουμε.
Πηγή: https://tzirkotis.wordpress.com/