1 Ιουλίου 2019 at 21:32

Ο Λένιν, οι εκχωρήσεις και ο κρατικός καπιταλισμός

από

      Ο Λένιν, οι εκχωρήσεις και ο κρατικός καπιταλισμός

Γράφει ο Θανάσης Μπαντές

Για το ζήτημα των εκχωρήσεων στο πλαίσιο της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (ΝΕΠ) οι θέσεις του Λένιν είναι σαφείς. Στον 43ο τόμο από τα Άπαντά του ξεκαθαρίζεται: «Η πιο απλή περίπτωση ή το πιο απλό παράδειγμα του πως η Σοβιετική εξουσία κατευθύνει την ανάπτυξη του καπιταλισμού στην τροχιά του κρατικού καπιταλισμού, του πως “εισάγει” τον κρατικό καπιταλισμό, είναι οι εκχωρήσεις» (σελ. 223).

Για να εξηγήσει αμέσως: «Τι είναι οι εκχωρήσεις στο σοβιετικό σύστημα από την άποψη των κοινωνικοοικονομικών συστημάτων και του συσχετισμού τους; Είναι σύμβαση, συνασπισμός, συμμαχία της Σοβιετικής, δηλαδή της προλεταριακής, κρατικής εξουσίας με τον κρατικό καπιταλισμό ενάντια στο μικροϊδιοκτητικό (πατριαρχικό και μικροαστικό) στοιχείο. Ο εκδοχέας είναι καπιταλιστής. Διευθύνει την επιχείρηση κατά τρόπο καπιταλιστικό, για το κέρδος, συμφωνεί να υπογράψει σύμβαση με την προλεταριακή εξουσία για να βγάλει έκτακτο κέρδος, πάνω από το συνηθισμένο, ή για να πάρει πρώτες ύλες που του είναι αδύνατο ή πολύ δύσκολο να τις προμηθευτεί με άλλο τρόπο» (σελ. 223).

Με άλλα λόγια, οι εκχωρήσεις δεν είναι τίποτε άλλο από συμφωνίες με το κεφάλαιο, όπου θα του παραχωρούνται προς εκμετάλλευση πλουτοπαραγωγικοί πόροι της χώρας έναντι σταθερού ενοικίου ή ποσοστού επί των κερδών. Ο Λένιν χωρίς να τρέφει την ελάχιστη αυταπάτη ότι πρόκειται για συμφωνία απολύτως καπιταλιστική κι ότι ο επενδυτής αποβλέπει αποκλειστικά στο κέρδος προτίθεται να εξηγήσει τα οφέλη της νέας σοβιετικής εξουσίας από τις εκχωρήσεις: «Η Σοβιετική εξουσία έχει το όφελος ότι αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις, ότι αυξάνει η ποσότητα των προϊόντων αμέσως ή σε συντομότατο χρονικό διάστημα» (σελ. 223).

Ο Λένιν επιστρέφει από τη Ζυρίχη στην επαναστατημένη Ρωσία. 3 Απριλίου 1917.
Ο Λένιν επιστρέφει από τη Ζυρίχη στην επαναστατημένη Ρωσία. 3 Απριλίου 1917.

Και θα γίνει αναλυτικότερος: «Έχουμε, ας πούμε, εκατό επιχειρήσεις, ορυχεία και δασικά τμήματα. Δεν μπορούμε να τα εκμεταλλευτούμε όλα, γιατί μας λείπουν οι μηχανές, τα τρόφιμα, οι μεταφορές. Για τις ίδιες αιτίες δεν εκμεταλλευόμαστε καλά και τα υπόλοιπα τμήματα. Η κακή και λειψή εκμετάλλευση των μεγάλων επιχειρήσεων έχει σαν συνέπεια το δυνάμωμα σε όλες του τις εκδηλώσεις του στοιχείου των μικροϊδιοκτητών: αδυνάτισμα του αγροτικού νοικοκυριού των περιχώρων (και ύστερα και όλου), υπονόμευση των παραγωγικών δυνάμεων, πτώση της εμπιστοσύνης προς τη Σοβιετική εξουσία, καταχρήσεις και μαζική μικρή (πιο επικίνδυνη) κερδοσκοπία κτλ. “Εισάγοντας” τον κρατικό καπιταλισμό με τη μορφή εκχωρήσεων η Σοβιετική εξουσία δυναμώνει τη μεγάλη παραγωγή σε σχέση με τη μικρή, την πρωτοπόρα παραγωγή σε σχέση με την καθυστερημένη, τη μηχανική σε σχέση με τη χειρωνακτική, αυξάνει την ποσότητα των προϊόντων της μεγάλης βιομηχανίας που έχει στα χέρια της (το μερίδιό της από την παραγωγή), δυναμώνει τις οικονομικές σχέσεις που ρυθμίζονται από το κράτος, σαν αντίβαρο των μικροαστικών-αναρχικών σχέσεων» (σελ. 223-224).

Το ότι «η κακή και λειψή εκμετάλλευση των μεγάλων επιχειρήσεων έχει σαν συνέπεια τη μαζική μικρή (πιο επικίνδυνη) κερδοσκοπία» δε χρειάζεται ιδιαίτερες εξηγήσεις, αφού η ελλιπής εκμετάλλευση συνεπάγεται και τις ελλείψεις στην αγορά ανοίγοντας το πεδίο των κερδοσκόπων που θα κρύβουν προϊόντα ανεβάζοντας τις τιμές και στη συνέχεια θα τα πουλάν αισχροκερδώντας. Στον 44ο τόμο των Απάντων ο Λένιν σημειώνει: «Οι αγρότες αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος όλου του πληθυσμού και όλης της οικονομίας, και γι’ αυτό το λόγο ο καπιταλισμός δεν μπορεί, παρά να αναπτύσσεται πάνω στο έδαφος του ελεύθερου εμπορίου. Αυτό είναι το πιο βασικό αλφαβητάριο της οικονομίας που το διδάσκουν στα πρώτα μαθήματα της οικονομικής επιστήμης, μα που στη χώρα μας το διδάσκει επιπλέον και ο κάθε μαυραγορίτης, αυτό το υποκείμενο που μας μαθαίνει πολύ καλά την οικονομία, ανεξάρτητα από την οικονομική και πολιτική επιστήμη. Και από την άποψη της στρατηγικής το βασικό ζήτημα είναι ποιος θα επωφεληθεί γρηγορότερα απ’ αυτή την κατάσταση» (σελ. 160).

Για τον Λένιν, όμως, η κερδοσκοπία είναι συνυφασμένη με τον καπιταλισμό. Στον 43ο τόμο διαβάζουμε: «Ανάμεσα στα άλλα πρέπει να σημειώσουμε –είναι ένα μικρό περιστατικό, που ωστόσο έχει σημασία– ότι είναι ανάγκη να αλλάξει ο τρόπος που τοποθετούμε καταρχήν το ζήτημα της καταπολέμησης της κερδοσκοπίας. Το “κανονικό” εμπόριο που δε ζητά να αποφύγει τον κρατικό έλεγχο, πρέπει να το υποστηρίξουμε, μας συμφέρει να το αναπτύξουμε. Είναι όμως αδύνατο να ξεχωρίσουμε την κερδοσκοπία από το “κανονικό” εμπόριο, αν εννοούμε την κερδοσκοπία με την πολιτικοοικονομική της σημασία. Η ελευθερία του εμπορίου είναι καπιταλισμός, ο καπιταλισμός είναι κερδοσκοπία, είναι γελοίο να κλείνουμε τα μάτια και να μη το βλέπουμε αυτό» (σελ. 236).

Κι αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να στραφούν στον κρατικό καπιταλισμό: «Τι πρέπει λοιπόν; Να αφήσουμε την κερδοσκοπία ατιμώρητη; Όχι. Πρέπει να αναθεωρήσουμε και να ξαναφτιάξουμε όλους τους νόμους για την κερδοσκοπία και να διακηρύξουμε ότι πρέπει να τιμωρείται (και να καταδιώκουμε πραγματικά με τριπλάσια αυστηρότητα απ’ ό,τι γινόταν ως τώρα) κάθε κατάχρηση και κάθε αποφυγή, άμεση ή έμμεση, ανοιχτή ή κρυφή, του κρατικού ελέγχου, της επίβλεψης και της καταγραφής. Βάζοντας έτσι ακριβώς το ζήτημα (το Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων έχει ήδη αρχίσει τη δουλειά, δηλαδή το Συμβούλιο των Λαϊκών επιτρόπων έχει ήδη καθορίσει να αρχίσει η δουλειά της αναθεώρησης των νόμων για την κερδοσκοπία), θα πετύχουμε να κατευθύνουμε την ανάπτυξη του καπιταλισμού, ανάπτυξη ως ένα βαθμό αναπόφευκτη και αναγκαία για μας, στο κανάλι του κρατικού καπιταλισμού» (σελ. 236-237).

Ο κρατικός καπιταλισμός με τον έλεγχο, την επίβλεψη και την καταγραφή θα αποτελέσει εγγύηση για την εξάλειψη της κερδοσκοπίας που σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να μείνει ατιμώρητη. Η αποδοχή ότι ακόμη και το καπιταλιστικό μοντέλο (εφόσον κινηθεί προς την κρατική κατεύθυνση) είναι σε θέση να αυξήσει τον πλούτο εξαλείφοντας τα κερδοσκοπικά ολισθήματα δίνει την εντύπωση ότι η κερδοσκοπία αφορά μόνο τον ανεξέλεγκτο-αποχαλινωμένο καπιταλισμό που αφήνει τα πάντα στους ιδιώτες κι όχι εκείνον που δίνει τη δυνατότητα στο κράτος να εποπτεύει και να παρεμβαίνει, όταν τα θεωρεί αναγκαίο. Σε τελική ανάλυση είναι ζήτημα νομοθεσίας. Ο καπιταλισμός μπορεί να συμπορευθεί με το κράτος υπό τον όρο ότι ο νομοθέτης θα ορίσει το πλαίσιο. Θα έλεγε κανείς ότι η τοποθέτηση του Λένιν θυμίζει την κεϊνσιανή οικονομική οπτική, που θέλει την οικονομική πρωτοβουλία χωρίς όμως να απαξιώνει τη λειτουργία του κράτους, το οποίο εν τέλει θα είναι ο κύριος ρυθμιστής.

Βέβαια, ο Λένιν θέτει αυτό το μοντέλο που το ονομάζει κρατικό καπιταλισμό μόνο ως αναγκαστική μετάβαση για την κομμουνιστική αταξική κοινωνία κι όχι ως τελική οικονομική πρόταση. Θεωρεί τον καπιταλισμό από θέση αρχής κλεπτικό κι επικίνδυνο. Από την άλλη, ο Κέινς όχι μόνο θα διαφωνούσε με τον όρο του κρατικού καπιταλισμού, αλλά δεν είχε και καμία περαιτέρω βλέψη για κομμουνιστικές εξελίξεις. Το σίγουρο είναι ότι ο Κέινς από την πλευρά του καπιταλιστή και μπροστά στα αδιέξοδα του κραχ του 1929 αναγνωρίζει την αναγκαιότητα της συμμετοχής του κράτους στην οικονομία, όπως και ο Λένιν, που από την πλευρά του κομμουνιστή και ορμώμενος από τα δικά του αδιέξοδα αναγνωρίζει την αναγκαιότητα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, που όμως σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να δρα ανεξέλεγκτα. Σίγουρο είναι επίσης ότι ο Λένιν ποτέ δεν καθόρισε επακριβώς το χρονικό διάστημα που θα κρατούσε η ΝΕΠ, ως κρατικός καπιταλισμός, μέχρι το πέρασμα στο καθαρό κομμουνιστικό μοντέλο.

Ο Λένιν συνεχίζει το λόγο του: «Μπαίνει το ερώτημα, μα πώς μπορεί άραγε το Κομμουνιστικό κόμμα να αναγνωρίσει την ελευθερία του εμπορίου, να περάσει σ’ αυτή; Δεν υπάρχουν μήπως εδώ ασυμβίβαστες αντιφάσεις;»
Ο Λένιν συνεχίζει το λόγο του: «Μπαίνει το ερώτημα, μα πώς μπορεί άραγε το Κομμουνιστικό κόμμα να αναγνωρίσει την ελευθερία του εμπορίου, να περάσει σ’ αυτή; Δεν υπάρχουν μήπως εδώ ασυμβίβαστες αντιφάσεις;»

Ο θάνατός του άφησε τον τελικό χειρισμό στα χέρια του Στάλιν και δεν είναι βέβαιο ότι θα συμφωνούσε με τον τρόπο που ολοκληρώθηκε η ΝΕΠ ή με το χρονικό διάστημα που διήρκεσε. Ο Λένιν αναγκάζεται να βάλει νερό στο κρασί του στην προσπάθεια να ορθοποδήσει η Σοβιετική οικονομία που παραπαίει και ο Κέινς κινούμενος από την αντίθετη κατεύθυνση βάζει κρασί στο νερό του για να διασώσει την αμερικανική οικονομία, μόλις την επόμενη δεκαετία. Αυτό που μένει είναι να συγκριθούν οι αναλογίες.

  Από την άλλη, ο Λένιν τίθεται αντίθετος με τη δημιουργία της τάξης των μικροϊδιοκτητών, πρόβλημα που θα λυθεί επίσης με τις εκχωρήσεις που θα βάλουν σε λειτουργία τις μεγάλες επιχειρήσεις: «Η κακή και λειψή εκμετάλλευση των μεγάλων επιχειρήσεων έχει σαν συνέπεια το δυνάμωμα σε όλες του τις εκδηλώσεις του στοιχείου των μικροϊδιοκτητών: αδυνάτισμα του αγροτικού νοικοκυριού των περιχώρων (και ύστερα και όλου)» (σελ. 223). Την αρνητική αυτή άποψη για τους μικροϊδιοκτήτες θα την επαναλάβει και σε άλλα σημεία: «Αυτό το φαινόμενο που μας απειλεί –η ανάπτυξη της μικρής παραγωγής και της μικροαστικής τάξης στο χωριό– το φαινόμενο αυτό αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή» (σελ. 82).

Ο κρατικός καπιταλισμός παρουσιάζεται ως μοναδική εξέλιξη που θα εξαλείψει το καθεστώς της μικροϊδιοκτησίας: «Ακριβώς επειδή από τη σημερινή οικονομική κατάσταση της Ρωσίας δεν μπορούμε να προχωρήσουμε παραπέρα χωρίς να περάσουμε από εκείνο που είναι κοινό και στον κρατικό καπιταλισμό και στο σοσιαλισμό (από την παλλαϊκή καταγραφή και τον έλεγχο), το να φοβερίζεις τους άλλους και τον εαυτό σου με την “εξέλιξη προς την κατεύθυνση του κρατικού καπιταλισμού” αποτελεί καθαρή θεωρητική ανοησία. Αυτό σημαίνει ακριβώς να απομακρύνεσαι με τη σκέψη “προς μια κατεύθυνση” έξω από τον πραγματικό κόσμο της “εξέλιξης”, να μην καταλαβαίνεις αυτόν το δρόμο. Στην πράξη αυτό ισοδυναμεί με το να τραβάς πίσω προς το μικροϊδιοκτητικό καπιταλισμό» (σελ. 212).

Κι ενώ έχει καταδικάσει το μικροϊδιοκτητικό καπιταλισμό, στον 45ο τόμο των Απάντων υπάρχει ένας λόγος του στις 31 Οκτωβρίου του 1922, όπου κάνει έναν απολογισμό του πρώτου χρόνου της ΝΕΠ και σημειώνει τα εξής: «Αν δεν κάνω λάθος, στη Ρωσία η τεράστια πλειοψηφία του πληθυσμού αποτελείται από μικροαγρότες, που με εξαιρετικό ζήλο ρίχτηκαν τώρα στην παραγωγή και σημείωσαν (εν μέρει χάρη στην κρατική βοήθεια με σπόρους κτλ.) τεράστιες, σχεδόν απίστευτες επιτυχίες, αν παρθούν ιδιαίτερα υπόψη οι πρωτάκουστες καταστροφές του εμφυλίου πολέμου, της πείνας κτλ. Οι μικροαγρότες σημείωσαν από την άποψη αυτή τέτοιες επιτυχίες, ώστε να δίνουν με εξαιρετική ευκολία και σχεδόν χωρίς κανένα εξαναγκασμό τους κρατικούς φόρους, που ανέρχονται σε εκατοντάδες εκατομμύρια πούτια σιτηρών» (σελ. 267).

Και θα συνεχίσει: «Γι’ αυτό νομίζω ότι σωστότερο θα είναι να πούμε: η τεράστια πλειοψηφία του πληθυσμού, που έχει παραγωγή πολύ μικρών διαστάσεων και βρίσκεται στα χέρια ιδιωτών, δίνει τα πιο μεγάλα κέρδη. Αυτό αφορά όλη τη γεωργική παραγωγή της αγροτιάς. Το ίδιο ή κάπως μικρότερο κέρδος δίνει η βιομηχανική παραγωγή, που ένα μέρος της είναι στα χέρια ιδιωτών και ένα άλλο στα χέρια των κρατικών ενοικιαστών, ή των κρατικών εκείνων εργοστασίων, που παράγουν είδη κατανάλωσης για τον αγροτικό πληθυσμό» (σελ. 267).

Η μικροϊδιοκτησία στην αγροτική παραγωγή κρίνεται θεμιτή και κερδοφόρα σε αντίθεση με οποιαδήποτε άλλη μικροϊδιοκτησία που παραπέμπει στο μικροαστισμό και την κερδοσκοπία. Στον 43ο τόμο ο Λένιν αναφέρει: «Ο μικροαστός έχει ένα απόθεμα από λεφτουδάκια, κάμποσες χιλιάδες, που τα οικονόμησε με “θεμιτά” και κυρίως με αθέμιτα μέσα τον καιρό του πολέμου. Αυτός ο οικονομικός τύπος είναι χαρακτηριστικός και αποτελεί τη βάση της κερδοσκοπίας και του ιδιωτικού καπιταλισμού. Τα λεφτά αυτά είναι ένας τίτλος που του δίνει το δικαίωμα να παίρνει από τον κοινωνικό πλούτο, και το στρώμα των μικροϊδιοκτητών, που ο αριθμός τους ανέρχεται σε πολλά εκατομμύρια, κρατάει γερά αυτό τον τίτλο, τον κρύβει από το “κράτος”, μην πιστεύοντας σε κανένα σοσιαλισμό ή κομμουνισμό, “περιμένοντας να περάσει” η προλεταριακή θύελλα» (σελ. 208).

Κι όχι μόνο αυτό: «Ο μικροαστός που φυλάει τις χιλιαδούλες είναι εχθρός του κρατικού καπιταλισμού, και αυτές τις χιλιαδούλες θέλει να τις αξιοποιήσει αποκλειστικά για τον εαυτό του, ενάντια στη φτωχολογιά, ενάντια σε κάθε παγκρατικό έλεγχο, και το άθροισμα αυτών των χιλιάρικων δίνει μια βάση από πολλά δισεκατομμύρια ρούβλια στην κερδοσκοπία που υπονομεύει τη σοσιαλιστική οικοδόμηση» (σελ. 209).

Ο ρόλος του κρατικού καπιταλισμού είναι να ελέγξει αυτούς τους μικροϊδιοκτήτες. Να τους εντοπίσει, να τους καταγράψει και να επιβάλλει φόρους, διαδικασία που από τον Λένιν κρίνεται απολύτως αναγκαία για το  πέρασμα προς το σοσιαλισμό: «Ο κρατικός καπιταλισμός θα ήταν ένα γιγάντιο βήμα προς τα μπρος ακόμη κι αν […] θα πληρώναμε περισσότερα από ό,τι τώρα, γιατί αξίζει να πληρώνεις “για την επιστήμη”, γιατί αυτό είναι ωφέλιμο στους εργάτες, γιατί η νίκη ενάντια στην αταξία, στην καταστροφή, στο σαμποτάρισμα είναι το σπουδαιότερο από όλα, γιατί η συνέχιση της αναρχίας των μικροϊδιοκτητών αποτελεί τον πιο μεγάλο, τον πιο φοβερό κίνδυνο, που (αν δεν τον νικήσουμε) ασφαλώς θα μας χαντακώσει, ενώ η καταβολή μεγάλου φόρου στον κρατικό καπιταλισμό όχι μονάχα δε θα μας χαντακώσει, αλλά και θα μας οδηγήσει από τον πιο σίγουρο δρόμο στο σοσιαλισμό» (σελ. 209-210).

Για τον Λένιν ο έλεγχος του μικροαστικού στοιχείου τίθεται ως ζήτημα ζωής και θανάτου για το καθεστώς: «Ή θα βάλουμε κάτω από τον έλεγχό μας και την καταγραφή μας αυτόν το μικροαστό (θα μπορέσουμε να το κάνουμε, αν οργανώσουμε τη φτωχολογιά, δηλαδή την πλειοψηφία του πληθυσμού ή των μισοπρολετάριων, γύρω από τη συνειδητή προλεταριακή πρωτοπορία), ή αυτός θα ανατρέψει την εργατική μας εξουσία, αναπόφευκτα και αναπότρεπτα, όπως ανέτρεψαν την επανάσταση οι Ναπολέοντες και οι Κοβενιάκ, που ξεφύτρωσαν ακριβώς πάνω σ’ αυτό το έδαφος της μικροϊδιοκτησίας. Έτσι έχει το ζήτημα. Μόνο έτσι έχει το ζήτημα…» (σελ. 208).

Τα συμπεράσματα προκύπτουν αβίαστα: «Ο κρατικός καπιταλισμός είναι οικονομικά ασύγκριτα πιο ψηλά από τη σημερινή οικονομία μας, αυτό είναι το πρώτο. Και δεύτερο, δεν παρουσιάζει τίποτε το φοβερό για τη Σοβιετική εξουσία, γιατί το Σοβιετικό κράτος είναι ένα κράτος όπου είναι εξασφαλισμένη η εξουσία των εργατών και της φτωχολογιάς…» (σελ. 210).

Κι ενώ οι μικροϊδιοκτήτες κρίνονται ως νούμερο ένα εχθρός της επανάστασης, η τάξη των μικροαγροτών μπορεί να επαινεθεί, γιατί με το σύστημα της ΝΕΠ και τη φορολόγηση ανέβασε την παραγωγή της και «δίνει τα πιο μεγάλα κέρδη». Είναι φανερό ότι για τους αγρότες υπάρχει μεγαλύτερη επιείκεια. Υπάρχουν δηλαδή παραχωρήσεις, και ο Λένιν δεν έχει διάθεση να το κρύψει: «Ανοιχτά, τίμια και χωρίς καμιά εξαπάτηση δηλώνουμε στους αγρότες: για να κρατήσουμε το δρόμο προς το σοσιαλισμό, θα σας κάνουμε, σύντροφοι αγρότες, μια σειρά παραχωρήσεις, όμως μόνο στα τάδε όρια και στον τάδε βαθμό, και φυσικά, εμείς οι ίδιοι θα κρίνουμε, ποιος θα είναι αυτός ο βαθμός και αυτά τα όρια. Η ίδια η παραχώρηση ξεκινά από την άποψη της κατανομής των βαρών, που ως τώρα έπεφταν σε μεγαλύτερο βαθμό στο προλεταριάτο, παρά στην αγροτιά. […] Να πως έχει το ζήτημα των σχέσεων ανάμεσα στο προλεταριάτο και στην αγροτιά, δηλαδή ή η αγροτιά να έρθει σε συμφωνία μαζί μας, κι εμείς να της κάνουμε οικονομικές παραχωρήσεις, ή πάλη» (σελ. 320).

Και η περίπτωση της πάλης θα έβαζε σε κίνδυνο την επανάσταση. Στον 44ο τόμο από τα Άπαντα το ζήτημα τίθεται ευθέως: «Όλο το ζήτημα είναι με ποιον θα πάει η αγροτιά – με το προλεταριάτο, που πάει να οικοδομήσει τη σοσιαλιστική κοινωνία, ή με τον καπιταλιστή που λέει: “Ας γυρίσουμε πίσω, έτσι είμαστε πιο ασφαλισμένοι, κι αυτά περί σοσιαλισμού είναι επινοήσεις”» (σελ. 160).

Γραμματόσημο της ΕΣΣΔ.
Γραμματόσημο της ΕΣΣΔ.

Από τη στιγμή που η μάχη με τον καπιταλισμό είναι αδυσώπητη, οτιδήποτε υπηρετεί την επανάσταση είναι θεμιτό. Οι παραχωρήσεις στους αγρότες είναι θεμιτές, εφόσον η σύμπλευσή τους τίθεται ως κλειδί για την τελική επικράτηση. Ο Λένιν χτίζει το δόγμα του «ποιος ποιον»: «Όλο το ζήτημα είναι: ποιος ποιον θα ξεπεράσει; Αν προλάβουν οι καπιταλιστές να οργανωθούν νωρίτερα, τότε δε χωράει καμιά συζήτηση πως θα κυνηγήσουν τους κομμουνιστές. Πρέπει να αντιμετωπίζουμε αυτά τα πράγματα νηφάλια: ποιος ποιον; Η προλεταριακή εξουσία, στηριζόμενη στην αγροτιά θα καταφέρει να βάλει ένα γερό χαλινάρι στους κύριους καπιταλιστές, ώστε να κατευθύνει τον καπιταλισμό στο κρατικό κανάλι και να δημιουργήσει έναν καπιταλισμό που να πειθαρχεί στο κράτος και να το υπηρετεί; Το ερώτημα αυτό πρέπει να μπαίνει νηφάλια. Εδώ κάθε ιδεολογία, κάθε λογής κρίσεις για πολιτικές ελευθερίες είναι από αυτές τις κρίσεις, που μπορεί να βρει κανείς ένα σωρό, ιδιαίτερα στη Ρωσία του εξωτερικού, τη Ρωσία αρ. 2, όπου υπάρχουν δεκάδες καθημερινές εφημερίδες όλων των πολιτικών κομμάτων, όπου όλες αυτές οι ελευθερίες εξυμνούνται σε όλους τους τόνους και σε όλες τις φωνές που υπάρχουν στον κόσμο. Όλα αυτά είναι φλυαρίες, κενές φράσεις. Αυτές οι κενές φράσεις δεν πρέπει να μας παρασύρουν» (σελ. 161-162).

Από τη στιγμή που ακόμη και οι πολιτικές ελευθερίες αποτελούν φλυαρίες και κενές φράσεις μπροστά στο δόγμα «ποιος ποιον», είναι εύκολο να καταλάβει κανείς το νόημα των παραχωρήσεων προς τους αγρότες. Με την ίδια λογική αντιμετωπίζει ο Λένιν και την ιδέα του συνεταιρισμού. Στον 43ο τόμο των Απάντων αναφέρει: «Ας πάρουμε το συνεταιρισμό. Δικαιολογημένα το διάταγμα για το φόρο σε είδος προκάλεσε άμεση αναθεώρηση του καταστατικού του συνεταιρισμού, και ορισμένο πλάτεμα της “ελευθερίας” του και των δικαιωμάτων του. Και ο συνεταιρισμός είναι μια μορφή κρατικού καπιταλισμού, όμως λιγότερο απλή, με χαρακτηριστικά λιγότερο αδρά, πιο μπερδεμένη και γι’ αυτό στην πράξη βάζει μπροστά στην εξουσία μας μεγαλύτερες δυσκολίες» (σελ. 225).

Και οι δυσκολίες έχουν να κάνουν πρωτίστως με τη μικροαστική αντίληψη που είναι συνυφασμένη με τα κέρδη των μικρών εμπορευματοπαραγωγών: «Ο συνεταιρισμός των μικρών εμπορευματοπαραγωγών (γι’ αυτόν πρόκειται εδώ και όχι για τον εργατικό συνεταιρισμό, γιατί ο συνεταιρισμός των μικρών εμπορευματοπαραγωγών είναι η επικρατέστερη και τυπική μορφή του συνεταιρισμού σε μια μικροαγροτική χώρα) γεννά αναπόφευκτα μικροαστικές, καπιταλιστικές σχέσεις, συντελεί στην ανάπτυξή τους, προωθεί στην πρώτη γραμμή τους μικρούς καπιταλιστές, τους δίνει το μεγαλύτερο κέρδος. Και δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά μια και υπάρχει η αριθμητική υπεροχή των μικρονοικοκυρέων και η δυνατότητα, καθώς επίσης και η ανάγκη της ανταλλαγής» (σελ. 225).

Παρά τις αδυναμίες αυτές, όμως, ο θεσμός του συνεταιρισμού πρέπει να ενισχυθεί, καθώς θα ενισχύσει την κατεύθυνση του κρατικού καπιταλισμού: «Στις συνθήκες όμως της Σοβιετικής εξουσίας ο “συνεταιριστικός” καπιταλισμός, σε διάκριση από τον ιδιωτικό καπιταλισμό, είναι μια ποικιλομορφία του κρατικού καπιταλισμού και σαν τέτοιος σήμερα μας συμφέρει και μας ωφελεί, φυσικά ως ένα ορισμένο βαθμό. Εφόσον ο φόρος σε είδος σημαίνει ελευθερία πούλησης των πλεονασμάτων που μένουν (που δεν εισπράττονται με τη μορφή φόρου), εμείς πρέπει να καταβάλουμε προσπάθειες, ώστε να κατευθύνουμε αυτή την ανάπτυξη του καπιταλισμού στο κανάλι του συνεταιριστικού καπιταλισμού, γιατί η ελευθερία πούλησης, η ελευθερία του εμπορίου είναι ανάπτυξη του καπιταλισμού. Ο συνεταιριστικός καπιταλισμός μοιάζει με τον κρατικό από την άποψη ότι διευκολύνει την καταγραφή, τον έλεγχο, την εποπτεία, τις σχέσεις σύμβασης ανάμεσα στο κράτος (στη δοσμένη περίπτωση το σοβιετικό) και στον καπιταλιστή» (σελ. 225-226).

Και υπάρχει ακόμη ένα σοβαρό πλεονέκτημα στο συνεταιρισμό: «Ο συνεταιρισμός σαν μορφή εμπορίου συμφέρει καλύτερα και είναι πιο χρήσιμος από το ιδιωτικό εμπόριο όχι μόνο για τους λόγους που αναφέραμε, αλλά και γιατί διευκολύνει τη συνένωση, την οργάνωση εκατομμυρίων ανθρώπων, κι έπειτα όλου χωρίς εξαίρεση του πληθυσμού, και το περιστατικό αυτό είναι με τη σειρά του ένα τεράστιο συν, όσον αφορά το μελλοντικό πέρασμα από τον κρατικό καπιταλισμό στο σοσιαλισμό» (σελ. 226).

Οι εκχωρήσεις και ο συνεταιρισμός είναι δύο βασικές εκδοχές του κρατικού καπιταλισμού, όπως τον παρουσιάζει ο Λένιν, κρύβοντας η καθεμιά τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: «Ας συγκρίνουμε τις εκχωρήσεις και το συνεταιρισμό σαν μορφές του κρατικού καπιταλισμού. Η εκχώρηση στηρίζεται στη μεγάλη εκμηχανισμένη βιομηχανία, ο συνεταιρισμός στη μικρή, τη χειρωνακτική, εν μέρει μάλιστα και στην πατριαρχική. Η εκχώρηση αφορά έναν καπιταλιστή ή μια εταιρεία, ένα συνδικάτο, καρτέλ, τραστ, σε κάθε χωριστή σύμβαση εκχώρησης. Ο συνεταιρισμός αγκαλιάζει πολλές χιλιάδες, ακόμη και εκατομμύρια μικρονοικοκυρέους. Η εκχώρηση επιτρέπει και μάλιστα προϋποθέτει ακρίβεια στη σύμβαση και στην προθεσμία. Ο συνεταιρισμός δε δέχεται ούτε πέρα για πέρα ακριβή σύμβαση, ούτε πέρα για πέρα ακριβή προθεσμία. Είναι πολύ πιο εύκολο να καταργηθεί ένας νόμος για το συνεταιρισμό, παρά να ακυρωθεί μια σύμβαση εκχώρησης. Η ακύρωση όμως μιας σύμβασης σημαίνει μονομιάς, απλώς, άμεση διακοπή των πραγματικών σχέσεων της οικονομικής συμμαχίας ή της οικονομικής “συμβίωσης” με τον καπιταλισμό, ενώ καμιά κατάργηση νόμου για το συνεταιρισμό, κανένας νόμος γενικά όχι μόνο δε θα διακόψει μονομιάς την πραγματική “συμβίωση” της Σοβιετικής εξουσίας με τους μικροκαπιταλιστές, αλλά και γενικά δεν είναι σε θέση να διακόψει τις πραγματικές οικονομικές σχέσεις» (σελ. 226).

Ο Λένιν θα συμπληρώσει: «“Να παρακολουθείς” τον εκδοχέα είναι εύκολο, να παρακολουθείς όμως τα μέλη των συνεταιρισμών είναι δύσκολο. Το πέρασμα από τις εκχωρήσεις στο σοσιαλισμό είναι πέρασμα από μια μορφή μεγάλης παραγωγής σε άλλη μορφή μεγάλης παραγωγής. Το πέρασμα από το συνεταιρισμό των μικρονοικοκυρέων στο σοσιαλισμό είναι πέρασμα από τη μικρή παραγωγή στη μεγάλη, δηλαδή ένα πέρασμα πιο πολύπλοκο, αλλά ωστόσο ικανό να αγκαλιάσει σε περίπτωση επιτυχίας τις πιο πλατιές μάζες του πληθυσμού, ικανό να ξεριζώσει τις πιο βαθιές και τις πιο γερές ρίζες των παλιών προσοσιαλιστικών, ακόμη και προκαπιταλιστικών σχέσεων, που είναι πιο σταθερές, με την έννοια ότι αντιστέκονται σε κάθε “νεωτερισμό”. Η πολιτική των εκχωρήσεων σε περίπτωση επιτυχίας θα μας δώσει ένα μικρό αριθμό πρότυπες –σε σύγκριση με τις δικές μας– μεγάλες επιχειρήσεις που θα βρίσκονται στο επίπεδο του σύγχρονου προηγμένου καπιταλισμού. Ύστερα από μερικές δεκαετίες οι επιχειρήσεις αυτές θα περάσουν ολοκληρωτικά στα χέρια μας. Η συνεταιριστική πολιτική σε περίπτωση επιτυχίας θα μας δώσει μια άνοδο του μικρονοικοκυριού και θα διευκολύνει το πέρασμά του, μέσα σε απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, στη μεγάλη παραγωγή πάνω στις αρχές της εθελοντικής συνένωσης» (σελ. 226-227).

Πέρα όμως από τις εκχωρήσεις και το συνεταιρισμό, υπάρχουν ακόμη άλλες δύο μορφές κρατικού καπιταλισμού που αναφέρονται από τον Λένιν: «Ας πάρουμε το τρίτο είδος του κρατικού καπιταλισμού. Το κράτος τραβάει τον καπιταλιστή σαν έμπορο, πληρώνοντάς του ορισμένη μεσιτεία για την πούληση των κρατικών προϊόντων και για την αγορά των προϊόντων του μικροπαραγωγού. Τέταρτο είδος του κρατικού καπιταλισμού: το κράτος δίνει με νοίκι στον επιχειρηματία-καπιταλιστή ένα κατάστημα ή μια επιχείρηση ή ένα κομμάτι δάσους, γης κτλ. που ανήκουν στο κράτος. Η σύμβαση της εκμίσθωσης μοιάζει περισσότερο με σύμβαση για εκχώρηση» (σελ. 227).

Τα δύο τελευταία είδη του κρατικού καπιταλισμού δεν έχουν κανένα έρεισμα (ούτε καν αναφέρονται) στο σοβιετικό καθεστώς, γεγονός που απογοητεύει τον Λένιν: «Για τα δυο τελευταία είδη του κρατικού καπιταλισμού δε γίνεται καθόλου λόγος στη χώρα μας, καθόλου δεν τα σκέπτονται. Καθόλου δεν τα προσέχουν. Αυτό όμως γίνεται όχι γιατί είμαστε δυνατοί και έξυπνοι, αλλά γιατί είμαστε αδύναμοι και κουτοί. Φοβόμαστε να κοιτάξουμε κατά πρόσωπο την “ταπεινή αλήθεια” και πολύ συχνά αφήνουμε να μας παρασύρει η “απάτη που μας εξυψώνει”. […] “Εμείς” η εμπροσθοφυλακή, το πρωτοπόρο τμήμα του προλεταριάτου, περνάμε άμεσα στο σοσιαλισμό, το πρωτοπόρο όμως τμήμα δεν είναι παρά ένα μικρό μέρος όλου του προλεταριάτου, που κι αυτό δεν είναι παρά ένα μικρό μέρος όλης της μάζας του πληθυσμού. Και για να μπορέσουμε “εμείς” να εκπληρώσουμε με επιτυχία το καθήκον του άμεσου περάσματος στο σοσιαλισμό, πρέπει να καταλάβουμε ποιοι ενδιάμεσοι δρόμοι, μέθοδοι, μέσα, βοηθήματα χρειάζονται για να περάσουμε από τις προκαπιταλιστικές σχέσεις στο σοσιαλισμό. Εδώ βρίσκεται όλη η ουσία του ζητήματος» (σελ. 227-228).

Κι αν αυτό δεν είναι αρκετά σαφές ο Λένιν θα προσθέσει: «Ο καπιταλισμός είναι κακό σε σύγκριση με το σοσιαλισμό. Ο καπιταλισμός είναι καλό σε σύγκριση με το μεσαίωνα, σε σχέση με τη μικρή παραγωγή, σε σχέση με τη γραφειοκρατία που συνδέεται με τη διασπορά των μικροπαραγωγών. Εφόσον εμείς δεν είμαστε ακόμη σε θέση να πραγματοποιήσουμε το άμεσο πέρασμα από τη μικρή παραγωγή στο σοσιαλισμό, ο καπιταλισμός είναι ως ένα ορισμένο βαθμό αναπόφευκτος, σαν αυθόρμητο προϊόν της μικρής παραγωγής και ανταλλαγής, και πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τον καπιταλισμό (κυρίως κατευθύνοντάς τον στο δρόμο του κρατικού καπιταλισμού) σαν ενδιάμεσο κρίκο, σαν μέθοδο, σαν τρόπο για το ανέβασμα των παραγωγικών δυνάμεων» (σελ. 229).

Όσο για το αν θα υπάρξει ενδιαφέρον από το κεφάλαιο να συνεργαστεί με το καθεστώς για να προχωρήσουν οι εκχωρήσεις ο Λένιν θα δώσει μια απάντηση στον 52ο τόμο από τα Άπαντα: «… οι καπιταλιστές πολέμησαν τρία χρόνια, σπατάλησαν στον πόλεμο ενάντιά μας τα δικά τους (και τα αγγλογαλλικά: που εκπροσωπούν τους πιο βαθύπλουτους του κόσμου) εκατοντάδες εκατομμύρια χρυσά ρούβλια. Τώρα αυτοί δεινοπαθούν στο εξωτερικό. Ποια εκλογή λοιπόν έχουν να κάνουν; Γιατί να μην έρθουν σε συμφωνία: σε 10 χρόνια θα πάρεις όχι άσχημα έσοδα αλλιώς… ψόφα στο εξωτερικό; Πολλοί θα ταλαντευτούν. Αν από τους 100 οι 5 κάνουν μια δοκιμή, κι αυτό δεν είναι άσχημο» (σελ. 193).

Ο Λένιν φαίνεται σίγουρος ότι το πέρασμα στη σοσιαλιστική κοινωνία δεν μπορεί να γίνει χωρίς την καπιταλιστική μεσολάβηση. Κι αυτό δεν πρέπει να τρομάζει κανένα. Σε μια επιστολή που στέλνει προς τους κομμουνιστές της Σαμαρκάνδης, η οποία γράφτηκε στις 27 Ιουνίου του 1921 και περιλαμβάνεται στον 53ο τόμο των Απάντων ξεκαθαρίζει στους συντρόφους του: «Ο καπιταλισμός δε μας φοβίζει, αφού το προλεταριάτο κρατάει σταθερά στα χέρια του την εξουσία, τις συγκοινωνίες και τη μεγάλη βιομηχανία και είναι σε θέση με τον έλεγχό του να τον κατευθύνει στην κοίτη του κρατικού καπιταλισμού. Μ’ αυτές τις συνθήκες ο καπιταλισμός μας βοηθάει στην πάλη ενάντια στη γραφειοκρατία και τη διασπορά των μικροπαραγωγών. Ξέρουμε τι θέλουμε, γι’ αυτό θα νικήσουμε» (σελ. 1).

Λένιν: Άπαντα, τόμος 53, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 5η έκδοση, Αθήνα, Σεπτέμβριος 1985.

Λένιν: Άπαντα, τόμος 52, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 5η έκδοση, Αθήνα, Ιούλιος 1985.

Λένιν: Άπαντα, τόμος 43, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 5η έκδοση, Αθήνα, Σεπτέμβριος 1983.

Λένιν: Άπαντα, τόμος 44, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 5η έκδοση, Αθήνα, Δεκέμβριος 1983.

Λένιν: Άπαντα, τόμος 45, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 5η έκδοση, Αθήνα, Μάρτιος 1984.

(Εμφανιστηκε 689 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.