«Της άρνης το νερό.»
Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας
Το «ἀρνέομαι» είναι λέξη ομηρική και σημαίνει αρνούμαι, απαρνούμαι, λέω όχι, δεν θέλω: «Τότε η Αφροδίτη η αχνογελόχαρη της αποκρίθη κι είπε: / «Ούτε μπορώ κι ουδέ και πρέπει μου να σου αρνηθώ τη χάρη, [οὐκ ἔστ᾽ οὐδὲ ἔοικε τεὸν ἔπος ἀρνήσασθαι·] / τι εσύ στου πρώτου απ᾿ τους αθάνατους την αγκαλιά κοιμάσαι.» (Ξ212). Και αλλού: «…όλοι ζητάνε τη μητέρα μου και καταλύουν το βιος μου. / Κι αυτή το γάμο τον οχτρεύεται, μα μήτε τον αρνιέται…» – «τόσσοι μητέρ᾿ ἐμὴν μνῶνται, τρύχουσι δὲ οἶκον. / ἡ δ᾿ οὔτ᾿ ἀρνεῖται στυγερὸν γάμον οὔτε τελευτὴν…» (α249), «Κι εκείνον τότες οι πρωτόγεροι με παρακάλια έζωσαν, / κάτι να φάει, μ᾿ αυτός δεν ήθελε, μον᾿ έλεγε θρηνώντας…» – «αὐτὸν δ᾽ ἀμφὶ γέροντες Ἀχαιῶν ἠγερέθοντο / λισσόμενοι δειπνῆσαι· ὃ δ᾽ ἠρνεῖτο στεναχίζων…» (Τ304)[1]
«Άρνη» σημαίνει εδώ: λήθη, αρνησιά, λησμονιά· η λέξη συνηθίζεται στα λαϊκά μοιρολόγια: «Πίνουν της άρνας το νερό, τον κόσμο λησμονάνε.», «Ήπιες της άρνας το νερό κι απολησμόνησές μας.» «Άρνα» λέγεται και ο Άδης: «Κάτω στης άρνας τα βουνά, στης αρνησιάς τον τόπο.», «Τι εμένανε με πήρανε της άρνας τα λαγκάδια.» Σε άλλο παλαιό μοιρολόι, διαβάζουμε: Όξω σελώνουν τ’ άλογο κι όξω το καλιγώνουν. / Βάνουν τα πέταλα χρυσά, τα γκέμια του ασημένια, / βάνουν τα πανωκάπουλα χρυσά, μαλαματένια, / να καβαλίκει αυτός ο νιος, να πάει μακριά στα ξένα, / να πάει στης Άρνας τα βουνά, στης Λησμονιάς τα μέρη…[1] Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία «της άρνας το νερό» είχε την πηγή του στον Άδη και όσοι το έπιναν λησμονούσαν τον επάνω κόσμο.

Στη συνέχεια ο Σταύρος Σιόλας διηγείται πώς έγραψε το φερώνυμο τραγούδι: «Το 2005 κλήθηκα, από τον σκηνοθέτη και δάσκαλό μου στην δραματική σχολή του ΘΕΑΤΡΟΥ ΤΕΧΝΗΣ, Κωστή Καπελώνη, να γράψω τη μουσική για την παράσταση “ΑΓΓΕΛΑ” του Γ.Σεβαστίκογλου. Την παράσταση θα σκηνοθετούσε ο ίδιος για λογαριασμό του ΔΗΠΕΘΕ Βορείου Αιγαίου, με διευθυντή τον Δήμο Αβδελιώδη. Το έργο, γραμμένο το 1958, αποτυπώνει το κλίμα της μετεμφυλιακής περιόδου στην Ελλάδα, μέσα από τις ζωές ξεριζωμένων κοριτσιών από την επαρχία που εξασφάλιζαν την επιβίωση τους ως υπηρέτριες σε Αθηναϊκά σπίτια πλούσιων ή μεσαίων οικογενειών. Σε μια σκηνή του έργου, η Άννα (Χριστίνα Καραβεζύρη), απευθυνόμενη στην Αγγέλα (Τάνια Παλαιολόγου), ενώ απλώνουν ρούχα στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας, θυμάται τον αρραβωνιαστικό της, που της είχε υποσχεθεί πως θα την παντρευτεί μόλις γυρίσει απ’ τα καράβια. Ο Γάμος αυτός θα αποτελούσε μια σωτηρία, ίσως και μόνη διαφυγή, για εκείνην, όπως και για όλα τα κορίτσια της ίδιας μοίρας.
Τον πρώτο καιρό της έστελνε κάρτα από κάθε λιμάνι. Στη συνέχεια μόνο τις γιορτές, έπειτα όλο και πιο αραιά… ώσπου σταμάτησε εντελώς… Σε αυτό το σημείο της αφήγησής της, η Άννα θυμάται ένα τραγούδι από το χωριό της… “Της άρνης το νερό Αγγέλα μου, της αρνησιάς η βρύση”. Μια φράση από τα λεγόμενα μοιρολόγια αποχωρισμού της δημοτικής μας παράδοσης. Φορτισμένος από την ιστορία της νεαρής υπηρέτριας, αλλά και την όλη ατμόσφαιρα του έργου, έγραψα το τραγούδι αυτό που έμελε έναν χρόνο μετά, στο «Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης», να πάρει το 1ο βραβείο καλύτερου τραγουδιού από το κοινό και την επιτροπή και εγώ, που το τραγούδησα, να λάβω βραβείο καλύτερης ερμηνείας.»][2]
Ο Δημήτρης Τζήκας είναι δάσκαλος και ιστορικός.
Παραπομπές
[1] Μετάφραση των Καζαντζάκη-Κακριδή.
Παντελής Πρεβελάκης. Ο ήλιος του θανάτου. Εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας. Αθήνα, 1998.
Οι πληροφορίες είναι από εδώ:
LIDDELL & SCOTT. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας. (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007).
Δ. Δημητράκου, Μέγα Λεξικόν Όλης Της Ελληνικής Γλώσσης, τόμοι 9. Εκδ. Δομή, Αθήνα, 1933.
[1] Μετάφραση των Καζαντζάκη-Κακριδή.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ομάδα του facebook Παροιμίες & γνωμικά.
Αν θέλετε να γίνετε μέλη της ομάδας, επισκεφτείτε τη διεύθυνση: https://www.facebook.com/groups/2285257741730850/
Περισσότερες παροιμίες, παροιμιώδεις φράσεις και γνωμικά μπορείτε να βρείτε στο αρχείο μας ΕΔΩ.