24 Ιουνίου 2019 at 23:37

Ο Λένιν, η ΝΕΠ και η αναγκαιότητα σύμπλευσης των αγροτών με τους εργάτες

από

Ο Λένιν, η ΝΕΠ και η αναγκαιότητα σύμπλευσης των αγροτών με τους εργάτες

Γράφει ο Θανάσης Μπαντές

Η δυσαρέσκεια των αγροτών από τις επιτάξεις των προϊόντων τους και την υποχρεωτική στρατολόγηση κατά την περίοδο του πολεμικού κομμουνισμού που επέβαλαν οι συνθήκες του εμφυλίου πολέμου (1918-1921) όχι μόνο δε βοήθησε στην αύξηση της παραγωγής, αλλά επέφερε και εξεγέρσεις που σε κάποιες περιοχές πήραν εξαιρετικά ανησυχητικές διαστάσεις. Ο Λένιν, όπως βλέπουμε στον 43ο τόμο από τα Άπαντά του, θεωρεί ότι παρά τα ενδεχόμενα λάθη η πολιτική εκείνη ήταν αναπόφευκτη: «Στις συνθήκες εκείνες της ανήκουστης καταστροφής που βρισκόμασταν, όταν ήμασταν αναγκασμένοι ύστερα από μεγάλο πόλεμο να αντιμετωπίσουμε μια σειρά από εμφυλίους πολέμους, άλλη διέξοδος δεν υπήρχε. Μπορεί κατά την εφαρμογή ορισμένης πολιτικής να έγιναν λάθη, να έγιναν πολλές υπερβολές – αυτό πρέπει να το πούμε χωρίς περιστροφές. Στις συνθήκες όμως πολέμου που βρεθήκαμε, η πολιτική αυτή ήταν βασικά σωστή» (σελ. 79).

Στην ουσία δεν υπήρχαν άλλες επιλογές: «Δεν είχαμε καμία άλλη δυνατότητα, εκτός από την εφαρμογή του άμεσου μονοπωλίου στον ανώτατο βαθμό, ως την επίταξη όλων των πλεονασμάτων, έστω και χωρίς καμιά αποζημίωση. Και δεν μπορούσαμε να καταπιαστούμε διαφορετικά μ’ αυτό το καθήκον. Αυτό δε σήμαινε καλοοργανωμένο οικονομικό σύστημα. Ήταν μέτρο που δεν προκλήθηκε από οικονομικές συνθήκες, αλλά που μας υπαγορεύτηκε σε σημαντικό βαθμό από συνθήκες στρατιωτικές» (σελ. 79).

Ο Λένιν για το αγροτικό ζήτημα. Εξώφυλλο. Εκδ. Πογκρές, 1986.
Ο Λένιν για το αγροτικό ζήτημα. Εξώφυλλο. Εκδ. Πογκρές, 1986.

Με δυο λόγια, η οικονομική πολιτική του πολεμικού κομμουνισμού στην ουσία δεν ήταν πολιτική, αλλά ανάγκη επιβίωσης μέσα σε εξαιρετικά κρίσιμες συνθήκες. Από αυτή την άποψη ήταν επιτυχής, αφού η επανάσταση κατάφερε να διατηρηθεί ζωντανή – που ήταν και ο κυριότερος στόχος. Όμως το ότι οι μπολσεβίκοι βγήκαν νικητές από τον εμφύλιο δεν αναιρεί την κρισιμότητα της κατάστασης, αφού η χώρα βρίσκεται πλέον σε συνθήκες εξαθλίωσης.

Η ανάγκη αύξησης της παραγωγής είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Ο Λένιν σημειώνει: «… τώρα ο βασικός λόγος είναι εδώ να αυξήσουμε την ποσότητα των προϊόντων. Βρισκόμαστε σε συνθήκες τέτοιας εξαθλίωσης, καταστροφής, υπερκόπωσης και εξάντλησης των κύριων παραγωγικών δυνάμεων –των αγροτών και των εργατών– που είμαστε υποχρεωμένοι να υποτάξουμε τα πάντα στη βασική αυτή σκέψη: να αυξήσουμε με κάθε θυσία την ποσότητα των προϊόντων» (σελ. 79).

Πάνω σ’ αυτή τη λογική ο Λένιν προτείνει την αντικατάσταση των επιτάξεων με το φόρο σε είδος, μέτρο που στην ουσία εισάγει τη ΝΕΠ: «Τι είναι λοιπόν ο φόρος σε είδος; Ο φόρος σε είδος είναι ένα μέτρο στο οποίο βλέπουμε και κάτι από το παρελθόν και κάτι από το μέλλον. Φόρος είναι αυτό που το κράτος παίρνει από τον πληθυσμό χωρίς καμία αποζημίωση. Αν ο φόρος αυτός καθορίζεται περίπου στα μισά απ’ αυτό που είχε καθοριστεί πέρυσι με το παρακράτημα, τότε για να συντηρήσει το εργατικό κράτος τον Κόκκινο Στρατό, όλη τη βιομηχανία, όλο τον μη αγροτικό πληθυσμό, για να αναπτύξει την παραγωγή, για να αναπτύξει τις σχέσεις με το εξωτερικό, που έχουμε ανάγκη από τη βοήθειά του σε μηχανές και εγκαταστάσεις – το εργατικό κράτος δε θα μπορέσει να τα βγάλει πέρα μόνο με αυτό το φόρο» (σελ. 149).

Κι εδώ βρίσκεται η ουσία της λενινιστικής συλλογιστικής πάνω στο ζήτημα του φόρου σε είδος: «Από το ένα μέρος, το κράτος θέλει να στηριχτεί στο φόρο, καθορίζοντάς τον περίπου δυο φορές μικρότερο από ό,τι ήταν νωρίτερα το παρακράτημα και, από το άλλο μέρος, θέλει να στηριχτεί στην ανταλλαγή των προϊόντων της βιομηχανίας με τούτα ή εκείνα τα πλεονάσματα της αγροτικής παραγωγής. Επομένως, στο φόρο υπάρχει ένα μέρος του προηγούμενου παρακρατήματος και υπάρχει ένα μέρος της διαδικασίας που μόνη αυτή παρουσιάζεται σωστή και συγκεκριμένα: ανταλλαγή προϊόντων των μεγάλων σοσιαλιστικών εργοστασίων με προϊόντα του αγροτικού νοικοκυριού μέσω των επισιτιστικών οργάνων της κρατικής εξουσίας, που ανήκει στην εργατική τάξη και μέσω του συνεταιρισμού των εργατών και των αγροτών» (σελ. 149).

Η οικονομική σύμπλευση εργατών-αγροτών κρίνεται επιβεβλημένη και η επίτευξή της έχει να κάνει με την ανταλλαγή των προϊόντων που θα κάνουν ευχαριστημένες και τις δύο πλευρές. Οι αγρότες θα προμηθεύουν τις πόλεις με τα προϊόντα τους και σε αντάλλαγμα θα λαμβάνουν τα βιομηχανικά προϊόντα που επιθυμούν. Η ανταλλαγή των προϊόντων σε ένα πλαίσιο κρατικά οργανωμένης οικονομίας θα πρόσφερε σε όλους αυτά που χρειάζονται ανεβάζοντας γρήγορα το επίπεδο της ζωής και εξασφαλίζοντας την κοινωνική ειρήνη μέσα από τη συνείδηση της αναγκαιότητας για συνεργασία.

Έργο του 1920 του Mπορίς Κουστόντιεφ (Борис Кустодиев) «O Μπολσεβίκος»
Έργο του 1920 του Mπορίς Κουστόντιεφ (Борис Кустодиев) «O Μπολσεβίκος»

Ο Λένιν διερωτάται: «Αν σε μια χώρα, όπου πλειοψηφεί ο αγροτικός πληθυσμός, γίνεται εργατική επανάσταση, και οι φάμπρικες, τα εργοστάσια και οι σιδηρόδρομοι περνούν στα χέρια της εργατικής τάξης, τότε ποια πρέπει να είναι η ουσία των οικονομικών σχέσεων ανάμεσα στην εργατική τάξη και στην αγροτιά;» (σελ. 148). Την απάντηση θα τη δώσει ο ίδιος: «Προφανώς, η ουσία έγκειται στο γεγονός ότι οι εργάτες, παράγοντας στις φάμπρικες και στα εργοστάσια, που από τη στιγμή αυτή τους ανήκουν, όλα τα προϊόντα που τους είναι απαραίτητα για τη χώρα –και συνεπώς και για την αγροτιά, την πλειοψηφία του πληθυσμού– τα μεταφέρουν με τους σιδηροδρόμους τους, με τα ποταμόπλοιά τους, εφοδιάζοντας μ’ αυτά την αγροτιά και παίρνοντας απ’ αυτήν όλα τα περισσεύματα των αγροτικών προϊόντων. Αυτό είναι εντελώς ξεκάθαρο και δε νομίζω ότι θέλει εξήγηση» (σελ. 148).

Η επίτευξη αυτού του είδους των ανταλλακτικών σχέσεων για τη σύμπλευση εργατών και αγροτών δεν τίθεται μόνο ως άμεση αναγκαιότητα προκειμένου να ξεπεραστούν οι τεράστιες δυσκολίες του παρόντος, αλλά και ως μελλοντική σοσιαλιστική συνθήκη: «… από όσα είπα φαίνεται ξεκάθαρα ότι θέλουμε και πρέπει να φτάσουμε σε μια κατάσταση, που τα αγροτικά προϊόντα θα φτάνουν στο εργατικό κράτος όχι σαν περισσεύματα με βάση το παρακράτημα, και ούτε σαν φόρος, αλλά θα φτάνουν σε αντάλλαγμα όλων των απαραίτητων για την αγροτιά προϊόντων που μεταφέρονται με τα συγκοινωνιακά μέσα. Πάνω σε τέτοια βάση μπορεί να οικοδομηθεί η οικονομία μιας χώρας που πέρασε στο σοσιαλισμό» (σελ. 148).

Το καίριο ζητούμενο της παρούσας φάσης ήταν βέβαια η αύξηση της αγροτικής παραγωγής, αφού χωρίς αυτή τη συνθήκη ήταν αδύνατο να γίνει λόγος και για βιομηχανική ανάπτυξη: «Το φθινόπωρο και το χειμώνα του 1920 θέσαμε σε λειτουργία μερικούς από τους βασικούς κλάδους της μεγάλης βιομηχανίας μας, υποχρεωθήκαμε όμως να τους σταματήσουμε. Για ποιο λόγο; Γιατί; Υπήρχαν πολλά εργοστάσια που είχαν τη δυνατότητα να εφοδιάζονται σε αρκετό βαθμό με εργατική δύναμη, που είχαν τη δυνατότητα να εφοδιάζονται με πρώτες ύλες. Γιατί, λοιπόν, διακόπηκε η δουλειά στα εργοστάσια αυτά; Επειδή στη χώρα μας δε βρέθηκαν αρκετά αποθέματα σε τρόφιμα και καύσιμα. Χωρίς να έχουμε 400 εκατομμύρια πούτια σιτηρά (αναφέρω έναν κατά προσέγγιση μεγάλο αριθμό) σαν κρατικό απόθεμα, με εξασφαλισμένη την τακτική μηνιαία κατανομή, χωρίς αυτό είναι δύσκολο να μιλάμε για οποιαδήποτε σωστή οικοδόμηση της οικονομίας, για ανόρθωση της μεγάλης βιομηχανίας, χωρίς αυτό βρισκόμαστε σε μια κατάσταση που, ενώ η δουλειά για την ανόρθωση της μεγάλης βιομηχανίας είχε ήδη αρχίσει πριν από μερικούς μήνες διακόπηκε ξανά. Η τεράστια πλειοψηφία των επιχειρήσεων από εκείνο τον ασήμαντο αριθμό που μπήκε σε λειτουργία, τώρα δε λειτουργεί» (σελ. 307).

Το συμπέρασμα είναι απολύτως σαφές: «Χωρίς ένα αρκετό κι εντελώς εξασφαλισμένο απόθεμα τροφίμων δεν μπορεί καν να γίνεται λόγος ότι το κράτος θα ήταν σε θέση να συγκεντρώσει την προσοχή του, θα μπορούσε να οργανώσει συστηματικά την ανόρθωση της μεγάλης βιομηχανίας, να την οργανώσει έτσι, ώστε η ανόρθωση αυτή να γίνεται έστω και σε μέτριες διαστάσεις, αλλά χωρίς διακοπές» (σελ. 307).

Με άλλα λόγια, αν δεν τονωθεί η αγροτική παραγωγή δεν μπορεί να υπάρχει σκέψη για βιομηχανική παραγωγή. Ο Λένιν εξηγεί τα στοιχειώδη της οικονομίας προσπαθώντας να εφαρμόσει τη ΝΕΠ ως κίνητρο της αγροτικής ανάπτυξης. Για την ώρα η πλήρης ανεπάρκεια της βιομηχανικής παραγωγής καθιστά αδύνατη την πολυπόθητη ανταλλαγή των προϊόντων ανάμεσα σε εργάτες και αγρότες, αφού οι εργάτες δεν μπορούν να προσφέρουν τίποτε με κλειστά τα εργοστάσια. Από την άλλη η αφαίμαξη των αγροτών την περίοδο του πολεμικού κομμουνισμού δεν επιτρέπει άλλα περιθώρια υπομονής, ώστε να οργανωθεί η βιομηχανία προς μελλοντική τους αποζημίωση. Το μόνο που μένει ως κίνητρο για την αγροτική ανάπτυξη είναι η διακίνηση εμπορευμάτων, που δίνει περιθώρια κέρδους στον παραγωγό που τα εμπορεύεται.

Ο Λένιν φαίνεται αδιαπραγμάτευτος: «Αν μπορείς να δώσεις στην αγροτιά μηχανές, μ’ αυτό θα την ανεβάσεις, και όταν τις δώσεις μηχανές ή εξηλεκτρισμό, τότε θα εξοντωθούν δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες μικροκουλάκοι. Ωσότου δεν μπορείς να τα δώσεις αυτά, δώσε της κάποια ποσότητα εμπορευμάτων. Αν τα εμπορεύματα είναι στα χέρια σου, κρατάς την εξουσία· όμως να ανακόψεις, να σφαγιάσεις, να απορρίψεις μια τέτοια δυνατότητα, σημαίνει να αφαιρέσεις κάθε δυνατότητα κυκλοφορίας εμπορευμάτων, σημαίνει να μην ικανοποιήσεις τη μεσαία αγροτιά και δε θα μπορέσεις να ζήσεις μαζί της μονιασμένα» (σελ. 70).

Δηλαδή, αν δεν έχεις να δώσεις κάτι ως αντάλλαγμα στους αγρότες για προϊόντα τους, δώσε τη δυνατότητα να το παίρνουν μόνοι τους με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων: «Βασικά η κατάσταση είναι τούτη: πρέπει να ικανοποιήσουμε οικονομικά τη μεσαία αγροτιά και να δεχτούμε την ελευθερία της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, διαφορετικά είναι αδύνατο, οικονομικά αδύνατο να διατηρηθεί η εξουσία του προλεταριάτου στη Ρωσία, όταν η διεθνής επανάσταση βραδύνει. Αυτό πρέπει να το νιώσουμε καλά και να μη φοβόμαστε καθόλου να το λέμε» (σελ. 70).

Ο Λένιν με τον Στάλιν στο Γκόρκι το 1922.
Ο Λένιν με τον Στάλιν στο Γκόρκι το 1922.

Ο Λένιν δε θα μπορούσε να μιλήσει πιο ξεκάθαρα. Η ικανοποίηση των μεσαίων αγροτών τίθεται ως ζήτημα ζωής και θανάτου για την επανάσταση. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά θα λειτουργήσει ευεργετικά και στην αύξηση της παραγωγής: «Η ίδια αυτή η κυκλοφορία είναι κίνητρο, παρότρυνση, ώθηση για τον αγρότη. Ο νοικοκύρης μπορεί και πρέπει να καταβάλλει προσπάθειες για το δικό του συμφέρον, γιατί δε θα του πάρουν όλα τα περισσεύματα, αλλά μόνο το φόρο που, όσο αυτό είναι δυνατό, πρέπει να καθορίζεται από πρώτα. Το βασικό είναι να υπάρχει κίνητρο, παρότρυνση, ώθηση του μικρού γεωργού στη διαχείριση του νοικοκυριού του. Την κρατική μας οικονομία πρέπει να την οικοδομούμε προσαρμοσμένα προς την οικονομία του μεσαίου αγρότη, που μέσα σε τρία χρόνια δεν μπορούσαμε να τη μετατρέψουμε και που σε άλλα δέκα χρόνια δε θα μπορέσουμε να τη μετατρέψουμε» (σελ. 71).

Το ότι τα πράγματα είναι αδύνατο να γίνουν άμεσα, αφού ούτε σε δέκα χρόνια δε θα μπορέσουν να γίνουν οι μετατροπές που θα επιτρέπουν την ισότιμη ανταλλαγή προϊόντων ανάμεσα σε εργάτες και αγρότες δεν πρέπει να λειτουργεί αποθαρρυντικά. Η εκβιομηχάνιση σε μια χώρα που στο μεγαλύτερο μέρος της δεν έχει καν ρεύμα δε θα μπορούσε να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη. Κι αυτός είναι ο λόγος της οπισθοχώρησης, του ελιγμού που θα δώσει στους αγρότες τη δυνατότητα κέρδους με καπιταλιστικούς όρους (ελεγχόμενα πάντα), ως μεταβατικό στάδιο προς την επικράτηση του σοσιαλισμού.

Το σίγουρο είναι ότι ο Λένιν πρέπει να πείσει πριν από όλα τους συντρόφους του για τη σημασία αυτού του καπιταλιστικού ελιγμού: «Να γιατί έκαναν λάθος, πλανήθηκαν οι σύντροφοι που δεν κατάλαβαν γιατί στη σημερινή περίοδο πρέπει η κύρια προσοχή να στραφεί στον αγρότη. Μερικοί εργάτες λένε: στους αγρότες δείχνουν κάποια επιείκεια, σε μας δε δίνουν τίποτε. Έτυχε να ακούσω τέτοιες κουβέντες και πρέπει να πω ότι οι κουβέντες αυτές δεν είναι νομίζω πάρα πολύ διαδεδομένες, όμως πρέπει να πούμε ότι είναι επικίνδυνες, επειδή σιγοντάρουν την εσέρικη τοποθέτηση του ζητήματος. Εδώ έχουμε ολοφάνερη πολιτική προβοκάτσια και στη συνέχεια έχουμε υπολείμματα συντεχνιακών, όχι ταξικών, αλλά επαγγελματικών προλήψεων των εργατών, όταν η εργατική τάξη βλέπει τον εαυτό της σαν ένα μέρος της ισότιμης καπιταλιστικής κοινωνίας, και δεν έχει επίγνωση ότι εξακολουθεί να στέκει στην ίδια καπιταλιστική βάση: στον αγρότη δείχνουν επιείκεια, τον απάλλαξαν από το παρακράτημα, του άφησαν να διαθέτει το ελεύθερο μέρος των πλεονασμάτων για ανταλλαγή, ενώ εμείς, οι εργάτες που δουλεύουμε τις μηχανές, θέλουμε να έχουμε το ίδιο» (σελ. 307-308).

Η μόνη λύση για να σωθεί η προλεταριακή επανάσταση είναι η ικανοποίηση του μεσαίου αγρότη, ώστε να συμπλεύσει μαζί της ανεβάζοντας την παραγωγή. Όποιος δεν το καταλαβαίνει αυτό είναι προβοκάτορας, προφανώς εσέρος ή μενσεβίκος. Είναι μικροαστός που δεν αντιλαμβάνεται την αναγκαιότητα των συνθηκών: «Τι βρίσκεται στη βάση μιας τέτοιας άποψης; Ουσιαστικά η ίδια μικροαστική ιδεολογία. Εφόσον οι αγρότες αποτελούν συστατικό μέρος της καπιταλιστικής κοινωνίας, η εργατική τάξη παραμένει επίσης συστατικό μέρος της κοινωνίας αυτής. Επομένως, αφού ο αγρότης κάνει εμπόριο, πρέπει κι εμείς να κάνουμε εμπόριο. Κι εδώ ξαναζωντανεύουν αναμφισβήτητα οι παλιές προλήψεις που δένουν τον εργάτη στον παλιό κόσμο. Οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές, και μάλιστα οι μόνοι ειλικρινείς υπερασπιστές του παλιού καπιταλιστικού κόσμου, είναι οι εσέροι και οι μενσεβίκοι. Στα άλλα στρατόπεδα, ανάμεσα σε εκατοντάδες, σε χιλιάδες, ακόμη και σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, δε θα βρείτε ειλικρινείς υπερασπιστές του καπιταλιστικού κόσμου. Στους κύκλους όμως της λεγόμενης καθαρής δημοκρατίας, που την αντιπροσωπεύουν οι εσέροι και οι μενσεβίκοι, εκεί έμειναν ακόμη τέτοιου είδους σπάνιοι τύποι που υπερασπίζονται ειλικρινά τον καπιταλισμό» (σελ. 308).

Εν τέλει, τον καπιταλισμό τον υποστηρίζουν μονάχα κάτι «σπάνιοι τύποι» που είναι εσέροι και μενσεβίκοι, οι οποίοι πρέπει να εξοντωθούν, και όχι το πλήθος των αγροτών που θέλει καπιταλιστικές παραχωρήσεις για να ικανοποιηθεί. Οι αντιφάσεις του Λένιν έχουν να κάνουν με την προσπάθεια της συγκάλυψης της κοινωνικής ισχύος που διαμορφώνει τους συσχετισμούς. Οι αγρότες έχουν ισχύ τόσο γιατί ο τεράστιος αριθμός τους μπορεί να καταστήσει μια ενδεχόμενη εξέγερση ανεξέλεγκτη, όσο και γιατί η παραγωγή τους είναι τόσο απαραίτητη που τους δίνει πλεονέκτημα στις διαπραγματεύσεις. Γι’ αυτό και για χάρη τους δεν είναι πρόβλημα ένας καπιταλιστικός ελιγμός. Όχι όμως και για τους υπόλοιπους. Κι όποιος διαφωνεί είναι μικροαστός και προβοκάτορας, κατάφωρα μενσεβικικών πεποιθήσεων που θέλει να βλάψει την επανάσταση. Γι’ αυτό οι εργάτες δεν πρέπει να διαμαρτύρονται – αν δε θέλουν να χαρακτηριστούν μενσεβίκοι.

Ο Λένιν ομολογεί: «… έχει διαμορφωθεί την άνοιξη του 1921 μια τέτοια πολιτική κατάσταση, ώστε να γίνει επιτακτικά αναγκαίο να παρθούν αμέσως τα πιο αποφασιστικά, τα πιο έκτακτα μέτρα για να βελτιωθεί η κατάσταση της αγροτιάς και να αναπτυχθούν οι παραγωγικές δυνάμεις. Γιατί ακριβώς της αγροτιάς κι όχι των εργατών; Γιατί, για να βελτιωθεί η κατάσταση των εργατών χρειάζονται σιτηρά και καύσιμα. Τώρα αυτό το πράγμα ακριβώς είναι το μεγαλύτερο “εμπόδιο”, από την άποψη όλης της οικονομίας του κράτους. Δεν μπορεί όμως να αυξηθεί με άλλο τρόπο η παραγωγή και η συγκομιδή των σιτηρών, η συγκέντρωση και η μεταφορά των καυσίμων, παρά μόνο αν βελτιωθεί η κατάσταση της αγροτιάς, αν αναπτυχθούν οι παραγωγικές δυνάμεις. Πρέπει να αρχίσουμε από την αγροτιά» (σελ. 218).

Η παραδοχή ότι η τόνωση της αγροτικής παραγωγής αποτελεί αναντίρρητα την πρώτη προτεραιότητα της επανάστασης καταδεικνύει και τη διαπραγματευτική ισχύ των αγροτών. Ο Λένιν κατανοώντας ότι μια ευθεία αντιπαράθεση με τους αγρότες θα θέσει σε κίνδυνο την επανάσταση είναι πρόθυμος να τους παραχωρήσει καπιταλιστικά προνόμια ονομάζοντας την υποχώρηση αυτή οικονομικό ελιγμό κι όχι οπισθοχώρηση σε μια συγκεκριμένη παραγωγική δύναμη που δε νιώθει έτοιμος να υποτάξει. (Το έργο αυτό θα το κάνει ο Στάλιν μετά το θάνατό του).

Ο Λένιν πετυχαίνει τη συσπείρωση, αφού κανείς δε θα ήθελε να χαρακτηριστεί μενσεβίκος. Εξάλλου, δε φταίνε οι αγρότες που είναι ανέτοιμοι να κατανοήσουν το σοσιαλιστικό όραμα και χρειάζονται καπιταλιστικά κίνητρα για να γίνουν παραγωγικότεροι. Οι συνθήκες που τους διαμόρφωσαν και η απαιδευσία μπορούν να δικαιολογήσουν την έλλειψη κατανόησης. Μπορεί να υπάρξει μια σχετική ανοχή. Όχι όμως και στους εργάτες. Αυτοί οφείλουν από την αρχή να κατανοούν πλήρως τις ανάγκες και τη σημασία της επανάστασης. Διαφορετικά είναι μενσεβίκοι.

Στον 44ο τόμο από τα Άπαντα ο Λένιν εξηγεί: «Κι αν έγινε η επανάσταση σε συνθήκες τέτοιας καθυστέρησης, ώστε δεν έχουμε τώρα την απαιτούμενη βιομηχανική ανάπτυξη, τι πρέπει να κάνουμε: να τα διπλώσουμε; Να χάσουμε το ηθικό μας; Όχι. Θα ριχτούμε στη σκληρή δουλειά, γιατί ο δρόμος που ακολουθούμε είναι σωστός. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο δρόμος της συμμαχίας των λαϊκών μαζών είναι ο μοναδικός δρόμος, όπου η εργασία του αγρότη και η εργασία του εργάτη θα είναι εργασία για τον εαυτό τους και όχι εργασία για τον εκμεταλλευτή. Και για να γίνει αυτό στις συνθήκες που βρισκόμαστε, είναι απαραίτητη η οικονομική σύνδεση μέσω της οικονομίας μας, που είναι άλλωστε και η μόνη οικονομική σύνδεση που μπορούμε να κάνουμε» (σελ. 310).

Κι έτσι εξηγείται η υποχώρηση προς τις καπιταλιστικές πρακτικές που θα δώσουν το στίγμα του κρατικού καπιταλισμού, ως αναγκαίο πέρασμα για την οικοδόμηση του σοσιαλιστικού ιδεώδους: «Να η αιτία της υποχώρησής μας, να γιατί αναγκαστήκαμε να υποχωρήσουμε προς τον κρατικό καπιταλισμό, να υποχωρήσουμε προς τις εκχωρήσεις, να υποχωρήσουμε προς το εμπόριο. Χωρίς αυτό δε θα μπορέσουμε να αποκαταστήσουμε την απαιτούμενη σύνδεση με την αγροτιά με την καταστροφή που έχουμε πάθει. Χωρίς αυτό υπάρχει κίνδυνος να προχωρήσει το πρωτοπόρο τμήμα της επανάστασης τόσο μπροστά, ώστε να ξεκοπεί από την αγροτική μάζα. Να διακοπεί η στενή επαφή ανάμεσα σ’ αυτό και στην αγροτική μάζα, κι αυτό θα ήταν θάνατος για την επανάσταση» (σελ. 310).

Εν ολίγοις, το πρωτοπόρο προλεταριάτο που έχει βαθιά ταξική κι επαναστατική συνείδηση στη Ρωσία του 1921 (που η βιομηχανία ήταν σχεδόν μηδαμινή) ήταν τόσο μπροστά από τους αγρότες, ώστε, αν δε γινόταν ο ελιγμός, θα δημιουργούνταν τέτοιο αγεφύρωτο χάσμα που θα ήταν αδύνατη η σύμπλευση αγροτών-εργατών στη σοσιαλιστική κοινωνία. Γι’ αυτό έπρεπε να γίνει πρώτα το πέρασμα από τον κρατικό καπιταλισμό. Γι’ αυτό οι εργάτες όφειλαν να κατανοούν τις συγκυρίες και να μην υιοθετούν τη μενσεβικική προπαγάνδα, σε αντίθεση με τους αγρότες που θα μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερη ανοχή.

Το Σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης συνεδριάζει, φωτογραφία του 1917.
Το Σοβιέτ της Αγίας Πετρούπολης συνεδριάζει, φωτογραφία του 1917.

Ο Λένιν θα συνεχίσει: «Πρέπει να δούμε την κατάσταση αυτή πολύ νηφάλια, γιατί απ’ αυτό κατά πρώτο λόγο και περισσότερο από κάθε άλλο, απορρέει αυτό που λέμε οικονομική πολιτική. Να γιατί είπαμε ομόφωνα πως την πολιτική αυτή θα την εφαρμόσουμε στα σοβαρά και για πολύ καιρό, μα φυσικά, όπως σωστά ήδη έγινε η παρατήρηση, όχι για πάντα. Την πολιτική αυτή την προκάλεσε η φτώχια μας και οι καταστροφές που πάθαμε, καθώς και η τεράστια πτώση της μεγάλης βιομηχανίας μας» (σελ. 310-311).

Με άλλα λόγια, λόγω των συνθηκών στην παρούσα φάση περισσότερο θα προσαρμοστεί η επανάσταση στον αγρότη παρά ο αγρότης στην επανάσταση. Ένα βασικό στοίχημα όμως είναι να επιτευχθεί η διεύρυνση του συνεταιρισμού, ώστε να περιλαμβάνει τον αγροτικό πληθυσμό στο σύνολό του. Στον 45ο τόμο από τα Άπαντα του Λένιν διαβάζουμε: «… η ΝΕΠ αποτελεί μια πρόοδο, με την έννοια ότι προσαρμόζεται στο επίπεδο του πιο συνηθισμένου αγρότη και δεν του ζητάει τίποτε παραπάνω. Για να πετύχουμε όμως μέσω της ΝΕΠ να πάρει μέρος στο συνεταιρισμό ολόκληρος χωρίς εξαίρεση ο πληθυσμός, απαιτείται γι’ αυτό ολόκληρη ιστορική εποχή. Μπορούμε να περάσουμε αυτό το διάστημα στην καλύτερη περίπτωση μέσα σε δέκα-είκοσι χρόνια (σελ. 372).

Η γιγάντωση του συνεταιρισμού καταδεικνύεται ως ζήτημα υψίστης σημασίας: «Να δοθούν μια σειρά προνόμια οικονομικά, πιστωτικά και τραπεζικά στο συνεταιρισμό. Σ’ αυτό πρέπει να συνίσταται η υποστήριξη του σοσιαλιστικού μας κράτους στην καινούργια αρχή οργάνωσης του πληθυσμού. […] Και το σύστημα των πολιτισμένων συνεταιριστών, όταν υπάρχει κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, και όταν το προλεταριάτο έχει νικήσει ταξικά την αστική τάξη, αυτό ακριβώς και είναι το σύστημα το σοσιαλισμού» (σελ. 373).

Ο Λένιν στον 44ο τόμο από τα Άπαντα θα δηλώσει ότι τα πρώτα δείγματα της ΝΕΠ είναι ενθαρρυντικά: «Βέβαια, η ουσία της νέας οικονομικής πολιτικής είναι η συμμαχία του προλεταριάτου και της αγροτιάς, η στενή σύνδεση του προλεταριάτου με τις πλατιές αγροτικές μάζες. Η άνοδος των παραγωγικών δυνάμεων –που πρέπει να γίνει με κάθε θυσία, το ταχύτερο, αμέσως– άρχισε χάρη στη νέα οικονομική πολιτική» (σελ. 322).

Τον τελικό απολογισμό της ΝΕΠ θα τον κάνει ο Ζαν Ελλενστέιν στο βιβλίο του «Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης»: «Συνολικά η ΝΕΠ επέτρεψε μια γεωργική αναγέννηση πραγματική αλλά περιορισμένη. Ωφέλησε τους μέσους χωρικούς και τους κουλάκους, και κυρίως τους δεύτερους εξαιτίας του ρόλου τους στην εμπορευματοποίηση των προϊόντων. Όσο για τους Μπατράκ (ακτήμονες χωρικοί) και τους μπεντνιάκ (φτωχοί χωρικοί), η τύχη τους δεν καλυτέρεψε καθόλου. Η έκταση γης που εκμεταλλεύονταν παράμεινε περιορισμένη, και αν οι συνεταιρισμοί είχαν μια πραγματική επιτυχία στο θέμα της εμπορευματοποίησης και κατανάλωσης των προϊόντων, οι συνεταιρισμοί παραγωγής (κολχόζ) και τα κρατικά αγροκτήματα (σοβχόζ) φυτοζωούσαν» (σελ. 252).

Λένιν: Άπαντα, τόμος 43, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 5η έκδοση, Αθήνα, Σεπτέμβρης 1983.

Λένιν: Άπαντα, τόμος 44, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 5η έκδοση, Αθήνα, Δεκέμβριος 1983.

Λένιν: Άπαντα, τόμος 45, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 5η έκδοση, Αθήνα, Μάρτιος 1984.

Ζαν Ελλενστέιν: «Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης, η κατάκτηση της εξουσίας 1917-1921, ο σοσιαλισμός σε μία μόνη χώρα 1922-1939», Ά τόμος, εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ, Β΄ έκδοση, Αθήνα 1980.

(Εμφανιστηκε 582 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.