17 Ιουνίου 2019 at 22:43

Ο Λένιν για τη ΝΕΠ

από

                                Ο Λένιν για τη ΝΕΠ

Γράφει ο Θανάσης Μπαντές

Όταν μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου έγινε απολύτως φανερό το οικονομικό τέλμα του πολεμικού κομμουνισμού και των επιτάξεων, έπρεπε άμεσα να βρεθεί μια διέξοδος για την τόνωση της παραγωγής. Ο Carr σημειώνει: «Το φθινόπωρο του 1920, με τον Εμφύλιο Πόλεμο να οδεύει οριστικά προς το τέλος του, η οικονομία έδειχνε να βρίσκεται σε αδιέξοδο. Ο πολεμικός κομμουνισμός αδυνατούσε πια να δώσει λύση στα επιτακτικά προβλήματα της οικονομίας, σε όλα σχεδόν τα πεδία. Κύριο πρόβλημα –όπως συμβαίνει πάντα στη Ρωσία– ήταν αυτό του επισιτισμού. Η πολιτική των επιτάξεων, που είχε εφαρμοστεί επανειλημμένα κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, είχε χρεοκοπήσει» (σελ. 65-66).

Η εικόνα της χώρας που δίνεται από τον Carr είναι ζοφερή: «Οι αγρότες περιόριζαν πλέον την παραγωγή τους σε ό,τι ήταν απολύτως απαραίτητο για τη διατροφή τους, ξέροντας ότι ενδεχόμενη αύξηση της παραγωγής τους θα οδηγούσε σε επίταξη του “πλεονάσματος” από τις αρχές. Το χειμώνα του 1920-1921 οι ταραχές ήταν συχνό φαινόμενο στις αγροτικές περιοχές, κυρίως της κεντρικής Ρωσίας. Στρατιώτες που είχαν απολυθεί από τον Κόκκινο Στρατό με το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου σχημάτιζαν ομάδες ή/και συμμορίες που περιφέρονταν στην ύπαιθρο, ζώντας εν πολλοίς από τη ληστεία. Ήταν επιτακτική ανάγκη, προκειμένου να αποφευχθεί ο λιμός, να δοθούν στους αγρότες τα κίνητρα για αύξηση της παραγωγής τους που η πολιτική των επιτάξεων είχε εξαφανίσει» (σελ. 66).

Ο Λένιν συνεχίζει το λόγο του: «Μπαίνει το ερώτημα, μα πώς μπορεί άραγε το Κομμουνιστικό κόμμα να αναγνωρίσει την ελευθερία του εμπορίου, να περάσει σ’ αυτή; Δεν υπάρχουν μήπως εδώ ασυμβίβαστες αντιφάσεις;»
Ο Λένιν συνεχίζει το λόγο του: «Μπαίνει το ερώτημα, μα πώς μπορεί άραγε το Κομμουνιστικό κόμμα να αναγνωρίσει την ελευθερία του εμπορίου, να περάσει σ’ αυτή; Δεν υπάρχουν μήπως εδώ ασυμβίβαστες αντιφάσεις;»

Οι συνθήκες για τη Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ) είχαν πλέον διαμορφωθεί: «Η αλλαγή στη γραμμή πλεύσης ήταν τώρα επιτακτική. Με βάση τη νέα πολιτική, όπως αυτή διαμορφώθηκε και διατυπώθηκε τους πρώτους μήνες του 1921, ο αγρότης, αφού πρώτα θα παρέδιδε μια καθορισμένη ποσότητα της παραγωγής του στις αρχές (“φόρος σε είδος”), θα μπορούσε να πουλήσει την υπόλοιπη σοδειά του ελεύθερα στην αγορά. Παράλληλα, αυτό σήμαινε κίνητρα στις βιομηχανικές, και κυρίως τις βιοτεχνικές, μονάδες ώστε να παράγουν τα αγαθά εκείνα που ο αγρότης θα ενδιαφερόταν να αγοράσει – επομένως, και η έμφαση που έδινε ο πολεμικός κομμουνισμός στις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες και την παραγωγή τους θα έπρεπε να μετριαστεί. Επίσης, έπρεπε να αναβιώσει το ιδιωτικό εμπόριο» (σελ. 67).

Βεβαίως, το ότι η αναβίωση του ελεύθερου ιδιωτικού εμπορίου αντίκειται στις κομμουνιστικές αρχές και αποτελεί καπιταλιστική οπισθοδρόμηση δε χρειάζεται ιδιαίτερες εξηγήσεις. Ο Λένιν στην εισήγησή του για την αντικατάσταση του παρακρατήματος με φόρο σε είδος στις 15 Μαρτίου του 1921, η οποία περιλαμβάνεται στον 43ο τόμο από τα Άπαντά του, είναι σαφής: «Τι είναι, λοιπόν, η ελευθερία κυκλοφορίας εμπορευμάτων; Ελευθερία κυκλοφορίας εμπορευμάτων σημαίνει ελευθερία εμπορίου, και ελευθερία εμπορίου σημαίνει πίσω στον καπιταλισμό. Ελευθερία κυκλοφορίας και ελευθερία εμπορίου σημαίνουν εμπορευματική ανταλλαγή ανάμεσα σε χωριστούς μικρονοικοκυρέους. Όλοι μας, όσοι διδαχτήκαμε έστω και το αλφάβητο του μαρξισμού, ξέρουμε ότι απ’ αυτή την κυκλοφορία και την ελευθερία του εμπορίου απορρέει αναπόφευκτα ο χωρισμός του εμπορευματοπαραγωγού σε κάτοχο κεφαλαίου και σε κάτοχο εργατικών χεριών, χωρισμός σε καπιταλιστή και σε μισθωτό εργάτη, δηλ. επαναδημιουργία της καπιταλιστικής μισθωτής δουλείας, που δεν πέφτει από τον ουρανό, αλλά ξεφυτρώνει σε όλο τον κόσμο ακριβώς από την εμπορευματική αγροτική οικονομία. Αυτό το ξέρουμε πολύ καλά θεωρητικά, και ο καθένας στη Ρωσία που παρακολουθούσε προσεκτικά τη ζωή και τις συνθήκες του νοικοκυριού του μικροαγρότη, δεν μπορεί να μην το δει αυτό» (σελ. 61-62).

Το ασύμβατο της μαρξιστικής θεωρίας με τα μέτρα που υπόσχεται η ΝΕΠ δημιουργεί ερωτήματα. Ο Λένιν συνεχίζει το λόγο του: «Μπαίνει το ερώτημα, μα πώς μπορεί άραγε το Κομμουνιστικό κόμμα να αναγνωρίσει την ελευθερία του εμπορίου, να περάσει σ’ αυτή; Δεν υπάρχουν μήπως εδώ ασυμβίβαστες αντιφάσεις;» (σελ. 62).

Και το ζήτημα πηγαίνει ακόμη παρά πέρα: «Επιτρέπεται να το κάνουμε αυτό, μιλώντας θεωρητικά, επιτρέπεται να αποκαταστήσουμε ως ένα βαθμό την ελευθερία του εμπορίου, την ελευθερία του καπιταλισμού για τους μικροπαραγωγούς, χωρίς να υποσκάψουμε με την ενέργεια αυτή τις ρίζες της πολιτικής εξουσίας του προλεταριάτου; Επιτρέπεται αυτό;» (σελ. 62).

Θύματα της Ρωσικής πείνας του 1921.
Θύματα της Ρωσικής πείνας του 1921.

Η απάντηση θα δοθεί ευθέως: «Επιτρέπεται, γιατί το ζήτημα εξαρτάται από την έκταση που θα πάρει. Αν κατορθώναμε να προμηθευτούμε έστω και μια ποσότητα εμπορευμάτων και τα κρατούσαμε στα χέρια του κράτους, στα χέρια του προλεταριάτου που έχει την πολιτική εξουσία, και μπορούσαμε να θέσουμε αυτά τα εμπορεύματα σε κυκλοφορία – τότε εμείς σαν κράτος θα προσθέταμε στην πολιτική μας εξουσία και οικονομική εξουσία» (σελ. 62-63).

Κι όταν ο Λένιν κάνει λόγο για οικονομική εξουσία εννοεί (προφανώς) την εμπιστοσύνη που θα εμπνεύσει η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του λαού. Η πείνα στις μεγαλουπόλεις, η μαύρη αγορά στα τρόφιμα, η μείωση της παραγωγής και η ανασφάλεια της υπαίθρου συνθέτουν το ψηφιδωτό της αμφισβήτησης προς το νέο καθεστώς. Ο Λένιν ξέρει καλά ότι ακόμη τα πράγματα κρέμονται από μια κλωστή, παρόλο που ο εμφύλιος τελείωσε νικηφόρα. Το παγκόσμια εχθρικό καπιταλιστικό τοπίο και η γενική δυσαρέσκεια της έλλειψης αγαθών σε συνδυασμό με το συγκεντρωτισμό της εξουσίας του πολεμικού κομμουνισμού καθιστούν την κατάσταση εύφλεκτη.

Ο Carr αναφέρει ότι ακριβώς πριν το 10ο συνέδριο του Μαρτίου του 1921, όπου ο Λένιν εισηγείται τη ΝΕΠ, το κλίμα ήταν ιδιαίτερα βαρύ από τα γεγονότα της Κρονστάνδης, που δεν ήταν άσχετα με το γενικότερο πολιτικοοικονομικό πλαίσιο της αμφισβήτησης: «Λίγο πριν τη διεξαγωγή του συνεδρίου ένα δυσοίωνο γεγονός ήρθε να ρίξει βαριά τη σκιά του στις προσυνεδριακές συζητήσεις και διαδικασίες. Οι ναύτες του στόλου που είχε τη βάση του στο νησί της Κρονστάνδης, στο Φινλανδικό Κόλπο, πολύ κοντά στην Πετρούπολη, ξεσηκώθηκαν, ζητώντας περισσότερες ελευθερίες, περιορισμό της κρατικής αυθαιρεσίας, ελεύθερες εκλογές στα σοβιέτ. Η εξέγερση, αν και δεν συνδεόταν άμεσα με την εμφάνιση και τη δραστηριοποίηση της Εργατικής Αντιπολίτευσης, αντανακλούσε το ίδιο κλίμα δυσαρέσκειας για την πορεία που ακολουθούσε το κόμμα, αλλά και η χώρα γενικότερα. Μολονότι οι Μπολσεβίκοι δε δίστασαν να αποδώσουν τα “γεγονότα” της Κρονστάνδης σε δάκτυλο εξόριστων Λευκών, οι επικεφαλής και τα συνθήματα της εξέγερσης έδειχναν να βρίσκονται μάλλον πιο κοντά στην αναρχική/ελευθεριακή παράδοση» (σελ. 67-68).

Ο Λένιν ήξερε ότι το καθεστώς έπρεπε να δώσει άμεσες λύσεις κυρίως στο ζήτημα του επισιτισμού, γιατί διαφορετικά θα κινδύνευε. Ήξερε επίσης ότι ο αγροτικός πληθυσμός στο μεγαλύτερο μέρος του ήταν δυσαρεστημένος από τις επιτάξεις. Τα γεγονότα της Κρονστάνδης θα μπορούσαν να εμπνεύσουν αντίστοιχες ενέργειες και σε άλλες περιοχές κάνοντας τις ισορροπίες οριακές. Έπρεπε να βρεθεί άμεση λύση στο ζήτημα του επισιτισμού και στην αγροτική δυσαρέσκεια· ήτανε θέμα ζωής και θανάτου, πράγμα που ο Λένιν το ήξερε καλά. Στην ίδια εισήγηση στις 15 του Μάρτη 1921 ξεκαθαρίζει: «Ξέρουμε πως ωσότου αρχίσει η επανάσταση σε άλλες χώρες, μόνο μια συμφωνία με την αγροτιά μπορεί να σώσει τη σοσιαλιστική επανάσταση στη Ρωσία. Κι έτσι ακριβώς, καθαρά, πρέπει να μιλάμε σε όλες τις συνελεύσεις, σε όλο τον Τύπο» (σελ. 59).

Για να συνεχίσει: «Ξέρουμε ότι η συμφωνία αυτή ανάμεσα στην εργατική τάξη και στην αγροτιά δεν είναι σταθερή –για να εκφραστούμε ήπια, χωρίς να γραφεί η λέξη “ήπια” στα πρακτικά– και αν θέλουμε να μιλήσουμε ανοιχτά, η συμφωνία αυτή είναι πολύ χειρότερη. Πάντως δεν πρέπει να προσπαθούμε να κρύβουμε κάτι, αλλά πρέπει να λέμε καθαρά ότι η αγροτιά δεν είναι ευχαριστημένη από τη μορφή των σχέσεων που επικράτησε ανάμεσά μας, ότι δε θέλει τη μορφή αυτή σχέσεων και ότι στο μέλλον έτσι δε θα συνεχιστεί. Αυτό είναι αναμφισβήτητο. Αυτή η θέλησή της εκφράστηκε συγκεκριμένα. Είναι η θέληση τεράστιων μαζών του εργαζόμενου πληθυσμού. Εμείς πρέπει να το έχουμε αυτό υπόψη μας και είμαστε αρκετά νηφάλιοι πολιτικοί για να πούμε ανοιχτά: ελάτε να αναθεωρήσουμε την πολιτική μας απέναντι στην αγροτιά. Έτσι. Όπως ήταν ως τώρα, η κατάσταση αυτή δεν επιτρέπεται να συνεχιστεί» (σελ. 59).

Η ομολογία ότι δεν μπορεί το καθεστώς να αντιτάσσεται στη «θέληση τεράστιων μαζών» είναι η κατάδειξη του ελιγμού, που πρέπει να επιτευχθεί προς όφελος της σοσιαλιστικής συνέχειας. Όμως, πέρα από αυτό, ο Λένιν φαίνεται να τρέφει αληθινές προσδοκίες για την αύξηση της παραγωγής με τη ΝΕΠ: «Το ρίξιμο αυτών των εμπορευμάτων στην κυκλοφορία θα ζωντανέψει τη μικρή γεωργία, που είναι σήμερα τρομερά απονεκρωμένη κάτω από την πίεση των σκληρών συνθηκών πολέμου, της ερήμωσης και κάτω από την πίεση της αδυναμίας να αναπτυχθεί η μικρή γεωργία. Ο μικρογεωργός, όσο παραμένει μικρογεωργός, πρέπει να έχει κίνητρο, ώθηση, παρότρυνση ανάλογη με την οικονομική του βάση, δηλαδή το μικρό χωριστό νοικοκυριό. Εδώ δεν τα βγάζεις πέρα χωρίς την τοπική ελευθερία του εμπορίου. Αν η κυκλοφορία αυτή δίνει στο κράτος σε αντάλλαγμα των προϊόντων της βιομηχανίας μια ορισμένη ελάχιστη ποσότητα σιτηρών, αρκετή να καλύψει τις ανάγκες της πόλης, των εργοστασίων, της βιομηχανίας, τότε η οικονομική κυκλοφορία αποκαθίσταται έτσι που η κρατική εξουσία παραμένει στα χέρια του προλεταριάτου και ενισχύεται» (σελ. 63).

Ο Λένιν δε θα μπορούσε να μιλήσει πιο ανοιχτά. Η παραδοχή ότι η αποκατάσταση της οικονομικής κυκλοφορίας όχι μόνο θα διατηρήσει την εξουσία του προλεταριάτου αλλά θα την ενισχύσει κιόλας καθιστά σαφές ότι δεν μπορεί κανείς να περιμένει πολλά όταν ο λαός παραμένει πεινασμένος. Κι αυτός είναι ο λόγος που εν τέλει καταδικάζει την οικονομική πολιτική της περιόδου του πολεμικού κομμουνισμού (παρά τους διθυράμβους του Μπουχάριν): «Από την άποψη αυτή κάναμε πάρα πολλά λάθη, προχωρώντας πάρα πολύ μακριά: προχωρήσαμε πάρα πολύ μακριά στο δρόμο της εθνικοποίησης του εμπορίου και της βιομηχανίας, στο δρόμο της κατάργησης της τοπικής κυκλοφορίας εμπορευμάτων. Ήταν λάθος αυτό; Αναμφισβήτητα» (σελ. 63).

Το κομμουνιστικό μοντέλο, όπως και όλα τα μοντέλα, δε θα μπορούσε να επικρατήσει με τρόπο αστραπιαίο, επειδή ξαφνικά το επιβάλλει η νομοθεσία και η αστυνόμευση. Οι εξελίξεις στην ιστορία χρειάζονται χρόνο κι αυτό έχει ήδη ξεκαθαριστεί από τον Μαρξ. Ο Λένιν στο βιβλίο του «Κράτος & Επανάσταση» αναφέρει: «Ο κομμουνισμός στην πρώτη του φάση, στην πρώτη του βαθμίδα δεν μπορεί ακόμη να είναι οικονομικά εντελώς ώριμος, εντελώς απαλλαγμένος από τις παραδόσεις ή τα ίχνη του καπιταλισμού. Έτσι εξηγείται ένα τόσο ενδιαφέρον φαινόμενο, όπως είναι η διατήρηση “του στενού ορίζοντα του αστικού δικαίου” στην πρώτη φάση του κομμουνισμού. Βέβαια, το αστικό δίκαιο στο ζήτημα της κατανομής των προϊόντων κατανάλωσης προϋποθέτει αναπόφευκτα και την ύπαρξη του αστικού κράτους, γιατί το δίκαιο δεν είναι τίποτε δίχως ένα μηχανισμό, ικανό να επιβάλλει την τήρηση των κανόνων δικαίου» (σελ. 118).

Mπολσεβίκoi κόκκινοι φρουροί σε πορεία διαμαρτυρίας το 1917 για την επιστράτευση 11 εκατομμυρίων χωρικών στα πλαίσια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Mπολσεβίκoi κόκκινοι φρουροί σε πορεία διαμαρτυρίας το 1917 για την επιστράτευση 11 εκατομμυρίων χωρικών στα πλαίσια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το συμπέρασμα κρίνεται απολύτως προφανές: «Συνάγεται επομένως το συμπέρασμα ότι στον κομμουνισμό, για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, διατηρείται όχι μόνο το αστικό δίκαιο, αλλά ακόμη και το αστικό κράτος – δίχως αστική τάξη! Αυτό μπορεί να φανεί παραδοξολογία, είτε απλώς ένα διαλεκτικό παιχνίδι της σκέψης, για το οποίο συχνά κατηγορούν το μαρξισμό άνθρωποι που δεν κόπιασαν καθόλου να μελετήσουν το εξαιρετικά βαθύ περιεχόμενό του. Στην πραγματικότητα, όμως, η ζωή μας δείχνει σε κάθε βήμα, τόσο στη φύση, όσο και στην κοινωνία, τα κατάλοιπα του παλιού μέσα στο καινούργιο» (σελ. 118).

Ο πολεμικός κομμουνισμός (που επί της ουσίας ούτε καν ως πρώτη φάση του κομμουνισμού μπορεί να υπολογιστεί) προσπάθησε να φέρει ριζικές αλλαγές χωρίς να υπολογίσει «τα κατάλοιπα του παλιού μέσα στο καινούργιο». Κι αυτό ήταν το λάθος που επισημαίνει ο Λένιν στην εισήγησή του στις 15 Μαρτίου 1921: «Από την άποψη αυτή κάναμε πολλά πραγματικά λάθη, και θα ήταν μεγάλο έγκλημα να μη δούμε εδώ και να μην καταλάβουμε ότι δεν τηρήσαμε το μέτρο, δεν ξέραμε πώς να το τηρήσουμε» (σελ. 63).

Βεβαίως, υπάρχουν ελαφρυντικά: «Εδώ όμως υπήρχε και μια ανάγκη που μας επιβλήθηκε: ως τώρα ζούσαμε σε συνθήκες τέτοιου λυσσαλέου, πρωτάκουστα σκληρού πολέμου, που τίποτε άλλο δεν μας έμεινε παρά να ενεργούμε και στον οικονομικό τομέα με στρατιωτικό τρόπο. Και ήταν θαύμα που μια καταστραμμένη χώρα άντεξε σε έναν τέτοιο πόλεμο […] Ταυτόχρονα όμως είναι αναμφισβήτητο γεγονός –και αυτό δεν πρέπει να το κρύβουμε κατά τη ζύμωση και την προπαγάνδα μας– ότι εμείς προχωρήσαμε παραπέρα απ’ ό,τι ήταν απαραίτητο θεωρητικά και πολιτικά. Μπορούμε να επιτρέψουμε σε αρκετό βαθμό την ελεύθερη τοπική κυκλοφορία εμπορευμάτων, όχι καταστρέφοντας, αλλά δυναμώνοντας την πολιτική εξουσία του προλεταριάτου» (σελ. 63-64).

Για τον Λένιν η ΝΕΠ ήταν η μοναδική λύση για να ξεπεραστούν τα τεράστια προβλήματα στην παραγωγή, όσο κι αν σε επίπεδο ιδεολογίας ήταν σαφώς καπιταλιστικό πισωγύρισμα. Στον 42ο τόμο από τα Άπαντα κατατίθεται ένα προσχέδιο για τις θέσεις σχετικά με τους αγρότες που φέρει την ημερομηνία 8 Φλεβάρη 1921 και επισημαίνει τέσσερα βασικά σημεία, ως κεντρικότερους άξονες της ΝΕΠ: «1. Να ικανοποιηθεί η επιθυμία της εξωκομματικής αγροτιάς για την αντικατάσταση του παρακρατήματος (με την έννοια της αφαίρεσης των περισσευμάτων) με φόρο σε σιτηρά. 2. Να μειωθεί το μέγεθος αυτού του φόρου σε σύγκριση με το περυσινό παρακράτημα. 3. Να εγκριθεί η αρχή του συσχετισμού του μεγέθους του φόρου με τη φιλεργία του γεωργού, με την έννοια της μείωσης του ποσοστού του φόρου ανάλογα με την αύξηση της φιλεργίας του γεωργού. 4. Να διευρυνθεί η ελευθερία χρησιμοποίησης από το γεωργό των περισσευμάτων του πάνω από το φόρο στην τοπική οικονομική κυκλοφορία, με τον όρο της γρήγορης και πλήρους καταβολής φόρου» (σελ. 333).

Ο Carr σημειώνει: «Η ΝΕΠ επαναφέροντας εν μέρει συνθήκες ελεύθερης αγοράς στην ύπαιθρο, ανέτρεψε το ισοπεδωτικό καθεστώς που είχε επιβάλλει ο πολεμικός κομμουνισμός και ενθάρρυνε την επανεμφάνιση του σχετικά ευκατάστατου αγρότη, του κουλάκου, ο οποίος θα αποκτούσε σύντομα ρόλο κλειδί στην αγροτική οικονομία της χώρας» (σελ. 75).

Από την πλευρά του ο Michel Beaud στο βιβλίο του «Η Ιστορία του Σοσιαλισμού» σχολιάζει: «Μπορούμε να αλλάξουμε τα πρόσωπα προκειμένου να κυβερνήσουμε. Όμως, προκειμένου να παράγουμε, είμαστε πάντα υποχρεωμένοι να καταφεύγουμε στους παραγωγούς. Κι αυτοί δεν αλλάζουν: είναι πάντα οι ίδιοι αγρότες και εργάτες. Αν μάλιστα, δεν έχουμε να προτείνουμε ένα σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής, τότε επιστρέφουμε στις παλιές μεθόδους –αυτό ήταν η ΝΕΠ– ή, επινοούμε έναν καινούργιο τρόπο παραγωγής και συσσώρευσης αποθεμάτων – κι αυτό ήταν ο κρατικός κολεκτιβισμός» (σελ. 179).

Όσο για τον ενθουσιώδη με τα μέτρα του πολεμικού κομμουνισμού Μπουχάριν, παρέμεινε ενθουσιώδης και με την αλλαγή της ΝΕΠ. Ο Beaud μας πληροφορεί: «Ο Μπουχάριν είχε ρίξει ένα μεγαλόστομο σύνθημα προς τους χωρικούς: “Πλουτίστε”. Το 1925, σε μια μπροσούρα με τίτλο “Ο δρόμος του σοσιαλισμού κι η συμμαχία εργατών-αγροτών”, προφητεύει μια παράλληλη και αρμονική ανάπτυξη των δύο κοινωνικών ομάδων: “Για να μπορέσει να αναπτυχθεί η βιομηχανία, πρέπει ταυτόχρονα να αναπτυχθεί και η αγροτική οικονομία (…) εφόσον υπάρχει μια βαθύτερη εξάρτηση ανάμεσα στη βιομηχανία και τη γεωργία, είναι αναγκαίο να αναπτυχθεί η αλληλοβοήθεια μεταξύ τους (…). Η συσσώρευση αποθεμάτων στη βιομηχανία μας συμβαδίζει με τη συσσώρευση αποθεμάτων στην αγροτική οικονομία (…). Έτσι, αποφασιστικό παράγοντας για την ανάπτυξη της βιομηχανίας είναι η γεωργία και αντίστροφα”». (σελ. 181).

  1. E. H. Carr: «Μικρή Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης», εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, Αθήνα Ιούνιος 2017.

Michel Beaud: «Η Ιστορία του Σοσιαλισμού 1800-1981, το πέρασμα του σοσιαλισμού από το καμίνι της ιστορίας», εκδόσεις ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ-ΠΑΙΔΕΙΑ, Ά έκδοση, Θεσσαλονίκη 1985.

Λένιν: Άπαντα, τόμος 43, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 5η έκδοση, Αθήνα Σεπτέμβρης 1983.

Λένιν: Άπαντα, τόμος 42, εκδόσεις «Σύγχρονη εποχή», 5η έκδοση, Αθήνα Ιούλιος 1983.

Β. Ι. Λένιν: «Κράτος & Επανάσταση», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2016.  

(Εμφανιστηκε 679 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.