O Μακιαβέλι για την «ουδετερότητα» στον πόλεμο, τα εθνικά στρατεύματα και τις συμμαχίες
«Η τύχη ορίζει τις μισές μας πράξεις, όμως αφήνει και σε μας να κανονίσουμε τις άλλες μισές.»
Νικολό Μακιαβέλι.
Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας
Τα ζητήματα του πολέμου και της ειρήνης βρίσκονται στο κέντρο της σκέψης του Μακιαβέλι· ο Ιταλός στοχαστής, έχοντας στο νου του κυρίως πρακτικές πολιτικές ανάγκες της εποχής, γράφει ταυτόχρονα και ως «θεωρητικός» της πολιτικής πράξης. Το ζήτημα της στάσης ενός συλλογικού υποκειμένου, δηλαδή μιας πόλης, ενός κράτους ή και μιας «ομοσπονδίας» κρατών, απέναντι στο ενδεχόμενο μιας πολεμικής αναμέτρησης είναι κυριολεκτικά αιώνιο και διαχρονικό. Την εποχή του Μακιαβέλι, δεν έχουν σχηματιστεί ακόμα τα εθνικά κράτη, όπως τα γνωρίζουμε από τον 18ο αιώνα και ύστερα· βεβαίως, ο πόλεμος συνεχίζει να είναι μια οικεία κατάσταση των ανθρώπινων πραγμάτων, σχεδόν «φυσικό» κοινωνικό φαινόμενο, αν και οι αιτίες που τον γεννούν κάθε φορά μπορεί να διαφέρουν.
Όσα συμβαίνουν εκείνη την εποχή στην ιταλική χερσόνησο λειτουργούν ως θεωρητικό παράδειγμα στη μακιαβελική σκέψη, με τον ίδιο τρόπο που η σύγκρουση της Αθήνας με τη Σπάρτη στάθηκε η αφορμή να γράψει ο Θουκυδίδης το σημαντικότερο ίσως βιβλίο της παγκόσμιας Ιστορίας, την Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου· τα γενικότερα συμπεράσματα -οι «νόμοι» της ιστορίας και οι «κανονικότητές» της- συνάγονται από την μελέτη της ιστορικής εμπειρίας -από τη μελέτη των πραγμάτων- και τη λογική της επεξεργασία· άμεσο πρακτικό ζητούμενο στον Μακιαβέλι είναι η δυνατότητα να προβλέψουμε την ανθρώπινη συμπεριφορά σε συγκεκριμένες κάθε φορά ιστορικές συνθήκες και καταστάσεις.
Ποιες θα είναι οι επόμενες κινήσεις του βασιλιά της Γαλλίας; Ποια στάση θα κρατήσουν οι Ισπανοί; Μήπως θα ήταν προτιμότερο για τον Πάπα να παραμείνει «ουδέτερος», παρακολουθώντας την εξέλιξη της διαφαινόμενης αναμέτρησης; Ο Πάπας δεν είναι αρκετά ισχυρός, ώστε ν’ αντιμετωπίσει ταυτόχρονα τους δύο αντιμαχόμενους· οι ιταλικές πόλεις είναι μάλλον ασταθής ακόμα πόλος ισχύος, χωρίς ισχυρή κρατική οργάνωση και -κυρίως- χωρίς ικανά και αξιόμαχα στρατεύματα. Όπως θα δούμε, ο παράγοντας της στρατιωτικής ισχύος είναι καθοριστικός και αυτός επιβάλλει τελικά στάσεις και συμπεριφορές· ο ρεαλιστής ηγέτης, ακόμα κι ενός σχετικά αδύναμου κράτους, αν θέλει να πολιτευτεί με στόχο την «επιβίωση», οφείλει να κάνει κάθε φορά την πιο συμφέρουσα επιλογή. Αμέτρητα ιστορικά παραδείγματα δείχνουν ότι μια πόλη μπορούσε να ζήσει σχετικά ελεύθερη, εφόσον ήταν ενταγμένη σ’ ευρύτερες συμμαχίες· με άλλα λόγια, η «σκλαβιά» δεν είναι η αναπόδραστη μοίρα των αδύναμων, αφού το περίπλοκο παιχνίδι της πολιτικής παίζεται πάντοτε από πολλούς παίχτες. Η «ελευθερία» μπορεί βεβαίως να σημαίνει πολλά πράγματα: δεκάδες μικρές ελληνικές πόλεις – κράτη της Μικράς Ασίας ήταν για αιώνες ελεύθερες ή αυτόνομες, παρά την απειλητική παρουσία των Περσών στο χώρο της σημερινής Μικρασίας, χάρη στις συμμαχίες, τον πλούτο ή τις στρατιωτικές δυνάμεις που διέθεταν.
Όσα ισχύουν για τον Πάπα και τις ιταλικές πόλεις ισχύουν γενικά για οποιοδήποτε κράτος που πρόκειται να μπλέξει σε πόλεμο και μπορούμε να πούμε ότι οι επιλογές είναι περιορισμένες:
- Ο πάπας, ως ηγέτης αρκετών ιταλικών πόλεων, μένει «ουδέτερος».
- Συμμετέχει ενεργά στο πλευρό ενός από τους αντιμαχόμενους (λ.χ. τη Γαλλία).
- Συμμαχεί στρατιωτικά με το άλλο μέρος (λ.χ. με την Ισπανία).
Ο Μακιαβέλι τάσσεται κατηγορηματικά εναντίον της ουδετερότητας: «Και όσο για την ουδετερότητα, απόφαση που θαρρώ ότι πολλοί επιδοκιμάζουν, σε μένα δεν είναι δυνατό να καλαρέσει, γιατί δεν θυμάμαι ούτε απ’ τα όσα είδα ούτε και απ’ τα όσα διάβασα να στάθηκε ποτέ καλή· μάλιστα είναι και ολεθριότατη γιατί έτσι χάνεσαι στα σίγουρα.» Αν ο Πάπας, για οποιοδήποτε λόγο, μείνει αμέτοχος στη σύγκρουση, όποιος και να νικήσει θα βγει χαμένος· είτε θα βρεθεί στο έλεος του ισχυρότερου νικητή, είτε θα εισπράξει την περιφρόνηση και το μίσος του ηττημένου.
Επιπλέον, θα πρέπει να φανεί οπωσδήποτε αχάριστος στους παλιούς φίλους και συμμάχους, ενώ πολύ εύκολα η στάση του θα ερμηνευτεί ως δειλία: «Μου φαίνεται ότι να στέκεις ουδέτερος ανάμεσα σε δύο που πολεμούν άλλο δεν είναι παρά να γυρεύεις να μισηθείς και να περιφρονηθείς, αφού πάντα κάποιος από τους δύο θα νομίζει ότι εσύ, είτε από τις καλοσύνες που σούκαμε, είτε από την παλιά σας φιλία, είσαι υποχρεωμένος να δεθείς με την τύχη του κι όταν εσύ δεν πας μαζί του, του γεννιέται μίσος ενάντια σου· ο άλλος πάλι σε καταφρονεί, γιατί σε βρίσκει δειλό κι αναποφάσιστο και έτσι αμέσως βγάζεις όνομα πως είσαι άχρηστος φίλος και αχερένιος εχθρός· και έτσι όποιος νικήσει σε βλάπτει άφοβα.»
Εξάλλου, ο συνετός ηγέτης γνωρίζει ότι «πρώτο χρέος» του είναι «να φυλάγεται μήπως μισηθεί ή καταφρονεθεί, να αποφεύγει στα φερσίματα του την καταφρόνια και το μίσος· όποτε το καταφέρνει αυτό εύλογο είναι να πηγαίνουν όλα δεξιά και αυτό πρέπει να το κρατάει τόσο με τους φίλους όσο και με τους υπηκόους του· και όποτε ένας ηγεμόνας δεν γλιτώνει τουλάχιστον την καταφρόνια πάει καλλιά του.» Η ουδετερότητα όχι μόνο δεν εξασφαλίζει την ευημερία και την ειρήνη, αλλά τελικά προκαλεί τον πόλεμο και την καταστροφή· σύμφωνα με τον Μακιαβέλι, η ασφάλεια ενός κράτους ενισχύεται όσο μπορεί να γίνει αυτό, μόνο με ισχυρό, εθνικό στράτευμα και τις κατάλληλες συμμαχίες.
Το βασίλειο της Γαλλίας βρίσκεται μάλλον σε πλεονεκτικότερη θέση, σε σχέση με τους αντιπάλους του, και αυτό από μόνο του θα μπορούσε να είναι σοβαρός λόγος για να συμμαχήσει κάποιος μαζί του. Εξάλλου, χωρίς δισταγμούς και περιστροφές, ο Μακιαβέλι συμβουλεύει τον ηγεμόνα να συντάσσεται με το μέρος που μπορεί να επικρατήσει χάρη στη βοήθειά του: «Αν έπρεπε να φανερωθώ σαν φίλος ενός από τους δύο και έβλεπα ότι πλευρίζοντας τον ένα του δίνω σίγουρη τη νίκη, ενώ πλευρίζοντας τον άλλο του τη δίνω αμφίβολη, πιστεύω πως πάντα πρέπει να διαλέξω τη σίγουρη, αφήνοντας στην άκρη κάθε υποχρέωση, κάθε συμφέρον, κάθε φόβο και κάθε τι άλλο που θα μου κακοπήγαινε.»
Η λανθασμένη επιλογή συμμάχων είναι πολύ πιθανό να δημιουργήσει νέους εχθρούς ή να οδηγήσει σε ρήξη με τους παλιούς φίλους: «…πλευρίζοντας ο πάπας τη Γαλλία αυτό δεν θα σηκώσει διαμάχη, πλευρίζοντας όμως τους άλλους θα σηκώσει πολλή…»
Ωστόσο, σπεύδει να διευκρινίσει ότι η προτίμησή του δεν έχει σχέση με προσωπικές συμπάθειες ή αντιπάθειες, αλλά είναι αποτέλεσμα μιας αναλυτικής και ρεαλιστικής στάθμισης όλων των δεδομένων της τρέχουσας πολιτικής συγκυρίας.
Κατά τη διάρκεια της πολεμικής αναμέτρησης -η οποία εδώ πιθανολογείται ότι θα συμβεί αργά ή γρήγορα- ο «τρίτος» ουδέτερος θ’ αναγκαστεί πολλές φορές να επέμβει υπέρ του ενός ή του άλλου μέρους· αν αυτό το κάνει κρυφά, δεν θα τον εμπιστεύεται κανένας. Ενώ, αν βγει στα ίσα και από την αρχή υποστηρίζοντας ανοιχτά τη μία πλευρά, θα κερδίσει τουλάχιστον την αναγνώριση: «Και ακόμα όσο γίνεται ο πόλεμος ανάμεσα σε εκείνους τους δύο αναγκαστικά θα γεννιούνται αρίφνητες αιτίες μίσους εναντίον σου, γιατί τις πιο πολλές φορές ο τρίτος βρίσκεται σε θέση που με πολλούς τρόπους μπορεί να εμποδίσει ή να βοηθήσει την μία τον έναν και την άλλη τον άλλο· και πάντα μέσα σε λίγο καιρό από τότε που θα ξεσπάσει ο πόλεμος οδηγείσαι σε σημείο που στριμώχνεσαι να κάνεις κρυφά και δίχως χάρη από κανέναν ότι δεν θέλησες να κάνεις ανοιχτά ακούγοντας και ένα ευχαριστώ. Κι αν ακόμα δεν κάνεις κάτι τέτοιο, πάλι ο ένας από τους δύο θα πιστεύει ότι το έκανες.»
Ακόμα και αν η τύχη σταθεί αρχικά ευνοϊκή για τον ουδέτερο, τα μίση «εύλογο είναι να γεννηθούν στερνά», μόλις τελειώσει ο πόλεμος: «Γιατί όσοι βλαφτήκανε από τον τρίτο πούκατσε παράμερα και όλοι όσοι τον φοβούνται μπαίνουν κάτω από τη σκέπη του νικητή και του γεννάνε λόγους για μίση και σκάνταλα μαζί σου.»
«Όταν δύο δυνατοί μάχονται και θες να κρίνεις ποιος θα πρέπει να νικήσει είναι απαραίτητο, εξόν από το μέτρημα των δυνάμεων του ενός και του άλλου, να ιδείς με πόσους τρόπους μπορεί να γυρίσει η νίκη κατά τον ένα και με πόσους κατά τον άλλο.»
Μακιαβέλι
Αφού λοιπόν όλα τα πράγματα που έχουν σχέση με την τύχη είναι αμφίβολα, «οι μυαλωμένοι άνθρωποι, όταν μπορούν να μην τα παίξουν όλα, το κάνουν με όλη τους την καρδιά· και βάζοντας με το νου τους το χειρότερο που μπορεί να τους βρει, εξετάζουν μες στα κακά ποιο είναι το μικρότερο· και με ευχαρίστηση πλευρίζουνε εκείνη την τύχη που κάνοντας το χειρότερο που μπορεί έχει τη λιγότερο άσχημη κατάληξη.»
Ο Μακιαβέλι υποτάσσει την ηθική -όπως και τη θρησκεία- στην πολιτική· η επιλογή του «μικρότερου κακού» προκύπτει από την ανάγκη και την ρεαλιστική αποτίμηση των στόχων που επιδιώκει κάθε συλλογικό υποκείμενο· δεν απορρίπτει όμως συλλήβδην τους «ηθικούς κανόνες», όπως επανειλημμένα έχει γραφτεί· για τον Μακιαβέλι «η πολιτική είναι μια αυτόνομη δραστηριότητα με τις αρχές και τους νόμους της, που διαφέρουν από τις αρχές και τους νόμους της ηθικής και της θρησκείας». Δίπλα στον διπλωμάτη και θεωρητικό Μακιαβέλι στέκεται πάντοτε ο Ιταλός πατριώτης: ύψιστος «ηθικός» πολιτικός στόχος είναι να ενωθούν οι πόλεις της Ιταλίας εναντίον των «βαρβάρων» που κατακλύζουν την χερσόνησο· ο ύψιστος σκοπός -η απελευθέρωση της Ιταλίας- νομιμοποιεί και αγιάζει όλα τα μέσα, «ηθικά» και «ανήθικα»· είναι άλλο πράμα πώς θα έπρεπε να είναι τα πράγματα (το «δέον») και άλλο πώς είναι στην πραγματικότητα (το «είναι»)· γράφει χαρακτηριστικά: «…μόνο καλοστοχάζομαι, τι μπορεί να γίνει, τι γίνεται και τι έγινε.»
Αυτό που έχει σημασία είναι η τύχη της πατρίδας: «Και σ’ όλων των ανθρώπων τις πράξεις και προπαντός των ηγεμόνων, όπου δεν υπάρχει κριτής για να καταφύγεις, κοιτάζεις το αποτέλεσμα. Ας φροντίζει λοιπόν ένας ηγεμόνας να κερδίζει το κράτος και να το βαστάει ορθό· και τα μέσα θα κριθούν πάντα τιμημένα κι όλοι θα τα παινέσουν.»
Οι σώφρονες ηγέτες, αν θέλουν να σώσουν την πολιτεία που κυβερνούν, πορεύονται σύμφωνα με την «πραγματικότητα» και «τους καιρούς»· μπροστά στο σοβαρό ενδεχόμενο να ξεσπάσει πόλεμος στην Ιταλία, ο Μακιαβέλι γράφει προς τον Φραγκίσκο Γκουιτσιαρντίνι: «Λογιάζω, όπως και να πορευτεί η κατάσταση, στην Ιταλία θα πρέπει να γίνει πόλεμος και μάλιστα γρήγορα· γι’ αυτό και οι Ιταλοί θα πρέπει να κοιτάξουνε πώς θα πάρουνε μαζί τους τη Γαλλία, κι άμα δεν μπορούνε να την πάρουν, να σκεφτούνε πώς θα τα βολέψουν».
Ο Πάπας, ως θρησκευτικός και ταυτόχρονα πολιτικός αρχηγός, είναι αναγκασμένος να πάρει θέση· με δεδομένο ότι τα στρατεύματα των μικρών ιταλικών πόλεων είναι ακόμη αδύναμα, εμφανίζονται τουλάχιστον δύο επιλογές: «ή ν’ αφεθούμε στο έλεος οποιανού έρθει, δίνοντας του χρήμα σα λύτρα για το γλίτωμά μας ή ν’ αρματωθούμε στ’ αλήθεια και με τ’ άρματα να βοηθήσουμε τον εαυτό μας όσο γίνεται καλύτερα.» Ο Μακιαβέλι τάσσεται ανοιχτά υπέρ της δεύτερης επιλογής: «Απ’ τη μεριά μου δεν πιστεύω πως φτάνει η εξαγορά και το χρήμα, γιατί αν έφτανε θάλεγα: “ας μείνουμε εδώ κι ας μην σκεφτόμαστε άλλο τίποτα”. Όμως δε θα φτάσουν γιατί ή εγώ είμαι θεόστραβος ή πρώτα θα μας πάρουν το χρήμα και στερνά τη ζωή μας, με τρόπο που θα είναι κάτι σαν εκδίκηση, αν μας βρίσκανε φτωχούς και μπατιρημένους, τη στιγμή που και με την άμυνά μας δεν κερδίζουμε άλλο τίποτα.»
Από τα προηγούμενα φαίνεται ότι ο Μακιαβέλι δεν αντιλαμβάνεται τις συμμαχίες ως μια παθητική ή δουλική συμφωνία με ισχυρότερους συμμάχους· οι ξένες λόγχες, όσο ισχυρές κι αν είναι, μάχονται για λογαριασμό τους· μόνον αξιόπιστες εθνικές στρατιωτικές δυνάμεις μπορούν να εξασφαλίσουν την ανεξαρτησία και την ελευθερία ενός κράτους, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό κάθε φορά. Τα μισθοφορικά και τα δανεικά στρατεύματα αποδείχθηκαν συχνά όχι μόνο άχρηστα αλλά κι επικίνδυνα· η καταστροφή του κράτους ή της πόλης που βασίζεται σ’ αυτά αναβάλλεται για όσο αναβάλλεται η αποφασιστική επίθεση του εχθρού: «Στην ειρήνη λεηλατούν τον Ηγέτη οι μισθοφόροι του, ενώ στον πόλεμο οι εχθροί του. Ποτέ ένας μισθός μισθοφόρου δεν είναι ικανός να τον κάνει να πεθάνει για τον Ηγέτη που τον πληρώνει. Ο μισθοφόρος στρατιώτης είναι στρατιώτης του Ηγέτη όσο ο τελευταίος δεν κάνει πόλεμο. Με το που θα ξεκινήσει ο πόλεμος, θα το βάλει τα πόδια».
Κι αν ακόμα «το χρήμα» υπάρχει άφθονο, είναι ανώφελο για όποιον στηρίζει την ελευθερία του σε δυνάμεις που δεν ελέγχει πλήρως, αφού συχνά λειτουργεί σαν μαγνήτης για επίδοξους επιδρομείς· οι συμμαχίες είναι ωφέλιμες εφόσον το κράτος προετοιμάζεται στην πράξη για πόλεμο και στηρίζεται στις δικές του ένοπλες δυνάμεις: «Γι’ αυτό κρίνω πως δεν πρέπει ν’ αργοπορήσουμε άλλο τον εξοπλισμό μας, ούτε να περιμένουμε την απόφαση της Γαλλίας, όταν ο αυτοκράτορας έχει αρχηγούς για τον στρατό του, έτοιμους και στη θέση τους, και μπορεί να κινήσει πόλεμο όποτε κι όπως θελήσει. Χρειάζεται λοιπόν να φτιάξουμε κι εμείς έναν στρατό, κρυφό ή φανερό· αλλιώς κάποιο πρωί θα σηκωθούμε ταραγμένοι. Θα συμβούλευα να κάνουμε ό,τι κάνουμε στα κρυφά.»
Ο Μακιαβέλι γνώριζε ασφαλώς τις πολεμικές αρετές του πατριωτικού στρατού· σε άλλη επιστολή προς τον Βιττόρι διαβάζουμε: «Και πρέπει να ξέρεις τούτο, ότι οι καλύτεροι στρατοί είναι των αρματωμένων λαών, και σ’ αυτούς δεν μπορούνε ν’ αντιταχτούνε παρά στρατοί όμοιοί τους. Θυμήσου τους ονομαστούς στρατούς· θα ιδείς εδώ τους Ρωμαίους, τους Λακεδαιμόνιους, τους Αθηναίους, τους Αιτωλούς, τους Αχαιούς και τα μελίσσια των βόρειων λαών και θα βρεις πως όσοι κάνανε πράξεις τρανές δώσανε άρματα στο λαό τους, καθώς ο Νίνος στους Ασσύριους, ο Κύρος στους Πέρσες και ο Αλέξανδρος στους Μακεδόνες.»
Στις 15 Μαρτίου 1525 γράφει προς τον Φραγκίσκο Γκουιτσιαρντίνι: «Και τώρα θα Σου πω κάτι που θα σου φανεί σαν τρέλα· θα Σου παρουσιάσω ένα σχέδιο που θα σου φανεί αστόχαστο και γελοίο· κι ωστόσο τούτοι οι καιροί μας ζητούν αποφάσεις τολμηρές, ασυνήθιστες και πρωτοφανέρωτες. Γνωρίζεις, όπως γνωρίζει κι ο καθένας που ξέρει να σκέφτεται για τούτον εδώ τον κόσμο, πως οι λαοί είναι άστατοι κι αλόγιστοι· ωστόσο, κι έτσι όπως είναι φτιαγμένοι, πολλές φορές λένε να γίνει κάτι που θάπρεπε να γίνει. Εδώ και κάμποσες μέρες λέγανε στη Φλωρεντία πως ο αφέντης Τζιοβάνι Μεδίκος οργάνωνε στράτευμα εθελοντικό για να πολεμήσει όπου του ερχότανε καλύτερα. Τούτη η φήμη μού κέντρισε το νου να σκεφτώ πως ο λαός έλεγε εκείνο που έπρεπε να γίνει.» Στις 17 Μαΐου γράφει προς τον ίδιο: «Άκουσα τις φήμες απ’ τη Λομβαρδία, κι απ’ όλες τις πλευρές αναγνωρίζεται, πόσο είν’ εύκολο να στρατολογηθούν κάμποσοι του σκοινιού και του παλουκιού. Για τ’ όνομα του Θεού ας μη χαθεί τούτη η ευκαιρία…».
Όσα συνέβαιναν την εποχή του Μακιαβέλι συνεχίζουν να συμβαίνουν και σήμερα· ασφαλώς, τα σύγχρονα και πανάκριβα οπλικά συστήματα έχουν αλλάξει ριζικά τη μορφή του πολέμου· ωστόσο, όπως απέδειξε περίτρανα ο τρομερός 20ος αιώνας, ούτε η ανθρώπινη «βαρβαρότητα» υποχώρησε γενικώς, ούτε οι πόλεμοι σταμάτησαν, επειδή τάχα οι «άνθρωποι» διδάχθηκαν από τα παθήματα του παρελθόντος.
«Οι καλοί θεσμοί που δεν έχουνε στήριγμα στρατιωτικό ξεφτίζουνε το ίδιο μ’ ένα περήφανο, βασιλικό αρχοντικό, καταστόλιστο με πετράδια και χρυσάφι, που όμως είναι ξέσκεπο και δεν έχει τίποτα να το φυλάξει απ’ τη βροχή.»
Μακιαβέλι
Η «φιλανθρωπία», αν με αυτό εννοούμε την τύχη των αμάχων, τους φόνους, τις αιχμαλωσίες και τα μύρια δεινά που φέρνει ο πόλεμος στους ηττημένους (ή και στους νικητές), ελάχιστα απασχολεί τον Μακιαβέλι· τέτοιες θυσίες θεωρούνται δεδομένες και ίσως αναπόφευκτες, σύμφωνα με τα πολεμικά ήθη όλων σχεδόν των εποχών· ο Μακιαβέλι ξέρει από πρώτο χέρι τι είδους «δικαιώματα» μπορεί να έχει μια πόλη ή ένα κράτος υπό ξένη κατοχή. Στις 6 Μαΐου 1527, ενάμιση μήνα πριν πεθάνει ο Μακιαβέλι, ο Γερμανός αυτοκράτορας Κάρολος Ε’ συμμάχησε τελικά με τους Ισπανούς, εισέβαλε στην ιταλική χερσόνησο και λεηλάτησε τη Ρώμη.
Το συμπέρασμα του Μακιαβέλι για τη στάση του ηγέτη μιας χώρας είναι ξεκάθαρο: «Μονάχα πρέπει να παραμερίζεις κάθε άλλη σκέψη και να ακολουθείς την απόφαση που θα γλυτώσει τη ζωή της πατρίδας σου και θα σώσει τη λευτεριά της.»
Ο Δημήτρης Τζήκας είναι ιστορικός. Υπηρέτησε τη θητεία του στον Ελληνικό Στρατό ως έφεδρος αξιωματικός του Πυροβολικού.
Ενδεικτική βιβλιογραφία και παραπομπές
Κονδύλης Τάκης, Niccolo Machiavelli, Έργα, τόμος α’ εκδ. Κάλβος, Αθήνα, 1984. Μετάφραση: Τάκης Κονδύλης. Τόμος β’, σελ. 32, 130, 271, 408, 409, 505
Νικολό Μακιαβέλι. Ο Ηγεμόνας. Μετάφραση: Διονύσης Βίτσος. Σελ. 25.