8 Ιουνίου 2019 at 18:02

Ο E. H. Carr και το οικονομικό αδιέξοδο του πολεμικού κομμουνισμού

από

 Ο E. H. Carr και το οικονομικό αδιέξοδο του πολεμικού κομμουνισμού

Γράφει ο Θανάσης Μπαντές

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Οκτωβριανή Επανάσταση και ο εμφύλιος επέδρασαν δραματικά στην οικονομική κατάσταση της Ρωσίας, η οποία    –έτσι κι αλλιώς– επί Τσάρου δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ανθηρή. Ο E. H. Carr στο βιβλίο του «Μικρή Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης» αναφέρει: «Κατά τη διάρκεια του Ά Παγκοσμίου Πολέμου η παραγωγή είχε μειωθεί αλλά και στραφεί προς κατευθύνσεις που κάλυπταν τις πολεμικές ανάγκες της χώρας· επιπλέον, εκατομμύρια αγρότες και εργάτες είχαν κληθεί να επανδρώσουν τις μονάδες του μετώπου, εις βάρος των όποιων παραγωγικών δραστηριοτήτων τους. Η Επανάσταση και ο Εμφύλιος Πόλεμος που ακολούθησε επιδείνωσαν την κατάσταση, προκαλώντας κοινωνικό και οικονομικό χάος. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού αντιμετώπιζε το φάσμα της πείνας, και μάλιστα σε συνθήκες πολικού ψύχους. Οι αρχικές διακηρύξεις των Μπολσεβίκων, που έκαναν λόγο για εθνικοποίηση της βιομηχανίας και της γης, εργατικό έλεγχο και ισοκατανομή των αγαθών, ήταν εν πολλοίς… διακηρύξεις» (σελ. 49-50).

Αφίσα των Μπολσεβίκων για την Οκτωβριανή Επανάσταση
Αφίσα των Μπολσεβίκων για την Οκτωβριανή Επανάσταση

Ασφαλώς, το να περιμένει κανείς να αναθερμάνουν την οικονομία οι Μπολσεβίκοι με τρόπο άμεσο μέσα σε τέτοιες συνθήκες θα ήταν παραλογισμός: «Τους πρώτους έξι μήνες το καθεστώς προσπαθούσε απλώς να καλύπτει όπως όπως τις πιο άμεσες ανάγκες του κράτους και του πληθυσμού. Ωστόσο, με τον Εμφύλιο Πόλεμο να εξαπλώνεται κάθε μέρα και περισσότερο και την οικονομική κατάρρευση επί θύραις, το καλοκαίρι του 1918 η κυβέρνηση αναγκάστηκε να λάβει δραστικά μέτρα, τα οποία θα γίνονταν αργότερα γνωστά ως “πολεμικός κομμουνισμός”» (σελ. 50-51).

Ο πολεμικός κομμουνισμός προέκυψε ως ανάγκη μέσα σε συνθήκες κυριολεκτικής εξαθλίωσης. Ο Carr είναι κατατοπιστικός: «Το πιο πιεστικό πρόβλημα ήταν αυτό της έλλειψης τροφίμων· οι κάτοικοι των πόλεων πεινούσαν» (σελ. 51). Πρώτο μέτρο του πολεμικού κομμουνισμού ήταν το διάταγμα που επέβαλε τις «επιτροπές φτωχών αγροτών»: «Στις 11 Ιουνίου 1918 εκδόθηκε διάταγμα με το ποίο δημιουργούνταν στα χωριά “επιτροπές φτωχών αγροτών”, οι οποίες, “με την καθοδήγηση του Λαϊκού Επιτροπάτου Εφοδιασμού (Ναρκομπρόντ)”, θα επέβλεπαν τη συγκέντρωση, διανομή και αποστολή στις πόλεις σιτηρών και άλλων αγροτικών προϊόντων. Ο Λένιν χαιρέτησε τη δημιουργία αυτών των επιτροπών σαν το ισοδύναμο της Οκτωβριανής (δηλαδή προλεταριακής) επανάστασης στην ύπαιθρο, θεωρώντας ότι αποτελούσαν σημαντικό βήμα για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό» (σελ. 51).

Τα αποτελέσματα όμως δεν ήταν τα αναμενόμενα: «Το διάταγμα, όπως και τα περισσότερα διατάγματα εκείνης της περιόδου, ήταν εύκολο να εκδοθεί αλλά πολύ δύσκολο να εφαρμοστεί. Η αυθόρμητη δράση των αγροτών οδήγησε, τουλάχιστον κατά τους πρώτους μετεπαναστατικούς μήνες, στην κατανομή της γης σε μικροϊδιοκτήτες οι οποίοι κάλυπταν τουλάχιστον τις στοιχειώδεις διατροφικές ανάγκες της οικογένειάς τους. Επρόκειτο ουσιαστικά για αύξηση του αριθμού και μείωση της έκτασης των αγροτικών κλήρων, χωρίς ωστόσο αυτό να οδηγήσει σε αύξηση της παραγωγής – ούτε, όμως, και σε κάλυψη των διατροφικών αναγκών των πόλεων, από τη στιγμή που οι μικροπαραγωγοί χρησιμοποιούσαν κατά κανόνα το σύνολο της παραγωγής τους για να καλύπτουν τις δικές τους διατροφικές ανάγκες» (σελ. 51-52).

Η κατάργηση του διατάγματος μέσα σε ελάχιστους μήνες καταδεικνύει την αποτυχία του: «Το Δεκέμβριο του 1918 οι “επιτροπές φτωχών αγροτών” καταργήθηκαν. Οι αρχές έκαναν τώρα έκκληση στους “μεσαίους αγρότες”, όλους εκείνους που βρίσκονταν οπωσδήποτε σε καλύτερη μοίρα από τους “φτωχούς αγρότες”, χωρίς ωστόσο και να μπορεί να τους κατατάξει κάποιος στους κουλάκους. Με δεδομένο, ωστόσο, το χάος που επικρατούσε στη χώρα, λόγω του Εμφυλίου Πολέμου, καμιά έκκληση δεν ήταν ικανή να αυξήσει την αγροτική παραγωγή. Κατά καιρούς, οι αρχές επανέφεραν στην ημερήσια διάταξη –διακηρυκτικά τουλάχιστον– τον παλιό, σοσιαλιστικό στόχο των μεγάλων κολεκτιβιστικών αγροτικών μονάδων παραγωγής. Ορισμένοι ιδεαλιστές κομμουνιστές μάλιστα (ανάμεσά τους και μερικοί αλλοδαποί) ίδρυσαν μεγάλες μονάδες κοινής αγροτικής παραγωγής (κολχόζ), στις οποίες ζούσαν και εργάζονταν όλοι μαζί. Ωστόσο, ούτε αυτές οι μονάδες αποτελούσαν, προφανώς, λύση στο πρόβλημα του επισιτισμού των πόλεων» (σελ. 52-53).

Από την πλευρά της η κυβέρνηση προέκρινε τα σοβχόζ: «Παράλληλα, η κυβέρνηση, τα κατά τόπους σοβιέτ, ή και βιομηχανικές επιχειρήσεις υπό τον έλεγχο του Βασενκά (Ανώτατο Συμβούλιο Εθνικής Οικονομίας, VSNK, Βασενκά), προωθούσαν τα “σοβιετικά αγροκτήματα” (σοβχόζ), ως λύση στο πρόβλημα του εφοδιασμού των πόλεων με τις αναγκαίες ποσότητες δημητριακών. Τα σοβχόζ απασχολούσαν αγρεργάτες, και ορισμένες φορές αναφέρονταν ως “σοσιαλιστικά εργοστάσια σιτηρών”. Ωστόσο, και αυτή η μορφή παραγωγής αντιμετωπιζόταν με δυσπιστία από τους κατοίκους της υπαίθρου, οι οποίοι έβλεπαν τα σοβχόζ σαν μια μορφή επανόδου στη μεγάλη αγροτική ιδιοκτησία· ιδιαίτερα αρνητική ήταν, μάλιστα, η στάση των αγροτών σε περιπτώσεις που τα σοβχόζ αξιοποιούσαν πρόσφατα απαλλοτριωμένες μεγάλες εκτάσεις γης, με τους παλαιούς επιστάτες –ή ακόμη και ιδιοκτήτες– να κατέχουν και τώρα διευθυντικές θέσεις» (σελ. 53).

Όμως, και στη βιομηχανία η εικόνα δεν ήταν καλύτερη: «Στον τομέα της βιομηχανίας η περίοδος του πολεμικού κομμουνισμού θα μπορούσε να ειπωθεί ότι εγκαινιάστηκε με ένα διάταγμα της 28ης Ιουνίου 1918 που εθνικοποιούσε όλες τις σημαντικές βιομηχανικές μονάδες. Το κίνητρο για την έκδοση αυτού του διατάγματος φαίνεται πως ήταν αφενός η απειλή επέκτασης του Εμφυλίου Πολέμου και αφετέρου η επιθυμία να ελεγχθεί η τάση αυθόρμητης κατάληψης των εργοστασίων από τους εργάτες χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του Βασενκά – ό,τι, δηλαδή, ένας σχολιαστής της εποχής αποκαλούσε “προλεταριακή εθνικοποίηση από τα κάτω”» (53-54).

Ο Carr θα γίνει διευκρινιστικότερος: «Η χαοτική κατάσταση που επικρατούσε στον τομέα της βιομηχανίας απαιτούσε κεντρικό έλεγχο· όμως, από την άλλη υπήρχαν και περιπτώσεις που ο κεντρικός έλεγχος επέτεινε το χάος. Άλλωστε, ελάχιστοι ήταν οι άνθρωποι του νέου καθεστώτος που είχαν την πείρα ή/και τις ικανότητες να διευθύνουν τις βιομηχανίες, γι’ αυτό και επικεφαλής όλων των βιομηχανικών μονάδων παρέμεναν ουσιαστικά οι παλιοί διευθυντές – έστω κι αν για τα καθήκοντά τους και για τις επίσημες ιδιότητές τους χρησιμοποιούνταν νέοι όροι. Τα κομματικά στελέχη και μέλη που συχνά τοποθετούνταν στις θέσεις-κλειδιά ήταν κατά κανόνα άπειρα και ανίκανα να ανταποκριθούν στα καθήκοντα που τους είχαν ανατεθεί» (σελ. 54).

Πέρα από αυτά, η έλλειψη πρώτων υλών και εργατικού δυναμικού (με τη μεγάλη πλειοψηφία των εργατών να απασχολείται με τον εμφύλιο), σε συνδυασμό με τις άθλιες συγκοινωνίες συνθέτουν την εικόνα της πλήρους αποδιοργάνωσης. Ο Carr συμπληρώνει: «Χαρακτηριστικότερος δείκτης που αποτύπωνε την καταστροφική υποχώρηση της βιομηχανικής παραγωγής ήταν ίσως αυτός του πληθυσμού των πόλεων. Στα τρία χρόνια που ακολούθησαν την Επανάσταση, η Μόσχα είδε τον πληθυσμό της να μειώνεται κατά 44,5% ενώ η Πετρούπολη (όπου ήταν συγκεντρωμένες οι περισσότερες βιομηχανικές μονάδες) κατά 57,5%! Μεγάλο μέρος των κατοίκων των πόλεων κλήθηκε να επανδρώσει των Κόκκινο Στρατό, αλλά υπήρχαν και πολλοί που εγκατέλειπαν τις πόλεις επιστρέφοντας στις προγονικές τους εστίες, στην ύπαιθρο, όπου αν μη τι άλλο θα μπορούσαν τουλάχιστον να έχουν ένα πιάτο φαγητό» (σελ. 55).

Τους πρώτους έξι μήνες το καθεστώς προσπαθούσε απλώς να καλύπτει όπως όπως τις πιο άμεσες ανάγκες του κράτους και του πληθυσμού.
Τους πρώτους έξι μήνες το καθεστώς προσπαθούσε απλώς να καλύπτει όπως όπως τις πιο άμεσες ανάγκες του κράτους και του πληθυσμού.

Κι όπως ήταν φυσικό, στο κομμάτι της διανομής τα πράγματα δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικότερα: «Εξαιρετικά οξυμμένα ήταν τα προβλήματα και στον τομέα της διανομής. Η αντικατάσταση του ιδιωτικού εμπορίου από “ένα κεντρικά σχεδιασμένο σύστημα διανομής των αγαθών σε πανεθνική κλίμακα”, για την οποία γινόταν λόγος στο πρόγραμμα των Μπολσεβίκων, δεν απείχε πολύ από ευχολόγιο, ή έστω από μακρινό ιδεώδες. Ένα διάταγμα του Απριλίου του 1918, που έδινε τη δυνατότητα στο Λαϊκό Επιτροπάτο Εφοδιασμού, το Ναρκομπρόντ, να αγοράζει καταναλωτικά αγαθά τα οποία να ανταλλάσσει με σιτηρά, παρέμεινε νεκρό γράμμα. Τα όποια σχέδια για τον υποχρεωτικό καθορισμό των παροχών με δελτίο και των τιμών στις πόλεις προσέκρουσαν στην έλλειψη τροφίμων αλλά και στην απουσία αποτελεσματικών διοικητικών μηχανισμών» (σελ. 55-56).

Οι συνθήκες ήταν απολύτως ευνοϊκές για την άνθηση της μαύρης αγοράς και της παραοικονομίας: «Οι όποιες εμπορικές συναλλαγές γίνονταν παρακάμπτοντας όσα ίσχυαν επισήμως. Υπήρχαν κάποιοι “γυρολόγοι” που περιόδευαν στην ύπαιθρο ανταλλάσσοντας καταναλωτικά αγαθά με τρόφιμα, τα οποία εν συνεχεία πουλούσαν πανάκριβα στις πόλεις. Αυτοί οι “γυρολόγοι”, αν και συχνά καταγγέλλονταν από τις αρχές και απειλούνταν με σύλληψη ή και εκτέλεση, εξακολουθούσαν να ευημερούν» (σελ. 56).

Ο Carr θα παραθέσει κι άλλα στοιχεία: «Οι προσπάθειες που έγιναν να ελεγχθούν, και κατ’ επέκταση να αξιοποιηθούν, οι μηχανισμοί και τα δίκτυα των συνεταιρισμών προκάλεσαν την αντίδραση των ενδιαφερομένων, και επιπλέον τα αποτελέσματα που είχαν δεν ήταν άξια λόγου. Καθώς το χρήμα έχανε με ταχύ ρυθμό την αξία του, καταστρώθηκαν σχέδια για ανταλλαγές σε είδος μεταξύ πόλεων και υπαίθρου, τα οποία όμως προσέκρουσαν στην έλλειψη καταναλωτικών αγαθών χρήσιμων στον αγροτικό πληθυσμό» (σελ. 56).

Το κύριο ζήτημα, όμως, ήταν η τροφοδοσία του Κόκκινου Στρατού: «Τα κρίσιμα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου, όταν η τύχη του καθεστώτος φαινόταν να κρέμεται από μια κλωστή και τα εδάφη που βρίσκονταν υπό τον έλεγχό του αυξομειώνονταν, η τροφοδοσία του Κόκκινου Στρατού, ο εφοδιασμός της πολεμικής βιομηχανίας με πρώτες ύλες και οι ανάγκες των κατοίκων των πόλεων σε τρόφιμα καλύπτονταν με την πρωτόγονη αλλά κατά κανόνα αποτελεσματική μέθοδο των κατασχέσεων και των επιτάξεων. Σαφής προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής ήταν η εξασφάλιση της τροφοδοσίας του Κόκκινου Στρατού, ενώ ελάχιστα περιθώρια υπήρχαν για κάλυψη των αναγκών των πολιτών. Η εκτεταμένη προσφυγή στη μέθοδο της επίταξης της σοδειάς τους ήταν, άλλωστε, αυτή που τροφοδοτούσε τη διάχυτη δυσαρέσκεια των αγροτών και την αποστροφή τους για τις επιλογές του καθεστώτος κατά την περίοδο του λεγόμενου πολεμικού κομμουνισμού» (σελ. 56-57).

Οι Μπολσεβίκοι στην προσπάθειά τους να ανεβάσουν την παραγωγικότητα άσκησαν πίεση και στις εργασιακές σχέσεις. Το σύστημα του «εργατικού ελέγχου» που δεν είχε ανάγκη από την επίβλεψη του διευθυντή-καταπιεστή αποδείχθηκε εξόχως αναποτελεσματικό. Τα σχετικά με την αυτοπειθαρχία των εργατών που θα εξασφάλιζε το μέγιστο του αποτελέσματος στην παραγωγική διαδικασία δεν επιβεβαιώθηκαν: «Σημαντικές ήταν και οι συνέπειες που είχαν τα μέτρα αυτής της περιόδου στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων. Η αρχική ελπίδα ότι μέτρα καταναγκασμού θα ήταν απαραίτητα μόνο στην περίπτωση των γαιοκτημόνων και των αστών, ενώ οι εργασιακές σχέσεις θα μπορούσαν να ρυθμίζονται με βάση την αυτοπειθαρχία των εργατών, σύντομα αποδείχθηκε φρούδα. Ο “εργατικός έλεγχος” στην παραγωγή, που αρχικά είχε ενθαρρυνθεί και είχε μάλιστα συμβάλει στο να καταλάβουν την εξουσία οι Μπολσεβίκοι, δεν άργησε να οδηγήσει σε καταστάσεις χάους και αναρχίας. Ήδη από τον Ιανουάριο του 1918, με την κρίση να γίνεται κάθε μέρα και οξύτερη από άποψη παραγωγικότητας, ο Λένιν αναγκάστηκε να δηλώσει ότι πρακτικά ο σοσιαλισμός υιοθετεί την άποψη “ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω”. Παράλληλα, το Λαϊκό Επιτροπάτο Εργασίας (Ναρκομτρούντ) έκανε λόγο για “σαμποτάζ” και για ανάγκη να ληφθούν μέτρα πειθαναγκασμού». (σελ. 57).

Ο Λένιν αναγκάστηκε να αναθεωρήσει αρκετές από τις απόψεις του: «Αν και κάποτε ο Λένιν είχε καταδικάσει τον τεϊλορισμό (τον αμερικανικής προέλευσης τρόπο οργάνωσης της βιομηχανικής εργασίας σε αλυσίδα) μιλώντας για “υποδούλωση του ανθρώπου στη μηχανή”, τώρα εκθείαζε τις αρετές του και τη δυνατότητά του να αυξάνει την παραγωγή. Επιπλέον, με τον καιρό ο Λένιν θα άφηνε στην άκρη τις κομματικές διακηρύξεις και δεσμεύσεις για “εργατικό έλεγχο” και θα επιχειρηματολογούσε υπέρ του ρόλου του “διευθυντή” στις βιομηχανίες και τις επιχειρήσεις» (σελ. 57).

Κι όχι μόνο αυτό, αλλά οι ανάγκες του εμφυλίου οδήγησαν και σε άλλα σκληρότερα μέτρα: «Τον Απρίλιο του 1919, με τον Εμφύλιο Πόλεμο να μαίνεται, καθιερώθηκε η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, για να ακολουθήσει σύντομα η εκ των πραγμάτων “επιστράτευση” εργατών σε διάφορα καθήκοντα. Την ίδια λίγο πολύ εποχή έκαναν την εμφάνισή τους και τα πρώτα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Παραβάτες του νόμου υποχρεώνονταν να εργαστούν σε κάθε είδους δημόσια έργα, έπειτα από σχετική απόφαση των δικαστηρίων, ή ακόμα και απλώς των υπηρεσιών ασφαλείας. Πιο σκληρές ήταν οι συνθήκες κράτησης και εργασίας στα λεγόμενα “στρατόπεδα συγκέντρωσης”, όπου στέλνονταν κυρίως όσοι κατηγορούνταν για αντεπαναστατική δράση» (σελ. 59-60).

Δεν έλειψαν και οι εκκλήσεις για εθελοντική εργασία: «… τον Μάιο του 1919 ο Λένιν κάλεσε τους εργάτες να μετέχουν στα λεγόμενα “κομμουνιστικά Σάββατα”, στο πλαίσιο των οποίων εργαζόμενοι της Μόσχας και της Πετρούπολης δούλευαν υπερωρίες, εθελοντικά και αμισθί, προκειμένου να εξασφαλίζεται ο ανεφοδιασμός του Κόκκινου Στρατού. Έτσι κάπως γεννήθηκε και ο θεσμός των ουντάρνικων (πρωτοπόρων εργατών), οι οποίοι αναλάμβαναν να φέρουν σε πέρας ιδιαίτερα κρίσιμες εργασίες στο συντομότερο δυνατό χρονικό διάστημα. Χωρίς αυτό το συνδυασμό σκληρού καταναγκασμού και αυθόρμητου ενθουσιασμού ίσως ο Εμφύλιος Πόλεμος να μην είχε κερδηθεί από το σοβιετικό καθεστώς» (σελ. 60).

Ως επιστέγασμα όλων αυτών, την περίοδο του πολεμικού κομμουνισμού τα συνδικάτα έχασαν κάθε ανεξαρτησία: «Ο Τρότσκι, με την ιδιότητα του λαϊκού επιτρόπου του Πολέμου, ήταν ο κατεξοχήν υποστηρικτής της προσφυγής στη “στρατιωτικοποίηση” της εργασίας προαπαιτούμενου για την οικονομική ανασυγκρότηση και ανάκαμψη. Κατά την περίοδο του πολεμικού κομμουνισμού τα συνδικάτα είχαν μετατραπεί σε πειθήνιους εκτελεστές των αποφάσεων του κόμματος και της κυβέρνησης. Οι εργάτες είχαν ουσιαστικά επιστρατευτεί προκειμένου να προσφέρουν την εργασία που ήταν απαραίτητη στα μετόπισθεν. Εξάλλου, όταν οι μάχες σταμάτησαν, αρκετές στρατιωτικές μονάδες μετατράπηκαν σε “τάγματα εργασίας”, κατάλληλα να αναλάβουν σημαντικό ρόλο στο έργο της ανασυγκρότησης της χώρας» (σελ. 60-61).

Όταν όμως ο εμφύλιος τελείωσε νικηφόρα, άρχισαν να ακούγονται φωνές που διαφωνούσαν με όλες αυτές τις εξελίξεις: «… με τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου, άλλαξε και το γενικότερο κλίμα. Όσοι εργάτες δεν έβλεπαν από την αρχή με καλό μάτι τα μέτρα καταναγκασμού, όσοι ήταν υπέρ της ανεξαρτησίας των συνδικάτων, αλλά και όσοι για διάφορους λόγους αντιδρούσαν στον τρόπο με τον οποίο επηρέαζε πλέον ο Τρότσκι τις αποφάσεις του κόμματος, ένωσαν τις δυνάμεις τους εναντίον των μέτρων που εκείνος πρότεινε. Στο 9ο Συνέδριο του κόμματος, το Μάρτιο του 1920, ο Τρότσκι υπερασπίστηκε τις απόψεις του, εξασφαλίζοντας μάλιστα και την υποστήριξη του Λένιν» (σελ. 61).

Ο πολεμικός κομμουνισμός προέκυψε ως ανάγκη μέσα σε συνθήκες κυριολεκτικής εξαθλίωσης. Ο Carr είναι κατατοπιστικός: «Το πιο πιεστικό πρόβλημα ήταν αυτό της έλλειψης τροφίμων· οι κάτοικοι των πόλεων πεινούσαν»
Ο πολεμικός κομμουνισμός προέκυψε ως ανάγκη μέσα σε συνθήκες κυριολεκτικής εξαθλίωσης. Ο Carr είναι κατατοπιστικός: «Το πιο πιεστικό πρόβλημα ήταν αυτό της έλλειψης τροφίμων· οι κάτοικοι των πόλεων πεινούσαν»

Ο πόλεμος που ξέσπασε με την Πολωνία έβαλε στην άκρη τις αντιπαραθέσεις, οι οποίες όμως επανήλθαν δριμύτερες μετά τη λήξη και αυτού του πολέμου: «Όταν όμως ο πόλεμος τελείωσε, το φθινόπωρο του 1920, και παράλληλα ακόμα και οι τελευταίοι θύλακες Λευκών στο νότο είχαν εκκαθαριστεί, φούντωσαν και πάλι οι αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό του κόμματος αναφορικά με τη συνεχιζόμενη αγνόηση ουσιαστικά των συνδικάτων, αλλά και την αναγκαστική εργασία. Ο Τρότσκι που είχε πειστεί ότι το έργο της οικονομικής ανασυγκρότησης θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο, έριξε λάδι στη φωτιά, κατηγορώντας τα συνδικάτα για κωλυσιεργία και ζητώντας τη ριζική αναδιοργάνωσή τους. Ο Λένιν αναγκάστηκε να διαφοροποιηθεί και να διαχωρίσει τη θέση του από εκείνη του Τρότσκι. Στους μήνες που ακολούθησαν έως το 10ο Συνέδριο του κόμματος, το Μάρτιο του 1921, το οποίο και θα σηματοδοτούσε το τέλος του πολεμικού κομμουνισμού, οι καβγάδες και οι αντιπαραθέσεις για το ζήτημα των συνδικάτων συνεχιζόταν με πρωτοφανή σφοδρότητα» (σελ. 61-62).

Το βέβαιο είναι ότι οι περισσότεροι αντιμετώπισαν τα μέτρα του πολεμικού κομμουνισμού ως κάτι αναγκαίο, ως επιβολή από τις ιστορικές συγκυρίες, ως καταναγκαστική παρέκβαση ή ελιγμό προκειμένου να μη σβήσει η επανάσταση: «Το Μάιο του 1918 ο Λένιν μιλούσε για “πρόθεση” να υλοποιηθεί η μετάβαση στο σοσιαλισμό. Όταν λίγους μήνες αργότερα αποφασίστηκαν τα μέτρα που θα γίνονταν γνωστά ως πολεμικός κομμουνισμός […] οι πιο συνετοί από την ηγεσία των Μπολσεβίκων τα είδαν απλώς σαν αναγκαστική επιλογή λόγω της κατάστασης ανάγκης στην οποία βρισκόταν η χώρα, σαν εγκατάλειψη της “προσεκτικής” γραμμής πλεύσης που είχε ακολουθηθεί έως τότε, σαν επικίνδυνο άνοιγμα σε αχαρτογράφητα νερά. Αυτή η προσέγγιση έγινε ακόμη πιο δημοφιλής όταν τέλειωσε ο Εμφύλιος Πόλεμος, και επομένως τα σκληρά μέτρα της περιόδου του πολεμικού κομμουνισμού φαίνονταν όλο και λιγότερο ανεκτά» (σελ. 62).

Ο δρόμος για τη Νέα Οικονομική Πολιτική που θα εισάγει ο Λένιν έχει πλέον ανοίξει: «Έτσι, σε συνδυασμό με τις έντονες αντιδράσεις των αγροτών που οδήγησαν στην εγκατάλειψη του πολεμικού κομμουνισμού και στην υιοθέτηση της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (ΝΕΠ), αυτή η γραμμή πλεύσης έγινε και επίσημη πολιτική του κόμματος» (σελ. 62-63).

Βεβαίως, δεν έλειψαν και τα ηγετικά στελέχη του κόμματος που ασπάστηκαν τα μέτρα του πολεμικού κομμουνισμού και τα ερμήνευσαν όχι ως ελιγμό, αλλά ως προάγγελο της σοσιαλιστικής οικονομίας: «Ορισμένα ηγετικά στελέχη, ωστόσο, χαιρέτισαν τα επιτεύγματα του πολεμικού κομμουνισμού, θεωρώντας τα όχι μόνον οικονομικά επιτυχημένα, αλλά και βήματα προς την κατεύθυνση του σοσιαλισμού. Μπορεί η γενικευμένη εθνικοποίηση της βιομηχανίας να είχε οδηγήσει σε πτώση της παραγωγής, αλλά ο Μπουχάριν, για παράδειγμα, έγραφε αυτάρεσκα ότι “η επαναστατική αποδιοργάνωση της βιομηχανίας” ήταν “ιστορικά αναγκαίο βήμα”. Κατ’ αναλογία, η συνεχής υποτίμηση του νομίσματος περιγραφόταν σαν χτύπημα της καπιταλιστικής αστικής τάξης και πρελούδιο της μελλοντικής κομμουνιστικής κοινωνίας, όπου ο ρόλος του χρήματος θα ήταν παρελθόν και όλοι θα μοιράζονταν τα αγαθά ανάλογα με τις ανάγκες τους. Άλλωστε, σύμφωνα με τους υποστηρικτές αυτής της άποψης, η αγορά είχε πάψει εν πολλοίς να καθορίζει την τιμή των αγαθών, καθώς τα πλεονάσματα των αγροτών επιτάσσονταν και τα κύρια είδη διατροφής μοιράζονταν στους κατοίκους των πόλεων με δελτίο» (σελ. 63).

Κι όχι μόνο αυτό: «Επιπλέον, η βιομηχανία δούλευε με βάση τις κυβερνητικές ντιρεκτίβες και το εργατικό δυναμικό κατανεμόταν και οργανωνόταν με βάση τις ανάγκες όχι της αγοράς εργασίας αλλά των πολεμικών επιχειρήσεων» (σελ. 63).

Αυτό που μένει είναι το τελικό σχόλιο του Carr: «Με το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου ωστόσο, η τραγική οικονομική κατάσταση στην οποία βρισκόταν η χώρα ερχόταν σε πλήρη σύγκρουση με αυτή την ουτοπική εικόνα που εξακολουθούσαν να έχουν ορισμένοι για την κοινωνία. Έτσι, οι όποιες διαφωνίες υπήρχαν ήδη αναφορικά με το χαρακτήρα και τους στόχους του πολεμικού κομμουνισμού θα επανέρχονταν σύντομα στο προσκήνιο, αυτή τη φορά ως διαφωνίες και διαφοροποιήσεις για το χαρακτήρα και το χρονικό ορίζοντα της ΝΕΠ» (σελ. 63).

E. H. CARR: «Μικρή Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης», εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, Αθήνα Ιούνιος 2017.

(Εμφανιστηκε 521 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.