Λόγος και λόγοι. Παλιά και νέα λογο-λογία
Κείμενο: Μάριος Πλωρίτης
Η προεκλογική περίοδος είναι, βέβαια, η ώρα των λόγων. Πολύ περισσότερο που το ρήμα εκλέγω σήμαινε, παλιά, όχι μόνο ξεχωρίζω κάτι ή κάποιον, αλλά και δηλώνω σε άλλους. Και από «δηλώσεις» πια – πριν, κατά και μετά τις εκλογές…
Έτσι ή αλλιώς, η βαρυσήμαντη και πολυσήμαντη λέξη λόγος στάθηκε ένας απ’ τους κύριους άξονες της αρχαιοελληνικής σκέψης και πράξης, και μια απ’ τις πιο σημαντικές προσφορές της στους επιγενομένους – «απογόνους» και μη. Κυριολεκτικά, «εν αρχή ην ο λόγος» για εκείνους -έστω κι αν αυτή η επιγραμματική διατύπωση δεν είναι δική τους, αλλά του ευαγγελιστή Ιωάννη-, ο λόγος με τα πολλαπλά νοήματα και τις διακλαδώσεις του, σ’ όλους τους τομείς του επιστητού.
Πρώτα, και φυσικά, ο λόγος-ομιλία, λαλιά, η προφορική επικοινωνία με τους άλλους (κι ύστερα, η γραπτή, «γραπτός λόγος»).
Αλλά για τους Έλληνες, ο λόγος-λαλιά δεν ήταν πραγματικά «αξιόλογος», παρά όταν διαπλεκόταν με το άλλο νόημα της λέξης: με τον λόγο-λογική. Ο λόγος λογιζόταν άρτιος μόνο όταν ήταν έλλογος, καθοδηγημένος απ’ το οργανωμένο λογικό. Έτσι, έπαιρνε τις παραπέρα σημασίες του: διήγηση, ανάπτυξη ενός θέματος («ρητορικός λόγος»), επαγγελία, φήμη, χρησμός μαντείου, κι ακόμα, σκέψη, λογισμός, παιδεία, «Διάνοια και λόγος ταυτόν» («Σκέψη και λόγος είναι το ίδιο πράγμα»), θα πει ο Πλάτων. Ειδεμή, η γυμνή λαλιά δεν θα ξεχώριζε απ’ την κραυγή των άλογων ζώων. «Αν δεν φιλοσοφήσεις αρκετά, δεν θα είσαι ποτέ ικανός να μιλήσεις για τίποτα», πρόσθετε ο ίδιος («Εάν μη ικανώς φιλοσοφήσει, ουδέ ικανός ποτέ λέγειν έσται περί ουδενός»)[1].
Στη φιλοσοφία τους, το έρεισμά της, ο λόγος-λογική παίρνει τις βαθύτερες προεκτάσεις του. Ο λόγος είναι και η ουσία των πραγμάτων και η αιτία τους (ο «αποχρών λόγος») και το μέτρο τους και ο νόμος που τα διέπει (στον Ηράκλειτο λ.χ.) και η ανάγκη που τα υπαγορεύει («τα πάντα εκ λόγον γίγνεται»: Λεύκιππος). Κι αυτός αποτελεί τη βάση των επιστημών, απ’ την κοσμολογία, την οντολογία, τη γλωσσολογία, ως την πιο εξελιγμένη, πυρηνική τεχνολογία.
Ο φιλοσοφικός λόγος, για να γίνει πιο γλαφυρός, χρησιμοποιεί, ώρες-ώρες, τον διασταυρούμενο λόγο-ομιλία, γίνεται διάλογος -με ανεπανάληπτο πρότυπο τους πλατωνικούς διαλόγους και χαριτωμένη παρωδία τους διαλόγους του Λουκιανού.
Και η διαλεκτική, που επινόησε ο Ζήνων ο Ελεάτης, αναζητά την αλήθεια με συλλογιστικές ερωταποκρίσεις, με αντιπαράθεση λόγου και αντιλόγου, θέσης και αντίθεσης, για να φτάσει (με τον Χέγκελ και τον Μαρξ) στη σύνθεση.
Ο διάλογος στάθηκε, φυσικά, και του Θεάτρου το βάθρο. Από τη στιγμή που ο Θέσπις, κάπου γύρω στα 535, έβαλε τον Εξάρχοντα στον Διθύραμβο να διαλέγεται με τον Χορό, γεννήθηκε το Δράμα – η αντιπαράθεση αισθημάτων και ιδεών, που πραγματώνεται με τον ζωντανό λόγο, την «λέξιν» του Αριστοτέλη. Και κανένας, βέβαια, δεν αμφιβάλλει πως, με όσες «όψεις» και σκηνογραφήματα και θεαματικά παραφερνάλια κι αν πλουτίστηκε η Σκηνή στους αιώνες, ο λόγος, ο διάλογος, μένει και θα μένει η αναντικατάστατη κρηπίδα της.
Αυτός ο λόγος, με τις θετικές και τις αρνητικές παραμέτρους του, ήταν το μέγα «μέσον», το μέγα «όργανο» και στη δημόσια ζωή των Ελλήνων, παλαιών και νεότατων.
Το πρώτο τους κιόλας «έργο του λόγου», η Ιλιάδα, χαρακτηρίζεται έπος, δηλαδή λόγος και, ύστερα, αφήγηση. (Η σαρκαστική ομηρική φράση «ποίον σε έπος φύγεν έρκος οδόντων;», «τι λόγος ξέφυγε απ’ το φράχτη των δοντιών σου;» ταιριάζει, όλο και πιο πολύ, σε όλο και πιο πολλούς «λογάδες» του πολιτικού στίβου). Κι ενώ η Ιλιάδα ιστορεί «ηρωικά κατορθώματα», αποτελείται τόσο από αγώνες με όπλα, οπλομαχίες, όσο και από αγώνες με λόγους, λογομαχίες: η αξιοσύνη στις δεύτερες ήταν, για τους Έλληνες, τόσο σημαντική όσο και η δεξιοσύνη στις πρώτες. Παίρνοντας το λόγο σε μια σύναξη των Αχαιών (των αλλοτινών, βέβαια) ο σοφός γερο-Φοίνικας λέει πως ο Πηλέας, ο πατέρας του Αχιλλέα, τον έστειλε μαζί με το νεαρό γιο του στην Τροία, για να του μάθει «λόγων να γίνει ρήτορας και δουλευτής πολέμων» («μύθων τε ρητήρ’ έμμεναι πρηκτήρα τε έργων»)[2]. Κι ο Οδυσσέας αναδείχνεται ο πιο αποτελεσματικός Έλληνας ηγέτης, επειδή χειρίζεται όσο κανένας το κοφτερό εργαλείο του λόγου.
Πάνω σ’ αυτήν τήν τέχνη και τη διαπάλη των λόγων στηρίχθηκε το πολίτευμα-εύρημα των Ελλήνων, η δημοκρατία. Οι νόμοι, εκεί, δεν ήταν καρποί αυταρχικού καταναγκασμού, αλλά ελεύθερης συζήτησης, όπου «οι λόγοι καταπαλαίουσι λόγους» («οι λόγοι νικάν τους λόγους»), οι αποφάσεις δεν ήταν προϊόντα βίας αλλά πειθούς – που «μοναδικός ναός της είναι ο λόγος» («ουκ έστι Πειθούς ιερόν άλλο πλην Λόγος»), ο «πειθούς δημιουργός», όπως την ονόμαζε ο Γοργίας. Κι ο ίδιος κορυφαίος σοφιστής πρόσθετε πως «αυτή η δύναμη να πείθεις με τους λόγους είναι μέγιστο αγαθό και ταυτόχρονα αιτία ελευθερίας για τους ανθρώπους και (μέσο) να άρχεις στην πόλη σου» («το πείθειν τοις λόγοις… μέγιστον αγαθόν και αίτιον άμα μεν ελευθερίας… άμα δε τον άλλων άρχειν εν τη αυτού πόλει»[3]).
Και βέβαια, στην τέχνη τούτη των λόγων -όπως και σ’ όλες τις άλλες- καμιά πόλη δεν ξεπερνούσε την Αθήνα, όπου υπήρχε «η πιο πλατιά στην Ελλάδα εξουσία του λόγου» («της Ελλάδος πλείστη εξουσία του λέγειν»»). Γι’ αυτό κι ο Πλάτων την αποκαλεί «ερωτευμένη με το λόγο», «φιλόλογο», αλλά και «πολύλογο».
Κι ύστερα σου λένε πως δεν είμαστε απόγονοί τους…
Αλλά οι «προπάτορές» μας δεν είχαν αυταπάτες: ήξεραν πως ο λόγος μπορεί να είναι τόσο βλαβερός όσο και ωφέλιμος, τόσο ζημιογόνος όσο και ζωογόνος. «Συχνά, λίγα λόγια κατάστρεψαν ή ανόρθωσαν ανθρώπους» («πολλά τοι σμικροί λόγοι / έσφηλαν ήδη και κατώρθωσαν βροτούς»), πρόλεγε ο Σοφοκλής[4].
Οι πιο ορθολογιστές, θεωρούσαν πρωτοκύτταρο του λόγου (και μάλιστα, του πολιτικού λόγου) την αλήθεια: «Ούτε υπάρχει, ούτε θα υπάρξει ποτέ γνήσια τέχνη του λόγου χωρίς να κατέχει την αλήθεια», πίστευε ο πυθαγόρειος Λάκων απ’ τη Σάμο («Έτυμος τέχνη άνευ τον αληθείας ήφθαι, ούτ’ έστιν ούτε μη πόθ’ ύστερον γένηται»).[5]
Κοινός ο τόπος, όμως, και κοινή των λαών πείρα, πως ο λόγος είναι το «ιδανικό» μέσο για να παγιδεύεις, να παρασύρεις, να ξεγελάς το «πλήθος» -με ψέματα, με κολακείες, με απάτες, με δολώματα. Τέχνη υψηλή, που κι αυτήν την ήξεραν και την άσκησαν «λαμπρά» οι (και σ’ αυτό) πρόγονοί μας.
Οι σοφιστές κατηγορήθηκαν πως «παρουσιάζουν τα άδικα σαν δίκαια» με τη ρητορική δεξιοτεχνία τους («τον ήττω λόγον κρείσσω ποιείν»). Κατηγορία άδικη για εκείνους τους σπουδαίους εργάτες της πολιτικής τέχνης – όπως είχαμε κι άλλοτε την ευκαιρία να πούμε.
Οι πραγματικοί καταστροφείς και ολετήρες του τόπου ήταν, βέβαια, οι δημαγωγοί, οι δημοκόποι, οι δημοκτόνοι – και οι Έλληνες, εφευρέτες κι αυτής της «επιστήμης», της δημαγωγίας, την πλήρωσαν πανάκριβα, όπως όλοι ξέρουν, κι όπως όλοι σχεδόν ξεχνάνε.
Αυτοί οι «σχεδόν όλοι» ξαστοχούσαν και δεν παύουν να ξαστοχούν το πολύ απλό: πως «είναι σπουδαιότεροι και βαθύτεροι οι λόγοι που αναζητάν την αλήθεια παρά εκείνοι που προσπαθούν να στρεβλώσονν τη σκέψη των ακροατών, (όπως σπουδαιότεροι είναι) οι λόγοι που καυτηριάζουν τα σφάλματα και συμβουλεύουν, παρά εκείνοι που λέγονται για να κολακεύσουν και να ευχαριστήσουν» («σπουδαιοτέρους και φιλοσοφικωτέρους είναι τους της αληθείας στοχαζομένους των τας δόξας των ακροωμένων παρακρούεσθαι ζητούντων, και τους επιπλήττοντας τοις αμαρτανομένοις και νουθετούντας των προς ηδονήν και χάριν λεγομένων»).[6]
Αν σήμερα η δημαγωγία φόρεσε το πιο «μοντέρνο» ρούχο του λαϊκισμού, οι μέθοδοί της μένουν το ίδιο απατηλές κι οι στόχοι της το ίδιο ολέθριοι. Ο άλλοτε «ανθηρός ελληνικός λόγος» έχει γεμίσει όσο ποτέ από τριβόλους και παγίδες. Κι αυτοί καταπνίγουν τη λιγοστή χλωρίδα νηφάλιας κρίσης που μας έχει απομείνει ύστερ’ από τόσα μολυσματικά νέφη λογοκοπίας και λογο-λάσπης, χωρίς καμιάν απολογία και καμιά λογοδοσία για τα λαοφθόρα και λογοφθόρα έργα τους.
Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα», 23.4.1989.
Παραπομπές
[1] 1. Σοφιστής, 263 Α, Φαίδρος 261 Α. Βλ. και Αριστοτέλους Πολιτικά, 1253 Α, 14-15.
[2] I, 443. Μετάφρ. Αλ.Πάλλη. Οι Ν. Καζαντζάκης και Ι. Κακριδής μεταφράζουν: «Να μάθεις να μιλάς στη μάζωξη, να πολεμάς στη μάχη».
[3] Ευριπίδης, Ιφιγένεια εν Αυλίδι, στ. 1013, και Αντιγόνη, απόσπ. 170. Πλάτων, Γοργίας 453 Α και 452 D-E.
[4] Ηλέκτρα, στ. 415.
[5] Σε Πλάτωνα, Φαίδρος 260 Ε.
[6] Ισοκράτους, Παναθηναϊκός, 261.