Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος και η Ορθοδοξία. Ο Αρειανισμός και ο Άγιος Γρηγόριος.
Το κείμενο του Αργύρη Εφταλιώτη -με λίγες ορθογραφικές προσαρμογές στην σύγχρονη κοινή νεοελληνική γλώσσα- είναι από τον πρώτο τόμο του βιβλίου «Ιστορία της Ρωμιοσύνης», που εκδόθηκε στην Αθήνα από το Τυπογραφείο της Εστίας (1901).
Γράφει ο Αργύρης Εφταλιώτης
Πρωταγωνίστησε ο Θεοδόσιος και στη Δύση, και συχνά μάλιστα. Μα οι πράξες του σε κείνα τα μέρη, όσο και να τονέ δοξάζουνε, δεν είναι της δικής μας της ιστορίας. Θα τις περάσουμε ως τόσο κι αυτές με δυο λόγια σαν έρθη η ώρα τους. Ας σημειώσουμε τώρα πως άρχισε δεν άρχισε να κατασταλάζη η Ανατολή από τις Γοτθικές ταραχές και θανατώνεται ο Γρατιανός στο Λούγδουνο της Γαλατίας (383), κ’ εκλέγεται Αυτοκράτορας ο συγκλητικός ο Μάξιμος, με σύντροφο του στην Αφρική και στην Ιταλία τον ανήλικο τον Δεύτερο Βαλεντιανό.
Βαριά του κακοφάνηκε του Θεοδοσίου αυτός ο φόνος του ευεργέτη του. Τούρθε μάλιστα να ξεκινήση και να παιδέψη τους φονιάδες. Οι καιροί όμως ήτανε δύστροποι. Είχε μεγάλους περισπασμούς η Ανατολή. Κ’ έτσι κάμνοντας την ανάγκη φιλοτιμία αναγνωρίζει το Μάξιμο, κλείνει μαζί του συνθήκες, και γυρίζει το νου του στα δικά μας τα βάσανα. Και ποια να ήταν τώρα τα βάσανα μας; Ο Αρειανισμός, και πάλε ο Αρειανισμός, που κάστρο του και στρατόπεδο ήταν η ίδια η Πρωτεύουσα. Σαράντα χρόνους τώρα μας παραζάλισε αυτό το κακό, κ’ έπρεπε πιά να του δοθή μια και καλή κατακεφαλιά. Ησυχία δεν είχε ο τόπος. Κατάντησε μέσα στην Πόλη ναφήνη τη δουλειά του ο κόσμος και να συζητάη θεολογικά. Ορίστε τι λέγουν πως είπε ένας που την είδε την Πόλη τους καιρούς εκείνους. «Άλλο δε βλέπεις» είπε, «παρά θεολόγους. Ως κ’ οι δουλευτάδες, κ’ οι σκλάβοι, θεολόγοι καταντήσανε. Στους δρόμους, σταργαστήρια, παντού διδαχές ακούς και τίποτις άλλο. Πηγαίνης ναλλάξης ένα νόμισμα, κι αρχίζουν πρώτα και σου ξηγούν τι διαφέρει ο «Υιός» από τον «Πατέρα». Ένα ψωμί πας να γυρέψης, και σου αποκρίνουνται πως ο «Υιός» είναι κατώτερος από τον «Πατέρα». Τέλος ρωτάς αν είναι έτοιμο το λουτρό σου, κι άλλη απάντηση δε σου δίνουν παρά πως πρέπει να γεννήθηκε από το Τίποτις ο «Υιός». Και δεν ήτανε μονάχα οι Αρειανοί, παρά και πλήθος άλλες αιρέσεις που ο Αρειανισμός τις χάιδευε και τις προστάτευε, για να τις έχη μαζί του.
Ήταν ο Θεοδόσιος αποφασισμένος να τα σταματήσει αυτά βαφτισμένος όντας ατός του μ’ όλους τους ορθόδοξους Κανόνες, είχε το θάρρος να κήρυξη την Ορθοδοξία είδος ηθικό χτήμα της Βασιλείας του, και με το διάταγμα του εκείνο του 380 καθιερώθηκε νόμος απαράβατος, ο κάθε υπήκοος ένα μονάχο δόγμα να πρεσβεύη, το δόγμα του Επισκόπου της Ρώμης και της Αλεξάντρειας «Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα, ομοούσιον και άχώριστον», και να λέγουνται τώρα κι ομπρός όλοι τους Καθολικοί Χριστιανοί. Τέτοια μέτρα εμάς μας φαίνουνται σήμερα, όχι πια άτοπα, μα και γελοία. Όταν όμως ανιστορήσουμε τη σύχυση που φέρανε στον κόσμο οι αντίπαλοι της Ορθοδοξίας, την ασυνειδησία τους, την ιδιοτέλεια, ας αφήσουμε πια τις σοφιστείες τους, το νοιώθουμε πως εδώ άλλο τρόπο δεν είχε παρά αυτοκρατορική τσεκουριά. Ορίστε τι έλεγε το διάταγμα: «Κι επειδή κρίνουμε πως όλοι οι άλλοι είναι τυφλοί και κουτοί, τους καθίζουμε στο μέτωπο τη σιχαμερή ονομασία αιρετικοί, και τους απαγορεύουμε να μαζεύουνται στο ιερό τόνομα της Εκκλησίας. Εξόν από τη θεία δίκη, θα λάβουν αυτοί και τη δική μας την παίδεψη».
Έτσι μα το ναι τους άξιζε τους αδιόρθωτους εκείνους μωρολόγους, ταποσκυβαλίσματα εκείνα της παλιάς σοφιστικής, το κακορίζικο αυτό στοιχείο που μας σώζεται, αν και μ’ άλλες μορφές ως τα σήμερα, κι απ’ άλλη γλώσσα δεν παίρνει, παρ’ από τη γλώσσα της προσταγής. Δυστυχία μας όμως που δε βγαίνουν καθεμέρα και Θεοδόσιοι.
Δε σταμάτησε ως εκεί ο Θεοδόσιος. Έπρεπε όχι μονάχα με νόμους, μα και μ’ Ορθόδοξο Εκκλησιαστικό διοργανισμό να γκρεμιστή ο Αρειανισμός. Έπρεπε να διοριστή Ορθόδοξος Πατριάρχης, να συστηθή Σύνοδος, να κανονιστούν άλλη μια φορά τα Εκκλησιαστικά, και να λείψη κάθε φόβος μήπως και ξαναπροβάλη ο εφτάψυχος εκείνος δράκος. Φρόνιμα μέτρα, όχι όμως και φρόνιμα εχτελεσμένα όλα τους, καθώς θα δούμε.
Πριν ναρχίσουμε από τον Πατριάρχη πρέπει να γυρίσουμε λίγο ξοπίσω, στον καιρό δηλαδή όταν απέθανε ο Βάλεντας, και που μην αποκοτώντας πια οι Ορθόδοξοι μήτε να σαλέψουν από την αρειανική τυραννία, στοχαστήκανε νανεβάσουνε στον αρχιερατικό θρόνο άνθρωπο μεγάλο, δυνατό και με λόγο, να πολεμάη τους Αρειανούς.
Και τέτοιος άλλος ποιος ήταν τότες παρά ο Γρηγόριος; Τον προσκαλέσανε λοιπόν από τη Ναζιανζό, εκεί που τον είχαμε αφημένο, και δέχτηκε. Ήρθε στην Κωσταντινούπολη, τον αποδέχτηκε κάποιος του συγγενής, κι αμέσως του άνοιξαν παρακκλήσι και τονόμασαν της Άγιας Αναστασίας. Αυτό το παρακκλήσι έγινε μεγαλόπρεπη εκκλησιά κατόπι. Απ’ αυτής της εκκλησιάς τον άμβωνα πρωτολάλησε μέσα στην Πόλη ο Γρηγόριος. Γέμιζε ο ναός πιστούς, γέμιζε κι ο Αρειανισμός πάθος και ζούλια. Ως και πως τρεις Θεούς δίδασκε τον αβάνιαζαν [σ.σ.= τον κατηγορούσαν], και με κάθε τρόπο παρακινούσαν τον όχλο να σηκωθή και να κατατρέξη τους Αιρετικούς του Αθανασίου! Όλη το λοιπόν η προστυχιά της Πόλης, άντρες, γυναίκες, και κάμποσοι Αρειανοί καλόγεροι, ξεκινούνε μιά μέρα από τη Μητρόπολη της Αγιά Σοφιάς, σπάνουν τις θύρες της Αγίας Αναστασίας, και ρημάζουν το παρακκλήσι με λιθάρια, με μαγκούρες και μ’ αναμμένα δαδιά. Πήγε να πεθάνη από τη λύπη του ο δύστυχος ο Γρηγόριος. Μα η αγάπη που του είχαν οι πιστοί του, ο ενθουσιασμός τους, το χρέος, το δίκιο, τον έκαμαν και βάσταξε αυτή τη φορά, και δεν τα χτύπησε κάτω, καταπώς συνήθιζε κ’ ήτανε φυσικό του. Εκεί απάνω πρόβαλε κι ο Θεοδόσιος με το διάταγμά του. Και καθώς είπαμε, μη σταματώντας ως εκεί, παρ’ αποφασισμένος να τη στεριώση μιά και καλή την Ορθοδοξία, πιάνει την Αγιά Σοφιά με τ’ αυτοκρατορικά του στρατέματα, ξεθρονιάζει τον Αρειανό Επίσκοπο το Δημόφιλο, κι ανεβάζει στο θρόνο το Γρηγόριο με μεγάλη παράταξη. Γεμάτοι οι δρόμοι, γεμάτα τα παράθυρα κόσμο. Ως και των σπιτιών οι στέγες φορτωμένες άντρες, γυναίκες, παιδιά και γέρους, άλλοι ξεφωνίζοντας από τη χαρά τους, άλλοι βογκώντας από λύπη και καταριώντας. Κι ο Αυτοκράτορας, τριγυρισμένος με τα τάγματα του, οδηγούσε το Γρηγόριο στην Αγιά Σοφιά να τον κήρυξη Ορθόδοξο Πατριάρχη.
Του αγγελόκαρδου Ιεράρχη ως τόσο δεν του έρχουνταν τα τυραννικά εκείνα τα μέτρα, που άλλος πιο φιλόδοξος θα τα χαιρότανε· μόνο του φάνηκε, λέει, σα να περνούσε κείνη τη μέρα από κουρσεμένη πόλη, που κάποιος βάρβαρος καταχτητής ήρθε και την κυρίεψε. Κ’ έτσι είναι. Η βία, και μάλιστα η στρατιωτική η βία, ποτές δε φαίνεται θεάρεστο πράμα. Ανιστορώντας όμως ένα Γρηγόριο τριγυρισμένο μ’ αυτοκρατορικούς στρατιώτες, τέτοια χρυσή ψυχή να προστατεύεται από λαμπροστόλιστες λεγεώνες, δίχως να θέμε τη συχωρούμε τη βία πούκαμε και μια θεάρεστη πράξη. Και δεν ήταν ως τόσο απλή βία. Ήταν ο καθάριος κι ο πραχτικός ο νους του Θεοδοσίου, πούβλεπε πως άλλον τρόπο δεν έχει. Μακάρι να τάβλεπε έτσι κι ο Κωσταντίνος! Αν τον ένοιωθε τον Αρειανισμό ο Κωσταντίνος, δε θα κατάφευγε σε τέτοια μέτρα ο Θεοδόσιος.
Έξη βδομάδες δεν πέρασαν, και προστάζει ο Αυτοκράτορας εξορία σ’ όσους ιερωμένους αρνιούνταν ακόμα της Νίκαιας το δόγμα. Αλλαξοπίστιζαν τότες οι Άρειανοι, τι να κάμουν. Γκρεμίζουνταν η ψευτοσοφία, και θεμελιώνουνταν η ορθοδοξία.
Έμεινε το λοιπόν ο Γρηγόριος πνευματικός πατέρας της φουρτουνιασμένης εκείνης κοινωνίας. Και πρέπει να ειπωθή προς τιμή του -αγκαλά καθώς ξέρουμε του ήτανε φυσικό- πως άλλη βία ατός του δε μεταχειρίστηκε για να καθησύχαση τα ταραγμένα εκείνα πλήθη παρά τη δύναμη του λόγου και της αγγελικής του αγαθωσύνης, πασκίζοντας με το καλό να μεταπείθη τον κάθε αλλόδοξο. Η πολιτική όμως αύτη, όσο χριστιανική κι αν ήταν, κ’ ίσια ίσια επειδή ήτανε χριστιανική, δεν πολυάρεζε στο Παλάτι. Δεν ταίριαζε με τους αγριώτερους τρόπους των Αυλικών, που για να κολακεύουν το Θεοδόσιο γύρευαν ακόμα πιο τυραννικώτερα μέτρα. Απάνθρωπο πράμα, αφού μάλιστα οι Αρειανοί δε φάνηκαν και πολύ δύσκολοι σαν είδανε τα στενά. Συσταίνεται κατόπι από το Θεοδόσιο κ’ η δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος στην Κωσταντινούπολη (381) με σκοπό να καθαρίση την Εκκλησία από κάθε αίρεση κι από κάθε ανωμαλία που της προξένησε ο Αρειανισμός, καθώς και να πανηγυρίση την ανάσταση της Ορθοδοξίας. Μα αντίς να ειρηνέψη τον κόσμο αυτή η Σύνοδος γέννησε νέα σκάνταλα, με το να ενεργήσανε οι Αυλικοί να συστηθή κόμμα μέσα της και να πολεμήση το Γρηγόριο, που δεν τους κατάτρεχε πιο αλύπητα τους Αρειανούς, Μόνο και σα να πήγαινε από το μέρος τους. Και τότες, που έπρεπε ό Γρηγόριος, αν είχε του Αθανασίου ή του Βασιλείου το χαραχτήρα, να μείνη σταθερός κι ακλόνιστος και να διαφεντέψη τη φιλανθρωπική εντολή της θρησκείας, άρχισε σταλήθεια να βαριεστίζη και να κλονίζεται και να λαχταρή την ποιητική τη γαλήνη, που πάντα τηνέ ζητούσε άμα του φαίνουνταν ανυπόφερτος πια ο κόσμος! Κι αντίς νανέβη το βήμα και να τους κοπανίση τους κομματικούς εκείνους κ’ ίσως αγορασμένους Επισκόπους μ’ αντρίκια λόγια, σηκώθηκε και τους μίλησε σαν καλός πνεματικός και τους σύστησε ειρήνη κι αγάπη. Κι αυτό πάλε καλό κι άγιο· μήτε ως εκεί όμως δεν έμεινε, παρά τους πρότεινε ύστερα να τραβηχτή ο ίδιος από το θρόνο, μα και στη θάλασσα να πάη να πέση, ανίσως και στάθηκε αφορμή της νέας αυτής ταραχής. Κι από κει πηγαίνει και δίνει την παραίτηση του στο Θεοδόσιο· κι ο Θεοδόσιος, δίχως άλλο γυρισμένος από τους κακορίζικους Αυλικούς του, τη δέχεται την παραίτηση! Σα να του βαριοφάνηκε του Γρηγορίου η αλλαγή αυτή του Θεοδοσίου. Σα να μην το πρόσμενε τέτοιο φαρμάκι ύστερ’ από τόσες και τόσες τιμές. Συγκαλεί τότες τους εκατόν πενήντα εκείνους Συνοδικούς, τους δίνει μια διδαχή που έπρεπε να τους την είχε δοσμένη απαρχής, τους προσωποδέρνει που όλο ραδιουργούσαν και παραβγαίνανε σα να ήταν Ιπποδρόμιο η θρησκεία, έπειτα κάμνει την περίφημη Απολογία του με λόγια ρητορικά και με τη συνηθισμένη του τέχνη. Αγκαλά έχοντας το δίκιο μαζί του, και δίχως τέτοια τέχνη, και μάλιστα με κάτι πιότερη επιμονή και θέληση, ακόμα καλλίτερα μπορούσε να τους αποστομώση τους θεομπαίχτηδες. Πιο ωραία απ’ όλα είναι η αποστροφή του λόγου εκείνου, όταν αποχαιρετάει τα δοξασμένα μεγαλεία του Βυζαντίου.
Έσυρε κ’ έφυγε λοιπόν από τη Βασιλεύουσα ο Γρηγόριος, προς μεγάλη χαρά των εχτρών του, μα όχι και δίχως αξιοπρέπεια. Κι αφού πέρασε από την Καισαρεία κ’ έβγαλε επιτάφιο λόγο του Βασιλείου, πεθαμένου τότες και μερικούς μήνες, ξαναγύρισε στην πατρίδα του την Αριανζό, κ’ εκεί πέρασε όση ζωή τούμνησκε γράφοντας στίχους και καλλιεργώντας το περιβόλι του. Απέθανε στα 389.
Αυτός είναι ο χαριτωμένος μας ο Άγιος Γρηγόριος, που ως τα σήμερα τονέ γιορτάζουμε και τον προσκυνούμε μαζί Με τους άλλους δυο μεγάλους Ιεράρχηδες, Βασίλειο και Χρυσόστομο.
Καθώς είπαμε, τύπος καθαυτό ρωμαίικος· ρωμαίικος όμως από κείνους που έχουνε μεγάλη κι απλοϊκή καρδιά, βαθειά ευλάβεια και συμπάθεια, μερική αστασία, τέλος και κάποια δόση από ποίηση μέσα τους. Μεγάλα ως τόσο πράματα δεν ήταν η ποίηση του ως τέχνη, αν και τους έβγαζε με τις χιλιάδες τους στίχους ο βλογημένος. Είδος «θρησκευτικές μελέτες» τις είπανε μερικοί· και το περίεργο, λουσμένες με κάποια λυπητεράδα που μας δείχνει πως ο λεγόμενος ρωμαντισμός καινούριο πράμα δεν είναι. Καθαυτό τέχνη του ήταν η εκκλησιαστική ρητορική, οι Λόγοι του, που όσο και να μην ανέβηκαν ως ταττικά ύψη του Βασιλείου, έχουν όμως τη χάρη, τη γλύκα και τη συμπάθεια πούβγαζε πάντα η ποιητική του ψυχή.
Οι φωτογραφίες είναι από εδώ: https://el.wikipedia.org/