O Μέγας Θεοδόσιος και οι Γότθοι
Κείμενο: Αργύρης Εφταλιώτης
Από τον καιρό του Μεγάλου Κωσταντίνου ως τα τώρα, πενήντα χρόνια και κάτι, δε μας ξαναφάνηκε Βασιλέας που να στάθηκε ξέχωρα κι αψηλότερα από προκατόχους κι από, διαδόχους· κι όχι πάλι με μεγάλα και με λαμπρά κατορθώματα, αυτά δε ματαγίνουνται και καθεμέρα· μα ας πούμε με κάποιον έξοχο χαραχτήρα, Με γερή γνώση, και μ’ αλύγιστη θέληση, άνθρωπος έχοντας χρήσιμο και σοβαρό σκοπό μες στο νου του, μα και δύναμη και τέχνη να τονέ βγάζη πέρα, έχει δεν έχει μπόδια· ηρωικός άνθρωπος, αληθινός Βασιλέας. Κ’ ίσως μήτε πολυχρειάστηκε τέτοιο είδος ήρωας ως τα τώρα. Σ’ αυτήν όμως την εποχή κατάντησε χρειαζούμενος, κ’ έπρεπε να φανή. Κ’ η Πρόνοια που λες και πάντα μας αγαπούσε, που καθώς θα δούμε, όχι μιά και δυο, παρά κάμποσες φορές, ύστερ’ από σειρά ανωφέλευτους Αυτοκρατόρους μάς έφερνε κ’ έναν της ανθρωπιάς άμα καταντούσε το κράτος στο μη παρακείθε, το τέλεσε και τώρα το θάμα της, πλημμυρισμένος καθώς ήταν ο τόπος με Γότθους από τη μια, παραζαλισμένος με τον Αρειανισμό από την άλλη. Το τι θαπογινόμαστε ανίσως και δε μας έρχουνταν ο Μέγας Θεοδόσιος, που του άξιζε μα την αλήθεια τέτοιο καλορίζικο όνομα, σα δύσκολο να λογαριαστή.
Ας πούμε λοιπόν πως από Θεού θέλημα ο διάδοχος του Βαλεντιανού, ο γνωστικός ο Γρατιανός, βλέποντας από τη Ρώμη πως δεν μπορούσε όλα να τα προφταίνη, έφερε από την Ισπανία το Θεοδόσιο, το γιο του στρατηγού του Θεοδοσίου που μεγάλα πολεμικά κατορθώματα είχε πραγμένα στου Βαλεντιανού τον καιρό, και τον προσκάλεσε να μας πάρη στον ώμο του.
Κατέβηκε ο Θεοδόσιος στα 379, τριάντα τριώ χρονώ νέος. Σε τέσσερεις μήνες μέσα, από την ήσυχη μοναξιά του βρέθηκε στα βυζαντινά τα παλάτια και θρονιάστηκε, όχι βασιλέας που η από κληρονομιά ή με βία πήρε την κορώνα, παρά σαν άνθρωπος που έλαβε προσταγή να πάη εκεί να κάμη το χρέος του. Τον τήραε ο κόσμος πορφυρωμένο και θάμαζε την αντρίκια του όψη, τη μεγαλόπρεπη και χαριτωμένη κορμοστασιά του, λέγοντας πως έμοιαζε του Τραϊανού, καθώς τον ήξεραν από τις εικόνες του.
Πρώτη του έννοια και φροντίδα ήτανε φυσικά να γλυτώση τον τόπο από τους Γότθους. Κ’ εδώ φάνηκ’ αμέσως ο μεγάλος του νους. Επειδή βλέποντας τέτοιους φοβερούς εχτρούς σκόρπιους μέσα στο κράτος, κι από την άλλη μεριά τα στρατέματα, όσα μνήσκανε, λαφιασμένα και μήτε να δούνε Γότθο μην αποκοτώντας, σοφίστηκε, οργάνισε, κ’ έβγαλε πέρα πολιτική πούφερε μεγαλύτερα ίσως αποτελέσματα από λαμπρή νίκη. Μένοντας ο ίδιος στη Θεσσαλονίκη, που την έκαμε Στραταρχείο του, λάβαινε από κάθε μέρος μαντάτα κι έστελνε προσταγές. Ο πόλεμος του με τους Γότθους ήταν είδος κλέφτικος πόλεμος. Έχοντας κάστρα στημένα σε διάφορα στρατηγικά μέρη, τους ενοχλούσε, τους χώριζε, τους σάστιζε, στιγμή δεν τους άφηνε ήσυχη. Με τρόπο όμως πάντα κι όχι κατά το σύστημα του Βάλεντα. Έτσι συνέφερνε κι ο στρατός αγάλι αγάλι από την τρομάρα του. Σκόρπιζε και κάτι λόγια ο Αυτοκράτορας κάθε λίγο που δίνανε θάρρος κι ελπίδα στους δικούς του, φόβο κι ανησυχία στους Γότθους. Δε ζούσε πια τώρα κι ο πιδέξιος ο στρατηγός τους ο Φριτιγέρνης, που αυτός μόνος ήξερε να τους φυλάη ενωμένους τους Γότθους και να τους κυβερνάη με κάποιο στρατηγικό σύστημα, κι έτσι κομματιαστήκανε κι ανεμοσκορπιστήκανε σε διάφορα μέρη. Αρχίσανε να μαλώνουν κι αναμεταξύ τους. Αυτό ζητούσε κι ο Θεοδόσιος. Ήρθε η ώρα του να το λύση το ζήτημα. Βγαίνει λοιπόν και τους αγοράζει έναν έναν τους αρχηγούς με δώρα και μ’ αξιώματα, και τους παίρνει μέσα στον Αυτοκρατορικό το στρατό. Ένας τους τότες, ο Μοδάρης, τόσο πιστός έμεινε στον Αυτοκράτορα, που βγήκε ύστερα και χτύπησε τους πατριώτες του κι έσφαξε ως τέσσερις χιλιάδες τους.
Σε κείνα τα χρόνια απάνω (381), περνάει τον Ποταμό και κατεβαίνει κι ο Αθαναρίχος, μεγάλος Αρχηγός και Κριτής, μ’ άλλους πάλι Γότθος κι αυτός. Και πολλοί από τους παλιούς Γότθους τον αποδέχουνται και τον ορίζουνε Βασιλέα τους. Γέρος όμως όντας ο Αθαναρίχος και στοχαζούμενος άνθρωπος, αντίς να κάθεται και να συλλογιέται πολέμους και σφαγές, πηγαίνει ίσια στο Θεοδόσιο και του προτείνει να συνθηκέψη μαζί του. Κι ο Θεοδόσιος τι άλλο ήθελε; Βγαίνει και τον ανταμώνει απέξω από την Πρωτεύουσα, έπειτα τον παίρνει μέσα και του κάμνει μεγάλες και βασιλικές τιμές. Πήγε να τα χάση ο Αθαναρίχος. Τηράει από τη μια, τηράει από την άλλη, όλο πλούτη και μεγαλεία. Δε βάσταξε πια τότες, μόνο ξεφώνησε «Τώρα τα βλέπω και γω με τα μάτια μου όσα τόσους χρόνους τάκουγα και δεν τα πίστευα, τόσα αξετίμητα πλούτη, τόσα θεϊκά μεγαλεία!» Η θέα της πεντάμορφης Πόλης, τα θεόρατα τειχίσματα της, τα μαρμαράχτιστα χτίρια, ο λιμένας με ταρίφνητα του καράβια, όλ’ αυτά τον ξετρέλαναν και ξαναφωνάζει «Μα την αλήθεια επίγειος Θεός είναι ο Ρωμαίος ο Αυτοκράτορας. Κι όποιος κοτάει να σηκώση απάνω του χέρι, με το αίμα του πρέπει να το πλερώνη». Κ’ έτσι από εχτρός που ξεκίνησε κατάντησε φίλος και σύμμαχος. Και σαν πέθανε λίγο κατόπι στην Πόλη ο γέρος ο Γότθος, τέτοιες παράταξες του κάμανε, τέτοια μνημεία του στήσανε, που ο στρατός του το καταχάρηκε, κι από τη χαρά του έτρεξε και μπήκε σύσσωμος στο βασιλικό το στρατό.
Μια και χωνεύτηκαν οι Βησιγότθοι του Αθαναρίχου μες στο στρατό, ποιος άλλος Γότθος να τολμήση και ναντισταθή στην Αυτοκρατορία! Όλοι τους οι αρχηγοί κατέβαιναν ένας ένας και κάμνανε συνθήκες και προσκυνούσαν, κι έτσι χύθηκαν όλοι στο χωνευτήρι. Κι όσοι τους πάλε μήτε στο στρατό δεν μπήκανε μήτε στην πρωτεύουσα δεν έμειναν, πήγαν άλλοι στη Θράκη, δηλαδή οι Βησιγότθοι, κι άλλοι στη Φρυγία, Οστρογότθοι αυτοί κατεβασμένοι στα 386, όσοι τους δηλαδή δα σφάχτηκαν ή δεν πεταχτήκανε στον Ποταμό περνώντας, επειδή πιάστηκαν τότες σ’ αναπάντεχη παγίδα από τ’ αυτοκρατορικά πλοία.
Είπαμε παραπάνω πως τον προσκύνησαν οι Γότθοι τον Αυτοκράτορα. Δεν ήταν όμως κι όλως διόλου προσκύνημα. Ήτανε μισό υποταγή και μισό συμμαχία. Ένα είδος ανεξαρτησία την είχαν ακόμα στις επαρχίες που πήρανε για κατοικία τους. Αν και Βασιλέας τους ο Θεοδόσιος, φύλαξαν όμως και τους Κριτάδες τους, κι αυτοί τους κυβερνούσαν. Και φαίνεται πως μήτε φόρους δεν πλέρωναν, παρά μένανε μέσα στον τόπο καθώς είπαμε σαν είδος σύμμαχοι. Από κει λοιπόν ονομάστηκαν οι περίφημοι οι Φοιδεράτοι, οι στρατιωτικοί εκείνοι με τις χρυσές τις τραχηλιές, με ταρχοντικά τα στολίδια, με τους μεγάλους μισθούς, και με τις παραλυμένες συνήθειες. Ακόμα πιο περίεργο, πού και στο στρατό μέσα έμνησκαν ξέχωρα από τους άλλους, με δικούς τους στρατηγούς κι αξιωματικούς, κ’ επειδή ανέβαιναν ως σαράντα χιλιάδες, ήταν πάντα φόβος να σηκώσουν κεφάλι και νανοίξουν καινούργιες δουλειές, μόνο που γεωργικός όντας ο λαός τους θα καταντούσε ναλησμονήση με τον καιρό τάρματα και τη γλύκα τους.
Εκείνο που στάθηκε για τα μας το χειρότερο στην αρχή ήταν που εξόν από τα στρατιωτικά πήραν κάμποσοι τους και πολιτικά αξιώματα, και με τους βαρβαρικούς τρόπους τους, με τις παραλυσίες τους, καθώς και με τη μεγαλύτερη πονηριά τους δεν μπορούσανε φυσικά να το καλλιτερέψουν το ηθικό της ανώτερης κοινωνίας. Αυτή η ανακατωσιά θα μας ξηγήση πολλά και δραματικά που θα ιστορήσουν παρακάτω.
Ο μαρασμός όμως αυτός της κοινωνικής, και μάλιστα της πολικής ηθικής στα πρώτα τους χρόνια, δεν πάει να πη και πως τη φαρμάκεψαν ή πως τη νόθεψαν τη φυλή μας οι Γότθοι εκείνοι. Σαν ανακατεύουνται δυο φυλές κι η μια συχωνεύεται μέσα στην άλλη, η φυλή που απομένει είναι πάντα ωφελημένη κι όχι ζημιωμένη φυλή. Πρώτα, που φανερώνεται πως είναι η δυνατότερη, αφού καταπόνεσε την άλληνα. Έπειτα, παίρνει και καινούριο αίμα στις φλέβες της, κι αίμα καινούριο πάει να πη καινούρια δύναμη και ζωή. Αυτές οι ζυμωσιές ξαναδευτερώθηκαν απανωτά στον τόπο μας, αγκαλά όχι καθώς σ’ άλλους τόπους. Ανίσως και μας πλάκωναν πιότεροι ξένοι, ας ήταν και βάρβαροι, με τη δύναμη που είχε πάντα το Γένος να τους μεταπλάθη και να τους κάμνη Ρωμιούς (καπότες κι όξω από τον τόπο του), θα στεριώνουνταν το σκαρί του ακόμα πιο δυνατότερα. Μα για κακή μας τύχη μήτε οι Γότθοι δεν ήταν αρκετοί, κ’ οι Σλάβοι κατόπι σκορπιστήκανε σ’ έξοχες και σε χωράφια, κι όχι μέσα στις πολιτείες, και έτσι δεν ωφελήθηκε ίσως ο τόπος όσο έπρεπε από δαύτους. Ο ξένος έχει μονάχα φόβο σαν κατεβαίνει και ξεσκουπίζει απ’ άκρη σ’ άκρη το ντόπιο στοιχείο, και μάλιστα το κυβερνητικό του μέρος.
Η ιδέα πως ένας λαός πρέπει να μένη ανακάτευτος για να φυλάξη την ευγένεια του, είναι ιδέα κι αυτή «του Λεπρέντη», που λέει ο λόγος, και φανερώθηκε πια σήμερα θεότρανα η μποσικάδα της. Ένας λαός φυλάγεται καθάριος, σώνει να φυλάη γλώσσα, θρησκεία, φιλολογία, φρονήματα καθάρια. Το αίμα του ας σμίγεται καπότες, αυτό κι ωφέλιμο είναι και χρειαζούμενο μάλιστα. Επειδή νερουλιάζει και ξεθυμαίνει του λαού το αίμα μένοντας αιώνες κι αιώνες ξεχωρισμένο από καινούρια ζωή. Η μηγαρίς το ίδιο δεν παρατηρούμε και σε πολλά φυτά και δέντρα που σα δε μεταφυτευτούνε ή σα δε μπολιαστούνε, μένουν αρρωστιάρικα, άχυμα κι άκαρπα κούτσουρα στα χωράφια τους μέσα; Η ωφέλεια που φέρνει σε μια φυλή το ξένο το στοιχείο είναι φυσιολογική αλήθεια που την απόδειξε κατά πλάτος και κατά φάρδος ή τωρινή φυλή -επειδή φυλή πια είναι σήμερα- των Αμερικανών: Τάχατις πιο καλότυχοι στάθηκαν και καλλίτερα φύλαξαν το μεγαλείο τους οι Πολωνοί που έμειναν ανακάτευτοι τώρα και κάμποσους αιώνες;
Αυτά, και λίγ’ ακόμα που ίσως θα ειπωθούν όταν έρθουμε στους Σλάβους, σώνουνε για τον καλοθελητή μας το Φαλμεράγερο και τους οπαδούς του, που αντίς να μας αποδείξουν πως χάθηκε η ρωμαίικη η φυλή, αποδείξανε πως έζησε, αφού μπόρεσε τόσους και τόσους ν’ απορρουφήξη· καθώς και για κείνους που του δώκανε σημασία κ’ έγραψαν τόμους και τόμους για να τονέ βγάλουν ψεύτη.