Τα πολεμικά κατορθώματα των Αθηναίων κατά τους περσικούς πολέμους. Η εκστρατεία του Ξέρξη στην Ελλάδα. Η ναυμαχία στη Σαλαμίνα
Ο Λυσίας (Αρχαία Αθήνα, περ. 445 π.Χ. (ή περ. 459 π.Χ. – περ. 380 π.Χ.) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ρήτορες της αρχαιότητας. Γεννήθηκε το 459 π.Χ. στην Αθήνα. Πατέρας του ήταν ο Κέφαλος, επιφανής και πλούσιος Συρακούσιος, ενώ παππούς του ήταν ο Λυσανίας. Είχε δύο αδελφούς, τον Πολέμαρχο και τον Ευθύδημο. Ο πατέρας του με πρόσκληση του φίλου του πολιτικού Περικλή άφησε τις Συρακούσες για να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα, όπου έζησε ως μέτοικος τριάντα περίπου χρόνια, έως τον θάνατό του.
Κείμενο: Λυσίας
Μετά από αυτά ο Ξέρξης, ο βασιλιάς των Περσών, επειδή περιφρόνησε την Ελλάδα κι αφού διαψεύστηκε στις ελπίδες του, ταπεινωμένος από την ήττα του (στο Μαραθώνα), βαρύθυμος εξαιτίας της συμφοράς του, αγανακτισμένος με όσους την προκάλεσαν, αμάθευτος στις συμφορές και άπειρος από γενναίους άνδρες, μετά από προετοιμασίες δέκα χρόνων έφτασε με χίλια διακόσια πλοία, ενώ το πλήθος των πεζών που οδηγούσε ήταν τόσο μεγάλο, ώστε θα ήταν δύσκολο να απαριθμήσει κανείς ακόμη και τα έθνη που τον ακολουθούσαν. Αυτό μάλιστα είναι η μεγαλύτερη απόδειξη του πλήθους· ενώ δηλαδή μπορούσε να περάσει την πεζική στρατιά του με λίγα πλοία από το πιο στενό σημείο του Ελλησπόντου από την Ασία προς την Ευρώπη, το αρνήθηκε, πιστεύοντας ότι θα χρονοτριβούσε παρά πολύ, αλλά περιφρονώντας τα φυσικά πράγματα και τα θεϊκά και την ανθρώπινη λογική, άνοιξε πεζόδρομο μέσα από τη θάλασσα και έπλευσε μέσα από την ξηρά, κατασκευάζοντας γέφυρα στον Ελλήσποντο και διώρυγα στον Άθω, χωρίς κανείς να τον αναγνωρίζει, αλλά κάποιοι τον υπάκουαν χωρίς τη θέλησή τους και κάποιοι λίγοι πρόδιδαν εμάς εκούσια. Πράγματι, οι πρώτοι δεν μπορούσαν να τον αντιμετωπίσουν, ενώ οι άλλοι εξαγοράστηκαν με χρήματα· υπήρχαν μάλιστα γι’ αυτούς τότε και οι δυο συγκυρίες, και το κέρδος δηλαδή και ο φόβος.
Οι Αθηναίοι όμως, κάτω από αυτές τις συνθήκες για την Ελλάδα, επιβιβάστηκαν, μόνοι αυτοί, στα καράβια και έπλευσαν για το Αρτεμίσιο, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι και κάποιοι από τους συμμάχους βγήκαν να τους αντιμετωπίσουν στις Θερμοπύλες, πιστεύοντας ότι λόγω της στενότητας της τοποθεσίας θα μπορέσουν να εμποδίσουν την κάθοδο των Περσών. Και αφού έγινε η σύγκρουση σχεδόν ταυτόχρονα (στη στεριά και τη θάλασσα), οι Αθηναίοι τους συνέτριψαν στη ναυμαχία, οι Λακεδαιμόνιοι όμως, χωρίς να υστερήσουν σε τίποτε ως προς το θάρρος, αλλά πέφτοντας έξω ως προς το πλήθος και αυτών που μαζί τους θα φύλαγαν τα στενά και αυτών εναντίον των οποίων επρόκειτο να πολεμήσουν, περικυκλώθηκαν και δε νικήθηκαν από τους εχθρούς αλλά πέθαναν, εκεί όπου τάχτηκαν να πολεμήσουν μ’ αυτόν δυστυχώς τον τρόπο, αφού οι Λακεδαιμόνιοι φονεύτηκαν και οι Πέρσες έγιναν κύριοι των στενών, οι τελευταίοι πορεύονταν εναντίον της πόλης μας, και οι πρόγονοί μας, όταν πληροφορήθηκαν το κακό που είχε βρει τους Λακεδαιμονίους και όντας σε αμηχανία για τα τεκταινόμενα, εν γνώσει τους ότι, αν συγκρουστούν με τους βαρβάρους στη στεριά, αφού επιπλεύσουν (οι Πέρσες) με χίλια πλοία θα καταλάβουν την πόλη έρημη από υπερασπιστές, κι αν πάλι επιβιβαστούν στα πλοία, η Αθήνα θα καταληφθεί από την πεζική στρατιά, και ότι δε θα μπορέσουν να ανταποκριθούν και στις δυο ανάγκες, δηλαδή και να αμυνθούν και να αφήσουν αρκετούς φρουρούς, μπρος στο δίλημμα αν πρέπει να εγκαταλείψουν την πόλη ή, συντασσόμενοι με τους βαρβάρους, να υποδουλώσουν τους Έλληνες, επειδή έκριναν ότι είναι ανώτερη η ελευθερία συνοδευόμενη από αρετή και φτώχεια και φυγή παρά η υποδούλωση της πατρίδας με όνειδος και πλούτο, εγκατέλειψαν την πόλη για το καλό όλης της Ελλάδας, για να πολεμήσουν εναντίον τους χωριστά (στη στεριά και τη θάλασσα) κι όχι εναντίον και των πεζικών και των ναυτικών δυνάμεων· αφού, λοιπόν, μετέφεραν απέναντι στη Σαλαμίνα τα παιδιά και τις γυναίκες και τους πατέρες και τις μητέρες, συγκέντρωναν και το άλλο ναυτικό των συμμάχων. Μετά από λίγες μέρες εμφανίστηκε το πεζικό στράτευμα και το ναυτικό των βαρβάρων, στη θέα των οποίων ποιος δεν τρομοκρατήθηκε με το τι είδους και πόσο μεγάλος και φοβερός κίνδυνος αντιμετωπίστηκε για την προάσπιση της ελευθερίας των Ελλήνων από αυτήν εδώ την πόλη.
Και ποια διάθεση είχαν αυτοί που έβλεπαν τους ναύτες εκείνων των πολεμικών πλοίων, ενώ και η προσωπική τους σωτηρία ήταν αβέβαια και ο επαπειλούμενος κίνδυνος ήταν πάρα πολύ μεγάλος, ή αυτοί που επρόκειτο να ναυμαχήσουν για όλες τους τις αγάπες, που θα ήταν το έπαθλο της σύγκρουσης στη Σαλαμίνα; Αυτούς συγκεκριμένα τόσο μεγάλο πλήθος εχθρών τους περιέβαλε από παντού, ώστε να τους είναι η ελαχιστότατη συμφορά το ότι πρόβλεπαν τον θάνατό τους, ενώ θα ήταν η μέγιστη δυστυχία τους τα όσα φαντάζονταν ότι θα πάθουν όσοι είχαν μεταφερθεί για ασφάλεια στη Σαλαμίνα, αν νικούσαν στη ναυμαχία οι εχθροί. Μπρος στα τραγικά αδιέξοδα πολλές φορές αγκαλιάζονταν μεταξύ τους και πολλές φορές θρηνούσαν για τη μοίρα τους, γιατί γνώριζαν ότι τα καράβια τους ήταν λίγα, και επειδή έβλεπαν ότι τα πλοία των εχθρών είναι πολλά, και επειδή πάλι ήξεραν καλά ότι η πόλη είχε ερημωθεί και ότι η ύπαιθρος είχε λεηλατηθεί και ήταν γεμάτη από βαρβάρους και ότι τα ιερά (οι ναοί) πυρπολούνταν και ότι όλες οι συμφορές τούς πλησίαζαν επικίνδυνα, ακούγοντας στο ίδιο μέρος ανάμεικτο ελληνικό και βαρβαρικό πολεμικό σάλπισμα και πρόσταγμα επέλασης κι από τους δυο και τις φοβερές κραυγές αυτών που σκοτώνονταν, και διότι η θάλασσα είχε γεμίσει πτώματα και συγκρούονταν μεταξύ τους (πέφτοντας το ένα στο άλλο) πολλά ακυβέρνητα πλοία, φιλικά και εχθρικά, και, καθώς ήταν αμφίρροπη για μεγάλο διάστημα η ναυμαχία, δίνοντας την εντύπωση άλλοτε ότι είχαν νικήσει και σωθεί κι άλλοτε ότι είχαν χάσει και καταστραφεί.
Φυσικά, από το φόβο που κυριαρχούσε παντού νόμισαν ότι είδαν πολλά που, όμως, δεν τα είδαν, και ότι άκουσαν πολλά που δεν τα άκουσαν. Και ποιες ικεσίες στους θεούς δεν έγιναν ή προσφορές και υποκινήσεις με θυσίες, λύπες για τα παιδιά και πόθος για τις γυναίκες, οίκτος για τους γονείς, και περισυλλογή και αποτίμηση, αν έχαναν, των συμφορών που τους πλησίαζαν; Ποιος από τους θεούς δε θα τους ευσπλαχνιζόταν λόγω του μεγέθους του κινδύνου; Ποιος πάλι από τους ανθρώπους δε θα δάκρυζε; Ή ποιος δε θα τους υπεραγαπούσε για την υπερβολική τους τόλμη; Πράγματι, εκείνοι ξεπέρασαν στην αρετή όλους τους ανθρώπους και στη σκέψη και στην πολεμική τους δράση, αφού άδειασαν στα πλαίσια των σχεδιασμών τους την πόλη και μπήκαν στα πλοία, αφού αντέταξαν τις ψυχές τους, αν και ήταν λίγες, απέναντι στις ορδές των βαρβάρων της Ασίας. Και απέδειξαν σ’ όλους τους ανθρώπους με την περίλαμπρη νίκη στη ναυμαχία ότι είναι πολύ καλύτερο να αγωνίζεται κανείς για την ελευθερία του με λίγους (αλλά ελεύθερους) παρά με πολλούς που κυβερνούνται αυταρχικά και αγωνίζονται ουσιαστικά για τη δική τους προσωπική δουλεία. Πάρα πολλά και ωραία πρόσφεραν εκείνοι (οι πρόγονοι) υπέρ της ελευθερίας των Ελλήνων, δηλαδή το στρατηγό Θεμιστοκλή με τεράστιες ικανότητες να μιλά δημόσια και να κρίνει σωστά και να πραγματοποιεί τις αποφάσεις, και (πρόσφεραν) πλοία περισσότερα από όσα είχαν προσφέρει όλοι μαζί οι άλλοι Έλληνες, και άνδρες γενναιότατους. Πράγματι, ποιοι από τους άλλους Έλληνες θα μπορούσαν να συγκριθούν μαζί τους στην κρίση τους, στο πλήθος (των καραβιών) και στην αρετή; Ώστε, δίκαια και αναμφισβήτητα πήραν το βραβείο για τη νίκη στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, εύλογα απόκτησαν την ευτυχία ως απότοκο των κινδύνων, και απόδειξαν στους βάρβαρους Ασιάτες ότι η αρετή τους είναι γνήσια και ντόπια (ελληνική) κατ’ αποκλειστικότητα.
Πηγή: Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2004. Λυσίας. ΙΙΙ, Οι πανηγυρικοί του λόγοι. Μετάφραση, περίληψη, σχόλια, ερμηνεία. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.
https://upload.wikimedia.org/wikipedia/
https://el.wikipedia.org/wiki/%