31 Ιανουαρίου 2018 at 20:48

Georg Ostrogorsky: Το απόγειο της βυζαντινής δυνάμεως. Βασίλειος Β’

από

Ο Γεώργιος Οστρογκόρσκι (Гео́ргий Алекса́ндрович Острого́рский, Αγία Πετρούπολη, 19 Ιανουαρίου 1902 – Βελιγράδι, 24 Οκτωβρίου 1976) ήταν Ρώσος βυζαντινολόγος. Θεωρείται ως ένας από τους γνωστότερους βυζαντινολόγους τους 20ου αιώνα. θεωρείται ως ο τελευταίος εκπρόσωπος της σειράς των Ρώσων Βυζαντινολόγων του 19ου-20ου αιώνα.

Το απόγειο της βυζαντινής δυνάμεως: Βασίλειος Β’

Κείμενο: Georg Ostrogorsky

Αν και τα δικαιώματα διαδοχής των νόμιμων εκπροσώπων της μακεδονικής δυναστείας δεν εθίγησαν τυπικά από το Νικηφόρο Φωκά και τον Ιωάννη Τζιμισκή, στην συνείδηση των βυζαντινών αριστοκρατών είχε προοδευτικά σβήσει η ιδέα, ότι ο θρόνος ανήκε στην πραγματικότητα στους Πορφυρογέννητους. Είχε δηλ, γίνει συνήθεια, η κρατική εξουσία να βρίσκεται στα χέρια ενός στρατηγού που προερχόταν από τις τάξεις των ευγενών. Γι’ αυτό μετά το θάνατο του Ιωάννη Τζιμισκή εμφανίσθηκε ο κουνιάδος του Βάρδας Σκληρός ως επίδοξος διεκδικητής της κενής θέσεως του συναυτοκράτορα. Έτσι φάνηκε ότι η μακεδονική δυναστεία ήταν προορισμένη, όπως άλλοτε οι Μεροβίγγειοι, να παραχωρήσει την εξουσία της σε μια δυναμικότερη ομάδα αξιωματούχων, ή ήταν καταδικασμένη, όπως οι χαλίφες της Βαγδάτης, να παίζει συνεχώς διακοσμητικό ρόλο στη σκιά ενός πανίσχυρου στρατιωτικού σουλτανάτου. Στην απαράμιλλη ζωτικότητα του νεαρού αυτοκράτορα Βασίλειου Β’ οφείλεται το γεγονός ότι τελικά πέτυχε να διαφύγει από το πεπρωμένο αυτό.

Οι γιοι του Ρωμανού Β’ είχαν φθάσει σε ηλικία που μπορούσαν να αναλάβουν την εξουσία. Ο Βασίλειος ήταν δεκαοκτώ και ο Κωνσταντίνος δεκαέξη χρόνων. Με τη δραστική υποστήριξη του αδελφού του παππού τους, ευνούχου Βασιλείου, πέτυχαν να αναλάβουν την εξουσία. Στην πραγματικότητα όμως μόνο ο μεγαλύτερος αδελφός έμελλε να την ασκήσει. Γιατί ο Κωνσταντίνος Η’, ως γνήσιος γιος του πατέρα του, ήταν επιπόλαιος και σ’ όλη του τη ζωή δεν επιθυμούσε τίποτα άλλο από την απόλαυση σε δαπανηρές διασκεδάσεις. Εντελώς αντίθετος ήταν ο Βασίλειος Β’, που γρήγορα αποδείχθηκε άνδρας με σιδερένια θέληση και μοναδική δυναμικότητα. Διακρίθηκε από όλους τους απογόνους του Βασίλειου Α’ ως ηγετική φυσιογνωμία και ως αληθινά μεγάλος πολιτικός. Ωστόσο βρέθηκε και αυτός εντελώς απροετοίμαστος για την άσκηση της εξουσίας. Από την παιδική του ηλικία τον προόριζαν να παρίσταται μόνο στις αυλικές τελετές και του συμπεριφέρονταν μόνο ως διακοσμητικό και στην ουσία περιττό εξάρτημα των ισχυρών σφετεριστών· για τον λόγο αυτό βρισκόταν αρχικά σε αμηχανία μπροστά στις παγάνες του εξωτερικού κόσμου. Οι δύσκολες στιγμές, που έζησε μετά την ανάληψη της εξουσίας, τον ωρίμασαν και χαλύβδωσαν το χαρακτήρα του. Το πηδάλιο του κράτους ανέλαβε στα έμπειρα χέρια του ο παρακοιμώμενος Βασίλειος. Γι’ αυτό και η επαναστατική κίνηση, που οργάνωσε ο Βάρδας Σκληρός, είχε στόχο της στην πραγματικότητα μάλλον αυτόν παρά τους εγγονούς του, που μόνοι τους φαίνονταν ακίνδυνοι. Ο Βάρδας Σκληρός, ο γόνος μιας από τις αρχαιότερες και πλουσιότερες βυζαντινές οικογένειες ευγενών και ένας μεγαλοφυής στρατηγός, που την εποχή του κουνιάδου του Τζιμισκή κατείχε το ανώτατο στρατιωτικό αξίωμα του δομέστικου της Ανατολής, άφησε το καλοκαίρι του 976 τα στρατεύματά του να τον ανακηρύξουν αυτοκράτορα. Κέρδισε αλλεπάλληλες νίκες κατά των στρατηγών που έστειλε ο αυτοκράτορας εναντίον του, υπέταξε προοδευτικά ολόκληρη τη Μ. Ασία στην εξουσία του και στις αρχές του 978, μετά την κατάληψη της Νίκαιας, πλησίασε την πρωτεύουσα. Στη στιγμή αυτή του μεγάλου κινδύνου ο ευνούχος Βασίλειος στράφηκε στον Βάρδα Φωκά, τον ανεψιό του αυτοκράτορα Νικηφόρου, που ήταν τολμηρός πολεμιστής με γιγάντιο παράστημα και ο οποίος μάλιστα είχε οργανώσει πραξικόπημα εναντίον του Ιωάννη Τζιμισκή. Και όπως άλλοτε ο Βάρδας Σκληρός είχε επιτύχει να νικήσει το Βάρδα Φωκά στο όνομα του Ιωάννη Τζιμισκή, έτσι τώρα και ο Βάρδας Φωκάς κλήθηκε στο όνομα του νέου ηγεμόνα να υποτάξει το Βάρδα Σκληρό. Πράγματι ο Βάρδας Φωκάς κατόρθωσε να νικήσει τον παλαιό αντίπαλό του, όχι όμως στην υπηρεσία του νόμιμου αυτοκράτορα αλλά κυρίως ως εκπρόσωπος της πανίσχυρης οικογένειας των Φωκάδων. Αποφεύγοντας τον πόλεμο στην Κωνσταντινούπολη κινήθηκε προς την Καισάρεια, το ορμητήριο της οικογένειας των Φωκάδων και έτσι υποχρέωσε τον σφετεριστή να υποχωρήσει. Ο Σκληρός κέρδισε τις πρώτες μάχες, ο Φωκάς όμως πέτυχε στις 24 Μαΐου 979, στην πεδιάδα της Παγκάλειας, κοντά στο Αμόριο, να νικήσει τον αντίζηλο του αρχικά σε μονομαχία και αργότερα να κατατροπώσει αποφασιστικά και το στρατό του. Ο Σκληρός διέφυγε στην αυλή του Χαλίφη και με την φυγή του τελείωσε, μετά από τριετή διάρκεια, ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος, τον οποίο όμως έμελλε να ακολουθήσουν σύντομα και άλλες οδυνηρές περιπλοκές.

Η νοτιο-ανατολική Ευρώπη το 1000. Τα βυζαντινά εδάφη και η ανεξάρτητη Δυτική Βουλγαρία. Εν τω μεταξύ, η Ανατολική Βουλγαρία μένει στα χέρια των Βούλγαρων
Η νοτιο-ανατολική Ευρώπη το 1000. Τα βυζαντινά εδάφη και η ανεξάρτητη Δυτική Βουλγαρία. Εν τω μεταξύ, η Ανατολική Βουλγαρία μένει στα χέρια των Βούλγαρων

Μερικά χρόνια αργότερα δημιουργήθηκε ρήξη ανάμεσα στον νεαρό αυτοκράτορα Βασίλειο και τον παντοδύναμο αδελφό του παππού του. Ο Βασίλειος δεν ήταν πια ο άπειρος νεανίας, που χρειάζεται συμπαράσταση και στον οποίο η καθοδήγηση από κάποιον άλλο είναι όχι μόνο αναγκαία, αλλά και ωφέλιμη. Τώρα εκδηλώθηκαν φανερά η δύναμή του και η αποφασιστικότητά του. Η κηδεμονία την οποία είχε αρχικά δεχθεί εκούσια, έγινε βαθμιαία αφόρητη ώσπου τελικά η ακόρεστη δίψα του για εξουσία και η οργή του για τον παρατεινόμενο παραγκωνισμό του δημιούργησαν ένα αίσθημα αδιάλλακτου μίσους εναντίον του άνδρα εκείνου, στον οποίο ώφειλε την πολιτική αγωγή του, ακόμη και το θρόνο του. Τελικά ο μεγάλος πολιτικός, που γνώριζε καλά πως να μεταχειρισθεί τους πανίσχυρους στρατιωτικούς αυτοκράτορες, έπεσε θύμα της νεανικής ορμής του εγγονού του για εξουσία. Φαίνεται ότι, βλέποντας να έρχεται επάνω του η δυσμένεια, σχεδίασε συνωμοσία εναντίον του αχάριστου προστατευομένου του και συνεργάσθηκε για το σκοπό αυτό με τον Βάρδα Φωκά και άλλους στρατηγούς. Ο αυτοκράτορας όμως τον πρόλαβε· συνέλαβε τον Βασίλειο ως κοινό πραξικοπηματία και, μετά τη δήμευση της τεράστιας περιουσίας του, τον έστειλε στην εξορία, όπου γρήγορα πέθανε, τσακισμένος από τη σκληρότητα της τύχης.

Αν και η μονοκρατορία του Βασίλειου Β’ χρονολογείται επίσημα από το 976, ωστόσο η ανεξάρτητη εξουσία του άρχισε μετά την πτώση του μεγάλου ευνούχου, το 985. Η παντοδυναμία του παρακοιμώμενου, καθώς και το μέγεθος και η απήχηση της πικρίας του αυτοκράτορα για τον παραγκωνισμό του φαίνονται από το γεγονός, ότι θεώρησε απαραίτητο να ακυρώσει όλα τα διατάγματα εκείνα που είχε εκδώσει ο αδελφός του παππού του πριν από τον εκτοπισμό του, αν δεν επικυρώνονταν εκ των υστέρων με ιδιόχειρη μονογραφή του. Όπως βεβαίωσε ο ίδιος «χρυσοβούλια πολλά γεγόνασιν αφ’ ου η βασιλεία ημών της αυτοκρατορικής επέβη αρχής μέχρις ου ο πρόεδρος Βασίλειος και παρακοιμώμενος κατέβη, εις δε τους τοιούτους χρόνους ου τα δοκούντα ημίν εγίνετο, αλλ’η εκείνου ενπάσι θέλησις ενεργείτο και πρόσταξις».

Η πρώτη αυτόβουλη επιχείρηση του Βασίλειου Β’ ήταν η βαλκανική εκστρατεία του 986. Ο θάνατος του Ιωάννη Τζιμισκή είχε φέρει ανακούφιση στους εχθρούς της αυτοκρατορίας, σαν να είχαν απαλλαγεί από έναν εφιάλτη. Ο εμφύλιος πόλεμος που ξέσπασε στη συνέχεια καθώς και οι σοβαρές περιπλοκές που επακολούθησαν στο Βυζάντιο τους επέτρεψαν να δραστηριοποιηθούν ελεύθερα για αρκετά χρόνια. Ενώ ήταν δυνατό να αποκρουσθούν από τις περιφερειακές δυνάμεις οι επιδρομές του μακρυνού χαλιφάτου των Φατιμιδών της Αιγύπτου, που ήταν τότε ο μόνος σοβαρός αντίπαλος της αυτοκρατορίας στην Ανατολή, αντίθετα, η παράλυση της κεντρικής βυζαντινής εξουσίας είχε συνέπειες μεγάλης σημασίας για την εξέλιξη της καταστάσεως στα Βαλκάνια. Μετά το θάνατο του Ιωάννη Τζιμισκή ξέσπασε μια επανάσταση στα εδάφη της Μακεδονίας υπό την αρχηγία των τεσσάρων Κομητοπούλων, των γιων δηλ. του κόμη Νικολάου, που ήταν διοικητής της επαρχίας Μακεδονίας. Η επανάσταση έλαβε τεράστιες διαστάσεις και μεταβλήθηκε σε απελευθερωτικό πόλεμο, που έμελλε να αποσπάσει από τη βυζαντινή κυριαρχία το μεγαλύτερο τμήμα της βαλκανικής χερσονήσου. Όταν πληροφορήθηκε ο εκθρονισμένος Βούλγαρος τσάρος Βόρης την εξέγερση στα Βαλκάνια δραπέτευσε από την Κωνσταντινούπολη μαζί με τον αδελφό του Ρωμανό, σκοτώθηκε όμως κατά τη διάβαση των συνόρων. Ο Ρωμανός πέτυχε μεν να φθάσει στην πατρίδα του, δεν μπόρεσε όμως να διεκδικήσει το βασιλικό στέμμα. Τον είχαν ευνουχίσει οι Βυζαντινοί. Η ηγεσία και αργότερα και το τσαρικό στέμμα έλαχε στον νεώτερο Κομητόπουλο, τον ηρωικό Σαμουήλ. Αυτό έγινε γιατί οι δύο μεγαλύτεροι αδελφοί του έπεσαν στο πεδίο της μάχης, ενώ ο τρίτος δολοφονήθηκε αργότερα από τον ίδιο το Σαμουήλ.

Ο Σαμουήλ έγινε ο ιδρυτής ενός ισχυρού τσαρικού κράτους, με κέντρο αρχικά την Πρέσπα και αργότερα την Αχρίδα. Σιγά – σιγά συνένωσε υπό το σκήπτρο του όλες τις περιοχές της Μακεδονίας ως τη Θεσσαλονίκη, τα παλαιά εδάφη της Βουλγαρίας από το Δούναβη ως την οροσειρά των Βαλκανίων, καθώς επίσης τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, τμήμα της Αλβανίας με το Δυρράχιο και τελικά τη Ρασκία και τη Διόκλεια. Το βουλγαρικό Πατριαρχείο, που είχε καταργήσει ο Τζιμισκής, γιόρτασε την επανίδρυσή του στο κράτος του Σαμουήλ. Μετά από πολλαπλές μετατοπίσεις τελικά εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αχρίδα, την πρωτεύουσα του Σαμουήλ, που έμελλε, ως εκκλησιαστικό κέντρο, να επιζήσει για πολλούς αιώνες μετά την πτώση του κράτους του Σαμουήλ. Το νέο κράτος, από πολιτική και εκκλησιαστική άποψη αποτελούσε συνέχεια του κράτους του Συμεών και του Πέτρου και θεωρήθηκε τόσο από το Σαμουήλ όσο και από τους Βυζαντινούς ως το βουλγαρικό κράτος γενικά. Την εποχή εκείνη εκτός από το Βυζάντιο μόνο η Βουλγαρία κατείχε τα παραδοσιακά δικαιώματα μιας βασιλικής (τσαρικής) ηγεμονίας με δικό της Πατριαρχείο. Ο Σαμουήλ ιδιοποιήθηκε τελείως τις δύο αυτές παραδόσεις. Στην πραγματικότητα όμως το μακεδονικό κράτος του διέφερε ουσιαστικά από το παλαιό κράτος των Βουλγάρων. Κατά τη σύνθεση και το χαρακτήρα του ήταν ένα καινούργιο και ιδιόμορφο κατασκεύασμα. Το κέντρο βάρους είχε τώρα μετατεθεί τελείως στη δύση και στο νότο και η Μακεδονία, που άλλοτε ήταν στην περιφέρεια του παλαιού βουλγαρικού κράτους, αποτέλεσε τώρα τον πραγματικό πυρήνα του.

Ο Σαμουήλ ξεκίνησε αρχικά το επεκτατικό του έργο με κατεύθυνση το νότο. Τις επιθέσεις εναντίον των Σερρών και της Θεσσαλονίκης ακολούθησαν αλλεπάλληλες επιδρομές στη Θεσσαλία, που οδήγησαν τελικά σε μια σημαντική επιτυχία. Μετά από μακρόχρονη πολιορκία έπεσε η Λάρισα στα τέλη του 983 ή τις αρχές του 986 στα χέρια του Σαμουήλ. Το γεγονός αυτό ανάγκασε τον αυτοκράτορα Βασίλειο Β’ να επιχειρήσει αντεπίθεση, η πρώτη όμως αυτή σύγκρουσή του με το Σαμουήλ ήταν ατυχής. Στην συνέχεια εισέβαλε από την καλούμενη «πύλη του Τραϊανού» στην περιοχή της Σαρδικής. Η προσπάθειά του όμως να καταλάβει την πόλη έμεινε χωρίς αποτέλεσμα, ενώ στην επιστροφή αιφνιδιάσθηκε και κατατροπώθηκε ο αυτοκρατορικός στρατός (Αύγουστος 986). Ο Σαμουήλ είχε τώρα όλη την άνεση να οργανώσει ανενόχλητος τις δυνάμεις του και να διευρύνει εντυπωσιακά τα σύνορα του κράτους του τόσο προς τον Εύξεινο Πόντο όσο και προς το Αδριατικό Πέλαγος. Γιατί στο Βυζάντιο ξέσπασε στο μεταξύ ένας νέος και σκληρός εμφύλιος πόλεμος.

Ο Νικηφόρος Ουρανός κατατροπώνει τους Βούλγαρους στη μάχη του Σπερχείου
Ο Νικηφόρος Ουρανός κατατροπώνει τους Βούλγαρους στη μάχη του Σπερχείου

Η αποτυχία του αυτοκράτορα ενθάρρυνε τη βυζαντινή αριστοκρατία που οργάνωσε επανάσταση εναντίον του. Ο Βάρδας Σκληρός εμφανίσθηκε και πάλι στις αρχές του 987 στα βυζαντινά εδάφη και ανακηρύχθηκε εκ νέου αυτοκράτορας. Ο Βάρδας Φωκάς, που είχε υποβιβασθεί εξ αιτίας του συνδέσμου του με τον παρακοιμωμενο Βασίλειο, ανέλαβε πάλι την ανώτατη διοίκηση του στρατού της Ασίας και διατάχθηκε άλλη μια φορά να αντιμετωπίσει το συνονόματό του. Αυτός όμως αντί να υπακούσει στη διαταγή εξεγέρθηκε και ο ίδιος εναντίον του αυτοκράτορα, γιατί δεν μπορούσε να του συγχωρήσει τον παραγκωνισμό των τελευταίων ετών, και ανακηρύχθηκε και αυτός αυτοκράτορας στις 15 Αυγούστου 987, ακολουθώντας έτσι το παράδειγμα του μεγάλου θείου του. Η εξέγερσή του θεωρήθηκε εξαιρετικά επικίνδυνη, γιατί είχε προηγηθεί μία συνάθροιση της ανώτατης ηγεσίας του στρατού και πολλών εκπροσώπων των μεγαλοκτημόνων αριστοκρατών της Μ. Ασίας. Στο πλευρό του σφετεριστή συσπειρώθηκαν οι ανώτατοι διοικητές του στρατού, που είχαν ενοχληθεί με την ισχυρογνωμοσύνη του νεαρού αυτοκράτορα, καθώς και οι μεγαλοκτήμονες αριστοκράτες, στις επιδιώξεις των οποίων αποτελούσε εμπόδιο ο Βασίλειος Β’. Ο Βάρδας Φωκάς ήρθε αρχικά σε συνεννόηση με τον άλλοτε ανταγωνιστή του και αποφασίσθηκε να διαιρεθεί η αυτοκρατορία· ο Φωκάς θα έπαιρνε τα ευρωπαϊκά εδάφη με την Κωνσταντινούπολη και ο Σκληρός το τμήμα της Ασίας. Μετά όμως από σύντομη συνεργασία ο Βάρδας Φωκάς, έχοντας συνείδηση της υπεροχής του, συνέλαβε αιχμάλωτο τον άλλο διεκδικητή του θρόνου και έτσι παρέμεινε πλέον ο μοναδικός μνηστήρας. Προσχώρησε σ’ αυτόν όλη η Μ. Ασία και στις αρχές του 988 εμφανίσθηκε έξω από την Κωνσταντινούπολη. Ένα τμήμα του στρατού του βρισκόταν στη Χρυσούπολη και το άλλο στην Άβυδο και προετοιμαζόταν διπλή επίθεση εναντίον της πρωτεύουσας από την ξηρά και από τη θάλασσα.

Η θέση του νόμιμου αυτοκράτορα ήταν απελπιστική. Μόνο εξωτερική βοήθεια μπορούσε να τον σώσει από την καταστροφή. Τη λύση αυτή διέγνωσε ο Βασίλειος Β’ και στράφηκε έγκαιρα προς τον πρίγκηπα του Κιέβου Βλαδίμηρο ζητώντας βοήθεια. Την άνοιξη του 988 εμφανίσθηκε στο βυζαντινό έδαφος μια ρωσική δύναμη από έξη χιλιάδες άνδρες. Αυτή η περίφημη ρωσο – βαραγγική Druzina (πολεμικό άγημα) έσωσε την κατάσταση την τελευταία στιγμή. Κάτω από την προσωπική ηγεσία του αυτοκράτορα προκάλεσε τελειωτική ήττα των επαναστατών, κοντά στη Χρυσούπολη. Ο πόλεμος κρίθηκε οριστικά στη μάχη της Αβύδου, στις 13 Απριλίου 989, στην οποία βρήκε το θάνατο ο Βάρδας Φωκάς μάλλον από συγκοπή της καρδιάς. Έτσι διαλύθηκε το επαναστατικό κίνημα. Μία νέα επανάσταση του Βάρδα Σκληρού τελείωσε με ειρηνικό συμβιβασμό και την υποταγή του σφετεριστή. Η ρωσο – βαραγγική Druzina έμεινε στην υπηρεσία του Βυζαντίου και ενισχυμένη με τη συνεχή προσέλευση των Βαράγγων και άλλων Νορμανδών, διεδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στον βυζαντινό στρατό.

Ως αμοιβή για τη σωτήρια επέμβασή του ο ηγεμόνας του Κιέβου έλαβε σύζυγο την αδελφή των αυτοκρατόρων, την πορφυρογέννητη Άννα, με την προϋπόθεση όμως ότι ο ίδιος και ο λαός του θα βαπτίζονταν. Το γεγονός αυτό ήταν μεγάλη παραχώρηση. Γιατί ποτέ ως τότε βυζαντινή πορφυρογέννητη πριγκίπησσα δεν είχε παντρευθεί αλλόφυλο. Ο τσάρος των Βουλγάρων Πέτρος είχε αρκεσθεί με το γάμο μιας Λακαπηνής και ο Όθων Β’ με μία συγγενή του πραξικοπηματία Τζιμισκή. Πρώτος ο ηγεμόνας του νεοσύστατου ρωσικού κράτους είχε τη μοναδική τιμή να έλθει σε συγγένεια εξ αγχιστείας με τον νόμιμο βασιλικό οίκο των Πορφυρογέννητων. Ο σύνδεσμος αυτός βρισκόταν σε τέτοια αντίθεση με τις βυζαντινές παραδόσεις και το βυζαντινό αίσθημα υπεροχής ώστε μετά την παρέλευση του κινδύνου έγινε προσπάθεια στην Κωνσταντινούπολη να ακυρωθεί η υπόσχεση που είχε δοθεί στη στιγμή του κινδύνου. Για να εξαναγκάσει την έκδοση της πριγκήπισσας ο Βλαδίμηρος χρειάσθηκε να εισβάλει στις βυζαντινές κτήσεις της Κριμαίας και να καταλάβει τη Χερσώνα (καλοκαίρι του 989).

Η εκχριστιάνιση του κράτους του Κιέβου δεν αποτελούσε μόνο την απαρχή μιας νέας εποχής στην εξέλιξη της Ρωσίας αλλά και ένα ανυπολόγιστο κέρδος για το Βυζάντιο. Η σφαίρα της βυζαντινής επιρροής διευρύνθηκε σε απροσδόκητη έκταση και το πιο μεγάλο και επίδοξο σλαβικό κράτος βρέθηκε θεληματικά κάτω από την πνευματική κηδεμονία της Κωνσταντινουπόλεως. Η νέα ρωσική Εκκλησία ανήκε στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως και αρχικά διοικούνταν από έλληνες μητροπολίτες, που στέλνονταν εκεί από το Βυζάντιο. Η πολιτιστική ανάπτυξη της Ρωσίας συντελέσθηκε στους επόμενους αιώνες με έντονη επίδραση του Βυζαντίου.

O Σαμουήλ Β΄ ήταν Τσάρος (Αυτοκράτορας) της Πρώτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας από το 997 έως τις 6 Οκτωβρίου του 1014.
O Σαμουήλ Β΄ ήταν Τσάρος (Αυτοκράτορας) της Πρώτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας από το 997 έως τις 6 Οκτωβρίου του 1014.

Ο Βασίλειος Β’ βγήκε νικητής από τον αγώνα με την αριστοκρατία της Μ. Ασίας. Μετά από απεγνωσμένη πάλη και εξοντωτικούς εμφύλιους πολέμους πέτυχε να κατατροπώσει όλους τους εχθρούς και τους αντιπάλους του. Ο πόλεμος όμως είχε διαρκέσει δεκατρία ολόκληρα χρόνια και στο διάστημα αυτό των πικρών δοκιμασιών μεταβλήθηκε σημαντικά και ο χαρακτήρας του αυτοκράτορα. Είχε χάσει πια κάθε διάθεση για τις απολαύσεις της ζωής, που είχε γευθεί στη νεότητά του με αχαλίνωτο πάθος. Έγινε σκοτεινός και καχύποπτος, δεν είχε εμπιστοσύνη σε κανένα και δεν γνώριζε ούτε φιλία ούτε αγάπη. Ο αυτοκράτορας αυτός έμεινε σε όλη του τη ζωή ανύπαντρος. Ζούσε μόνος και κλεισμένος στον εαυτό του, και κυβέρνησε εντελώς μόνος την αυτοκρατορία αποφεύγοντας κάθε συμβουλή· ήταν πράγματι ένας αυτοκράτορας στην κυριολεξία του όρου. Ο τρόπος της ζωής του ήταν ο τρόπος ζωής του ασκητή ή του πολεμιστή. Η αυλική μεγαλοπρέπεια δεν τον συγκινούσε και δεν έτρεφε καμιά συμπάθεια ούτε για την τέχνη και την επιστήμη, αυτός που ήταν εγγονός του λόγιου Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου. Έδειξε μεγάλη αποστροφή στη ρητορική τέχνη, που τόσο αγαπούσαν στο Βυζάντιο. Η έκφρασή του ήταν απλή και κοφτή, και θεωρούνταν άτεχνη και ωμή από τους καλλιεργημένους Βυζαντινούς. Αν και ήταν εχθρός της αριστοκρατίας δεν επιζήτησε να κερδίσει την εύνοια του λαού. Από τους υπηκόους του απαιτούσε υπακοή, όχι αγάπη. Όλη του η φιλοδοξία στράφηκε στην αύξηση της δυνάμεως του κράτους και στον αγώνα εναντίον των εξωτερικών και εσωτερικών εχθρών της αυτοκρατορίας.

Μετά την εξουθένωση των πολιτικών επιδιώξεων της βυζαντινής αριστοκρατίας στον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, ήταν τώρα αναγκαίο να ματαιωθούν οι οικονομικές της επιδιώξεις. Πρώτος ο Ρωμανός Λακαπηνός είχε διαγνώσει τον σοβαρό κίνδυνο που απειλούσε την οικονομική και κοινωνική δομή του βυζαντινού κράτους από την επεκτατική μανία των μεγαλοκτημόνων της επαρχίας. Αλλά μόνον ο Βασίλειος Β’ μπόρεσε, με βάση τις εμπειρίες της παιδικής ηλικίας και της νεότητάς του, να εκτιμήσει πλήρως τις πολιτικές συνέπειες της μανίας αυτής. Έτσι υιοθέτησε την αντιαριστοκρατική αγροτική πολιτική, που είχε εγκαινιάσει ο Ρωμανός Λακαπηνός, με πρόθεση όχι μόνο να την συνεχίσει στην ίδια κατεύθυνση, αλλά και να την διευρύνει σε μεγαλύτερο βαθμό. Στην πολιτική ανάγκη, που τον υποχρέωσε να ενδιαφερθεί για τη διατήρηση των αγροτικών και των στρατιωτικών κτημάτων, προστέθηκε και το προσωπικό του μίσος εναντίον των οικογενειών των δυνατών, οι οποίες είχαν αμφισβητήσει τα δικαιώματά του πάνω στο θρόνο των πατέρων του. Η ακρότητά του τον έκανε να εγκαταλείψει ακόμη και τις αρχές του δικαίου και της δικαιοσύνης. Έτσι έγινε στην περίπτωση του Ευσταθίου Μαλεΐνου, που ήταν παλαιός συμπολεμιστής του Βάρδα Φωκά και από τον οποίο ο Βασίλειος ζήτησε φιλοξενία όταν επέστρεφε από μια εκστρατεία στη Συρία. Ο εξαιρετικός πλούτος του Καππαδόκη αυτού ευπατρίδη, οι αχανείς εκτάσεις του και προς παντός ο αριθμός των σκλάβων και παροίκων του, που μπορούσαν μόνοι τους να αποτελέσουν ένα στρατιωτικό άγημα πολλών χιλιάδων ανδρών, εντυπωσίασαν σε τέτοιο βαθμό τον αυτοκράτορα, ώστε προσκάλεσε τον φιλόξενο οικοδεσπότη στην Κωνσταντινούπολη και εκεί τον κράτησε σε τιμητική αιχμαλωσία. Ολόκληρη η περιουσία του δημεύθηκε από το κράτος.

Ο Βασίλειος Β’ μνημονεύει επώνυμα στη Νεαρά του του 996223 ότι οι οικογένειες των Φωκάδων και των Μαλεΐνων ήταν οι πιο εξέχοντες εκπρόσωποι της πανίσχυρης πλέον επαρχιακής αριστοκρατίας. Η πιο σπουδαία διάταξη, την οποία προσθέτει η Νεαρά αυτή στην αρχαιότερη νομοθεσία, αφορά την άρση της προθεσμίας των σαράντα ετών για τη διαγραφή, μετά την παρέλευση της οποίας, σύμφωνα με τις παλαιότερες διατάξεις, χανόταν και το δικαίωμα επανακτήσεως της αγροκτησίας που αποκτήθηκε παράνομα. Η Νεαρά του Βασίλειου Β’ εξαίρει το γεγονός, ότι οι «δυνατοί» μπορούσαν εύκολα και ατιμώρητα, εξ αιτίας της επιρροής τους, να καταστρατηγήσουν την περίοδο της διαγραφής και να εξασφαλίσουν τη μόνιμη κατοχή της παράνομης ιδιοκτησίας. Για το λόγο αυτό ο αυτοκράτορας καθορίζει, ότι όλες οι περιουσίες των «δυνατών» που αγοράσθηκαν από τους «πτωχούς» με την εφαρμογή του πρώτου σχετικού διατάγματος του Ρωμανού Λακαπηνού, οφείλουν να επιστραφούν στους προηγούμενους ιδιοκτήτες, ανεξάρτητα από την προθεσμία διαγραφής και χωρίς καμιά αποζημίωση. Σύμφωνα με το Βασίλειο Β’ δεν ίσχυε όμως καμιά απολύτως διαγραφή για το δημόσιο ταμείο. Το δικαίωμα της «εκνικήσεως» που αξιούσε το κράτος, έφθανε ως την εποχή του Αυγούστου.

Με την ίδια Νεαρά ο Βασίλειος Β’ επιχειρεί να περιορίσει και την αύξηση της εκκλησιαστικής περιουσίας σε βάρος των αγροτών. Οι μοναστικές κοινότητες που ιδρύθηκαν στα χωριά από δωρεές αγροτών και οι οποίες διέθεταν μικρό αριθμό μοναχών, δεν πρέπει να χαρακτηρίζονται ως μοναστήρια αλλά ως οίκοι προσευχής, που ανήκουν στην αγροτική κοινότητα και δεν καταβάλλουν ποσοστά των εσόδων τους στον κατά τόπους επίσκοπο. Μεγαλύτερα όμως μοναστηριακά συγκροτήματα, που αριθμούν οκτώ ή περισσότερους μοναχούς υπάγονται βέβαια στον επίσκοπο, δεν επιτρέπεται όμως να αποκτούν νέες εκτάσεις γης. Με τη διάταξη αυτή ο Βασίλειος επαναφέρει ένα παλαιό διάταγμα του προπάππου του Ρωμανού Λακαπηνού. Από την άλλη όμως μεριά αποφεύγει κάθε αναφορά στο πιο αυστηρό διάταγμα του θετού πατέρα του Νικηφόρου Φωκά, το οποίο είχε αναστείλει ο Ιωάννης Τζιμισκής.

Τα μέτρα του Βασιλείου Β’ εναντίον των «δυνατών» έγιναν με την πάροδο του χρόνου αυστηρότερα. Μερικά χρόνια μετά την άρση του δικαιώματος της διαγραφής επέβαλε σ’ αυτούς την υποχρέωση να καταβάλουν το αλληλέγγυον για τους πτωχούς, δηλ. να είναι υπεύθυνοι για τις υπολειπόμενες απλήρωτες φορολογικές υποχρεώσεις των χωρικών. Έτσι το βάρος του αλληλέγγυου, το οποίο ως τότε, σύμφωνα με την αρχή της συλλογικής πληρωμής των φόρων από την αγροτική κοινότητα, έφεραν οι γείτονες του χρεώστη φορολογούμενου μεταφέρθηκε τώρα αποκλειστικά στους ώμους του μεγαλοκτηματία, Το αποφασιστικό αυτό μέτρο έφερε διπλό αποτέλεσμα. Πρώτα κατάφερε ένα ιερό ισχυρό κτύπημα στους «δυνατούς» και έπειτα εξασφάλισε με ασφαλέστερο τρόπο την καταβολή των εσόδων του Αλληλέγγυου στο δημόσιο ταμείο. Εκτός τούτου, η καταβολή των φόρων για τα ακαλλιέργητα κτήματα των γειτόνων υπερέβαινε συχνά τις δυνατότητες των χωρικών, και τους υποχρέωνε να μετοικήσουν, πράγμα που προκαλούσε νέες ζημιές στο κράτος. Οι διαμαρτυρίες των «δυνατών» δεν κλόνισαν τον Βασίλειο Β’, παρόλο που στο πλευρό τους τάχθηκε και ο πατριάρχης Σέργιος. Ήταν αμετάκλητη η απόφασή του να συντρίψει την υπερβολική δύναμη της αριστοκρατίας, εναντίον της οποίας είχαν αγωνισθεί μάταια οι πρόγονοί του.

Με τον ίδιο ζήλο ανέλαβε τον αγώνα εναντίον των εξωτερικών εχθρών αμέσως μετά την καταστολή του εμφύλιου πολέμου. Ο πιο επικίνδυνος από τους εχθρούς του ήταν ο τσάρος Σαμουήλ. Ο αγώνας μαζί του ήταν η πρωταρχική αποστολή και η καταστροφή του κράτους του ο στόχος της ζωής του Βασιλείου Β’. Φαίνεται ότι στον αγώνα εναντίον του πανίσχυρου μακεδονικού κράτους επιζήτησε τη συμπαράσταση των ηγεμόνων άλλων βαλκανικών χωρών καθώς και τη σύναψη σχέσεων με τον πρίγκηπα Ιωάννη Βλαδίμηρο της Διόκλειας. Μία σερβική πρεσβεία, ίσως από τη Διόκλεια, έφθασε το 992 από τη θαλάσσια οδό στο Βυζάντιο, μετά από πολλές περιπέτειες. Αλλά ο αυτοκράτορας ήταν ήδη στο πεδίο της μάχης. Γιατί από την άνοιξη του 991 ο Βασίλειος Β’ είχε εισβάλει στη Μακεδονία διευθύνοντας ο ίδιος εκεί τον πόλεμο εναντίον του Σαμουήλ, που διήρκεσε αρκετά χρόνια.

Ωστόσο αναγκάσθηκε να διακόψει τις νικηφόρες επιχειρήσεις του στη Μακεδονία και να στραφεί προς την Ανατολή, όπου είχαν δημιουργηθεί νέες περιπλοκές. Είχαν εισβάλει στη Συρία οι Φατιμίδες, νίκησαν τον βυζαντινό διοικητή της Αντιόχειας κοντά στον Ορόντη (994) και στη συνέχεια πολιόρκησαν το Χαλέπι και απειλούσαν σοβαρά την ίδια την Αντιόχεια. Ανέκαθεν η βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν καταδικασμένη να διεξάγει πόλεμο σε δύο μέτωπα. Όταν επιχειρούσε να διαφύγει τη μοίρα της αυτή κατέβαλλε πάντοτε σοβαρό τίμημα. Το βαλκανικό ζήτημα είχε για το Βασίλειο Β’ προτεραιότητα όπως άλλοτε το συριακό για το Νικηφόρο Φωκά. Δεν υπέπεσε όμως στο σφάλμα του μεγάλου πατρυιού του, ο οποίος για τον πόλεμο στην Ανατολή παραμέλησε τις υποχρεώσεις του στα Βαλκάνια. Το 995 εμφανίσθηκε ο ίδιος μπροστά στα τείχη του Χαλεπίου, απώθησε τον αιφνιδιασθέντα εχθρό και κυρίευσε τις πόλεις Ραφανέα και Έμεσα. Μερικά χρόνια αργότερα εκστράτευσε στη Συρία και έσωσε για άλλη μια φορά την κατάσταση, όταν ο δούκας της Αντιόχειας νικήθηκε στον πόλεμο εναντίον των Φατιμιδών. Ωστόσο απέτυχε και τη φορά αυτή η προσπάθειά του να καταλάβει την Τρίπολη. Μετά την αποκατάσταση των πραγμάτων στη Συρία κινήθηκε προς την περιοχή του Καυκάσου για να διευθετήσει την κατάσταση στην Αρμενία και την Ιβηρία.

Ο Σαμουήλ εκμεταλλεύθηκε την απουσία του αυτοκράτορα και εκστράτευσε εναντίον της Ελλάδος προελαύνοντας ως την Πελοπόννησο. Ωστόσο κατά την επιστροφή του αιφνιδιάσθηκε και ηττήθηκε από τον ικανό βυζαντινό στρατηγό Νικηφόρο Ουρανό, ενώ ο ίδιος πληγώθηκε στη μάχη και με δυσκολία διέφυγε το θάνατο (997). Παρά την ήττα αυτή ο Σαμουήλ συνέχισε τις κατακτητικές του δραστηριότητες· στα επόμενα χρόνια κατέλαβε, όπως φαίνεται, το Δυρράχιο και ενσωμάτωσε στο κράτος του τη Ρασκία και τη Διόκλεια. Έτσι η συμμαχία με το Βυζάντιο δεν ωφέλησε ουσιαστικά τον ηγεμόνα Βλαδίμηρο. Τα εδάφη του προσαρτήθηκαν στο κράτους του Σαμουήλ και ο ίδιος οδηγήθηκε αρχικά στην αιχμαλωσία, τελικά όμως παντρεύθηκε μία θυγατέρα του πανίσχυρου τσάρου και αποκαταστάθηκε στο θρόνο της Διόκλειας ως υποτελής του.

Όταν μετά την επιστροφή του από την Ασία το έτος 1001 εμφανίσθηκε ο Βασίλειος εκ νέου στα Βαλκάνια, άρχισε η μεγάλη βυζαντινή αντεπίθεση, την οποία διηύθυνε προσωπικά ο αυτοκράτορας, σύμφωνα με ένα τέλεια μελετημένο σχέδιο, και η οποία είχε ως αμετακίνητο στόχο να κόψει το νήμα της ζωής του εχθρού. Αρχικά ο Βασίλειος εισέβαλε στην περιοχή της Σαρδικής και κυρίευσε όλα τα γειτονικά κάστρα. Με τον τρόπο αυτό αποκλείσθηκε ο Σαμουήλ από τις παλαιές βουλγαρικές παραδουνάβειες κτήσεις ενώ, παράλληλα, βυζαντινοί στρατηγοί κατέλαβαν τις άλλοτε βουλγαρικές πρωτεύουσες Πλίσκα και Μεγάλη Πρεσθλάβα καθως και τη Μικρή Πρεσθλάβα. Στη συνέχεια ο Βασίλειος Β’ επέστρεψε στη Μακεδονία όπου η Βέρροια παραδόθηκε και τα Σέρβια εκπορθήθηκαν. Έτσι εξασφαλίσθηκε η πρόσβαση προς τη βόρεια Ελλάδα. Με γρήγορο ρυθμό αποκαταστάθηκε η βυζαντινή κυριαρχία στη Θεσσαλία, ενώ ο Βασίλειος εμφανίσθηκε πάλι στη Μακεδονία και μετά από άγρια μάχη κατέλαβε την καλά οχυρωμένη πόλη Βοδινά (Έδεσσα). Ο επόμενος στόχος ήταν η Βιδύνη, το σπουδαίο παραδουνάβειο κάστρο, το οποίο κυρίευσε ύστερα από οκτάμηνη πολιορκία, χωρίς να παρασυρθεί από την έξυπνη παραπλανητική κίνηση του Σαμουήλ, ο οποίος κατέλαβε και λεηλάτησε την Αδριανούπολη. Από τη Βιδύνη ο αυτοκράτορας κινήθηκε με γρήγορη προέλαση προς τον νότο. Στον ποταμό Αξιό, κοντά στα Σκόπια, πέτυχε αποφασιστική νίκη εναντίον του στρατού του Σαμουήλ οπότε και παραδόθηκαν τα Σκόπια (1004). Με την κατάληψη των Σκοπίων και των Βοδινών οι κεντρικές περιοχές του κράτους του Σαμουήλ αποκλείσθηκαν. Μετά από τετράχρονο ασταμάτητο πόλεμο, στη διάρκεια του οποίου το Βυζάντιο κέρδιζε τη μία νίκη μετά την άλλη, ο εχθρός έχασε περισσότερα από τα μισά εδάφη του. Τώρα ήταν πια κατάλληλος καιρός για το Βασίλειο να διακόψει τις επιχειρήσεις του και να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη μέσω Φιλιππουπόλεως για να παραχειμάσει. Όπως γράφει ένας σύγχρονός του «εποιείτο τας προς τους βαρβάρους στρατειάς ουχ ώσπερ ειώθασιν οι πλείους των βασιλέων ποιείν, μεσούντος εξιόντες έαρος και τελευτώντος θέρους επαναζευγνύοντες, αλλ’ όρος αυτώ της αναζεύξεως ην το του σκοπού τέλος, εφ’ ω και την κινησιν εποιήσατο».

Ο Ιωάννης Τσιμισκής επιστρέφει θριαμβευτής στην Κωνσταντινούπολη με τον αιχμαλωτισμένο Βόρι και εικόνες από την Πρεσλάβα.
Ο Ιωάννης Τσιμισκής επιστρέφει θριαμβευτής στην Κωνσταντινούπολη με τον αιχμαλωτισμένο Βόρι και εικόνες από την Πρεσλάβα.

Πράγματι, δεν χωρούσε πια καμιά αμφιβολία για την έκβαση του πολέμου. Το βυζαντινό κράτος, που στηριζόταν σε μακραίωνες παραδόσεις, απέδειξε άλλη μια φορά την υπεροχή του. Ο τολμηρός τσάρος δεν μπόρεσε να νικήσει στην αναμέτρηση με τη βυζαντινή πολεμική τέχνη, τη στρατιωτική οργάνωση και τα τεχνικά μέσα της γηραιάς αυτοκρατορίας. Οι στρατηγοί και οι διοικητές του άρχισαν να τον εγκαταλείπουν· το 1005 έπεσε το Δυρράχιο στα χέρια του βυζαντινού αυτοκράτορα ύστερα από προδοσία. Το τελειωτικό όμως κτύπημα δόθηκε τον Ιούλιο του 1014 ύστερα από μακροχρόνιους αγώνες, για τους οποίους γνωρίζουμε ελάχιστα. Σε μια στενή διάβαση της οροσειράς Βελάσιτζα, που είναι γνωστή ως Κλειδίον, στην περιοχή του άνω Στρυμώνα ο στρατός του Σαμουήλ κυκλώθηκε. Ο τσάρος βέβαια κατόρθωσε να διαφύγει στην Πρίλαπο, ένα μεγάλο όμως τμήμα του στρατού του βρήκε το θάνατο, ενώ ένα ακόμη μεγαλύτερο αιχμαλωτίσθηκε. Ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος πανηγύρισε τη νίκη του με μια τρομερή πράξη. Διέταξε να τυφλωθούν οι αιχμάλωτοι (περίπου 14.000) και να χωρισθούν σε ομάδες από εκατό άνδρες με ένα μονόφθαλμο ως αρχηγό κάθε ομάδας και να οδηγηθούν στον τσάρο τους, στην Πρίλαπο. Όταν ο Σαμουήλ αντίκρυσε την αποτρόπαιη αυτή πομπή έπεσε λιπόθυμος στο έδαφος. Δύο μέρες αργότερα ο γενναίος τσάρος πέθανε (6 Οκτωβρίου 1014).

Το κράτος του κατόρθωσε να επιζήσει μόνο μερικά ακόμη χρόνια. Εσωτερικές αναταραχές βοήθησαν τον κατακτητή στο έργο του. Ο γιος και διάδοχος του Σαμουήλ, Γαβριήλ Ραδομηρός (Radomir) δολοφονήθηκε ήδη το 1015 από τον εξάδελφό του Ιωάννη Βλαδισλάβο. Την τύχη του τσάρου συμμερίσθηκαν η γυναίκα του και ο κουνιάδος του, Ιωάννης Βλαδίμηρος της Διόκλειας. Η καθυπόταξη της χώρας συνεχίσθηκε με μεθοδικότητα, ώσπου ο θάνατος του Ιωάννη Βλαδισλάβου, που σκοτώθηκε το Φεβρουάριο του 1018 σε μια επίθεση εναντίον του Δυρραχίου, έθεσε τέλος στον πόλεμο. Ο Βασίλειος εισήλθε θριαμβευτικά στην Αχρίδα και δέχθηκε την προσκύνηση από τη χήρα και τα άλλα επιζώντα μέλη της οικογένειας του τσάρου. Είχε πετύχει το στόχο του: η σκληροτράχηλη χώρα, εναντίον της οποίας είχε αρχίσει τον πόλεμο πριν από περισσότερα από τριάντα χρόνια, υποτάχθηκε στον εξηκοντάχρονο πια ηγεμόνα και ενσωματώθηκε στο κράτος του. Ολόκληρη η βαλκανική χερσόνησος βρισκόταν και πάλι υπό το βυζαντινό σκήπτρο, για πρώτη φορά ύστερα από τη σλαβική εγκατάσταση. Διέσχισε την υποταγμένη χώρα και αποκατέστησε παντού την εξουσία του. Στο τέλος επισκέφθηκε ο Βασίλειος την αρχαία πόλη των Αθηνών. Η πανηγυρική ατμόσφαιρα, που προκάλεσε η μεγάλη νίκη, εκφράσθηκε με εντυπωσιακό τρόπο στην δοξολογία, που τέλεσε ο νικητής αυτοκράτορας στον Παρθενώνα, που τότε ήταν αφιερωμένος στη λατρεία της Θεομήτορος.

Αν και η τακτική του Βασιλείου Βουλγαροκτόνου στο πεδίο της μάχης ήταν ωμή και αμείλικτη, η πολιτική του απέναντι στην υποταγμένη χώρα ήταν μετριοπαθής και συνετή. Αναγνωρίζοντας τις συνθήκες και τις συνήθειες της χώρας, επέτρεψε στους νέους υπηκόους του, σε αντίθεση με τον πληθυσμό των οικονομικά αναπτυγμένων επαρχιών της αυτοκρατορίας, να καταβάλλουν φόρους όχι σε νόμισμα, αλλά σε είδος. Το Πατριαρχείο της Αχρίδας υποβιβάσθηκε σε αρχιεπισκοπή, αναγνωρίσθηκε όμως ως αυτοκέφαλη Εκκλησία, έλαβε εξαιρετικά προνόμια και ανέκτησε τη δικαιοδοσία σε όλες τις επισκοπές που ανήκαν άλλοτε στο κράτος του Σαμουήλ και του Πέτρου. Στην πραγματικότητα το καθεστώς της αυτοκέφαλης αρχιεπισκοπής της Αχρίδας είχε την έννοια ότι δεν υπαγόταν στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως, εξαρτιόταν όμως από τον αυτοκράτορα, γιατί ο τελευταίος διατηρούσε το δικαίωμα να διορίζει τον αρχιεπίσκοπο Αχρίδας. Ο διακανονισμός αυτός, ένα αληθινό αριστούργημα της αυτοκρατορικής πολιτικής, εξασφάλισε στο Βυζάντιο τον έλεγχο πάνω στις εκκλησίες των νοτιοσλαβικών λαών αλλά και απέφυγε όμως να επεκτείνει περισσότερο την τεράστια δικαιοδοσία του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως. Παράλληλα διασφάλισε με τον πρέποντα τρόπο τα εξαιρετικά προνόμια του εκκλησιαστικού κέντρου της Αχρίδας, του οποίου οι αυτοκέφαλοι αρχιεπίσκοποι διατήρησαν πολύ ψηλή θέση μέσα στην ελληνική εκκλησιαστική ιεραρχία σε σύγκριση με τους άλλους εκκλησιαστικούς ηγέτες, που βρίσκονταν υπό τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως.

Τα νέα εδάφη που προστέθηκαν στην επικράτεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας, οργανώθηκαν σε θέματα, όπως όλες οι βυζαντινές επαρχίες. Οι περιοχές εκείνες, που άλλοτε απάρτιζαν τον πυρήνα του κράτους του Σαμουήλ, σχημάτισαν το θέμα της Βουλγαρίας, το οποίο λόγω της μεγάλης σημασίας του, διοικήθηκε αρχικά από έναν «κατεπάνω» και αργότερα από έναν δούκα. Κέντρο του ήταν τα Σκόπια. Οι βουλγαρικές επαρχίες κατά μήκος του κάτω Δούναβη αποτέλεσαν το θέμα Παρίστριον ή Παραδούναβον, που είχε κέντρο την παραδουνάβεια πόλη της Σιλιστρίας και το οποίο έπειτα ανυψώθηκε σε καπετανάτο και αργότερα σε δουκάτο. Όπως φαίνεται οργανώθηκε σε θέμα και η ακριτική περιοχή του Δούναβη και του Σάβα με κέντρο το Σίρμιο. Οι ακτές της Αδριατικής με το Zadar (Zara) στο βορρά και τη Ραγούσα (Dubrovnik) στο νότο αποτέλεσαν, όπως και παλαιότερα, το θέμα Δαλματίας. Αντίθετα οι επαρχίες Διόκλεια, Ζαχλουμία, Ρασκία και Βοσνία δεν οργανώθηκαν σε θέματα, αλλά όπως και η Κροατία, συνέχισαν να διοικούνται από τους εντόπιους ηγεμόνες και έτσι δεν αποτέλεσαν πραγματικές επαρχίες, αλλά μάλλον υποτελείς ηγεμονίες της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η περιοχή νότια της λίμνης της Σκόδρας (Skadar) συνέχισε να ανήκει στο δουκάτο του Δυρραχίου, που ήταν το πιο σπουδαίο από στρατηγική άποψη ορμητήριο του βυζαντινού κράτους στην Αδριατική, όπως ακριβώς και το θέμα της Θεσσαλονίκης, το οποίο είχε επίσης ανυψωθεί σε δουκάτο και αποτελούσε την πιο σπουδαία βάση στο Αιγαίο Πέλαγος.

Η ανάκτηση ολόκληρης της βαλκανικής χερσονήσου είχε σημαντικές επιπτώσεις και στην εσωτερική πολιτική. Οπωσδήποτε δεν είναι συμπτωματικό το γεγονός, ότι οι κατακτήσεις του μικρασιάτη ευπατρίδη Νικηφόρου Φωκά έγιναν στο ασιατικό έδαφος, ενώ αντίθετα ο Βασίλειος Β’, ο μεγαλύτερος αντίπαλος της μικρασιατικής αριστοκρατίας, έστρεψε την προσοχή του πρωταρχικά στο ευρωπαϊκό τμήμα της αυτοκρατορίας. Η επέκταση των συνόρων του κράτους ως το Δούναβη και τις αδριατικές ακτές έθεσε οριστικό τέλος στη θέση υπεροχής, που κατείχε η Μ. Ασία μέσα στην αυτοκρατορία τους περασμένους αιώνες.

Ωστόσο ο Βασίλειος Β’ δεν έμεινε αδιάφορος μπροστά στις υποχρεώσεις, που είχε η αυτοκρατορία στην Ασία. Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του έδρασε στην άλλη άκρη του βυζαντινού κόσμου, στην περιοχή του Καυκάσου. Μετά το θάνατο του Gagik Α’ (990 – 1020), η βασιλεία του οποίου αποτέλεσε την περίοδο μέγιστης ακμής του κράτους των Βαγρατιδών, ξέσπασαν αναταραχές στην Αρμενία. Το γεγονός αυτό έδωσε στον αυτοκράτορα την ευκαιρία να επέμβει αποτελεσματικά. Η περιοχή του Βασπουραχάν (Vaspurkan) καθώς και ένα τμήμα της Ιβηρίας ενσωματώθηκαν στο Βυζάντιο, ενώ το αρμενικό βασίλειο του Ανίου (Ani) ορίσθηκε να μείνει στην εξουσία του βασιλέα Ιωάννη Smbat, του γιου και διαδόχου του Gagik, εφ’ όρου ζωής, μετά το θάνατό του όμως να εκχωρηθεί στον βυζαντινό αυτοκράτορα. Αποτελεσμα των ένδοξων κατακτήσεων των τριών τελευταίων κυβερνήσεων στην Ασία είναι τα νέα θέματα, τα οποία εκτείνονται πέραν από τα παλιά βυζαντινά εδάφη σε σχήμα τόξου από τη δύση προς την ανατολή: Αντιόχειας, Τελούχ, των καλούμενων «παρεφρατιδίων πόλεων» (αργότερα «Εδέσσης»), Μελιτηνής και δίπλα σ’ αυτά τα εδάφη του παλαιού θέματος της Μεσοποταμίας, το θέμα Ταρών και ακόμη οι περιοχές Βασπουραχάν, Ιβηρίας και Θεοδοσιουπόλεως, που ανακτήθηκαν πρόσφατα. Ενώ τα παλαιά θέματα της Μ. Ασίας έχαναν τη σπουδαιότητά τους, οι νέες επαρχίες απέκτησαν μεγάλη σημασία ως ακριτικές περιοχές και ανυψώθηκαν είτε σε δουκάτα (όπως η Αντιόχεια και αργότερα η Μεσοποταμία) είτε σε καπετανάτα (όπως η Έδεσσα και οι επαρχίες της Αρμενίας και της Ιβηρίας).

Πριν από το θάνατό του ο ακάματος αυτοκράτορας έστρεψε την προσοχή του στη Δύση. Η θέση των Βυζαντινών στην Κάτω Ιταλία, που φαινόταν κλονισμένη από την εποχή του Όθωνα του Μεγάλου λόγω της επεκτάσεως της γερμανικής αυτοκρατορίας, άρχισε προοδευτικά να σταθεροποιείται μετά την άτυχη έκβαση του πολέμου του Όθωνα Β’ εναντίον των Αράβων. Η ιδέα μιας renovatio romana, που εμφανίσθηκε την εποχή του νεαρού αυτοκράτορα Όθωνα Γ’, του γιου της βυζαντινής πριγκίπησσας Θεοφανώς, ισχυροποίησε τη βυζαντινή επιρροή στο χώρο της δυτικής αυτοκρατορίας. Με τη συνένωση όλων των βυζαντινών κτήσεων της Ιταλίας σε ένα Κατεπανάτο ενισχύθηκε περισσότερο και από οργανωτική άποψη η θέση των Βυζαντινών. Ο ικανός «κατεπάνω» Βασίλειος Βοϊωάννης πέτυχε πολλαπλές νίκες επί των εχθρών της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο Βασίλειος Β’ σκέφθηκε να ολοκληρώσει τις επιτυχίες αυτές και άρχισε προετοιμασίες για μια μεγάλη εκστρατεία εναντίον των Αράβων της Σικελίας. Πέθανε όμως στις 15 Δεκεμβρίου 1025. Κληροδότησε μία αυτοκρατορία, που εκτεινόταν από τις οροσειρές της Αρμενίας ως την Αδριατική και από τον Ευφράτη ως το Δούναβη. Είχε ενσωματώσει στην αυτοκρατορία αυτή ένα αχανές σλαβικό βασίλειο, ενώ ένα άλλο, ακόμη μεγαλύτερο, βρισκόταν κάτω από την πνευματική του επιρροή.

Ένας συγγραφέας του δέκατου τρίτου αιώνα θεωρεί ως πιο σημαντικούς αυτοκράτορες του Βυζαντίου τον Ηράκλειο και το Βασίλειο Β’. Τα δύο αυτά ονόματα, που είναι χωρίς αμφιβολία τα μεγαλύτερα ονόματα της βυζαντινής ιστορίας, συμβολίζουν την ηρωική εποχή του Βυζαντίου, η οποία άρχισε με τον πρώτο και έκλεισε με τον δεύτερο.

Πηγή: Georg Ostrogorsky Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους
Τόμοι: Α’+Β’+Γ’ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΗΝΑ 1978
Τίτλος πρωτοτύπου: GESCHICHTE DES BYZANTINISCHEN STAATES
Μετάφραση: ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ
Επιστημονική εποπτεία: ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Κ. ΧΡΥΣΟΣ

Οι φωτογραφίες είναι από εδώ:

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%AC%CF%87%CE%B7_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%9A%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CE%B4%CE%AF%CE%BF%CF%85

(Εμφανιστηκε 939 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.