31 Ιανουαρίου 2018 at 01:43

ΛΕΞΙΚΟ Λαϊκών και ιδιωματικών λέξεων της νέας ελληνικής γλώσσας – Τ-2

από

ΛΕΞΙΚΟ Λαϊκών και ιδιωματικών λέξεων της νέας ελληνικής γλώσσας – Τ-2

Βιογραφικά του συγγραφέα και τα υπόλοιπα δημοσιευμένα λήμματα μπορείτε να τα δείτε εδώ

Τ-2

τηριέμαι: κοιτάζομαι, καθρεφτίζομαι· αυτοσυντηρούμαι, φροντίζω μόνος τον εαυτό μου. Δημ.: Οι κλέφτες μπαρμπερίζονται και στο γυαλί τηριούνται. Βλ. & τηρώ.

τηρώ: κοιτάζω, βλέπω, φροντίζω, προσέχω, υπολογίζω, στρέφομαι προς κάτι, διαφυλάσσω. Τήρα τη δουλειά σου. Δημ.: Αυτού μπροστά που πάτε, ᾿ς το Καλό Χωριό, / έχει όμορφα κορίτσια και γλυκά κρασιά, / τήρα μη σας μεθύσουν και σας πιάσουνε, / και στον κατή σας πάνε, και σας κρεμάσουνε. Πάλλ.: Τήρα εγώ, γέρο, μη σε βρω τριγύρω στα καράβια / για τώρα ν᾿ αργοστέκεσαι για πίσω να κοπιάσεις, / μη δε σε σώσει ούτε ραβδί ούτε θεού στεφάνι. (Ιλιάδα) Μακρ.: Τελειώνοντας π ατά, κ ναν πόλεμον. Πηγαίνομε, τηράμε· πλησίον ες τ Γλυκ νερ ταν να ταμπούρι Τούρκικον· κ᾿ κε πγαν κάτι μεθυσμένοι νησιτες κα Κρητικοί, πιάσαν τν πόλεμον. – Τότε νας ξιωματικός μου δίνει μίαν σκουντι κα κόντεψε ν μο μπ τ μαχαίρι μέσα ες τν κοιλιά μου. Σηκώνομαι πάνου, πιάστηκα μ᾿ κείνον· «Τήρα κάτου, μο λέγει· σήμερά μας πήρετε λους ες τ λαιμό σας.- Κι᾿ σες ο ναγνστες τηρτε, σον καιρν ταν μ τν δικαιοσύνη, πς ταν πατρίδα· ταν πρε ατούς, πο κατήντησε ατς κα πατρίδα. Τηρτε τς φημερίδες· θ δτε ατος φεντάδες κα λους τους τίμιους κατατρεμένους π᾿ ολους ατούς – Χάνοντας ατενοι, χάθη κα πατρίδα τους λλάς, σβυσε τ᾿ νομά της. Ατενοι δν τήραγαν ν θησαυρίσουνε μάταια κα προσωρινά, τήραγαν ν φωτίσουν τν κόσμο μ φτα παντοτινά. Κολ.: Βάνω το κιάλι και τηράω, βλέπω τους Τούρκους εις ένα μέρος, ο Ρουμπής ήτον αποκλεισμένος. Ρίτσ.: Μια στιγμή που σηκώνουν τα μάτια απ᾿ το χώμα / Και τηράνε πίσω απ᾿ τους ώμους μας / Όταν γαλανίζει το βράδυ τις τέντες. Σολωμ.: Με επιθύμια να τηράζης Δύο μεγάλα σε θωρώ, Και θανάσιμον τινάζεις / Εναντίον τους κεραυνό. (Εθνικός ύμνος) | < αρχ. ελλ. τηρέω: επιτηρώ, προσέχω, φυλάττω, αγρυπνώ, παρατηρώ από κοντά· σε Σοφοκλή: παραστείχοντα τηρήσας: τον παρατηρούσα με προσοχή καθώς περνούσε· τηρέω εἰρήνην. Βλ. & λιγοσταίνω, λιτήρι το.

τι: γιατί, επειδή. Δημ.: Είναι ο Γιάννης κι ο Γιαννάκης ο Πλανόγιαννος, / που πλανεύει τα κορίτσια και τις όμορφες. / Μόν’ τη Μάρω δεν πλανεύει τι είναι πονηρή.

τία: επιφώνημα που λέγεται για να διώχνονται, απομακρύνονται τα σκυλιά, ουστ! Τία παλιαζαγάρι!

τιατιό το: το «κακό», κόπρανο, σκατό μικρού παιδιού. Ο μικρός έκανε τιατιά.

τίγκα: επιρρ. στα γεμάτα, φίσκα, κάργα, υπερπλήρως. Το καφενείο είναι τίγκα. Τίγκα στο σκουπίδι, τίγκα κόσμος. Τσιφ.: Πολύ απόρησε το σκαθαράκι το Χιώτακι πούβλεπε τ᾿ άλλο σκαθαράκι τον Σπόρο να κάνει τρελλές κονομησιές. Τουρχότανε τα βραδάκια τίγκα στο χαρτονόμισμα | < ιταλ. (νότ. διάλ.) tinga.

τιγκάρω: γεμίζω κάτι πλήρως, τίγκα. Τίγκαρε το μαγαζί. Η καρότσα ήταν τιγκαριστή. Τίγκαρε το δημοτικό θέατρο Κορίνθου στην ομιλία του Παπαδόπουλου. Τίγκαρε το τελωνείο Ηρακλείου από τα κατασχεμένα βουλγάρικα αυτοκίνητα. Βλ. & τίγκα.

τίλιο το: το φλαμούρι. Το τίλιο (ή αλλιώς φλαμούρι) είναι χαλαρωτικό, ιδιαίτερα μετά από μια κουραστική ημέρα. Η χρήση του ενδείκνυται σε περιπτώσεις κυστίτιδας, υδρωπικίας και απόφραξης της σπλήνας και του ήπατος | < ιταλ. tiglio ή αρχ. ελλ. πτελέα.

τιλώνω: γεμίζω, πληρώ. Την τίλωναν καλά– ο κυρ Αντώνης τους τάιζε πολύ- με γιομάτη τη μπάκα τους έπαιρναν τον ύπνο του δικαίου. Γκοτζ.: Την τίλωναν γερά, έπιναν από πάνω και κρασί, πόρευαν όχι και καλύτερα. Ό,τι πλερώνονταν το ᾿βαναν στην άκρη. Ούτε καφενέδες ήξεραν ούτε άλλες ασωτείες.

τιμάρεμα το: περιποίηση, φροντίδα· μτφ. ο ξυλοδαρμός. Τον είχαν έτοιμο για τιμάρεμα, αλλά τη γλίτωσε. Βλ. & τιμαρεύω.

τιμαρεύω: περιποιούμαι, φροντίζω· κάνω κομμάτια, σκίζω, πελεκώ, μτφ. δέρνω. Αφού μας τιμάρεψε για τα καλά, τρέχει τώρα και δίνει διαλέξεις για την Ευρώπη των λαών! Παπαευαγγ.: Οι τρανοί τιμάριβαν του χοιράδ᾿ κι ιγώ έβαζα γκόλια. Αφού μούρξει, πήρα τ΄ φούσκα για να μην τα κλέψ΄ η Βέλιους, πήγα στ΄ράχη να τ΄κρύψου, μέσα στ΄προυβάτα. Μακρ.: …ότι δεν είχα τον τρόπον όντας παιδί να σπουδάξω ήμουν φτωχός κ᾿ έκανα τον υπερέτη και τιμάρευα άλογα κι᾿ άλλες πλήθος δουλειές έκανα να βγάλω το πατρικό μου χρέος, οπού μας χρέωσαν οι χαραμήδες, και να ζήσω κ᾿ εγώ σε τούτην την κοινωνίαν όσο έχω τ᾿ αμανέτι του Θεού εις το σώμα μου | πιθ. < μσν. τιμάριον < περσ. timar: φέουδο, περιποίηση. Βλ. & νιούτσικος ο.

τιμάριο το: κομμάτι γης, μεγάλη αγροτική έκταση που παραχωρούσε ο σουλτάνος σε στρατιωτικό, με αντάλλαγμα τη στρατιωτική υπηρεσία που πρόσφερε στο οθωμανικό κράτος. Δεν κληρονομείται, δεν χαρίζεται και δεν τεμαχίζεται σε τιμάρια. Τα τιμάρια, που είχαν δημόσιο χαρακτήρα, μετατράπηκαν σταδιακά σε ιδιωτικά τσιφλίκια και η θέση των χωρικών που τα καλλιεργούσαν επιδεινώθηκε δραματικά.

τιντιλίνα η: πολύ λεπτός, αδύνατος, λεπτοκαμωμένος, αδυνατισμένος άνθρωπος. Έγινε τιντιλίνα | < πιθ. ο Νικολ. αναφέρει: κοιν. τελετίνι το: δέρμα ερυθρόν (κόκκινο) < τουρκ. teletin.

τίποτας & τίποτις: τίποτα. Σκαρ.: Η επακολουθήσασα λευτεριά, τίποτες αυτουνών δεν τους χρωστάει. Αν, από τη θέλησή τους αυτό εξαρτιότανε, ακόμα θα φοράγαμε φέσι. Μακρ.: Κι᾿ σο γαπ τν πατρίδα μου δν γαπ λλο τίποτας. Ν ρθ νας ν μο επ τι θ πάγη μπρς πατρίδα, στρέγομαι ν μο βγάλη κα τ δυό μου μάτια.

τιριβίγκος ο: η διάρροια, ευκοίλια, κόψιμο, «νερό.» Μ᾿ έπιασε τιριβίγκος. Βλ. & τσίρλα η.

τιρλίκι το & τερλίκι το: πλεχτά πασουμάκι, το οποίο φοριόταν πάνω από τα σκούνια· είδος κλειστής παντόφλας, πλεχτής ή από μάλλινο ύφασμα. Σειρά είχαν τα τερλίκια. Μικρή μου έπλεκε η γιαγιά μου, αλλά παραμεγάλωσε και δεν βλέπει πια καλά. Χριστουγεννιάτικα τερλίκια και ένα δεντράκι. Χειροποίητα τερλίκια Θράκης | < τουρκ. terlik -ι.

τιριμούρι το & τιριμούρης ο: μτφ. φλύαρος άνθρωπος.

τιρτίρι το: πολύ λεπτό ελικοειδές σύρμα, επίχρυσο, που χρησιμοποιείται σε κεντήματα | < τουρκ. tirtir. Βλ. & σιρίτι το.

τόπι το: η μπάλα· η μπάλα του κανονιού, βλήμα. Δημ.: Το Μεσολόγγι απόμεινε, δεν θέλ᾿ να προσκυνήσει· / στεριάς το δέρν᾿ ο Κιουταχής, κι Αράπης του πελάγου / πέφτουν τα τόπια σαν βροχή, οι μπόμπες σαν χαλάζι / κι αυτά τα λιανοντούφεκα σαν άμμος της θαλάσσης. – Βάστα, καημένε Θόδωρε, βαστάξου στο ντουφέκι. / Mη σε φοβίζουν τίποτις του Αβδή-πασά τα τόπια; | < τουρκ. top -ι.

τλούπα η: τουλούπα, τολύπη, ποσότητα μαλλιού που μπαίνει στη ρόκα· για τον καπνό που βγαίνει ιδίως από το τσιγάρο, όταν είναι αναμμένο, και σχηματίζει κύκλους, δακτυλίους. Παπαδ.: Ο κ. Βίλελμ Βουνδ εκάπνιζε ταχέως και θορυβωδώς το τσιμπούκι του, και έβγαζε μεγάλας τολύπας καπνού από το στόμα, μετά πλαταγισμού των χειλέων, κολλώσας προς στιγμήν περί τον μέγαν, παχύν καστανόν μύστακά του. – …αι νιφάδες, μυίαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, εφέροντο στροβιληδόν εις τον αέρα, και έπιπτον εις την γην, και έβλεπε το βουνόν ν᾿ ασπρίζη εις το σκότος. Τα πλέναμε, τα πηγαίναμε στα Γιάννενα στο λαναριστήριο, εκεί τα έκανε τουλούπες. Τα βάζαμε στη ρόκα, τα γνέθαμε, για να γίνουν κλωστές, και πλέκαμε. Πβ. Καρκ.: Tα μαλλιά του επρόβαλλαν σαν τουλούπα καναβοξύλων κάτω από το τελωνειακό πηλήκιο. – Οι ατμοί της αυγής κατατρεγμένοι, μόλις ημπόρεσαν να κατακαθίσουν στις λαγκαδιές και τις κοιλάδες των Mακεδονικών βουνών, όπου εποίκιλλαν την κρασογάλαζη πλευρά τους με τις σταχτιές τουλούπες τους | < αρχ. ελλ. τολύπ(η): τουλούπα μαλλιού.

τοπτσής ο: ο πυροβολητής, ο χειριστής κανονιού. Τόπια έστειλες, τοπτσή δε στέλνεις. Βλ. & τόπι το.

Τόσκης ο: μέλος της αλβανικού φύλου των Τόσκηδων. Οι Τόσκηδες απαντώνται στην Κεντρική και Νότια Αλβανία και είναι μουσουλμάνοι ή χριστιανοί ορθόδοξοι. Τα ήθη και τα έθιμά τους είναι όμοια με τα ελληνικά. Είναι σχετικά κοντοί, μιλούν την τοσκική διάλεκτο της αλβανικής γλώσσας, η οποία έχει θεσμοθετηθεί ως η επίσημη γλώσσα της Αλβανίας. Σεφ.: Ο ψηλο γκέγκηδες ο κοντο τόσκηδες / τ καλοκαίρι μ τ δρεπάνια κα τ χειμώνα μ τ τσεκούρια / κι λο τ δια ξαν κα ξανά, διες κινήσεις / στ δια σώματα κόπηκε μονοτονία.

τουζλούκι το: είδος περικνημίδων από μάλλινο ύφασμα που φτάνουν μέχρι το γόνατο | < τουρκ. λ. tozluk. Βλ. & κοντογούνι το.

τουλούμπα η: είδος σιροπιαστού γλυκίσματος· χειροκίνητη αντλία νερού, που χρησιμοποιούσαν κυρίως σε πηγάδια. Πάστες, τούρτες και τάρτες με φρέσκα φρούτα…. εκμέκ, μαλεμπί με μαστίχα ή τριαντάφυλλο, καζάν ντιπί, αλλά και τουλούμπα με βουβαλίσιο καϊμάκι. Τα πιο τυχερά σπίτια διέθεταν πηγάδι και σπανίως τουλούμπα. Πάνω στο σκεπασµένο πηγάδι ο κουβάς δεµένος µε αλυσίδα ή χοντρό σχοινί, γιατί ανεβοκατέβαινε πολλές φορές την ηµέρα. Η άλλη άκρη του σχοινιού ήταν στερεωµένη κάπου, για να συγκρατεί τον κουβά. Δεν υπήρχε πυροσβεστική υπηρεσία παρά κάτι αμάξια με ντεπόζιτα για νερό και τουλούμπες, για να το σπρώχνουνε στους σωλήνες, απ᾿ τους οποίους το εκτόξευαν προς στη φωτιά | < τουρκ. tulumba.

Τουρκιά η: Τουρκία, οι Τούρκοι, μέρος, τόπος που ανήκει σε Τούρκους. Δημ.: Αλή πασά να ζήσεις, μ᾿ όλα σου τα παιδιά / οπώκαμες την Πάργα κ᾿ εγίνηκε Τουρκιά. Μωραϊτ: Αν κερδίσει η Μοσκοβιά, τάχουμε και μεις καλά, / αν κερδίσει η Τουρκιά, πάλι τάχουμε καλά. Βλ. & καντιποτένιος, βεζίρης ο, φαλάγγι το.

τουρκομερίτης ο: αυτός που ζει ή κατάγεται από μέρος που ανήκει στην Τουρκία, την οθωμανική αυτοκρατορία, σε αντίθεση με εκείνον που κατοικούσε εντός των συνόρων του νέου ελληνικού κράτους. Τουρκομερίτες και οι δύο, ξένοι στα ξένα. Εφτ.: Λες και μοιάζουνε με τα σημερινά εκείνα τα προκομμένα Ρωμιόπουλα που τα λέμε Τουρκομερίτες, ονομασία προτιμότερη από πολλούς ντόπιους χασομερίτες που σπουδάζουνε μαζί τους στην ίδια την Αθήνα μέσα. Βιζ.: Έτσι τα τουρκομεριτάκια, τα περιφρονημένα, να εμβούμε με την φιλοκαλίαν και την οξύτητα του πνεύματός μας, εις τα ρουθούνια των μυιοχάφτηδων της Αθήνας.

τραβηξιά η: το τράβηγμα. Αίν.: «Ένα είδος είδος, μια τραβηξιά κόβει το λόγγο όλον.» (ξυράφι και γένια – Ευρυτανία).

τραβηχτική η: το τράβηγμα, κακό μπλέξιμο, φασαρία, ντράβαλο, νταραβέρι. Τσιφ.: Δε θα κάνεις παρέα με μάγκες καθόσον ο μάγκας έχει μαρκαριστεί και θα σε ψυλλιαστούνε άμα σε δούνε σε δικές τους τραβηχτικές.

τραγιάσκα η: είδος κασκέτου, καπέλο που το φορούν συνήθως εργάτες, άνθρωποι λαϊκοί. Μεγάλη γκάμα από καπέλα ολόμαλλα – σκούφοι, τραγιάσκες, μπερέδες, τζόκεϊ. Χαρακτηριστικό τους είναι οι τραγιάσκες που στο πίσω μέρος τους κρύβουν ξυράφια και χρησιμοποιούνται ως όπλα. Το κίνημα αυτό έφερε το καπέλο Σαρλώ και τις τραγιάσκες ξανά στα κεφάλια μας. Παπαγ.: Αλλά ένας άκαπνος θεωρητικός πώς να περάσει στην πράξη; Κατεβάζοντας ως τ᾿ αυτιά την τραγιάσκα του βιβλιογνώστη, μιλάει ασταμάτητα για παλάτια που δεν είδε | < ρουμ. trăïască: ζήτω, επιφώνημα που θεωρήθηκε ουσ., επειδή ζητωκραυγάζοντας πετούσαν τους σκούφους στον αέρα.

τράγιος -ια -ιο: τραγίσιο, φτιαγμένο από δέρμα ή κέρατο τράγου. Κρυστ.: …έβαλα προσκέφαλο το δισάκι μου το τράγιο. ΦΡ. Γ…ώ το κέρατο το τράγιο.

τραγόκαπα η: κάπα από μαλί τράγου, γιδίσιο μαλλί. Παπαδ.: Ο πιβάται τς κουβέρτας, ξαιρουμένων τν μακαρίων κείνων μ τν τραγόκαπαν, τος ποίους ποτ δν παυσα ν ζηλεύω, κα οτινες παντο που πάγουν, ερίσκουν εκολα τν νεσίν των κα τ ρογχάλισμά των, εχαν προκαταλάβει λας τς διαθεσίμους κλίνας τς Β θέσεως, το μπαρίου κα τς πλώρης.

τράκα η: τρακάρισμα, σύγκρουση· απόσπαση πραγμάτων καθημερινής χρήσης και μικρής αξίας, συνήθ. από φίλους, χωρίς αντάλλαγμα. Έγινε τράκα στη διασταύρωση. Από τα είκοσι τσιγάρα, τα μισά φεύγουν σε τράκες. Τσιφ.: Ο γέρος το κατάλαβε ότι γίνεται τράκα, αλλά πάλι σκέφτηκε «άμα δεν τα δώσω θα μου κάνει καμιά κασκαρίκα κι άντε ξέμπλεκε με το παλιόπαιδο.» | < τρακάρω < ιταλ. attraccar: οδηγώ καράβι να πλευρίσει σε άλλο.

τρακατζής ο & τρακαδόρος: που κάνει συστηματικά τράκες. Κάθε στρατόπεδο έχει τους τρακατζήδες του. Πιο πολύ με τρακατζήδες μοιάζουν πλέον παρά με ευεργέτες. Οι πρώην τρακατζήδες, που έγιναν δισεκατομμυριούχοι. Τζαμπατζήδες και τρακαδόροι. Όμως αυτοί που υποτίθεται ότι είχαν αποκτήσει με ταχύρυθμα μαθήματα, κοινωνική παιδεία, αποδείχθηκε ότι παραμένουν απλοί τρακαδόροι. Σκαφάτοι κακοπληρωτές, τρακαδόροι, λέτσοι και τσαμπατζήδες.

τράκος ο: η τράκα, σύγκρουση· μτφ. η μεγάλη αναποδιά που τυχαίνει σε κάποιον, δυσάρεστη εξέλιξη, σύρραξη, εισβολή, εμβολή, επίθεση, προσβολή. Τσιφ.: Στον πρώτο τράκο τις βρέχει άγρια στους παπικούς. Χάσανε και υπογράψανε τη συνθήκη του Αγίου Γερμανού.

τραμός ο: χυλός από αλεσμένα ρεβύθια (Κέρκυρα). Πετρ.: Η σημερινή νεολαία δεν μπορεί να ξέρει τις διάφορες ποικιλίες φασολιών, όπως αδυνατεί να ξεχωρίσει στα μπιζελοειδή τον αρακά από τον τραμό.

τράμπα η: ανταλλαγή, ανταλλαγή, συνήθως εμπορευμάτων. Λέτε να γίνει τέτοια τράμπα με Ολυμπιακό – Άρσεναλ; Οι χωρικοί έκαναν τράμπα κοσμήματα, έπιπλα, ψαλίδια, ραπτομηχανές, ρούχα και προικιά, ανταλλάσοντας με αγροτικά προϊόντα που αγόραζαν για να μην πεθάνουν από την πείνα. Έκαναν «τράμπα» διασωληνωμένο ασθενή! Τσιφ.: Καθώ κατά που ξέρετε, την Ιερουσαλήμ δεν την έχουμε, αλλά έχουμε την Αίγυπτο. Λέει το λοιπόν ο άγιος πάπας ο Ιγνοκέντιος νούμερο 3 -σηκωθείτε και χαιρετάτε ρε άμα τον αναφέρω- να κάνουμε τράμπα με το Ισλάμ. Να τους κάνουμε πάσα την Αίγυπτο και να πάρουμε την Ιερουσαλήμ | < τουρκ. trampa < ιταλ. (διάλεκτ..) trampa: εξαπάτηση.

τρατάρω & τρατέρνω: κερνώ, φιλεύω, προσφέρω κέρασμα, κυρίως γλυκό, ποτό ή καφέ. Θα μας τρατάρουνε κάνα μεζέ φαντάζομαι. Να σας τρατάρω ένα φοντανάκι; Παπαδ.: Κοιμήθηκες, θειά; Σήκω ν τρατάρς τν νεψιό σου | < μσν. τρατάρω < βεν. tratar -ω.

τραχάλα η: η εργασία στα «μαστόρικα.»

τραχανάς ο: είδος παραδοσιακού ζυμαρικού, με μορφή κόκκων, που παρασκευάζεται με γάλα· μτφ. ο βλάκας, χαζός, ευήθης, στούρνος. Συνθ. τραχανόπιτα. Πβ. Αίν.: «Τα φεγγίτια, τα κοφίτια κι ο ζουρνάς κι ο τραχανέλος» (Μάτια αυτιά, μύτη και στόμα – Χηλή Πόντου). Παρ.: «Έχει τραχανά απλωμένο.» «Ο τραχανάς και ο χυλός, όσο να σταθείς ορθός.» | < τουρκ. tarhana (από τα περσ.) -ς.

τραχανιάης ο: που του αρέσει ο τραχανάς, το φαγητο, η μάσα· μτφ. καλοπερασάκιας, τρυφηλός, ντελικάτος, τεμπελάκος, ανυπόληπτος.

τραχλιά η: τραχηλιά, πλατύς πρόσθετος γιακάς που φοριέται πάνω από φόρεμα ή πουκάμισο | < μσν. τραχηλία, τραχηλέα < τράχηλ(ος) -έα.

τράχωμα το: επιπλέον χρηματική δαπάνη, σε σχέση με τη συνηθισμένη ή αναμενόμενη, έκτακτο έξοδο· χρηματικό ποσό πέραν της συνηθισμένης προίκας που ζητούσε παλαιότερα ο γαμπρός από την οικογένεια της νύφης. Παπαδιαμάντης: Κα ποίας προκας, κατ τ νησιωτικ θιμα. «Σπίτι στ Κοτρώνια, μπέλι στν μμουδιά, λιώνα στ Λεχούνι, χωράφι στ Στροφλιά.» λλ κατ τος τελευταίους χρόνους, περ τ μέσα το αἰῶνος, εχε κολλήσει κα λλη ψώρα. Τ «μέτρημα», κενο τ ποον ες Κωνσταντινούπολιν νομάζετο «τράχωμα», συνήθειαν τν ποίαν, ν δν πατμαι, εχεν φορίσει Μεγάλη κκλησία. φειλεν καστος ν δώσ κα μετρητν προκα. Δισχιλίας, χιλίας, πεντακοσίας, διάφορον.

τρεκλίζω: περπατώ με ασταθές βήμα· παραπατώ. Ν. Βρετ.: Τρεκλίζω στον άνεμο χωρίς άλλο ρούχο, / διπλωμένος με το ντουφέκι μου, παγωμένος και ασταθής | < ίσως μσν. τρακλίζω < τρακλώ < αρχ. κατακλῶ: καταρρέω.

τρεμούρα η & τρεμούλα η: ακούσια σπασμωδική κίνηση του σώματος, ρίγος, τρεμούλα. Σιδ. : …να μην καταλάβουν την ταραχή και την τρεμούρα του | < μσν. τρεμούλα (πβ. μσν. τρεμουλιάρης) < τρεμούρα < τρέμ(ω) < αρχ. ελλ. τρέμω: σείομαι, φοβάμαι να πράξω κάτι.

τρεχούμενος -η -ο & τρεχάμενος -η -ο: αυτός που τρέχει, κυλάει, ρέει, κελαρύζει· λέγεται συνήθως για νερό ή πηγή. Σεφ.: νάμεσα στν σημερία τς νοιξης κα τν σημερία το φθινοπώρου, / δ εναι τ τρεχάμενα νερ δ εναι κπος, / δ βουίζουν ο μέλισσες μς στ κλωνάρια.

τριβέλι το: τρυπάνι. Παπαδ.: θόρυβος τν ργαλείων, τ ποα Νταντής, χωρς ν εναι ρατός, πισθεν το ξυλοτοίχου, ρριπτεν ν ν μέσα στ ζεμπίλι του -σκεπάρνια, πριόνια, τριβέλια, κτλ..- ξύπνησε κα τν λεχώ, τν γυνακά του | < μσν. τριβέλ(λ)ιον < παλ. ιταλ. trivell(o) -ιον > -ι.

τριβελίζω: τρυπώ με το τριβέλι, τρυπάνι. Παρ᾿ όλα αυτά, τον μικρό μου κάτι τον τριβέλιζε. Είναι πολλά που δεν ξέρεις, του τριβέλιζε το μυαλό, μια επίμονη ενοχλητική μελωδία που δεν έλεγε να σταματήσει. -Ποιά πίκρα σε βασανίζει, ποιός καημός σε τριβελίζει; Μήπως σου ‘πε ο τσάρος λόγια σκληρά κι αταίριαστα; Καρκ.: Οι πόνοι του κορμιού, των σκελών και του κεφαλιού τα τριβελίσματα, του δερμάτου η φαγούρα, την έφεραν σε απελπισία. Βλ. & ασίκης ο, τριβέλι το.

τριβόλι το: αγκαθωτό ζιζάνιο· τρίβολος μτφ. το ζωηρό, άτακτο παιδί. Πάλλ.: Από τους καρπούς τους θαν τους νιώστε. Μήπως συνάζουν απ᾿ αγκαθιές σταφύλια κι από τριβόλια σύκα; Παπαδ.: Δεν είχε μεγαλώσει ακόμα για να φορέσει τσαρουχάκια, είπεν ο παπά-Βαγγέλης. Εις τον κήπον της Εδέμ δεν έχει αγκάθια και τριβόλια, και μπορεί κανείς να πάει και ξυπόλυτος | < μσν. τριβόλι(ο)ν υποκορ. του αρχ. ελλ. τρίβολος.

τριχοφάης ο: η τριχόπτωση. Τον έπιασε τρυχοφάης.

τρομπάρω: χρησιμοποιώ την τρόμπα, φουσκώνω, αντλώ, βγάζω νερό από πηγάδι· μτφ. αυνανίζομαι, τεμπελιάζω, κάθομαι άπραγος, ασχολούμαι με κάτι ανώφελο. Τρομπάρει όλη μέρα.

Τρυγητής ο & τρυγητής ο: ο μήνας Σεπτέμβριος, επειδή γίνεται ο τρύγος των αμπελιών· εποχικός εργάτης που μαζεύει τα ώριμα σταφύλια από το αμπέλι. Δημ.: Μη με μαλώνης, βρε πουλί, και μη με παραδιώχνεις, / τι εγώ πολύ δεν κάθομαι στον τόπο το δικό σου, / αν κάτσω Μάη και Θεριστή κι όλον τον Αλωνάρη, / κι αν πάρω κι απ’ τον Αύγουστο, τον Τρυγητή μισεύω. Παρ.: «Αν ίσως βρέξει ο Τρυγητής, χαρά στον τυροκόμο.», «Του Μάρτη και του Τρυγητή ίσα τα ημερόνυχτια.» | < ελνστ. τρυγητής (αρχ. τρυγητήρ)· τρυγη(τής) -τρα.

τρύγος ο: το κόψιμο και το μάζεμα των ώριμων σταφυλιών από το αμπέλι· τρυγητός | < ελνστ. τρύγος (αρχ. ελλ. ἡ τρύγη: θέρισμα σταριού). Βλ. & θέρος το, τρυγητής ο.

τσαγκαλίθρα η: σπίθα, σκαντζαλίθρα (Κοζάνη.)

τσαγκσμός ο: τσακισμός, το τσάκισμα, μτφ. ο γκρεμός. Παπαδ.: Νά, παλιόγρια, καλ ν πάθς. Τ᾿ θελες, τί γύρευες, γρι ξεκουτιάρα, φαφούτα; Ξύσου, γριά, ξύσου. Δ φεύγεις καλύτερα, ν πς στν τσακισμό;

τσαγκός -ή -ό: δύστροπος, ασυμβίβαστος, οξύθυμος (Κοζάνη).

τσαΐρι το: βλ. τσιαΐρι το.

τσαϊρό το: τσαγερό, η τσαγιέρα που βράζουμε το τσάι. Σιδ.: Φτιάξτε ένα ζεστό. Το τσαϊρό ξέρεις που το ‘χουμε παπα-Φώτη. Ρίξε και λίγο άρμενο | < τουρκ. çay < ρωσ. tšay (από τα κινέζικα).

τσάκα η & τσιάκα η: χαρτοπαικτικός όρος στη βίδα· τσάκιση. Λέμε «κάνω τσάκα», «τσακίζω» με το ατού ή κόζι, όταν δεν έχω να «πληρώσω», δηλαδή να παίξω τραπουλόχαρτο στην κατάλληλη «φυλή.» Έκανε τσάκα σπαθένια μπαζιά: δεν είχε να «πληρώσει» σπαθί (τριφύλλι) και αναγκαστικά έπαιξε ατού (εφόσον είχε).

τσακίδια τα: στη φράση «στα τσακίδια»: να τσακιστείς, τσακίσου, να φύγεις, να χαθείς, να καταστραφείς. Τσιφ.: Άστε τον να πάει στα τσακίδια. Τρώει πολύ. Έτσι και τον κρατήσουμε, θα ᾿χει ξοδέψει περισσότερα από όσα ζητάμε.

«στα τσάκια τ᾿»: «τσάκι» είναι τα δισάκι, διπλό υφασμάτινο σακούλι. Η φράση σημαίνει στα παλιά του τα παπούτσια, δεν τον ενδιαφέρει τίποτα. Πιάνω, παίρνω τα τσάκια μου: δεν πιάνω, δεν καταφέρνω τίποτα. Παπαευαγγ.: Δεν έπιασαν κανέναν τα σκλιά; –Έπιασαν τα τσάκια τ΄ς …Άρα πιάνουντι αυτοί. Ήταν δυό λύκοι τιτραπέρατοι.

τσακάλι το: σαρκοβόρο τετράποδο που συγγενεύει με το λύκο και που τρέφεται κυρίως με πτώματα· μτφ. & τσάκαλος ο: ικανός, έξυπνος, επιδέξιος, καπάτσος άνθρωπος. Δημ.: Λύκος να φάει τα πρόβατα και τσάκαλος τα γίδια, / μπροστά στον άντρα τον καλό, μπροστά στο παλικάρι. Παρ.: «Ο λύκος έχει τ᾿ όνομα κι ο τσάκαλος τη χάρη.» | < τουρκ. çakal (από τα περσ.) -ι

τσακιστός -η -ο: με συνεχείς τσάκες. Το παιχνίδι πήγε τσακιστό: έτρωγαν συνεχώς, έκαναν τσάκες, τσάκιζαν στα φύλλα των αντιπάλων | < Βλ. & τσάκα η.

τσακνιάρικος -η -ο: μτφ. που μοιάζει με τσάκνο, λπτοκαμωμένος, αδύνατος άνθρωπος | < Βλ. & τσάκνο το.

τσακνιάρης ο: αδύνατος άνθρωπος, σαν τσάκνο, βλ.λ.

τσάκνο το: ξυλαράκι, λεπτό, ξερό κλαδί δέντρου· μτφ. πολύ λεπτός, αδύνατος άνθρωπος. Αίν.: «Κοντός κοντός καλόγερος, με το τσακνάκι στον κώλο.» (το μύρτο – Β. Εύβοια). Παρ.: «Τσακώθηκαν απ᾿ τα τσάκνα και τ᾿ άχυρα. [σ.σ. μαλώσανε για πράγματα ασήμαντα, χωρίς σοβαρό λόγο]»

τσακμάκι το & τσιακμάκι το: είδος αναπτήρα (οινοπνεύματος ή πετρελαίου) με φιτίλι και τσακμακόπετρα, αναπτήρας· μτφ. ο εύστροφος, έξυπνος και δραστήριος άνθρωπος, αυτός που ενεργεί άμεσα και τελεσφόρα, το μηχάνημα που λειτουργεί αμέσως, ομαλά, χωρίς προβλήματα. Παπαδ.: Ευθύς ως ήκουσαν τον ελαφρόν κρότον, αμφότεροι οι κλέφται ύψωσαν τα καρυοφύλλια. Τα τσακμάκια εσηκώθηκαν. Ρίτσ.: …δεν ξέρεις πια, σαν ανάβουν τα τσακμάκια τους, αν είναι ν᾿ ανάψουν το τσιγάρο τους ή αν είναι ν᾿ ανάψουν το φιτίλι του δυναμίτη | < τουρκ. çakmak -ι.

τσακματίζω & τσιακματώ: χρησιμοποιώ το τσακμάκι, βγάζω, πετώ σπίθες· μτφ. δραστηριοποιούμαι, εργάζομαι γρήγορα και αποτελεσματικά, ενεργώ, πατώ πλήκτρο, κουμπί εκκίνησης ή άλλης λειτουργίας, βάζω μπροστά μια μηχανή. Καρκ.: Και συγχρόνως με τας ξηράς και ολοτρέμους χείρας της ετσακμάκιζε τινάζουσα πλήθος σπινθήρων, προσπαθούσα δι᾿ αυτών και των εξορκισμών της να διώξη το πάθημα. Παρ.: «Σαν τσακματίζουν τ᾿ άστρα δέσε πιο γερά τη βάρκα.» | < Βλ. & τσακμάκι το.

τσακώ: τσακίζω. λυγίζω· Πάλλ.: Γυρνάν οι Τρώες, τους οχτρούς με θάρρος αντικρύζουν, μα αχώριστοι κι οι Δαναοί βαστούν και δεν τσακάνε. Βλ. & τσάκα η.

τσαλί το: το ξύλο.

τσαλίμι το: φιγούρα, επίδειξη στο χορό, στην κίνηση, ιδιαίτερος τρόπος· γύρισμα, περίτεχνο παίξιμο μουσικού οργάνου· μτφ. υπεκφυγή, νάζι· υποκορ. τσαλιμάκι το. Φθάνουν με τα ζώα όλα στο σπίτι της νύφης. Κάνουν τα λεγόμενα «τσαλιμάκια» (επιδείξεις). Μπαίνουν μέσ᾿ στην αυλή της νύφης και φωνάζουν «κρασιά συμπεθέροι.» Αρχίζει το κέρασμα και το γλέντι. Σκαρ.: Για δαύτο κι αυτός μερακώνονταν και τόλεγε γλυκά, παραπονετικά, με τσαλιμάκι. Τσιφ.: -Να σας κάνουμε εσάς βασιλιά, φέρτε να φάμε. Έκανε κάτι τσαλιμάκια ο Γουλιέλμος, στο τέλος… το δέχτηκε να γίνει βασιλιάς. Όχι τίποτ᾿ άλλο. Διά το δίκαιον. Τον στέψανε, λοιπόν, τα Χριστούγεννα του 1066 στο Γουέστμινστερ και έγινε | < τουρκ. çalιm -ι. Βλ. & τουρλώνω.

τσάμι το: το πεύκο, η πεύκη (Ήπειρος).

τσαμπουκαλεύομαι: φέρομαι σαν τσαμπουκάς, προκλητικά, εριστικά, άφοβα, τολμηρά. Εκείνη όμως δε μάσησε και τσαμπουκαλεύτηκε. Νταής της νύχτας τσαμπουκαλεύτηκε υπό τη συνοδεία αστυνομικών! Βλ. & τσαμπουκάς ο.

τσαμπουκαλίκι το: τσαμπουκάς, η συμπεριφορά του τσαμπουκά, προκλητική, εριστική συμπεριφορά, νταηλίκι. Τι κρύβεται πίσω από τα πατριωτικά τσαμπουκαλίκια; Τι να κάνουμε; Η Δημοκρατία μπορεί να ανέχεται την ανοησία, αλλά τιμωρεί τα «τσαμπουκαλίκια». Προς τι τελικά τα τσαμπουκαλίκια στο eurogroup; Για εσωτερική κατανάλωση κυρίως; Ο Μ. μάλιστα άρχισε τα τσαμπουκαλίκια με τους ανθρώπους της παραλίας, να ψάχνει και να ρωτά γιατί υπάρχουν φωτογράφοι. Βλ. & τσαμπουκάς ο.

τσαμπουκάς ο & τσαμπούκι το: καβγάς, φασαρία, μαγκιά, μάγκικη, προκλητική συμπεριφορά· νταηλίκι· άνθρωπος που κάνει καβγάδες, προκαλεί, δε φοβάται, δε λογαριάζει· μτφ. ουλή, χαραγματιά, μαχαιριά, ξουραφιά στο πρόσωπο (επειδή πιθανόν έγινε σε καυγά, τσαμπουκά)· το τατουάζ, η δερματοστιξία. Σπάω τον τσαμπουκά: κάνω κάποιον να χάσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό του, του σπάω το ηθικό. Όσες επιχειρήσεις ή περιοχές έκαναν τους τσαμπουκάδες στους ελεγκτές του ΣΔΟΕ, εξασφάλισαν τον διαρκή φορολογικό έλεγχο. Οι τσαμπουκάδες τέλος. Δεν ανήκω στην κατηγορία εκείνων που πιστεύουν πως τα πάντα λύνονται με τον τσαμπουκά. Με τσαμπουκά στα ημιτελικά η Χιλή. Πλησίασαν δυο τύποι με παλιούς τσαμπουκάδες στα μάγουλα. Πετρ.: Τσαμπουκάς παναπεί τατουάζ. Η λέξη τσαμπουκάς ανήκει στη γλώσσα του υποκόσμου και είναι πολυσήμαντη | < τουρκ. çabuka: που έχει καταδικαστεί ξανά -ς < sabιka: προηγούμενη καταδίκη.

τσαμπούρι το & τσάμπουρο το: το άγουρο σταφύλι, το κοτσάνι του σταφυλιού όταν φαγωθούν οι ρώγες του.

τσανάκα η: μεγάλη (πήλινη) πιατέλα, γαβάθα. Μόλ.: Μόλις πήγα, με είδε η θεια-Γιωργούλα και με λυπήθηκε, που είχα αλληθωρίσει από την πείνα, και μου γιόμισε μια τσανάκα στιφάδο, που μοσχοβόλαγε, Χατζατζάρη μου. Αίν.: «Έχω μια τσανάκα γεμάτη κουκιά, κι είναι άνω κάτω και τα κουκιά δε χύνονται.» (ουρανός με τ᾿ αστέρια – Χίος).

τσανάκι το: μικρή τσανάκα· πράγματα του σπιτιού, νοικοκυριό | < τουρκ. çanak -ι. Βλ. & κάμαρη.

τσανακογλείφτης ο: αυτός που γλύφει τσανάκια, πιάτα, γαβάθες· μτφ. ο παράσιτος, παρατρεχάμενος σε κάποιον που θεωρείται ανώτερος. Τσιφ.: Ο Όθων ντε λα Ρος, που ήτανε τσανακογλείφτης του Βονιφάτιου, εκλήθη εις ακρόασιν. Τι λέτε, αγαπητέ μου, γίνεστε δούξ των Αθηνών; Βλ. & τσανάκι το, γαλιφιά η.

τσαντίρι το: αντίσκηνο, κυρίως όταν μένουν σ΄ αυτό τσιγγάνοι· φτωχόσπιτο φτιαγμένο με πρόχειρα υλικά. Ρίτσ.: …στο άνοιγμα του τσαντιριού, αγνάντια στη θάλασσα. Καζαντζ.: Πολέμησες μέσα στο μικρό τσαντίρι του κορμιού σου, μάνα, στενή σου φάνταξε η παλαίστρα, πνίγουσουν, και χύθηκες να ξεφύγεις. Παρ.: «Στου τεμπέλη το τσαντίρι έχει ο διάολος εργαστήρι.» | < τουρκ. çadιr -ι.

τσάπα η: σκαπτικό εργαλείο που αποτελείται από ένα κοφτερό και πλατύ μεταλλικό εξάρτημα, προσαρμοσμένο σε ξύλινο στέλεχος. Τσάπα της μπουλντόζας. Γκοτζ.: Ο Τσαπαδόντης δε λεγόταν έτσι πραγματικά, μα χρωστούσε το παρατσούκλι στα δόντια του, μεγάλα τάχα σαν τσαπιά. Παρ.: Άσε στη γωνιά την κάπα κι είναι ώρα για την τσάπα.» | < μσν. τσάπα < ιταλ. zappa.

τσαπάρης ο & τσαπάρι το: περιστέρι γκρίζο με άσπρα φτερά και άσπρη ουρά. Πετούσαν τσαπάρια και σαντέδες (:γκρίζα τελείως).

τσαπί το: είδος τσάπας με μακρόστενο κοπτικό εξάρτημα. Παπαδ.: σύζυγος τς Μαργαρς το κάτω ες τ σόγειον κα διώρθωνε τ τσαπιά, κα τρόχιζε μ ξν τριγμν μικρν πριόνιον, τ ποον το χρησίμευε δι τ κλάδευμα τν δένδρων. Γκοτζ.: Εγώ ψιλότεχνους για σας δουλεύω στίχους / κι όλο το σόι μου λιώνει απάνου στο τσαπί. Παρ.: «Κάθε τσαπί (δουλεύοντας) για λόγου του δουλεύει.», «Δούλευε τσαπάκι μου κατά την πληρωμή σου.», «Ο συνηθισμένος στο τσαπί να μην πιάνει το κοντάρι.» | < μσν. τσαπίον υποκορ. του τσάπ(α) -ίον.

τσαπίζω: δουλεύω με την τσάπα, σκάβω, σκαλίζω. Τσαπίζω τον κήπο | < Βλ. & τσάπα η.

τσάπισμα το: σκάψιμο, το σκάλισμα, η εργασία με τσάπα.

τσάπος ο: ο τράγος. Ηπίτ.: τσάπος ο: τράγος, ίσως εκ της ποιμενικής προσφωνήσεως «τσαπ τσαπ.»

τσαπουρνιά η: αγριοδαμασκηνιά. Χωριό Τσαπουρνιά.

τσάπουρνο το: ο καρπός της τσαπουρνιάς, της άγριας δαμασκινιάς κοβέμι (ποντιακ.)

τσαρδί το & τσαρδάκι το: καλύβι ή υπόστεγο σκεπασμένο με κλαδιά, άχυρο ή καλάμια· πρόχειρα φτιαγμένο σπιτάκι. Κολ.: …μια ώρα στράτα αλάργα έστησε το τσαρδί. Παραδοσ.: Άιντε, από κάτω από τα ραδίκια / άιντε, κάθονται δυο πιτσιρίκια / Άιντε, από κάτω από τη μολόχα / βρε, είχαν το τσαρδί τους πρώτα. Ηπίτ.: τσαρδάκι το: μικρά καλύβη πλεχτή εκ κλάδων μετά φυλλώματος | < τουρκ. çardak -ι, που θεωρήθηκε υποκορ.: τσαρδ(άκι) -ι. Βλ. & μπουγιουρντί το.

τσάρκος ο: περιφραγμένος χώρος στην ύπαιθρο, για τη φύλαξη γιδοπροβάτων. Γκοτζ.: Είχε γούστο να τα κοιτάς εκεί πώς παιδεύονταν να σηκωθούν, να σταθούν ολόρθα στ᾿ αδύνατα πόδια τους που τρικλίζαν. Σε δυο τρεις μέρες έρχονταν στα συγκαλά τους και τότε τα παίρναν από κει, τα ᾿κλειναν μέσα στον «τσάρκο» με τ᾿ άλλα. Δημ.: Να φκιάσω στρούγκα το λαγό, τσάρκο στ᾿ αγριογίδι. Κτηνοτροφικός Συνεταιρισμός Παραγωγών Φορμαέλλας Αράχωβας – Ο Τσάρκος.

τσαρλατάνος ο: απατεώνας, αγύρτης, αυτός που ισχυρίζεται ότι έχει θαυματουργικές ικανότητες και εξαπατά τους αφελείς, γιατρός που δεν έχει σοβαρή επιστημονική κατάρτιση. Τσαρλατανισμός. Κέρδιζαν πολλά χρήματα και δεν ήταν όλοι «τσαρλατάνοι.» Κάποιοι απ᾿ αυτούς υπήρξαν και ευεργέτες, όχι μόνο των συγγενών και συγχωριανών, αλλά και του Ζαγορίου | < μσν. τσαρλατάνος < ιταλ. ciarlatano -ς. Βλ. & κομπογιαννίτης ο.

τσαρούχι το: παπούτσι με σόλα από ακατέργαστο δέρμα, που το συγκρατούσαν με σκοινιά και που το φορούσαν οι άντρες των ορεινών περιοχών· μτφ. ο άνθρωπος που θεωρείται αγροίκος, ακοινώνητος, χωρίς τρόπους. Μπήκε μέσα με τα τσαρούχια: χρεωκόπησε, είχε οικονομική ζημιά. Έγινε η γλώσσα του τσαρούχι. Περρ.: …όθεν την εγνωστοποίησε κρυφίως δια μικρού γραμματίου, πέμψας αυτό με τον δούλον του, και δι᾿ ασφάλειαν, ραμμένον υπό την καρβατίνην (τζαρούχι). Βιζ.: Μη με μαλώσετε αν εμβαίνω με λερωμένα τσαρούχια εις το καθάριο σας κατώγι. Είμαι χωριατοπαίδι, καθώς γνωρίζετε, και έχω διανύσει μακρόν, πολύ μακρόν και λασπωμένον δρόμον. Παπαδ.: Η πεντακέφαλος εύθυμος παρέα επείθετο να ψηφοφορήσει μονοκούκι υπέρ του ενός κόμματος ή υπέρ του άλλου αντί προκαταβολής 210 δραχμών εις μετρητά, ενός γιουβετσίου, δύο γαλονίων οίνου και ενός παγουρίου ρακής, ως και ζεύγους τσαρουχίων περιπλέον διά τον Κώσταν τον Άγγουρον, όστις είχε λειώσει πολλά ζευγάρια τσαρούχια να τρέχει πότε για τον ένα, πότε για τον άλλον, καθώς εκαυχάτο ο ίδιος. Παρ.: «Το παιδί αγέννητο τα τσαρούχια αγόρασε.», «Κόβει ο βλάχος το τσαρούχι κι όπου βγάλει ο Θεός της μύτη.» | < μσν. τσαρούχιν < παλιά τουρκ. çarιk. Βλ. & λογατσάρια τα.

τσαρτσαφίσιος -ια -ιο: πολύχρωμος, παρδαλός (Κοζάνη).

τσάτρα πάτρα: επίρρ. τροπ.: λέγεται για κάτι που δεν γίνεται σωστά, για πρόχειρη, κακοφτιαγμένη, ατζαμίδικη δουλειά, «ό,τι με ό,τι.» Mιλάει τσάτρα πάτρα τα ελληνικά | < μσν. τσάταλα πάταλα τσάταλα πάταλα < τσόταλα πόταλα < αρχ. φρ. ἔσθ΄ ὅτε ἄλλα, ποτέ ἄλλα: κάποτε έτσι, κάποτε αλλιώς.

τσάτσα η & τσατσά η: θεία, γυναίκα υπεύθυνη σε μπουρδέλο, οίκο ανοχής. ηλικιωμένη γυναίκα, ιδιοκτήτρια πορνείου. Ηπίτ.: εκ του τέττα ή άττα, παλαιών προφωνημάτων· τέττᾰ: φιλική ή τιμητική προσφώνηση νεώτερου προς μεγαλύτερο & ἄττα, προσφώνηση που χρησιμοποιείται προς τους μεγαλυτέρους, λέγεται για τον πατέρα, σε Όμηρο.

τσατσάρα η & τσαρτσάρα η: χτένα. Οι τσατσάρες και οι βούρτσες. Που χτενίζουμε το κεφαλάκι μας. Πρέπει να πλένονται μία φορά την εβδομάδα. Καθρεφτάκια και τσατσάρες για τους ιθαγενείς. Λαβές για μαχαίρια ή σπαθιά, τσατσάρες, κουμπιά, κουτάλια, πιρούνια και άλλα. Ηπίτ. τσατσάρα η: το διαλυστήρι, κτένιον αραιόν κοινώς, το αρύ κτένι. Παρ.: «Τι τη θέλει την τσατσάρα ο κασιδιάρης;» | < βενέτ. zazzara: αντρικό μακρυμάλλικο χτένισμα.

τσεκίνι το: παλιό χρυσό νόμισμα της Βενετίας, γνωστό στην Ελλάδα ως βενέτικο φλουρί. Τσιφ.: Κι οι ζωντοχήρες τσεκίνι δε δίνανε για τον άνθρωπο που έμενε αιχμάλωτος στην πόλη | < βενετ. zechin -ι.

Τσέλιος ο: Στέλιος, Στυλιανός.

τσέντζιαρης ο: τέντζερης, μεγάλο μπακουρένιο μαγειρικό σκεύος, κατσαρόλα, συνήθως χάλκινη | τουρκ. tencer(e).

τσεντζερέδια τα: όλα τα σκεύη της κουζίνας. Βλ. & τέντζερης ο, κακάβι το.

τσερκένι το: ο χαρταετός. Πολίτ.: Aρχινούσανε την Kαθαρή Δευτέρα -ήτανε αντέτι- και συνέχεια την κάθε Kυριακή και σκόλη, ίσαμε των Bαγιών. Aπό του Xατζηφράγκου τ᾿ Aλάνι κι από το κάθε δώμα κι από τον κάθε ταρλά του κάθε μαχαλά της πολιτείας, αμολάρανε τσερκένια. Βλ. & κόρδα η.

τσέρκι το: ρόδα, η μεταλλική στεφάνη των βαρελιών, παιδικό παιχνίδι. Το τσέρκι ή κρικηλασία ήταν παιχνίδι που παιζόταν στη αρχαιότητα αλλά και στην νεότερη εποχή. Τα παιδιά προσπαθούσαν να κυλήσουν έναν τροχό από ξύλο ή μέταλλο με τα χέρια ή χτυπώντας τον με ένα ξύλο. Κέρδιζε το παιδί που θα έφτανε πρώτο στο προκαθορισμένο σημείο | < ιταλ. αρσ. cerchio, πληθ. cerchi. Βλ. & κόρδα η.

τσέργα η: βελέντζα, φλοκάτη. Σιδ.: Απ’ τον τάραχό του πήρε σβάρνα μια τσεργούλα που είχε ο δεσπότης όξω απ’ τον οντά να σκουπίζουν τα κουρτέλια. Αίν.: «Τσιέργα, τσιέργα τεντωτή και δασιά πεταλωτή.» (ουρανός και τ᾿ αστέρια – Β Εύβοια), «Έχε εσύ την τσέργα σου κι εγώ την εδική μου.», «Μη βγάζεις τα ποδάρια έξω απ’ την τσέργα σου.»

τσέτουλα η: σημειωματάριο λογαριασμών. Η τσέτουλα ήταν ένα λεπτό ξύλο πάνω στο οποίο με εγκοπές οι παλαιοί μπακάληδες, έμποροι κ.λπ. σημείωναν τα προϊόντα που έδιναν επί πιστώσει. H παροιμιακή φράση «Bαρώ τσέτουλα» εσήμαινε πως αγοράζω επί πιστώσει με απώτερο στόχο τη μη πληρωμή. Η τσέτουλα ήταν το πρωτόγονο «λογιστικό» σύστημα των Τούρκων και αποτελείτο από δυό επιμήκη ξυλαράκια, ένα του πωλητή και ένα του αγοραστή, που τα τοποθετουσαν σε επαφή και τα χάραζαν κάθετα με ένα μαχαιράκι κάθε φορά που γινόταν μια πληρωμή. Σε κάθε συναλλάγή κουβαλούσαν μαζί τα χαρακωμένα ξυλαράκια, τα έβαζαν διπλα – δίπλα για να ελέγχουν την ακρίβεια του λογαριασμού. Έτσι βγήκε η έκφραση κόβω τσέτουλα, που σημαίνει όμως την επί πιστώσει αγορά με σκοπό να μην καλοπληρώσω. Παπαδ.: …φορν τ γυαλιά του μέτρα κ᾿ σημείωνε στς τσέτουλες τ καρβέλια σα δινε βερεσ ες ξένους μαστρους, ες παλλήλους, κα λλους παροίκους μ χοντες οκογένειαν. Τσετούλα για να μετράει τις καρδάρες με το γάλα | < πιθ. τουρκ. çetele: το ξυλαράκι με τις εγκοπές ή τσέτουλα < cetola, βενετσιάνικη λέξη που σημαίνει κόλλα χαρτί < cedola, ιταλική λέξη για το κουπόνι < λατινικό schedula, εξ ου και schedule < υποκοριστικό του scheda < σχίδη: φύλλο χαρτιού ή παπύρου.

τσέτσο το: κρέας, στα «μαστόρικα.»

τσέφλο το & τζέφλο το / τσέφλι το: τσόφλι, το εξωτερικό ασβεστολιθικό περίβλημα του αυγού των πτηνών· κέλυφος· η εξωτερική σκληρή φλούδα ορισμένων καρπών, όπως π.χ. του αμύγδαλου, του καρυδιού, του φουντουκιού κτλ.. (Τριαντ.) Βηλ.: Σκεπαίνουν τα κεφάλια τους με περικεφαλαίες / από τα καρυδότζεφλα, και δυνατές κ᾿ ωραίες | < μσν. τσόφλι < εξώφλοιον < έξω + φλοι(ός) -ον.

τσέχρα η: φαρμακόγλωσση γυναίκα, αχώνευτη (Κοζάνη).

τσιαγούλι το: το σαγόνι, μσν. σαγόνι, το μπροστινό τμήμα της κάτω σιαγόνας, το πιγούνι. Παπαευαυγγ.: Πρησμένους στα τσιαγούλια (σαγόνια) κι στουν μπλέφουρα (μέτωπο) απ τα κνούπια, ας ήμαν κι μέσα στου σακί, έκανα τ’ Μαντρινιά τουν κατήφουρου για να πααίνου στ’ Πάδη για κουρόμπλα | πιθ. < σαγόνιον < αρχ. ελλ. σιαγόνιον.

τσιαΐρι το: υγρός τόπος, λιβάδι, χωράφι με βλάστηση. Παπαευαγγ.: Σουρουπιάζουντας έφτασαν στου χουριό, λίγου παρακάτ᾿ 0απ᾿ τουν Τούρναβου. Σταμάτσαν σι κάτ΄ τσιαΐρια κι αγνάντιβαν τα γιννήματα (στιάρια, κθάρια), πούταν έτοιμα για θέρουν. Ηπίτ.: τσαΐρι το: ο αγρός μετά χλωράς νομής εις ον θέτουσι τα κτήνη προς τροφήν· όθεν η διά χλωράς νομής τροφή των κτηνών | < τουρκ. çayır. Βλ. & κοπή η.

τσιάπι το: σκυλί, το αγρίμι. Θα σε φαν τα τσιάπια | πιθ. < αλβ. tsjap: ο τράγος.

τσιασίτι το: η ποικιλία, μτφ. το σόι, η γενιά. Στο χωριό ήμασταν από πολλά τσιασίτια.

τσιασίτης ο: Οθωμανός χωροφύλακας. Μακρύγ.: Δια ν τος πάρουν τ᾿ ρματα κα χρήματά τους ο ρχηγοί μας τος λένε τ᾿ εναι τζασίτες κα τος βάνουν στος παιδεμούς, οτε Χριστς δν δοκίμασε σα δοκίμασαν ατενοι ο δυό.

τσιατσιαλίζω & τσιατσιαλνώ: θρυμματίζω, χτυπώ και κάνω κάτι μικρά κομματάκια, συνθλίβω, ψιλοκόβω· τσιατσιαλίζω κρεμμύδια. Παθήτ. τσιατσιαλίζομαι: γίνομαι κομμάτια, χτυπώ άσχημα από πέσιμο. Μτφ. τσ(ι)άτσαλος: αυτός που είναι κομμάτια από το ποστό, μεθυσμένος, ντίρλα, στουπί. Αινιγμ.: «Δος μου τα τσάτσαλα, τα μάτσαλα, να τσατσαλίσει η μάνα μου και πάλι να στα φέρω.» (μιτάρια του αργαλειού – Εύβοια) | πιθ. ηχομιμ.

τσιατσιαλισμένος, -η -ο: μτχ. θρυμματισμένος, λ.χ. κρέας τσιατσιαλισμένο: σε μικρά κομματάκια, σχεδόν κιμάς. Προσωνύμ.: Τσιατσιάλας ο.

Τσιάτσιω: η Αθανασία, Θανασία, Θανάσω.

τσιβί το: ξύλινο καρφί· μεγάλο καρφί· μτφ. το πέος. Φάγαμε τσιβί στον χθεσινό αγώνα: χάσαμε, ηττηθήκαμε· λέγεται μτφ. και για δουλειά δύσκολη, κουρατσική, επίπονη, εξουθενωτική, «μανίκι» | < τουρκ. çivi.

τσιβικώνω: καρφώνω, βάζω τσιβί· μτφ. γαμώ | < Βλ. & τσιβί το.

τσιβρές ο: αραχνοΰφαντο ύφασμα πολυτελείας (συνήθως μεταξωτό), κεντημένο με μεταξωτή ή χρυσή κλωστή | < τουρκ. cerve.

τσιγαρίζω: βάζω μέσα στο καυτό λάδι ή λίπος της κατσαρόλας κρέας ή λαχανικά και τα αφήνω σε δυνατή φωτιά, ώσπου να ροδίσουν, ενώ συγχρόνως ανακατεύω· καβουρντίζω, τηγανίζω. Άλλοι έχω ακούσει τσιγαρίζουν πρώτα το κρεμμύδι, ενώ άλλοι το κρέας ή τον κιμά. Όταν τσιγαρίζετε σκόρδο, προτιμήστε να το ψιλοκόβετε παρά να το λειώνετε· έτσι το προστατεύετε από το κάψιμο στο τηγάνι. Παπαδ.: …εχεν νάψει κάτω, ες τν αλν το οκίσκου, δύο μεγάλας πυράς, κα π τς μις νεβίβασε τεράστιον ρακοκάζανον, τεμαχίσας ντός του κτάμηνον πρόβατον κα ρχισε ν τ τσιγαρίζ δι ν κάμ τ σύνηθες ες τος γάμους περσικν πιλάφι, ν π τς λλης, εθς ς γινεν νθρακιά, τεινε παραλλήλους δύο σούβλας μ δύο λλα σφαχτά.- Μόλις ρχισε ν ροδοκοκκινίζ τ ψητόν, μόλις ρχισε ν μυρίζ προκλητικς τ τσιγαριστόν | < μσν. τσιγαρίζω < βεν. cigar: τσιρίζω, σκληρίζω -ίζω. Βλ. & γιαχνί το, φρικασέ.

τσιγκλώ και τσιγκλίζω: πειράζω, ενοχλώ, κεντρίζω

τσιλιβήθρα η: είδος μικρού ωδικού πτηνού· σουσουράδα· μτφ. τσιλιβήθρας: αδύνατος άνθρωπος, κοκκαλιάρης, τσακνιάρης, ξερακιανός. Άλλον ένα συμμαθητή μου να δω που από τσιλιβήθρας έγινε τούμπανο και θα γραφτώ γυμναστήριο. Πραγματικά σε κάνει να απορείς πώς στο κέρατο αυτός ο κοντοπίθαρος τσιλιβήθρας μπορεί να βάζει τόση δύναμη στο παιχνίδι του | < πιθ. αλβ. αλβανική çilimi.

τσιμπούκι το & τσιμπούκα η: είδος πίπας που αποτελείται από ένα μικρό σωλήνα που καταλήγει σε κοιλότητα, όπου τοποθετούν τον καπνό· μτφ. πεολειχία· Η δουλειά είναι μεγάλο τσιμπούκι: είναι δύσκολη, μπλεγμένη, «μανίκι», «τζιουλίκα», κοπιαστική. Παπαδ.: …παρ τ χελος ατο οχ σπανίως ξέρχονται φαντάσματα, σν τος λλοις ες ράπης μ τν τσιμπούκα, οχ ραψ μελαψός, πως ατοί, λλ Αθίοψ παμμέλας, ς ξ βένου | < τουρκ. çubuk -ι· τσιμπούκ(ι) μεγεθ. -α.

τσιπουράς ο: αυτό που παράγει ή πίνει κατά προτίμηση τσίπουρο, ρακή, ρακάς· Πβ. ουισκάς.

τσίπουρο το: δυνατό οινοπνευματώδες ποτό που το παρασκευάζουν από στέμφυλα, τα οποία έχουν υποστεί ζύμωση και απόσταξη, η ρακή, το ρακί· ό,τι μένει ύστερα από το πάτημα των σταφυλιών και από την αφαίρεση του μούστου. Παπαδ.: Ες τ βουν τν μερν τούτων τ «τσίπουρο» πίνεται ς νερόν, κα πρέπει ν χ τις σχυρν θέλησιν δι ν φθάσ μέχρι το «τρισσεύσατε κα τρίσσευσαν», κα ν τ διακόψ. Πλν γ κα φίλος μου ξεύραμεν τι τ τσίπουρο εναι «κακ θεμέλιο γι τ κρασί», κα κ προμηθείας, χι ξ γκρατείας, φυλάχθημεν | < μσν. τσίπουρον.

τσιρέκι το: νομισματική υποδιαίρεση της παλιάς τουρκικής λίρας. Βλ. μετζίτι το.

τσίτσαρος -η -ο: τσίτσιδος, γκόλιαβος, γυμνός. Κώλος τσίτσαρος. Βλ. & τσίτσιδος ο.

τσιτσαρώνομαι: γυμνώνομαι, ξεντύνομαι τελείως, μένω τσίτσαρος. Βλ. & τσιτσί το: το κρέας.

τσιτσιά η & τσιτσιάκω η: μτφ. η κρεατωμένη, παχιά κι ευαίσθητη γυναίκα, καλομαθημένη. Παπαευαγγ.: -Η Κώτσιους τσ΄Θουμήνινας που σκώθκει πρώτους βρήκει ένα προυτουμανέ (πορτοφόλι). Σήκου πρώτους να βρείς κι σύ ! -Τι λές μα τσιτσιάκου! πρώτους σκώθκει αυτός που τόχασι!

τσιτσί το: λέξη παιδική, κρέας, το ψαχνό. Παπαδ.: Κα τότε μήτηρ τν παρηγόρει λέγουσα τι «τ Σαββάτο τ βράδυ θ ρθ κουρούνα (κρά, κρά!), ν φέρ τ τυρ κα τ κρέας (τσί, τσί!), κα τότε νὰ ἰδῇς χαρὲς ὁ Βαγγελινός, σὰν ἀκούσῃ κρά, κρά! τὴν κουρούνα ν χτυπ τ παραθύρι. Αίν.: «Το τσιτσί βαστάει λιλί.» (σκουλαρίκι – Σκιάθος) | < Πβ. ιταλ. ciccia, cicci: αρχ. ελλ. τιτθός: ο μαστός.

τσίτσιδος -η -ο & τσιτσίδι το: τσίτσαρος, γυμνός, ολόγυμνος, θεόγυμνος, ζάρκος. Βλ. και γκόλιαβος ο, μπλέτσιος ο, ζάρκος ο.

τσιτσιόρα η: το ανδρικό μόριο, το πέος, η τσούρα. ΦΡ. Το ᾿χει τσιτσιόρα (το μυαλό): λέγεται για κάποιον που φέρεται ανόητα, απερίσκεπτα. Συνων. ΦΡ. Το ᾿χεις τσιτζύφο. Παπαευαγγ.: Που δλεύς ρα πατέρα; -Αυτά που έφαγις τώρα… τα λέν… σέρβουλα [σ.σ. λουκάνικα] κι τα βγάζουμι ιμείς..! -Ποιά ρα πατέρα… αυτά που είνι σαν τσιουτσιόρις..! – Στ… μη λές άτακτα λόια… δα σι βάλου πιπέρι..! | < Υπάρχει τοπωνύμιο Λα Tσhόρλου ατsέλου Μσhάτου ή Μσhάτλου «Στο όμορφο Ποδάρι.» Οι Σαρακατσαναίοι το λένε «Στο Έμορφο Ποδαρικό.» Η λέξη τσhόρου «πόδι» στην περίπτωση του τοπωνυμίου σημαίνει εκτεταμένη εδαφική συνέχεια, ακολουθία που, αν και σε ράχη ή πλαγιά, είναι εύκολη η διαδρομή της. Με άλλα λόγια τόπος βατός. Η λέξη τσhιόρου και στα αρβανιτοβλάχικα τσhιτσhόρου ή κιτσhόρου, ανάγεται στο λατινικό πετίολους «μικρό πόδι.» (Τοπωνύμια Ξηρολίβαδου).

τσπίσους: επίρρ. προς τα πίσω, όπισθεν. Φέρτο τσπίσους, να φορτώσουμε | < την πίσω μεριά, όπισθεν.

τλούπα η & τουλούπα η: τολύπη, το επεξεργασμένο μαλλί όπως μπαίνει στη ρόκα, ποσότητα μαλλιού. Παπαδ.: …ψημένος από την θαλασσίαν άλμην, μελαψοκοκκινισμένος από τας τρικυμίας του πελάγους, φέρων δύο τολύπας πυρόφαια μαλλία περί τους κροτάφους και δύο στοίβας χονδρών και ακανθωδών τριχών περί τας γνάθους. Καζαντζ.: Από το φούρνο του Τουλουπανά, τουλούπες τουλούπες ανεβηκε ο πρώτος καπνός | < αρχ. ελλ. τολύπη.

τόκα η: η χειραψία. Παπαδ.: – Ευχαριστώ, κύριοι· δεν είμαι να καθίσω να κάμω τωκ, και δύσκολο σ᾿ εμένα να κάμω τωκ ρωμέικα. – Τι λέει; είπε συνοφρυωθείς ο καπετάν Θύμιος ο Κουρασάνος· δε θέλει να κάμει τόκα μαζί μας; | < ιταλ. tocca, προστ. του toccare: αγγίζω.

τομάρι το: γδαρμένο δέρμα ζώου· δέρμα· μτφ. άνθρωπος ανήθικος, κάθαρμα, λέρα, μπατάκι. Κοιτάζει το τομάρι του: τον εαυτό του. Παρ.: «Ότι κάνει η γίδα στο πουρνάρι, το βρίσκει στο τομάρι.», «Η αλεπού και το παιδί της, ένα τομάρι έχουνε.», «Ή τιμάρι ή τομάρι.», «Ζωντανής αρκούδας τομάρι μην αγοράζεις.», «Από έν’ αρνί δυό τομάρια.», «Με του γέρου το τομάρι παίρνει η νια το παλικάρι.», «Από το διάολο έρχεται τ’ αρνί, στο διάολο γυρίζει το τομάρι.» Ελύτ.: Γι’ αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή / Λιώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης. / O Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο | < μσν. τομάρι < τομάριον υποκορ. του αρχ. ελλ. τόμ(ος): κομμάτι, φέτα -άριον. Βλ. & κιλότο το, σκαμπίλι το, ασκί το, φαφλατάς ο.

τομπάκι το: ο ορείχαλκος.

«τον πήρε η χαρά απ᾿ τα ποδάρια»: η φράση λέγεται για κάποιον που χαίρεται εμφανώς και πολύ.

τόπα η: το (μεγάλο) τόπι, παιδικό παιχνίδι, μπάλα χειροποίητη, φτιαγμένη από παλιά υφάσματα, ριμπιδόνια (:κουρέλια λωρίδες) ή μαλλί | < τουρκ. top -ι.

τοπιάτικο το: νοίκι, αντίτιμο που καταβάλλεται για την ενοικίαση βοσκοτόπου.

«το ᾿ριξε δέμα»: έδεσε το χτυπημένο σημείο με κατάπλασμα από τριμμένο σαπούνι, ασπράδια αυγού, γιδόμαλλο, κρεμμύδια κ.α. Σε περίπτωση σπασίματος ή ραγίσματος, σχημάτιζαν ένα είδος νάρθηκα, σαν το σημερινό «γύψο.» Δέματα έριχναν οι πρακτικές μαμές.

τορός ο: το ίχνος που μένει, σημάδι που δείχνει ότι κάτι ή κάποιος πέρασε από κάπου. Κολ.: Οι Τούρκοι, αφού επήγαν εις το Αλιτούρι βλέποντας τον τορόν μας, εγύρισαν και ήλθαν από κοντά γυρεύοντάς μας.

τούβουλο το: τούβλο, ψημένος πηλός, συνήθ. σε ορθογώνιο παραλληλόγραμμο σχήμα και διάτρητος, που τον χρησιμοποιούν για την κατασκευή τοίχων | < μσν. τούβλ(ον) < υστλατ. tubl(us) -ον < λατ. tubulus: μικρός σωλήνας.

«του γελούν οι μοίρες»: λέγεται για τα μωρά που χαμογελούν στον ύπνο τους.

«του κούκου τα σταφύλια»: το φυτό υάκινθος.

τούλι το: λεπτό διάφανο ύφασμα με δικτυωτή ύφανση. Τούλι ελληνικό με άνοιγμα 180 εκατοστών μαλακό στη χρήση για ότι είδους κατασκευή θέλετε να φτιάξετε. Τούλι και γάζες με το μέτρο για μπομπονιέρες, στολισμούς & διακοσμήσεις σε πάρα πολλά χρώματα! | < γαλλ. tull(e) < Tulle (όν. πόλης όπου πρωτοκατασκευάστηκε) -ι. Βλ. & σάβανο το.

τουλούμι το: ασκί που το χρησιμοποιούν κυρίως για να διατηρούν το τυρί φέτα· παραδοσιακό μουσικό όργανο, η γκάιντα. Παπαδ.: Δεκαοχτώ τουλούμια τυρί είχα φορτωμένα εγώ, κι εβούλιαξαν. -Δεκαοχτώ τουλούμια τυρί! επανέλαβε με τόνον βασίμου υποψίας ο ποιμήν, σίγουρα θα τα κατάπιε ο αφαλός της θάλασσας. Καζαντζάκ: Να μου τον πιάσεις από τον αστράγαλο και να τον κρεμάσεις ανάποδα στα δοκάρια, σαν τουλούμι. ΦΡ. βρέχει με το τουλούμι ή ρίχνει νερό με το τουλούμι: βρέχει ραγδαία, καταρρακτωδώς. Βαμβ.: Ο πατέρας μου δε και άσσος από τη γκάιντα, το τουλούμι, το οποίο, επειδής ήτανε φουκαράς ο πατέρας μου και γω ήμουν το μεγαλύτερό του παιδί, όταν ερχόντουσαν οι απόκριες, εφεύγαμε από πάνω από τη Χώρα και κατεβαίναμε κάτω στην Ερμούπολη που ήταν οι ταβέρνες και μέσα πίνανε κρασά διάφοροι τύποι αθρώποι | < τουρκ. tulum -ι. Βλ. & δερμάτι το, πόδημα το.

τουλουμίσιος -ια -ιο: επιθ. που τον διατηρούν ή τον ετοιμάζουν σε τουλούμι: τουλουμίσιο τυρί, τουλουμοτύρι. Tουλουμίσιες ελιές | Βλ. & τουλούμι το.

τουλουμιάζω: κάνω κάποιον τουλούμι στο ξύλο, τον δέρνω άγρια.

τουλουμοτύρι το: είδος τυριού σε τουλούμι.

τούμπα η: ακροβατική άσκηση κατά την οποία, αφού στηριχτεί κάποιος με τα χέρια στο έδαφος, φέρνει το κεφάλι κάτω και τα πόδια ψηλά και στη συνέχεια με κατάλληλη στροφή του σώματος γυρίζει στην όρθια στάση· μικρό ύψωμα, λοφίσκος που δημιουργήθηκε από συσσώρευση χωμάτων ή άλλων υλικών· αναποδογύρισμα, τουμπάρισμα. Συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, όταν το μωρό δεν έχει κάνει την τούμπα, ο τοκετός γίνεται με καισαρική. Ποιός μπορεί να κάνει ανάποδη τούμπα όπως αυτός! Έφερε τούμπες με 596 χλμ. / ώρα κι επέζησε! Ο επιβλητικός θολωτός τάφος, που είναι γνωστός και ως «Τούμπα», βρίσκεται στο Διμήνι, στις δυτικές παρυφές του λόφου με τα νεολιθικά ερείπια. Κάτω Τούμπα Θεσσαλονίκης. Αραβαντ.: τούμπα η: συστάς ριζών καλάμων, αποτελούσα εν τη λίμνη στερεό έδαφος | < μσν. τούμπα αντδ. < υστ. λατ. tumba: τάφος < αρχ. ελλ. τύμβα, τύμβος.

τουμπάκι το: μικρός ξύλινος πάσσαλος που έμπαινε ως απαγορευτικό σημάδι εισόδου στα χωράφια, όταν επρόκειτο να γίνουν εκεί αγροτικές ή άλλες εργασίες. Πρόσθεταν πλεγμένα χόρτα, για να διακρίνεται.

τούμπανο το: τύμπανο· λέγεται και για κάτι που είναι φουσκωμένο, πρησμένο. Μακρ.: Κ᾿ γ δυστυχς νοιξαν ο πληγές μου π τ χτύπημα το λόγου, ταν βήκαμεν π τ κάστρο, κα περπατοσα μ τ κεφάλι τούμπανον. Βαμβ.: Η Σύρα είχε πολλά οργανάκια. Ήτανε πλημμυρισμένη. (…) Έπαιζα το τούμπανο απ᾿ την ηλικία έξι χρονών και ακολουθούσα τον πατέρα μου | < αρχ. ελλ. τύμπανον.

τουμπάρω: κάνω τούμπα, ανατρέπω, ανατρέπομαι· μτφ. αλλάζω τη γνώμη, τις διαθέσεις κάποιου. Τρελή πορεία Ι.Χ. – Βγήκε από το δρόμο και τούμπαρε. Θέλεις να με τουμπάρεις και μένα και να γλιτώσεις την τιμωρία που σου αξίζει; Μολ.: Το μαλαγάνα, πώς τα κατάφερε και τον τουμπάρησε τον Μπαρμπαγιώργο. Το αποφώλιον της κατεργαριάς άμα αρχίσει το πίτσι, πίτσι, πίτσι, δεν του γλιτώνεις. Βλ. & τούμπα η.

τουμπέκα η: ησυχία, το αραλίκι, το να μη μιλάει κάποιος, να μην κάνει αισθητή τη φυσική παρουσία του. «Τουμπεκί» λεγόταν ο ψιλοκομμένος καπνός. ΦΡ. Κάνε τουμπεκί: (κάπνιζε και) μη μιλάς.

τουμπεκί το: ποικιλία καπνού που, αφού τον μουσκέψουν και τον κόψουν σε ψιλά κομματάκια, τον χρησιμοποιούν αποκλειστικά για το ναργιλέ. Βαμβ.: Τουμπεκί είναι ένα φύλλο του καπνού το οποίο δεν το κόβουν όπως τον καπνό. – Το αφήνουμε μεγάλο και αυτό το κόβουνε ψιλό ψιλό με το μαχαίρι. Ο καθένας έπαιρνε μαύρο και τουμπεκί και καθότανε εκεί, φούμερνε τον ναργιλέ. – …δεν πλένεις λίγο τουμπεκάκι φρέσκο να το κόψουμε ψιλό ψιλό να φουμάρουμε – Λιγάκι νερό, ήτανε μέτζο να πούμε, μισό μισό, και γλυκό και γλυφό. Και πλέναμε και τα τουμπεκιά και τις τζούρες που παίρναμε απ᾿ τα καφενεία, βάζαμε νερό στον αργιλέ | < τουρκ. tömbeki < ιταλ. tabacco.

τούνα: επίρρ. τελείως μούσκεμα, βρεγμένος μέχρι το κόκκαλο. Είχε τούνα τα βρακιά. Συνων. σκλίδα.

τουπέ το: υπεροπτικό, αλαζονικό ύφος, περιφρονητική στάση, μούρη· ψιλοτουπέ, έχει τουπεδάκι. Τσιφ.: Πούν᾿ η δύναμή σου ρε φιόγκο κάτου από τούτο εδώ το Σύμπαν που μας πλακώνει με το βάρος του; Πούναι τα μεγαλεία σου και το τουπέ σου; | < γαλλ. toupet.

τούρλα η: μυτερή κορυφή λόφου ή βουνού· ο μεθυσμένος, που έχει πιεί πολύ. Πβ. Αίν.: «Απάνω στο τουρλί τουρλί κάθεται ένα χρυσό πουλί.» (Το λυχνάρι – Λακωνία). Δημ.: Είσαι ψηλός, είσαι λιγνός, έχεις κι απάνω τούρλα / έχεις και στο κεφάλι σου ένα δεμάτι βούρλα. Γύρισαν στο σπίτι τούρλα στο μεθύσι. Ηπίτ.: τούρλα η: παν το υψωμένον ως τρούλλος, σφαιροειδές ύψωμα, επισσώρευσις σφαιροειδής, στρογγύλον ύψωμα· φράση παροιμιώδης: «στην τούρλα του Σαββάτου»· «τούρλα τη φεσάρα»: φορεί το φέσι τουρλωτόν | < μσν. τούρλα < ελνστ. τρούλλα: κουτάλα, μικρό σφαιρικό αγγείο.

τουρλώνω: φουσκώνω, μτφ. καμαρώνω, προβάλλω κάτι επιδεικτικά. προτείνω, προβάλλω ένα τμήμα του σώματος, ώστε να φαίνεται σφαιροειδές. Χόρευε και λικνιζόταν, έκανε τσαλιμάκια, τούρλωνε και τον μεγάλο στρογγυλό πισινό της. Την τούρλωσα: έφαγα πολύ, μέχρι να φουσκώσει η κοιλιά μου. Ηπίτ.: τουρλώνω: καθιστώ τι στρογγύλως υψηλόν, στρογγυλόω -ώ, ανυψώ τι φουσκωμένον, προβάλλω, παρουσιάζω, επιδεικνύω τι εστρογγυλευμένον, φουσκωτόν, καμαρωτόν, ανάκυρτον | < μεσν. τρουλλώ: χτίζω τρούλο. Βλ. & τούρλα η.

τουρλωτός -η -ο & τσουρλωτός -η -ο: σφαιροειδής, σφαιρικός, στρογγυλωπός, πεταχτός, ανάκυρτος, στρογγυλός. Αίν.: «Ένα δέντρο τσουρλωτό, τσουρλωτό καμαρωτό.» (το καμπρί, το λάχανο – Ήπειρος). Βλ. & τουρλώνω.

τουρτούρα η: τρομπέτα, γενικώς το πνευστό μουσικό όργανο. Αραβαντ: τουρτουριά η: ομάς ανθρώπων εξερχομένων διά τινά εργασίαν και ειδικώτερον η συνοδεία των μεταβαινόντων κατά την παραμονήν του γάμου χωρικών προς συλλογή ξύλων διά ψήσιμο των αμνών του γάμου | < πιθ. λατ. turtur: τρυγόνι (Πβ. βλάχ. turturî: δεκοχτούρα).

τουρτούρας ο: μτφ. αυτός που μιλάει συνέχεια, ο θορυβώδης, ο φασαριόζος· φοβιτσιάρης, δειλός, χέστης. Γιώργος Τουρτούρας | < τουρτούρα η, βλ.λ.

τούφα η: πολλές τρίχες μαζί, φούντα· μτφ. το αραλίκι, η απραξία, κατάσταση άνεσης και σχετικής χαλαρότητας, ύπνος· κλαδί με πυκνό φύλλωμα βάτος, βατσινιά, θάμνος. Την περνάμε τούφα – το χειμώνα, μένω τούφα στο σπίτι· θα πέσω για τούφα. Ηπίτ.: τούφα η: ο λόφος, η φούντα και εν γένει άθροισμα αντικειμένων της αυτής φύσεως, λεπτών, ελαφρών, πλησίον αλλήλοις κειμένων, και σχηματιζόντων δέσμην τινά. Παρ.: «Η μικρή η τούφα κρατάει το λαγό» | < μσν. τούφα < υστλατ. tufa: χαίτη κράνους· τούφ(α) -ίτσα.

τουφεξής ο: που φτιάχνει τουφέκια, τεχνίτης, μάστορας οπλοποιός.

τουφιάζω: πέφτω τούφα, ξαπλώνω.. Τσιφ.: Τα βραδάκια έχει μια βούτα μες στο θάλαμο και σβήνουνε το φως από νωρίς καθόσον η υγιεινή της νεότητος είναι να τουφιάζει από τις οχτώ για να χωνεύει το πατατόνερο που το λένε σούπα και βοηθάει πολύ να πούμε, στην ανάπτυξη της αδενοπάθειας.

τραγί το & τραΐ το: (νέος) τράγος, το αρσενικό της κατσίκας, που διακρίνεται από τα μακριά του κέρατα και το μακρύ του γένι. Πβ. Παπαδ.: Του είχον τάξει ζεύγος τσαρουχίων και μίαν τραγόκαπαν και ούτως επείσθη να έλθει – Ες τν παίδων νπτε τ πρ π το βωμο, κα Πλήθων σφαζεν μνν τράγον κα καιεν ατν νώπιον τν εδώλων τν θεν | < μσν. ή ελνστ. τραγίον υποκορ. του τράγος.

τραγίσιος -ια -ο & τράγιο το: από δέρμα τράγου, από τράγο. Τσιφ.: -Εμείς φόρο δεν πληρώνουμε. -Γιατί; Τι έχετε σεις; Το τραγίσιο κέρατο; Καββ.: Τότε στν Πίντα κλέψαμε το ζτέκου τν κορνιόλα. / Τραγίσιο δέρμα τ κορμ κα μέσαθε πουρί. / Φορτίο ποντίκια κα σκορπιο τσιφάρι, στ πανιόλα. / Στ Πάλος κουβαλήσαμε τ γιάτρευτο σπυρί. Τράγιο κέρατο.

τραγογένης ο: με γένι που μοιάζει με τράγου, τραγοπώγων, σφηνοπώγων· λέγεται και υβριστικά.

τραούσια η: γίδα με μεγάλα κέρατα, σαν τράγος, σαν ελάφι | < τράγος.

τραουτσέλι το: ο τράγος, το αρσενικό της κατσίκας, που διακρίνεται από τα μακριά του κέρατα και το μακρύ του γένι | < αρχ. ελλ. τράγος.

τρακάδα η: η τοποθέτηση πραγμάτων σε σειρά ή συστοιχία. Χατζ.: Η Σιούλαινα, σαν κουνέλα, κάθε χρόνο γεννούσε καινούριο Σιουλόπουλο. Και μια τρακάδα παιδιά, πρέπει να χορτάσουν και να ντυθούν και να ποδεθούν και να πάνε σκολειό.

τρακαδιάζω: αποθέτω σε σειρά, στοιβάζω.

τρακατάρι το: κουδουνάκι για το λαιμό μικρών ζώων (αρνιά, κατσίκια) | < πιθ. από τον ήχο τρακ τρακ.

τράνεμα το: το μεγάλωμα, η μεγέθυνση, η ανατροφή. Βλ. & τρανός ο.

τρανεύω: μεγαλώνω, ενηλικιώνομαι, αναθρέφω (για παιδιά), γίνομαι σπουδαίος. Μτχ. τρανεμένος: μεγαλωμένος, μαθημένος ΦΡ. τράνεψε η δουλειά του: για κάποιον που έγινε σημαντικός, σπουδαίος, ενώ ήταν μάλλον ασήμαντος, τρανεύοντας και σαλεύοντας: λέγεται για κάποιον που όσο μεγαλώνει χάνει το μυαλό του, αντί να γίνεται πιο φρόνιμος, πιο συνετός. Δημ.: Από τα μικρά μου χρόνια, στην αγάπη τράνεψα. (Αραβαντ.) Καζαντζ.: Δυο είχαν ιδεί τα μάτια του γενιές ως τώρα να πεθαίνουν / θνητών ανθρώπων, πού γεννήθηκαν και τράνεψαν πιο πρώτα / στην άγια Πύλο, και βασίλευε πια στη γενιά την τρίτη.- Εγώ είχα σμίξει με άντρες κάποτε πολύ τρανότερούς σας / -χρόνια παλιά- κι αυτοί τα λόγια μου δεν τ᾿ αψηφούσαν, όχι | < Βλ. & τρανός ο, κουπαντζιούρι το.

τρανός -ή -ό: ο μεγάλος, σπουδαίος, μεγαλόσχημος, επίσημο πρόσωπο, μεγάλος σε ηλικία, ο παππούς, η γιαγιά, ο πατέρας, μεγάλος στο ανάστημα, ογκώδης | < Μακρύγ.: Το λέγω το ϊντέκ· «Τούτους τος λλους τος τρανος τί θ τος κάμετε; – Θ τος δώσουμεν να κόκκαλο ξερ κα ν τραβονε σο ν τελειώσουνε ατενοι κα τ δόντια τους.» Καζαντζ.: Πώς έσμιξες με ξένους κι έκλεψες την όμορφη γυναίκα / πέρα μακριά, που συμπεθέριαζε με καστροπολεμίτες-μεγάλη συφορά στον κύρη σου, στην Τροία και στο λαό της, / τρανή αναγάλλια στους αντίμαχους, (δυσμενέσιν μν χάρμα) ντροπή στον ίδιο εσένα; -Και τότε τ᾿ άλογα ο τρανόψυχος γιος του Τυδέα ξεκόβει / κι αφήνει να τα παν οι σύντροφοι στα βαθουλά καράβια. Παρ.: «Μικρός διάβολος με τρανά τσαρούχια.» | < ελνστ. τρανός: ξεκάθαρος < ελνστ. τρανός: ξεκάθαρος < αρχ. ελλ. τρανής. Βλ. & ζαγάρι το, αχαμνός ο, γκαϊλές ο.

τραπαλούκι το: το δόντι φρονιμίτης.

τραπεζιάτικος -η -ο: που λέγεται στο τραπέζι, για το τραπέζι. Τραπεζιάτικο τραγούδι: που δεν χορεύεται, το ακούμε καθιστοί στο τραπέζι.

τράπεζος ο: το τραπέζι, μτφ. μαζί με τα φαγητά και τα ποτά το γεύμα. Παπαευαγγ.: Ήταν χαραή τσ᾿ Πασκαλιάς. Μόλις ήρθαμι απ᾿ τ᾿ Λαμπρή όλη η φαμπλιά τρόιρα απ᾿ τουν τράπιζου. ΦΡ. Καθάρισε τον τράπεζο: πλήρωσε όλο τον λογαριασμό.

τραπέτσι το: πολύ ξινό | < τραπέτσι < δραπέτσι < δραπέτης οίνος.

τραχλιά η: τραχηλιά. Παπαδ.: Και εις την τραχηλιάν της είχε κεντήσει διάφορες κλάρες. Είχε και ωραία προμάνικα ανασηκωμένα εκ βαρυτίμου ρωσικού χρυσοϋφάντου. – Και το μεν κόκκινον εκ μεταξωτής σκέπης υποκάμισον με την τραχηλιάν και τα μανίκια κεντητά εκ χρυσού, το έκαμε στιχάριον, διά να το φορεί ο ιερεύς ποδήρες, όταν προσφέρει τας λογικάς θυσίας. Βαλ..: …καθένα τού ᾿χε η μάνα του στην τραχηλιά της ρόδο / κ᾿ ανάμεσό τους φαίνεται ο γέρο πολεμάρχος. Καρκ.: …ακουμπισμένοι στα χοντρά τους ραβδιά, με τα μακρυά και αχτένιστα μαλλιά πεσμένα γύρω στα χλωμά και κατάξερα πρόσωπά τους· με τις λερές και ξεσκλισμένες από τον ίδρωτα και την πολυκαιρία τραχηλιές, ανοιχτές έως τη μέση· – ξυπόλητες, ξεβραχιονισμένες και ξετραχηλισμένες, με το στήθος βαρυφορτωμένο από χρωματιστές χάντρες και αργυρά νομίσματα. – …στρογγυλοί σαν σχοινιά οι τραχηλικοί μύες.

τρεχαγυρευόπουλος ο: παιγνιώδης λέξη σημαίνει, τρέχα γύρευε. Πβ. Ξαπλόπουλος κ.α.

τρεχάλα η: το γρήγορο τρέξιμο. Παρ.: «Ο φόβος γυμνάζει τα ποδάρια στην τρεχάλα.» Βλ. & παγάλια.

τριαντάφυλλο το: λέγεται και ένα είδος άγριου νάρκισσου που ευδοκιμεί στην περιοχή του Λιβαδερού.

τριβέλι το: τρυπάνι, ξυλοτρύπανο. Καρκ.: Η Κρουστάλλω έγινε έξω φρενών. Μυτερά τριβέλια ετριβέλιζαν επίμονα τους λοβούς των αυτιών της και μέσα τ᾿ ακουστικά τύμπανα Παπαδ.: Υπερμέγεθες πισσωμένον ζεμπίλιον, κείμενον κάπου, ανάμεσα εις δύο βουβά, μεγάλα ξύλα, υπό την πρύμνην, ήτο γεμάτον από τα τριβέλια διαφόρων μεγεθών, έως τρεις δωδεκάδας, ων το μεν μικρότερον θα ήτο έως δύο σπιθαμών, το δε μέγιστον, βαρύ, ογκώδες, ήτο σχεδόν ίσον με το ανάστημα του κατόχου του. Την στιγμήν ταύτην εχειρίζετο ακριβώς έν των μεγίστων τρυπανίων, και έκυπτεν, ο θαυμάσιος, επί της κωπαστής, αιωρούμενος ως σχοινοβάτης, και ήνοιγε βαθείαν κάθετον οπήν εις μίαν των πλευρών του σκάφους. Ω της ακαταληψίας! | < μσν. τριβέλ(λ)ιον < παλ. ιταλ. trivell(o) -ιον > -ι

τριβέλισμα το: η βαβούρα, ο συνεχής, επαναλαμβανόμενος, ενοχλητικός θόρυβος.

τριότα η: απλό παιδικό παιχνίδι. Παιζόταν με 3 και 3 πετραδάκια ή πούλια, σε χαραγμένο ή σχεδιασμένο τετράγωνο. Γκοτζ.: Είχαμε επιπλέον τις τριότες και τις εννιάρες με τα χαλίκια και τα δίπορτα. Μα αυτά απαιτούσαν αντίληψη, θέλαν μυαλό και μόνο λεπτολόγοι, οι τετραπέρατοι, μπορούσαν να τα παίζουν. Για μας αυτά είταν τότε σαν είδος σκάκι κι αργήσαμε να τα μάθουμε, πολύ ύστερα, στο σχολαρχείο, καθώς και τα «μηδένια» και άλλα πιο σοβαρά | < αρχ. ελλ. τρεῖς, τρία.

τριότικος -η -ο: τριών ετών, χρονών, τριετής, τρίχρονος. Σιδ.: Ο Ανέστης ήταν ένα γερό ψημένο παλικάρι με ξανθή πυκνή γενειάδα, με φαρδιές πλάτες, γερός σαν τριώτικο δαμάλι.

τριτάρικο το: σύστημα, συμφωνία για καλλιέργεια χωραφιών· δύο μερίδια έπαιρνε ο καλλιεργητής και ο ιδιοκτήτης το τρίτο.

τριχιά η: σκοινί τρίχινο και αρκετά χοντρό. Κάνει την τρίχα τριχιά. Γκοτζ.: Πάω στο λαγκάδι, πλένω γλήγορα, γυρίζω πίσω, βρίσκω τους νοικοκυραίους ξαπλωμένους, κι ας ήταν ο ήλιος δυο τριχιές ψηλά. Καρκ.: Eπάνω στο γαϊδουράκι εφαινόταν δεμένο με τριχιές ένα παιδί ή καλύτερα ένα κουβάρι ανθρώπινο, τυλιγμένο μέσα σε βρωμερά κουρέλια. Βαλ..: Aχώριστοί του σύντροφοι σφυριά, τριχιές, αμόνι, στουρνάρια για το γδάρσιμο, παλιόκαρφα. Πάλλ.: Ειδέ έλα, κάντε δοκιμή, να φωτιστείτε εδώ όλοι· / χρυσή τριχιά απ᾿ τον ουρανό κρεμάστε και πιαστείτε. Παρ.: «Δε με θέλεις μιαν οργιά, δε σε θέλω μιά τριχιά.» | < ελνστ. τριχία η. Βλ. & οργιά η.

τρίψα η: τριμμένο ψωμί σε γάλα ή άλλο φαγητό, παπάρα. Παρ.: «Δεν έχομε ψωμί να τρίψουμε, κι απέ, αν είχαμαν και γάλα, θα κάναμαν μια τρίψα, τι τρίψα

τροβάδι το: ο (μικρός) τορβάς, πληθ. τα τρουβάδια, βλ. τροβάς ο.

τροβάς ο: ο τορβάς, το ταγάρι, υφασμάτινος σάκος. πάνινη σακούλα που χρησιμοποιούν οι χωρικοί για να βάζουν την τροφή τους ή και την τροφή των ζώων, ταΐστρα. Παπαδ.: Έ, παπά μ, ο καθένας τώρα έχει το λογαριασμό τ’. Δεν πάει άλλος να βάλη το κεφάλι του στον τρουβά, κατάλαβες, για να γλυτώσ’ εσένα» – …έχων δίπλα την φλάσκαν και την μαγκούραν του από το έν μέρος, από το άλλο την κάπαν και τον τορβάν του, ενώ παρέκει εις την μάνδραν πλαγιασμέναι αι αίγες ανεχάραζαν μετά κρότου όλην την νύκτα. Παρ.: «Του διακονιάρη ο τορβάς ποτέ του δεν αδειάζει», «Ο νοικοκύρης κουβαλάει με τη βελόνα κι η νοικοκυρά σκορπάει με τον τροβά.» | μσν.(;) τορβάς < τουρκ. torba -ς.

τροκάνι το: το κουδούνι. Καζαντζακ.: Ανεβήκαμε στην Ασίζη, σταθήκαμε στην πλατεία, ξεκρέμασε από το ζωνάρι του ο Φραγκίσκος την κριαρίσια τροκάνα, άρχισε να βαράει και να κράζει τους άνθρώπους να ζυγώσουν. Ο κόσμος συγκεντρώνεται το πρωί στην πλατεία του χωριού και κρατώντας κουδούνια, τσοκάνια και τροκάνια, γυρίζει στους δρόμους για να αποχαιρετίσει το χειμώνα και αν υποδεχθεί την Άνοιξη. Παρ.: «Της καλής προβατίνας της κρεμάνε το τροκάνι

τρομπόνι το: χάλκινο, πνευστό μουσικό όργανο, εφοδιασμένο με ένα σωλήνα που μεγαλώνει ή μικραίνει με τη βοήθεια τριών κλειδιών, έτσι ώστε να παράγονται οι διάφοροι ήχοι. Παπαδ.: Τέλος συμμαζεύετο λοστρόμος, νεκαλύπτοντο ο δύο πόντες σύντροφοι, ξεκολλοσε πλοίαρχος, πεφταν τρομπόνια ρκετά, τρομπόνια π τ πλοον, τρομπόνια ξω π τν πόλιν | < ιταλ. trombon(e) -ι.

τροπάρι το: τροπάριο, λειτουργικός ύμνος που χρησιμοποιείται (κυρίως ψάλλεται) σε όλες τις εκκλησιαστικές ακολουθίες· λέγεται και για για επίμονη και κουραστική επανάληψη των ίδιων απόψεων, αιτημάτων κτλ.. (Τριαντ.) Παίρνω ένα τροπάρι: κοιμάμαι για λίγο, για μια δόση. Παπαδ.: ψάλτης πενύσταζε κα καμνε «μετάνοιες» ρθιος στ στασίδι, κι γερο-Δημητρός, πρην νεωκόρος κ᾿ πίτροπος π τν ξωκκλησίων, χωρς νος του ν᾿ ποσπται π᾿ τ παγκάρι κα τ κηρία, παιρνε «δυ τροπάρια» καθιστς στ στασίδι. Αυτογκόλ εάν οι εταίροι συνεχίσουν το ίδιο καταστροφικό τροπάρι. Έτσι, στα ρεπορτάζ της εποχής που δέναμε τα σκυλιά με τα λουκάνικα, θα διαβάσεις το ίδιο ακριβώς τροπάρι της μιζέριας που ακούς και σήμερα | < μσν. τροπάριν < τροπάριον. Βλ. & μερώνω.

τρουβαδέλια τα: σκωπτικά οι κάτοικοι του Τρανοβάλτου | < τροβάς ο.

τρουίρου & τρόυρα: επίρρ. τριγύρω, λόυρα. Καζαντζ.: Κι ως oρδινιάστηκαν, καθένας τους στους αρχηγούς τρογύρα, οι Τρώες στρηνιάζοντας, φωνάζοντας σαν τα πουλιά κινούσαν | < μσν. τριγύρω < τρι- + γύρω.

τρούμπα η: η σφιχτή χιονόμπαλα που φτιάχνεται με τα χέρια· ρολό, τόπι υφάσματος. Ο Αραβαντ. αναφέρει τη λέξη γρούμπος: γρόνθος, το γρουμπούλι: σφαιρίδιον εξ ύλης ευμαλάκτου και την Παρ. «Ανάλυωσ᾿ η αγάπη σου, ωσάν γρουμπούλι χιόνι» | πιθ. < θρόμβος.

τρουπουτούρας ο: αυτός που προκαλεί φασαρία και αναστάτωση, αεικίνητος, ανήσυχος, ζωηρός. Λέμε και «η τρουπουτούρω», «το τρουπουτούρι» με παρόμοιες σημασίες.

τρουπουτώ & ρουπουτώ κάνω θόρυβο μέτριας έντασης. Ουσ. τρουπότημα το. Από το πρωί άραζαν ρουπουτώντας τις χάντρες του κομπολογιού. Παπαευαγγ.: Ακούω τρουπουτούσει (έκανε θόρυβο) η Ντιόντιους στ΄ ν αμπουριά (πόρτα μαντριού). Ιγώ σαν πιθαμένη. Άστουν να ιδώ που δα πααίν’ | < ίσως ηχομιμ. Βλ. & ροποτός ο.

τρουπώνω: τρυπώνω, μτφ. βολεύομαι.

τρόυρα: επίρρ. τριγύρω. Καζαντζ.: Είδε κι αν θες, ομπρός, δοκίμασε, για να το δουν και τούτοι, / ευτύς θ᾿ αναβρυσίσει το αίμα σου τρογύρα απ᾿ το κοντάρι! | < μσν. τριγύρω.

τρούφω η & τρούφαρης ο: τρυφηλός, που αγαπάει τις υλικές απολαύσεις ή που είναι γεμάτος από αυτές· (κοροϊδευτικά) ντελικάτος, ευαίσθητος, καλομαθημένος, που δεν είναι συνηθισμένος στους κόπους και τη δουλειά, αυτός που καλοπερνά, νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του. Η τρούφω, μια δουλειά δεν κάνει | πιθ. < αρχ. ελλ. τρυφή ή το ελνστ. τρυφηλός.

τροφαντός -η -ο: τρυφερός, καλοθρεμμένος, εύσαρκος, παχουλός, καλοταϊσμένος. Η τροφαντή «Αφρούλα» έγινε αγνώριστη -Έχασε 25 κιλά. Κι όμως γι᾿ αυτές τις τροφαντές κυρίες οι άντρες σχηματίζουν ουρές στο Λας Βέγκας. Τσιφ.: Βάραγε καρπαζές σε όποιον βαρόνο του ᾿κανε τον ανάποδο, πήγαινε κυνήγι, κυνηγούσε και τα τροφαντά θηλυκούλια «μετά μεγάλης επιτυχίας και ελπίδων», λέει το χρονικό | < τουρκ. turfanda: πρώιμο λαχανικό (από τα περσ.).

τρόχαλο το: μεγάλη ακατέργαστη πέτρα, κοτρώνα, βράχος, κροκάλα, χοντρό χαλίκι, πέτρα που μπορεί να κυλήσει, να κινηθεί. Παρ.: «Όλοι τους με τα τρόχαλα κι αυτός με τα λιθάρια.» Ου βνίσιους χράζ΄ να στύψ΄ του μπυαλό τ᾿, να καταφέρ΄ να τα φέρ΄ βόλτα κι αυτός απ᾿ κάθιτι στα τρόχαλα κι στα καταράχια χράζ΄ να βάλ΄ έμ του μπυαλό τ᾿, έμ τα χέρια τ᾿ κι τα πουδάρια τ᾿, να καταφέρ΄ να ζήσ΄ κι να προυκόψ΄. (Κοζάνη). Αραβαντ.: τρόχαλο το: λείος λίθος εκ των παρά την όχθη ποταμού. Επίσης το αποσπορισθέν στέλεχος του αραβοσίτου, κόχλαξ. Τρόχαλος δε λέγεται ο περί την άλωνα εκ λίθων κύκλος | < αρχ. ελλ. τροχᾰλός, -ή, -όν (τρέχω), αυτός που τρέχει· τροχαλόν τινα τιθέναι: κάνω κάποιον να τρέχει γρήγορα· τροχαλο χοι: αυτοί που ρολάρουν γρήγορα.

Τρύφος ο: Τρύφωνας.

τσάγαλο το: ο καρπός της αμυγδαλιάς, όταν είναι ακόμη χλωρός και έχει το πρασινωπό σαρκώδες περίβλημα· αμύγδαλο· τσαγαλί: το χρώμα του αμυγδάλου, αμυγδαλί, ανοιχτό καφέ, μελί. Αρνάκι με τσάγαλα αυγολέμονο. Σήμερα περιγράφω το πώς από τσάγαλα, μετατρέπονται χωρίς να βγάλουν το περίβλημά τους, σε ξεχωριστή νοστιμιά. Για λίγες βδομάδες του έτους, τα τρυφερά χλωρά αμύγδαλα (τσάγαλα) καταλαμβάνουν περίοπτη θέση σε αλμυρά και γλυκά πιάτα. Αφαιρούμε προσεκτικά με το ειδικό εργαλείο (το λεγόμενο ξύστρο) το χνούδι από τα τσάγαλα | < τουρκ. çağala (από τα περσ.).

τσαγανό το: τσαγανός λέγεται ο κάβουρας και τσαγανό λέγεται το πείσμα, η επιμονή, η ακαταπόνητη δραστηριότητα, η αντοχή, το νεύρο, η δύναμη που δείχνει κάποιος. Επιτέλους, έχουμε πρυτάνεις με τσαγανό και απόλυτο σεβασμό στον θεσμό που εκπροσωπούν και τον νόμο. Η ευθύνη είναι σε εμάς κι έχουμε την εμπειρία και το τσαγανό να την αναλάβουμε για να βγάλουμε την ομάδα από το αδιέξοδο. Η Προεδρίνα έχει τσαγανό και θα πετύχει το καλύτερο | < μσν. τσαγανός < τουρκ. çağanoz.

τσαγκζμός ο: τσακισμός, μτφ. καταστροφή, χαλασμός.

τσαγκρασούλι το: εργαλείο με ξύλινη λαβή και μεταλλική αιχμή που ανοίγει τρύπες, διακορευτής | < τσαγκάρης < μσν. τσαγκάρης < τσαγκάριος, τζαγγάριος < ελνστ. τζάγγ(α): είδος μαλακού περσικού παπουτσιού (περσ. προέλ.).

τσ(ι)άκα η: η τσάκιση, χαρτοπαικτικός όρος που χρησιμοποιέιται σε αρκετά παιχνίδια (βίδα, μπουρλότ κ.α), όταν ο παίχτης δεν έχει να «πληρώσει», να παίξει τραπουλόχαρτα ενός συγκεκριμένου χρώματος. το χρώμα ατού της τράπουλας σε κάθε φυλλωσιά. ΦΡ. κάνω τσάκα, τσακίζω τη μπαζιά, τσακιστό παιχνίδι, σπαθένια τσακιστή κλπ. | < τσακίζω.

τσάκι το: υφαντό δισάκι, σακίδιο μάλλινο ΦΡ. μτφ. Στα τσάκια του: με τη σημασία «στα παλιά του τα παπούτσια.»

τσακινιάρης ο: μτφ. πολύ λεπτός, αδύνατος άνθρωπος. Βλ. & τσάκνο το.

τσακνιάρικος -η -ο: σαν τσάκνο, πολύ λεπτός, ψιλός, αδύνατος. Βλ. & τσάκνο το.

τσάκνο το: ξερά, ψιλά, κλαδιά δέντρων, μτφ. για άνθρωπο και κυρίως για παιδί πολύ αδύνατο. Παρ.: «Μάλωσαν για τα τσάκνα και τ᾿ άχυρα.» Αραβαντ.: τσάκνα τα: λεπτοί ξηροί κλώνες θάμνων χρησιμοποιούμενοι ως προσάναμμα | πιθ. < τσακίζω < μσν. τσακίζω < τσακ (ηχομιμ.) -ίζω.

τσακώνω: πιάνω, συλλαμβάνω, γραπώνω, κερδίζω. Τσάκωσε το λαχείο, τη γωνιά· τον τσάκωσαν με λαθραίο καπνό, στα πράσα· η κάμερα τσάκωσε τον δράστη. Παρ.: «Η τύχη ανταμώνει τους κοντούς, μ᾿ αυτοί δεν την τσακώνουν.» | < μσν. τσακώνω ίσως < τσακ: την τελευταία στιγμή.

τσακωτάρι το: χερούλι, λαβή. Τσακωτάρι πλαστικό | < τσακώνω

τσακ(ι)στάρω η: λέγεται η περιποιημένη γυναίκα που περπατάει με τσαχπινιά και χάρη, με «τσάκιση», «σεινάμενη κουνάμενη» | < τσακίζω.

τσαούσα η: μτφ. η δυναμική, θαρραλέα γυναίκα, αντρογύναικα | Βλ. & τσαούσης ο.

τσαούσης ο: λοχίας· τσαούσα: μτφ. δυναμική γυναίκα, αντρογύναικα | < τουρκ. cavus.

τσάρκα η: βόλτα, γύρα, περίπατος· ποδηλατότσαρκα, μπαρότσαρκα, μπουρδελότσαρκα. Λουντ.: Θέλω να φάω σε σοφά, να κάτσω σε κατώφλι, / να πιω ρακί στον καφενέ, να βγω στ’ αλώνια τσάρκα. Τσιφ.: Το λοιπό, κάτου από τον μεγάλο τον ήλιο, βρεθήκανε να κάνουνε τσάρκες δυο σκαθαράκια, τόσα δα δυο σκαθαράκια | < τουρκ. çarka: περιπολία ελαφρού πεζικού μπροστά από το κύριο στράτευμα.

τσαρκάρω: κάνω τσάρκες, βολτάρω, περιπατώ, τριγυρίζω, οδηγώ αμάξι ή άλλο τροχοφόρο.

τσάσκα η: η κούπα (Γρεβενά) | πιθ. < ρουμ. ή σλαβ. ceașcă.

τζαμπούνα η & τσαμπούνα η: λαϊκό πνευστό μουσικό όργανο, που αποτελείται από ένα δερμάτινο ασκό στον οποίο είναι προσαρμοσμένοι οι αυλοί για την παραγωγή του ήχου, άσκαυλος· μτφ. το καλαμάκι που πίνουμε· κούφιο καλάμι, μίσχος ή ξύλο·πρόχειρο παιδικό παιχνίδι, φτιαγμένο από φύλλα ή μίσχους που έβγαζε χαρακτηριστικούς ήχους, σφυρίγματα (λ.χ. από κρίνο). Βαμβ.: Στη Σύρα υπήρχανε πολλοί γκαϊντιέρηδες που παίζανε και τζαμπούνα πάντα δυό δυό. Καφέ με τζαμπούνα. Γκοτζ.: Ξεφλουδίζαμε επιδέξια βέργες, από σκαμνιά ή συκιά, πέρα την άνοιξη, και κάναμε ντουντούκια, που λαλούσαν μια χαρά, ή μικρές τσαμπούνες από πράσινες κολοκυθιές. Ηπίτ.: τσαμπούνα η: ο αυλός, και μάλιστα ο κακόηχος & τσαμπούνισμα το: το κλαίειν, τα δάκρυα, κλαυθμηρισμός υποκριτικός, όπως των μη καθαρώς κλαιόντων μικρών παιδίων | < μσν. τσαμπούνα (Πβ. μσν. τσαμπουνίζω) αντδ. < ιταλ. zampogna < λατ. symphonia < αρχ. ελλ. συμφωνία στην ελνστ. σημ.: όνομα μουσικού οργάνου.

τίλος ο: κόψιμο, διάρροια, τιριβίγγκος | < Βλ. & τσίρλα η.

τουλπάνι το: πανί, μαντίλι, ύφασμα που καλύπτει το κεφάλι· λεπτό βαμβακερό ύφασμα με πολύ αραιή ύφανση, που το χρησιμοποιούν και για να στραγγίζουν ή να σουρώνουν διάφορες ρευστές ουσίες. Τουλπάνι (τσαντίλα) για το στράγγισμα. Τοποθετούμε το τουλπάνι με το τυρί μέσα στο κεσεδάκι από το γιαούρτι που έχουμε τρυπήσει. Το πιέζουμε λίγο με το χέρι. Τακτοποιούμε κάπως το τουλπάνι ώστε να μην έχει πολλές ζάρες και τοποθετούμε από πάνω το δεύτερο ατρύπητο κεσεδάκι. Αίν.: «᾿Εχουμε μια κάμαρη κορίτσια, όλα είναι με μαύρα τουλπάνια.» (κουτί με σπιρτόξυλα) | < μσν. τουλουπάνι < τουλπάνι < ιταλ. tolpan(o), tulopan < τουρκ. tülbend (από τα περσ.) -ι.

τούμπανο το: είδος τυμπάνου· νταούλι· που είναι πολύ πρησμένο, φουσκωμένο. Κολοκύθια τούμπανα: ανοησίες, ασήμαντα πράγματα, ανάξια λόγου | < αρχ. ελλ. τύμπανον

τουμπανιάζω: γίνομαι τούμπανο, φουσκώνω, πρήζομαι. Απίστευτο: Το μπούστο της Ά… τουμπάνιασε!

τρενάρω: μεταθέτω κάτι χρονικά, αργώ να τελειώσω, να ολοκληρώσω κάτι, καθυστερώ, κωλυσιεργώ, εμποδίζω με προσχήματα ή άλλους τρόπου να γίνει κάτι. Προσπαθείτε να τρενάρετε το αναπόφευκτο. Τρενάρει κι άλλο την αύξηση επιτοκίων η τράπεζα. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να τρενάρουμε τη διαπραγμάτευση | < γαλλ. traîn(er) -άρω.

τσαλί το: κομμένο κλαδί, τσάκνο, ξύλο. Φέρε τσαλιά για το φούρνο. Δημ.: Τσαλιά κι αγκάθια πάτησα, ώσπου να σ’ άγαπήσω. Πβ. & τσιλίκι το.

τσαλιάζω: ισοπεδώνω, κάνω κάτι σχεδόν επίπεδο, χωρίς προεξοχές.

τσάλιασμα το: ισοπέδωση, πατίκωμα, τσιατσιάλισμα.

τσαμπουνώ & τζαμπουνώ: μιλώ ασυλλόγιστα, υπερφίαλα, μωρολογώ, λέω λόγια του αέρα· λέγεται υποτιμητικά για κάποιον που λέει ανοησίες, μωρίες, ψέματα, άσχετες φλυαρίες, φλυαρώ. ΦΡ. Τι μας τσαμπουνάς; Γκοτζ.: Μαντήλι για τη μύτη σου τον Έλιοτ και Σεφέρη / διατίμησες, το τσαμπουνάς και για όποιον δε σε ξέρει. Παπαδ.: τί τσαμπουντε, σες μερικοί; Τ βμα τς κκλησίας δν εναι, πως τ βμα τ δικανικόν, τ βμα τ πολιτικόν, που πάρχουν ρήτορες κα ντιρρήτορες, που διακόπτουν λευθέρως τν γορεύοντα, που δευτερολογον, κα τριτολογον κα συζητον. Σκαρ.: Κ᾿ ενώ αυτή τον θώραε περίσκεφτη με τα γλαρά της τα όκια λυπημένα, αυτός, τα ίδια και τα ίδια της τσαμπούναε: «… Άχ, τέτοιο σκαρί.. τέτοια τράτα..» Καρκ.: Ήθελα να πέσης σ᾿ άλλα χέρια και τότε να σε καμαρώσω! Αντί, κακομοίρη, να βλογάς την τύχη που σ᾿ έρριξε στα δικά μου κάθεσαι και τσαμπουνάς ακόμη! Ηπίτ.: τσαμπουνίζω:προσποιούμαι ότι κλαίω, υποκλαίω, ληρώ, μωρολογώ, λέγω μωρολογίας, ανοησίας, φλυαρώ, μωρολογώ.| Βλ. & τζαμπούνα η.

τσανάκι το / τσιανάκι το & τσανάκα η: τσανάκα, πινάκιο, πιάτο φαγητού, πήλινο δοχείο, γαβάθα. ΦΡ. Χώρισαν τα τσανάκια τους: χώρισαν τα πράγματά τους, δε μένουν πια μαζί, δεν συνεργάζονται όπως πριν. Ηπίτ.: τσανάκι το: το πινάκιον, η λοπάς, ο κώδων, κοινώς η γαβάθα· υβριστικό: παστρικό τσανάκι, ήτοι φαυλόβιος, κοινώς λέρα | < τουρκ. canac. Σαννάκιον λεγόταν το ποτήρι των Περσών.

τσαντάλα η: όρθια ξύλινη κρεμάστρα, κάτι σαν «καλόγερος», συνήθως ήταν ένα πελεκημένο λουμάκι, στην είσοδο του οντά.

τσαντές ο: φαρδύς, πλατύς δρόμος | < τουρκ. cadde.

τσαντίλα η: πανί, αραιό ύφασμα, στο οποίο στραγγίζανε το φρέσκο τυρί, χρησιμοποιείται στην παραδοσιακή τυροκομία. Η φέτα, η βαρελίσια φέτα, η φέτα τσαντίλας, το κατσικίσιο τυρί κι άλλα ακόμη προϊόντα της εταιρίας έχουν κατά καιρούς βραβευτεί σε διεθνείς διαγωνισμούς. Όπως παλιά, στο χωριό, το Κατσικίσιο Τυρί Τσαντίλας φτιάχνεται με τον πατροπαράδοτο τρόπο. Στραγγίζει στην τσαντίλα, παίρνει το χρόνο του να ωριμάσει και αποκτά τη μοναδική του γεύση για να έρθει στο τραπέζι σας υγιεινό, αγνό και πλούσιο, όπως ορίζει η ελληνική τυροκομική παράδοση! Παπαδ.: Τί σε νν νδρέα καλέσωμεν; τν παιδίων χαϊδευτν τσαλόγλωσσον ασχρόν, τς μποτίλιας ραστν ῥᾳδιοργον φοβερόν· μαντήλαν κεφαλήν σου μπεχόμενον, τσαντίλαν διαρρέουσαν ς κόσκινον· εφυολόγον νάλατον κα βωμολόχον ξετσίπωτον. λλοίμονον, θ κολάσς τς ψυχς μν. Έβλεπες… διάφορα τσόλια, στρουγκότσουλα (τσόλια της στρούγκας), στραγγιά για να στραγκάει το τυρί ή το γιαούρτι, στραγγοτσαντίλες ή τσαντίλες | < σλαβ. čedil(o) -α.

τσαπράζι το: ασημένιο ή χρυσά κόσμημα αντρικής φορεσιάς, που το φορούν σταυρωτά στο στήθος, πόρπη. Δημ.: Γέρασα o μαύρος γέρασα, δε μπορώ ᾿α περπατήσω, / δε μπορώ ᾿ά σύρω τάρματα, τα γέρημα τσαπράζια, / τοις πέντε αράδες τα κουμπιά, τα φλωροκαπνισμένα. Παπαδ.: Την δε χρυσήν ζώνην με τα αργυρά τορευτά και αμυγδαλωτά τσαπράκια, την έκαμε περιζώνιον, διά να το ζώνεται ο ιεροφάντης περί την οσφύν του. Δημ.: Μάνα λωλή, μάνα τρελλη, μάνα ξεμυαλισμένη, / μάνα, δεν κλαις τα νιάτα μου, δεν κλαις τη λεβεντιά μου, / μόν᾿ κλαις τάρημα τ’ άρματα, τάρημα τα τσαπράζια; | < τουρκ. çapraz (από τα περσ.): πόρπη ζώνης, διαγώνια τοποθέτηση στο στήθος.

τσάρκος ο: χώρος περιφραγμένος για φύλαξη ζώων. Αραβαντ.: τσάρκος ο: ο δια φράκτου κατασκευαζόμενος κύκλος, εν ω εγκλείουσι την νύκτα τα πρόβατα. Εκ του λατ. circus. Στίχ. «Να σέβω σε ψηλό βουνί, ψηλά σε κορφοβούνι να φτιάξω στρούγκα το λαγό, τσάρκο τ᾿ αγριογίδι.»

τσατίζω / τσατίζομαι: θυμώνω κάποιον, νευριάζω. Έφαγε κόκκινη κάρτα, τσατίστηκε και… έδωσε μπουνιά στον διαιτητή! Τέλος πάντων, οι γονείς μου τσατίστηκαν φοβερά. Πάντως, και οι φίλοι στους οποίους έστειλε το μήνυμα τσατίστηκαν εξίσου. Τσιφ.: Είσαστε όλοι δειλοί και συ δειλότερος. Χοντρή κουβέντα, τσατίστηκε ο Ανσέλμ, μίλα καλά μη σου σπάσω τα μούτρα, μεγάλοι σαματάδες, πήγαινε στον Όθωνα | < τουρκ. çat(ιş): τσακώνομαι -ίζω.

τσατίλα η & τσαντίλα η: το να τσατίζεται κάποιος, τα νεύρα, ο θυμός. Κάθε πρωί είχε τις τσατίλες του και αν τον πολυπλησίαζες, φούντωνε και αγρίευε, έτοιμος να επιτεθεί αν του πολυκόλλαγες. Τα σαρδάμ, οι τσατίλες και τα προβλήματα αναπνοής που συνέβησαν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του πρώτου επεισοδίου στις 26 Ιουλίου. Τσιφ.: Να, λοιπόν, μια φάλαγγα ιππότες σιδερόφρακτοι, να περνάει κάτω απ᾿ το κάστρο του Μυστρά στητή και περήφανη. Οι Έλληνες το είδανε από πάνω και τους έπιασε τσαντίλα. Δηλαδή, τι θέλουνε, καυγά; Βλ. & τσατίζω.

τσατίλας & τσατίλω η: που τσατίζεται, θυμώνει, τσακώνεται, αρπάζεται, φουντώνει καυγαδίζει εύκολα· έχω τσατίλες: έχω νεύρα, επιθετική διάθεση, όρεξη για καυγά. Όμως, οι ίδιοι τσατίλες της ουράς και της σειράς είναι ικανοί να υπομείνουν στωικά ολόκληρη νύχτα στην αναμονή έξω από το κατάστημα. Μεγάλοι μέτοχοι, μεγάλες τσατίλες. Θέλω την αύρα μου φωτεινή κι όχι μπαρουτοκαπνισμένη από τσατίλες. Βλ. & τσατίζω.

τσατίρα η: μεγάλη μαχαίρα του χασάπη. Βαμβ.: …άκουσα κατά τύχη το μπάρμπα Νίκο τον Αϊβαλιώτη να παίζει το μπουζούκι του, το όποιον τόσο πολύ μου άρεσε, ώστε έκανα όρκο ότι αν δεν μάθω μπουζούκι, θα κόψω τα χέρια μου με την τσατίρα που σπάνε τα κόκκαλα στο μαγαζί.

τσεβάπι το& τζιουλάπι το: απάντηση, απόκριση, εξήγηση, δικαιολογία. Παπαευαγγ.: Αφού εφκιασάμι τ΄χαρά σ΄ Τσαλουνίκ΄ η νύφη αρχίντσι να φαίνιτι η κλιά. Τι τζιουλάπι δα εδουνάμι στουν κόσμου, που μιτρούσαν πότι δα γινήσι η νύφ΄. Παρ.: «Δε φτάνει που ᾿φαγε ο λύκος το γομάρι, τι τσεβάπι θα δώσουμε στον κόσμο» | < τουρκ. cevap: η απάντηση.

τσέλιγκας ο: ιδιοκτήτης μεγάλων κοπαδιών, αρχηγός τσελιγκάτου. Φορολογία μόνο στους τσελιγκάδες. Τσέλιγκας είναι αυτός που έχει στην στάνη του πάνω από επτά κονάκια, τουλάχιστον δώδεκα, αρκετά μεγάλο αριθμό από πρόβατα και λίγα γίδια, και μία καλή λακινιά από άλογα, φοράδες, μουλάρια, καθώς επίσης και πολλούς σμίχτες. Δημ.: Σ᾿ αυτές τις ράχες τις ψηλές, λεβέντες μου που πάτε, / σας βλέπει ο γερο τσέλιγκας, τα νιάτα του θυμάται. / Τσέλιγκα γερο – τσέλιγκα, του λέν᾿ δυο βλαχοπούλες, / πόσες φορές ανέβηκες / σ᾿ εκείνες τις ραχούλες; Κρυστ.: Ήθελα να ᾿μουν τσέλιγκας, να ᾿μουν κι ένας σκουτέρης, να πάω να ζήσω στο μαντρί, στην ερημιά, στα δάσα | < σλαβ. Çelnik: αρχηγός (γενιάς) -ας. Βλ. & βοσκαρούδι το, σκουτέρης ο.

τσελιγκάτο το: παλαιότερη μορφή κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης των βοσκών, που ζούσαν νομαδικά και μετακινούνταν ομαδικά στα διάφορα βοσκοτόπια. Τα Τσελιγκάτα, οι άτυποι συνεταιρισμοί των ορεινών κτηνοτρόφων είναι μια από τις καινούργιες μορφές με τις οποίες παρουσιάζεται στο προσκήνιο της ιστορίας του ο νεοελληνικός βίος | < Βλ. & τσέλιγκας ο.

τσεμπέρι το: μαντίλι για το κεφάλι από λεπτό ύφασμα, που το φορούν οι γυναίκες ιδίως στα χωριά, και του οποίου τις δύο άκρες τις δένουν είτε πάνω από το μέτωπο είτε πίσω στο λαιμό, αφού τις περάσουν σταυρωτά κάτω από το σαγόνι· ο κεφαλόδεσμος, φακιόλι. Καρκ.: Tρίτος εκατέβασε το λιγδωμένο φέσι με το μαύρο τσεμπέρι πίσω, να πάρη μέσα και τ᾿ αυτιά, λες και η φράσις ήταν ξεροπαγωνιάς φύσημα. Παπαδ.: Η γραία εκοιμάτο και ωνειρεύετο την Φλώραν της στολισμένην κι εύμορφην νύμφην, φορούσαν «τσεμπέρι και ποδιάν και σιγούνι και υποκάμισον κεντητόν και πεσκούλια και κολλαΐναν με φλωριά» | < τουρκ. çember -ι.

τσέντζιαρης ο: τέντζερης, μεγάλο μπακουρένιο μαγειρικό σκεύος.

τσεπώνω: βάζω στην τσέπη· μτφ. εισπράττω, κλέβω. Μαρ.: Ο ανθρωπάκος κοίταξε για λίγο διατακτικός το χέρι με το χαρτονόμισμα. Στο τέλος το πήρε και το τσέπωσε.

τσερέν ο: σωρός.

τσερβέλο το: το μυαλό, τα λογικά, το κεφάλι. Παρ.: «Κουκούτσι μυαλό δεν έχει στο τσερβέλο του.» | < ιταλ. cervello: εγκέφαλος.

τσέργα η: βελέντζα με κρόσσια. «Στείρα» λεγόταν η τσέργα χωρίς φλόκο. Παρ.: «Έχε εσύ την τσέργα σου κι εγώ την εδική μου.» Βλ. & φλόκος ο.

τσερτσεβές ο: ξύλινο πλαίσιο | < τουρκ. cerceve.

τσιαγούλι το: το σαγόνι, το πιγούνι, το μπροστινό τμήμα της κάτω σιαγόνα. Αραβαντ.: τσιαγούλι το: η σιαγών | < πιθ. μσν. σαγόνι < σαγόνιον < αρχ. σιαγόνιον (υποκορ. του σιαγών).

τσιαΐρι το: βοσκοτόπι, λιβάδι για βοσκή, μέρος με σχετικά βλάστηση και νερό, λειμώνας, χορτολίβαδο· είδος αγριόχορτου που έτρωγαν τα ζώα. (Το Χορτολίβαδο αναφέρεται στην εγκυκλοπαίδεια του Ήλιου ως δεύτερη ονομασία του Λιβαδερού). Δημ.: Κάτω στα τσαΐρια, στα τσαϊροχώρια βόσκουν μούλες, βόσκουν κι άλλη μια δε βόσκει- Τι έχεις μούλα μ᾿, τι έχεις και δεν τσιαϊρίζεις. – Να σε ρωτήσω πεθερά – Να σου το πω, μωρ’ νύφη. / – Το τίνος είν’ τα πρόβατα που βόσκουν στα τσαΐρια. / – Δικά σου είναι, νύφη μου, δικά σου μοναχιά μου.

τσιαϊρίζω: βόσκω στα τσιαΐρια. Βλ. & τσιαΐρι το.

τσιακαρισμένος ο -η ο: τρελός,

τσιακάρκος -ρκη -ρκο & τσιακαρκός -ιά -ο: ανάποδος, δυσάγωγος, ανυπάκουος, νευρικός. Μτχ. τσιακαρσμένος.

τσιακατίζομαι: μαλώνω με κάποιον, έρχομαι σε προστριβές, καυγαδίζω. Τσιακατίστηκαν οι γειτόνισσες στο φούρνο.

τσιαρές ο: η δουλειά, ο τρόπος, το χουσμέτι (Κοζάνη).

τσιγάρα η: το (στριμμένο) τσιγάρο. Παχιές τσιγάρες. Γκοτζ.: Σε μια στιγμή τον κοντοζυγώνει ο Γιαννάκη Παταριάς με μια στριμμένη τσιγάρα στο χέρι και του γυρεύει φωτιά -..ν᾿ ακούς την τέντζερη να βράζει στη γωνιά, κι εσύ ν᾿ ανάβεις μια χοντρή τσιγάρα σε δαυλί, με τα ποδάρια σου απλωτά στον πυρομάχο | < βενέτ. cigaro < ισπαν. cigaro: πούρο (από γλ. Ινδιάνων της Aμερικής).

τσιγαριά η: το τσιγάρο, το μεγάλο στριφτό τσιγάρο. Ντουμάνιασε μια τσιγαριά.

τσιγαριάης ο: αυτός που καπνίζει (πολλά) τσιγάρα, μανιώδης καπνιστής.

τσιακματώ / τσακματώ / τσακματίζω: ανάβω με τσακμάκι, παίρνω, βάζω φωτιά, πετώ σπίθες· μτφ. εργάζομαι σβέλτα, χωρίς προβλήματα και λάθη. Πβ. Ελύτ.: Στάχυα ψηλά λυγίζουνε τον μελαψό ουρανό. / Με χείλια μπρούντζινα κορμιά γυμνά / Τσουρουφλισμένα στο τσακμάκι του οίστρου.

τσιαλουστώ: βγαίνω μπροστά, τολμώ, κορμώνω, κινούμαι δυναμικά και δραστήρια.

τσιαμαντάνι το: είδος γιλέκου από σκουτί, χοντρό μάλλινο ύφασμα. Μαλ.: Στο στήθος εφορείτο «το τζιαμαντάνι» από το ίδιον ύφασμα, το οποίον ήτο ακούμπωτον αλλά κάπως εφαρμοστόν, κεντημένο με χρυσό σειρίτι γύρω γύρω και με μανίκια. Κάλτσες ίδιες και φέσι. (Σέρβια Κοζάνης). Δημ.: Κόρη κάθεται στον ίσκιο, κι αργιοπλέκει χρυσό γαϊτάνι, κι ένας νιος την ερωτάει, τι το κάνεις το γαϊτάνι, τι το κάνεις το γαϊτάνι, θα το κάνω τσαμαντάνι.

τσιαμπάς ο & τσαμπάς ο: η αντρική φούντα στο μαλλί, το μεγάλο τσουλούφι πάνω από το μέτωπο, η κόμη. ΦΡ. Τσακώθηκαν τσιάμπα καρς: μαλλί με μαλλί. Δημ.: . Ως την Πόλη πήγα, γύρσα, τέτοιον μπράτιμο δεν είδα να ᾿χει τον τσιαμπά κλωσμένο με το λάδι λαδωμένο με το χτένι χτενισμένο – Μουστάκι μου κατάμαυρο και φρύδια μου μεγάλα, / και συ τζαμπά περήφανε που φτάνεις ως την πλάτη, / θε να σας φάγ᾿ η μαύρη γης, θα λιώσετε στο χώμα. Κρυστ.: Τέσσερις αγωγιάτες, ψηλοί βλάχοι, με τις άσπρες μάλλινες φορεσιές, με ξουρισμένους τους σβέρκους και τους τσαμπάδες κοντούς, αρβανίτικους.

τσιαμπασίρια τα: τα πράγματα, τα αντικείμενα του νοικοκυριού, εμπορεύματα, τα υπάρχοντα.

τσιάπι το: σκυλί, κυνηγόσκυλο, αγρίμι. Αραβαντ.: τσάπος ο: ο τράγος. Ίσως εκ της ποιμενικής επιφωνήσεως «τσαπ, τσαπ.»

τσιάπω η: πονηρή γυναίκα, η πονηριά (Κοζάνη).

τσιαρκί το: η δοντάγρα, παραδοσιακό εργαλείο για την εξαγωγή δοντιών.

τσιαρτσιάφι το: ως χαρακτηρισμός ανθρώπου σημαίνει αναθεματισμένος, ανάγωγος, τσιακαρισμένος· το σεντόνι(;).

τσιατάλι το & τσιάταλο το: εξάρτημα, μεταλλική γλώσσα της κλειδαριάς στις πόρτες. «Έφαγε τσιάταλο»: του έκλεισαν την πόρτα, τον κλείδωσαν, τον έδιωξαν,

τσιάταλας ο: αρρώστια των ζώων.

τσιάταλος ο: μάλωμα, έντονος καυγάς, επίπληξη.

τσιατί το: η σκεπή, η στέγη, το κάλυμμα.

τσιατμάς ο: χώρισμα στο εσωτερικό του σπιτιού, εσωτερικός τοίχος. Κατασκευαζόταν από όρθιες λούρες, πηχάκια, σανίδες, λάσπη και άχυρο, γίδινο μαλλί, έφτανε μέχρι το ταβάνι. Γκοτζ.: Το πατρικό της μάνας μου ήταν χωρισμένο στη μέση, όχι όμως με τσατμά, παρά μ᾿ ένα οριζόντιο δοκάρι, να πούμε, στο πάτωμα, που διαιρούσε την κάμαρη σε δυο επίπεδα, ψηλότερο και χαμηλότερο | < τουρκ. çatma -ς. Βλ. & λούρα η.

τσιάτσιαρας ο: σιδερένιο, μακρύ εργαλείο του παραδοσιακού φούρνου με το οποίο τραβούσαν τα κάρβουνα.

τσιάφι το: η παγωνιά, η πάχνη. Έπεσε τσιάφι το πρωί. Αραβαντ.: τσάφη η: η πάχνη. Και το υγρόν ψύχος.

τσιαχρές ο: η όψη του προσώπου, εμφάνιση, θωριά του ανθρώπου.

τσιβούρα η: το κρύο που τρυπάει το κόκκαλο, δριμύ ψύχος. Κατερίνα Τσιβούρα.

Τσιβούλα η & Τσιβούλω η: βαφτ. όνομα Παρασκευή, Παρασκευούλα, Βούλα.

τσιβουρίζω: ψιλοτηγανίζω, καβουρδίζω· μτφ. με τσιβουρίζει μια σκέψη: με απασχολεί επίμονα, έχω συνεχώς στο νου μου· τσιβουρίζει το κρύο: κάνει πολύ, τσουχτερό κρύο. Τσιβούρισα δυο αυγά.

τσιβούρισμα: το τηγάνισμα, το ροδοκοκκίνισμα υλικών στη μαγειρική· η επίμονη σκέψη.

τσιγάρα η: το τσιγάρο, σιγαρέττο. Λ.χ. Παχιές τσιγάρες | < βενέτ. cigaro < ισπαν. Cigaro: πούρο (από γλ. Ινδιάνων της Aμερικής)

τσιγαρίζω: τηγανίζω, βάζω μέσα στο καυτό λάδι ή λίπος της κατσαρόλας κρέας ή λαχανικά και τα αφήνω σε δυνατή φωτιά, ώσπου να ροδίσουν, ενώ συγχρόνως τα ανακατεύω· καβουρδίζω. Πώς να τσιγαρίσω σωστά το κρέας μου; Σε κατσαρόλα βάζουμε ελαιόλαδο και όταν κάψει τσιγαρίζουμε τα κρεμμύδια ξερά και φρέσκα που έχουμε ψιλοκόψει.

τσιγαρίζομαι: τηγανίζομαι, λιώνω από τη ζέστη, την υψηλή θερμοκρασία· τσιγάρισμα, τσιγαριστός | < μσν. τσιγαρίζω < βενέτ. cigar: τσιρίζω, σκληρίζω, -ίζω]

τσιγαρίδα η: κομμάτι χοιρινού λίπους, με λίγο ψαχνό, ξεροτηγανισμένο.· μτφ. πολύς λεπτός. αδύνατος άνθρωπος. Η παλιά συνταγή γι᾿ αυτή την ομελέτα είναι με ψωμί και τσιγαρίδες. Ο τραχανάς ήταν πρωινό ή βραδινό φαγητό για κάθε οικογένεια. Μετά τα Χριστούγεννα γινόταν πιο πλούσιος με τσιγαρίδες από τα χοιρινά. Φούριες μεγάλες για τις νοικοκεράδες περασμένων χρόνων στη Κρήτη. Είχαν να φτιάξουν λουκάνικα, απάκι, τσιγαρίδες, σύγκλινα.

τσιγαριλίκι το: στριφτό τσιγάρο με χασίς, ο μπάφος. Ο Τζορτζ Μ. σε κλινική αποτοξίνωσης – Κάπνιζε 25 τσιγαριλίκια την ημέρα. Ξέφρενο πάρτι με ποτά και τσιγαριλίκια. Βαμβ.: Τώρα φουμέρνουν τσιγαριλίκι, τσιγάρα, μα εμένα μ’ αρέσει ο ναργιλές. – Με το τσιγαριλίκι τι κάνεις; όλες οι βρώμες μέσα. Κακό πράμα. – Δεν είναι καλό το τσιγαριλίκι για το λαιμό | < τουρκ. çιğarlιk: χασίσι.

τσιγκαλίδι το: μικροαντικείμενο, πράγμα ασήμαντης αξίας, ψιλαδούρι. Μέσα ήταν ένας με την κόρη του και αγόραζε κάτι τσιγκαλίδια. Βρέθηκαν ένα σωρό τσιγκαλίδια... από ρούχα και παπούτσια… μέχρι βρακιά και σαμπουάν και καλλυντικά, και κοσμήματα, και μπιχλιμπίδια. Στολισμένος με όλα τα φανταχτερά τσιγκαλίδια.

τσιγκελάκι το: βελονάκι πλεξίματος που μοιάζει με μικρό τσιγκέλι, το μεταλλικό στέλεχος με τη μία άκρη του αιχμηρή και λυγισμένη προς τα πάνω. Καθώς περνούσε η ώρα κι έπιανα τσιγκελάκι μετά από πολλά χρόνια, θυμήθηκα την γιαγιά μου. Έτσι έγινε μόδα το πλέξιμο και το τσιγκελάκι! | < τουρκ. çengel -ι

τσιγκέλι το: μεταλλικός γάντζος, άγκιστρο. Του βγάζουμε τα λόγια με το τσιγκέλι: για κάποιον που μιλάει πολύ δύσκολα, λίγο. Τσιγκέλια ανοξείδωτα, τσιγκέλια inox, τσιγκέλια για κρέατα. Δημ.: Για ανοίξετέ μου νά ‘μπω του βαριόμοιρου. / -Να ρίξουμε τσιγκέλια να σε πάρουμε. / -Τα ράσα μου είναι σάπια και ξεσκίζονται. Παρ.: «Το κριάς στο τσιγκέλι κι η καρδιά παραδαρμένη.» | < τουρκ. çengel -ι. Βλ. & παλάγκο το.

τσιγκελωτός -η -ο: με σχήμα σαν τσιγκέλι, γυριστός. Σιδ.: …τον μπέρδευαν εκείνες οι τσιγκελωτές γραμμές και τα τσαπαρτσούλια -βυζαντινές νότες- που ήταν αραδιασμένες στα βυζαντινά βιβλία. Σαλβαντόρ Νταλί: ο ζωγράφος με το τσιγκελωτό μουστάκι. Τσιγκελωτό μουστάκι, χωρίστρα με τσεκουριά, μπλούζα κλαρινογαμπρική, ρολογάρα, μπλιχλιμπίδια στα χέρια, μούσια… Άξιος! Δημ.: Δεν ζήλευε μια λυγερή ξανθή και μαυρομάτα / που έχει τα χείλη κόκκινο το μάγουλο βαμμένο / το φρύδι της τσιγγιλωτό το μάτι γαριδένιο / να την ζηλέψουν τα παιδιά να την κοιτούν οι νέοι.

τσιγκρί το: η άκρη του γκρεμού, το ακρότατο σημείο, η κορυφή βουνού ή λόφου. Μακρ.: Τότε ρχισε πόλεμος κα βάσταξε ς φτ ρες. καμαν πολλ γιρούσια ο Τορκοι. Ο λληνες ο καλύτεροί – τους εχα κάτου ες τν μμον κ᾿ μες τος φυλάγαμε τν πλάτη τους π τ τζουγκρί.

τσιγκρίζω & τσιγκρώ: τσουγκρίζω, χτυπώ τρακέρνω, χτυπώ δυο αντικείμενα μεταξύ τους, συγκρούομαι | < συγκρίζω < συγκρώ < αρχ. ελλ. συγκρούω.

τσίκα η: κατεργασμένη ινδική κάνναβη, κομμάτι χασίς που έκαιγαν στον αργιλέ. Ρεμπέτ.: Αχώριστα συντρόφια μας η κάμα και η τσίκα / το να σκοτώνει τον οχτρό / και τ᾿ άλλο τρώει την πίκρα. – Μα της τσίκας το ντουμάνι / ανεβαίνει και σε φτάνει: άιντε εφουμάραμε την τσίκα άντε μ᾿ ένα μάγκαν απ᾿ τη Σύρα (Γ. Κατσαρός). Βαμβ.: Όταν καταλαβαίνανε ότι ο τεκετζής δεν είχε καλό μαύρο, του λέγανε. Πάνε ρε Γιώργο να πάρεις κάνα δυο τσίκες απ᾿ το μπάρμπα-Βαγγέλη να φουμάρουμε. Η τσίκα ήταν μισό δράμι.

τσίκνα η: μυρωδιά κρέας που ψήνεται ή φαγητό που καίγεται. Πρώτες τσίκνες στην ηλιόλουστη Καλαμάτα. Δεν καπνίζει – άκαπνο ψήσιμο, χωρίς τσίκνες και λαμπάδιασμα των ψητών, απαιτούνται μόλις 400gr κάρβουνα – χρησιμοποιούμε πάντα ξυλοκάρβουνα. Μύρισε… τσίκνα η Ψαρού! Πβ. Όμηρος: α κέν πως ρνν κνίσης αγν τε τελείων / βούλεται ντιάσας μν π λοιγν μναι (Μπας και την κνίσα από αψεγάδιαστα γίδια κι αρνιά θελήσει / να προσδεχτεί κι απ᾿ τα κεφάλια μας το χαλασμό να διώξει.- Πάλλ.). Παρ.: «Πέρσι εκάηκε το φαΐ και φέτος βγηκ’ η τσίκνα.» | < μσν. τσίκνα < αρχ. ελλ. κνῖσα(;).

τσικό: συνήθ. άκλιτο, οι ομάδες με παίχτες μικρής ηλικίας, παιδική ομάδα. Ο δωδεκάχρονος από τα τσικό της Μπαρτσελόνα τρελαίνει κόσμο και ήδη έχει μπει στο στόχαστρο της Τσέλσι. Με τα τσικό η Αργεντινή. Χωρίς τα μεγάλα αστέρια της ταξίδεψε η Αργεντινή στη Νιγηρία για το φιλικό παιχνίδι μεταξύ των δύο ομάδων. Συνέλαβαν τα… τσικό της τρομοκρατίας στην Iταλία – «ερασιτέχνες» της ένοπλης πάλης οι 15 συλληφθέντες | < ίσως < ισπαν. chico= μικρό παιδί.

τσικρίκι το: χειροκίνητο ξύλινο μηχάνημα που χρησιμοποιούσαν στην παραδοσιακή υφαντική για να στρίβουν το νήμα, μτφ. το ευτελές, σαράβαλο αυτοκίνητο. Στην ρόκα γνέθανε συνήθως την λεπτή και γερή κλωστή που προορίζονταν για στημόνι και φλόκο στον αργαλειό, ενώ στο τσικρίκι έγνεθαν την πιο μαλακή και χοντρή κλωστή που προορίζονταν για υφάδι («τράμι»). Ηπίτ.: τσικρίκι το: το δι᾿ ου νήθουσι τα έρια εργαλείον. Το τσικρίκι ήταν υφαντικό εργαλείο για το τύλιγμα των κλωστών σε καλάμια (χοντρά καλάμια) ή μασούρια | < τουρκ. çιkrιk -ι. Βλ. & γνέμα το.

τσικουλάτα η & τσικουλάτο το: η σοκολάτα, γλυκό, γλύκισμα με σοκολάτα. Τσιφ.: Τέτοιες μηχανές κάνανε πολλές να πούμε, και με αμερικάνικα παντελόνια μπλουτζίνς και με πουκάμισα και με τσικουλάτες, όλα τα είδη, εξυπνάκια και τα δυο | < γαλλ. chocolat (αρσ.) κατά το λαϊκό τσοκολάτα < ιταλ. cioccolata < ισπαν. chocolate από γλ. των Ινδιάνων· σοκολάτ(α) -ίτσα.

τσίλια η: το καραούλι, το να βλέπει κανείς, να παρατηρεί, εγρήγορση. Οι δύο έκλεβαν σούπερ μάρκετ και ο τρίτος κρατούσε τσίλιες. Εμείς οι γάτοι παίρνουμε συνεχώς τα υπνάκια μας, αλλά είμαστε και στην τσίλια | < ιταλ. ουδ. ciglio: βλεφαρίδα, βλέφαρο, πληθ. ciglia που θεωρήθηκε θηλ. εν. Βλ. & κολαούζος ο.

τσιλιαδόρος ο: αυτός που κρατάει τσίλιες. Έβαλαν τσιλιαδόρους. Βλ. & μπαρμπουτιέρα η.

τσίλικος -η -ο: ωραίος, όμορφος, ολοκαίνουριος, καλοφτιαγμένος στις λεπτομέρειες, μπάνικος. Χάρις Αλεξίου – Τα Τσίλικα. Τσίλικη ισπανική φοράδα 8 ετών. Εξατμίσεις Καρμπονάτες τσίλικες και μοτοσικλέτα λαδωμένη. Οι ζάντες είναι τσίλικες. Έχει ελπίδες αυτό το σαράβαλο να γίνει τσίλικο; | < τουρκ. çil -ικος.

τσιλιμπουρδίζω: χαζολογώ ερωτικώς, φλερτάρω, ερωτοτροπώ.. Ο Κ. τσιλιμπουρδίζει κάτω από τη μύτη της Κ. Ηπίτ.: τσιληπουρδώ: σιληπορδάω, πέρδομαι αλλεπαλλήλως, όπως ο ίππος, ημίονος ή όνος ενώ λακτίζει· ανθίσταμαι, δυστροπώ, κάμνω τον παλληκαράν, γασκονίζω, μεγαλαυχώ, κομπορρημονώ (κοινώς κόβω λάφια), καυχώμαι | < πιθ. Από το αρχαίο σιληπορδώ με τσιτακισμό, όπου το β᾿ συνθετικό είναι η λέξη πορδή. Για το πρώτο συνθετικό, άλλοι λένε ότι πρόκειται για τον αρχηγό των Σατύρων Σιληνόν (ή Σειληνό) ενώ άλλοι για το ρήμα τιλώ: έχω διάρροια.

Τσίλης ο: ο Βασίλης.

τσιλώνω & τσιουλώνω: τεντώνω (τα αυτιά για ν᾿ ακούσω). Η μούλα, όταν πήγε με το παιδί στην αγκαλιά να την καβαλήσει, τσούλωσε αγριεμένη τ’ αυτιά. Πβ. Παπαδ.: –Αμ᾿ δεν τραγουδάω με τ᾿ αυτιά, σύντροφε∙ με το στόμα τραγουδάω. -Ναι, μόνε μου κουφαίνεις τ᾿ αυτιά, έλεγεν εκείνος. -Δε φοβάσαι, εσύ τα ᾿χεις μεγαλύτερα, τω είπεν ο πρώτος. -Και συ μεγαλύτερα ακόμα και τα κατσουλώνεις, απήντησεν ο έτερος. Παρ.: «Γαϊδάρου μύθον έλεγαν, κι αυτός τ᾿ αυτιά του ετσιούλωνε

τσιλωτός -η -ο: αυτός που είναι τεντωμένος, προεξέχει, σηκωτός, που σχηματίζει ευδιάκριτη καμπύλη. Αυτιά τσιλωτά, τσιλωτό κώλαράκι. Βλ. & τσιλώνω.

τσίμα τσίμα: επίρρ. ίσα ίσα· για κατι που δεν είναι αρκετό και φτάνει μόλις και μετά βίας. Τσίμα τσίμα τα ταμειακά διαθέσιμα μέχρι τον Αύγουστο. Τσίμα τσίμα τα λεφτά για μισθούς και συντάξεις· το παντελόνι έρχεται τσίμα τσίμα. Ηπίτ.: τσίμα η (διάλ. Ηπείρου): ιχθύδιον λιμναίον ομοιάζον προς την θαλασσίαν αθερίναν | < αντδ. < ιταλ. cima: κορφή, άκρη σκοινιού, μικρό σκοινί < λατ. cyma < ελνστ. κῦμα.

τσιμές ο & τσιμένι το: είδος δημητριάκου που μοιάζει με το τριφύλλι, με λογχοειδές περίβλημα και ψιλούς κίτρινους σπόρους, οι οποίοι χρησιμοποιούνται στην παρασκευή παστουρμά και δίνουν τη χαρακτηριστική βαριά μυρωδιά του· στην ποντιακή κουζίνα χρησιμοποιείται αλεσμένο, σε μορφή αλοιφής.

τσιμινιέρα η: καπνοδόχος, φουγάρο. Σαν… τσιμινιέρες καπνίζουν οι Έλληνες. Το υψηλό ενεργειακό κόστος παγώνει τις ελληνικές τσιμινιέρες | < ιταλ. ciminiera.

τσιμουδιά η: ελάχιστος ψίθυρος, σιγανό μουρμούρισμα, άχνα, ούτε μία λέξη. Φάε τη σούπα σου και τσιμουδιά. Τσιφ.: Οι Γάλλοι, τσιμουδιά. Έξι μήνες τσιμουδιά! Είχανε φάει τη φάπα και καθόντουσαν φρόνιμα στη γωνιά τους. Φάε τη σούπα σου και τσιμουδιά!

τσιμούχα η: υφασμάτινη ταινία ή ροδέλα που χρησιμοποιείται για την στεγανοποίηση σωλήνων και άλλων μεταλλικών κατασκευών· μτφ. φιλάργυρος, σφιχτός, ακριβός, μαντζίρης, τσιγκούνης, κρυψίβιος. Αλλαγή τσιμούχας στο καλάμι. Οι τσιμούχες είναι απαραίτητες για την στεγανοποίηση. Οι επιλογή της κατάλληλης τσιμούχας ανά περίπτωση, είναι πολύ σημαντική, γιατί μπορεί να επηρεάσει και την διάρκεια ζωής του ρουλεμάν, αν η στεγανοποίηση δεν είναι η απαιτούμενη | < τουρκ. çamuha: σφουγγάρι κατώτερης ποιότητας (< ιταλ;).

τσιμούχας ο: μτφ. ο τσιγκούνης, ο τσιμπρός, ο σπαγκοραμμένος. Βλ. & τσιμούχα η.

τσιμπίδια τα: είδος μικρής τσιμπίδας· ξύλινα στοιχεία που προσαρμόζονταν στον καβαλάρη, την ξύλινη δοκό στην οροφή ενός οικοδομήματος. Πένσες, τσιμπίδια, κόφτες, τανάλιες. Τσιμπίδια ασφαλειών.

τσίμπλα η: παχύρρευστο και γλοιώδες υγρό που τρέχει από τα μάτια και συγκεντρώνεται στις άκρες των βλεφάρων. Όλοι έχουμε βγάλει κάποια στιγμή τσίμπλες στα μάτια μετά από έναν καλό ύπνο. Γιατί το μωρό μου έχει τόσες τσίμπλες; Πβ. Καζαντζ.: …κι ο πρώτος δημογέροντας του χωριού, ο γερο-Μάντρας, ζύγωσε τον παπα-Γιάνναρο, και το πονηρό τσιμπλιασμένο μάτι του ήταν γεμάτο φόνο. Παρ.: «Πήγε να βγάλει την τσίμπλα του κι έβγαλε το μάτι του.» | < μσν. τσίμπλα < τσιμπλ(ιάζω) -α.· μσν. τσιμπλιάζω ίσως < ελνστ. σιπαλ(ός): βρόμικος -ιάζω > σιπαλ-ιάζω > τσιπαλιάζω > τσιπλιάζω > τσιμπλιάζω.

τσιμπλιάρης ο & τσιμπλιάρα η: που έχει τσίμπλες. Οι άλλοι, τσιμπλιάρηδες είναι, που τους σιχαίνομαι να τους αγγίξω. Με το λεωφορείο, το γεμάτο αγουροξυπνημένους τσιμπλιάρηδες. Παρ.: «Ποιός παινάει τη νύφη μας; η τσιμπλιάρα η μάνα της.»

τσιμπλομάτης ο & τσιμπλομάτα η: με τσίμπλες στα μάτια, απεριποίητη. Παρ.: «Όποιος δεν έχει μαυρομάτα, φιλεί και τσιμπλομάτα.», «Δεν έχουμε τσιμπλομάτα, θέλουμε και μαυρομάτα.»

τσιμπλί το: αυτό που τσιμπάει, μυτερό ράμφος πουλιού, η αιχμηρή απόληξ. Το τσιμπλί του κόκορα | < τσιμπώ.

τσιμπλιτάρα η: ο δρυοκολάπτης | < τσιμπλί, βλ. λ.

τσιμπούρι το: παράσιτο που κολλάει στο δέρμα των κατοικίδιων κυρίως ζώων και τους ρουφάει το αίμα· μτφ. άνθρωπος που δεν ξεκολλάει από κάποιον, γίνεται ενοχλητικός, φορτικός. Τα τσιμπούρια – κρότωνες είναι η επιστημονική ονομασία τους- ζουν κατά εκατομμύρια ανάμεσά μας, προσκολλώνται σε ζώα, κυρίως κατοικίδια και οικόσιτα, και ανθρώπους και «τρέφονται» από αυτά. Ήταν κι ένας αντιπαθητικός τύπος που μου έγινε τσιμπούρι. Θαυμάστρια του Σ. έγινε κυριολεκτικά τσιμπούρι. Μόλ.: Είναι σαν τον γκραβαρίτικο ζητιάνο, που ενώ τον διώχνεις και τον βρίζεις, εκείνος σου κολλάει τσιμπούρι. Την πεντάρα θα σ’ την πάρει. Παρωνύμ: Τσιμπούρας | < ελνστ. τσιμούριον και με παρετυμ. τσιμπώ. Βλ. & ξηγιέμαι.

τσιμπρός -ιά -ό: παραδόπιστος, τσιγκούνης, καρμίρης, τσιφούτης, σπαγκοραμμένος, καβουροτζέπης. Παπαευαγγ.: Ύστρα απ᾿ αυτό ντρουπιάσκει η Τσέλιους. Είχι κι τ᾿ όνουμα που ήταν τσιμπρός (τσιγκούνης), πήρει του ριβανίτκου τ᾿ ᾿αλουγο, πήγι στα Καψάλια κι έφιρι ένα μπλιόρι 30 οκάδεις. Κι όλα καλά γινουμένα! – Άμα είσι τσιμπρός… είνι τρανό σιασέτ᾿ Κι άμα είσι τσιμπρός κι τσέλιγκας.. τρανύτιρου! | < τουρκ. cimri: ο τσιγκούνης.

τσινάλης ο & τσινάλι το: περιστέρι με άσπρο, λευκό κεφάλι.

τσινάω / τζινάω / τσινώ: αγριεύω και κλωτσώ (για ζώα), τσιγκλάω, εκνευρίζομαι και αντιδρώ αρνητικά, κεντρίζω, έχω ιδιοτροπίες, δυστροπώ. Λ.χ. Μην πειράζεις το γουμάρι γιατί τσινάει. Όταν ο φρουρός ζήτησε από τη βουλευτή να αφήσει την τσάντα της στο ειδικό μηχάνημα για τον έλεγχο των χειραποσκευών, εκείνη τσίνησε. Στην αρχή, τσίνησε λίγο, αλλά μετά κατάλαβε ότι για το παιδί του έκανα έτσι, και ήτανε κύριος. Παρ.: «Όποιος τζινάει τον γάιδαρο ακούει και τις πορδές του.» Αραβαντ.: τσίνα η: ερεθισμός, οργή, ιδιοτροπία | < μεσν. τσινώ < τινάζω.

τσινής ο & το τσινί το: περιστέρι γκρίζο, με άσπρη, παρδαλή ουρά. Τώρα, οι καραμπέρηδες είναι σαν τα τσινιά άλλα με άσπρα τέλια.

τσινιάρικος -η -ο: αυτός που τσινάει, δυστροπεί, συμπεριφέρεται προβληματικά. Παρ.: «Κάλλιο κουτσό γαϊδούρι, παρά τσινιάρικο μουλάρι.» Βλ. & τσινώ.

τσινί το: τσίγκινο πιάτο. Ταυτόχρονα έβγαινε το τσινί στα γύρω σοκάκια, άρχιζε δηλαδή ο έρανος, για να συγκεντρωθεί το ποσό που χρειαζόταν για τα καύσιμα του «επίσημου» Φανού, όπου έκαιγαν μόνο δαδί. (Κοζάνη)

τσίνορο το: βλεφαρίδα, ματοτσίνορο. Γκοτζ.: Κι έμοιαζε με άσπρη, μα καθάρια Παναγία, / γραμμένο τσίνουρο και κοντυλένιο χέρι. τσινούρ(ι) -ο < τσινάριν < κυνάριον < υποκορ. του ελνστ. κύναρος: είδος αγκαθιού.

τσίντζιλα τα & μίντζιλα τα: ψιλοπράγματα, ψιλαδούρια, μικρά ασήμαντα αντικείμενα. Πβ. Αίν.: «Τσίντζιλι μίντζιλι, να τσιντιλιάσει η μάνα μου, και τώρα θα στο φέρω.» (το ροδάνι – Θράκη). Παρωνυμ.: Μαντζιλής.

τσιντζιφιά η: φυλλοβόλος αγκαθωτό θάμνος ή μικρό δέντρο ύψους 3,5μ. βλ. τσίντζιφο. Ελύτ.: –Ε που πας Γυναίκα με το μυτερό καπέλο και άλλο δεν αντέχω / – Στις τζιτζιφιές τις κόκκινες πηγαίνω και στα κρεμαστά νερά που βαφτισμένον σ΄ έχω.

τσίντζυφο το: ο καρπός της τσιτζιφιάς, που έχει κοκκινωπό χρώμα, στυφή γεύση και μέγεθος μικρής ελιάς. Ελύτ.: Κλέφτρα σαΐτα σκάνταλο του γέλιου / Ω εγγονούλα της γρια-λιακάδας / Μέσ᾿ απ᾿ τα δέντρα πείραζες τις ρίζες / Άνοιγες τα χωνάκια του νερού / Ραβδίζοντας της λησμονιάς τα τζίτζιφα | < ελνστ. ζίζυφον.

τσίντσιρας ο: τζίτζικας. Παρ.: «Τσίντζιρας ελάλησε, πάρτε τα δρεπάνια σας.» | < τζίτζικας < αρχ. τέττιξ, αιτ. -ιγα, -ικα.

τσιόκος ο: φαλλός, το πέος (Ήπειρος).

τσιόλι το & τσόλι το: φτηνό ή παλιό στρωσίδι, κουρέλι, παλιόρουχο. Χαμένο τσιόλι: μτφ. παλιάνθρωπος. Παπαδ.: καπετν Μρκος δν εχε πολλ «τσόλια» οτε «σκουτι» ν κουβαλήσ. Δν χρειάσθη μάλιστα οτε κάρον, οτε σούσταν, οτε σιδηρόδρομον. Γκοτζ.: Κίνησα απέκει μ᾿ ένα τσόλι, / μου ᾿λειψε εδώ και το ψωμί – Αυτές ήθελαν τα σκουτιά τους, τα τσόλια τους, τα πέρα δώθε. – Τριμμένο τσόλι, τσάργανο έχει γύρα από τις πλάτες μην κρυγιώσει, μα βέργες του περνάνε το κορμί το παθιασμένο. Παπαευαγγ.: Γύρσιν στου μπλιούκ΄, τς είπιν τα χαμπέρια κι χάρκαν ουόλ΄. Έστρουσαν τα τσιόλια στα τσιαΐρια, να ξιαπουστάσν κι να κοιμθούν | < τουρκ. çul -ι. Βλ. & τσαντίλα η, ζάρκος ο.

τσιόμκα η: η χιονόμπαλα, σφαιρικό κατασκεύασμα με τις παλάμες των χεριών, σβώλος, γρομπούλι από χιόνι, κιμά, λάσπη κτλ. (Κοζάνη).

τσιόνι το: πουλάκι, σπουργίτι· ο σπίνος. Τσιόνι μ᾿ γραμμένο: πουλάκι μου καλό. Ηπίτ.: τσιόνης ο: ο σπίνος. (Αιτωλική. διάλεκτ.)

τσιόρμανος ο: αγοροκόριτσο, ατίθασο, ζωηρό κορίτσι.

τσιότρα η: ξύλινο δοχείο, πλόσκα. Αραβαντ.: κόφα η: ξύλινον αγγείον οίνου· η και πλόσκα και τσιότρα.

τσιούγκο το: επιθ. άχρηστο, τραυματισμένο. Λέγεται για χέρια ή πόδια. Τσιουγκοχέρι το: που δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Εξ᾿ ου και το τσιουγκοχέρο, μτφ. για αυτόν που δεν πιάνει το χέρι του, είναι αδέξιος.

τσιούγκος -α -ο: ο κουλός.

τσιουκάλα η & τσιουκαλστάρι το: ξύλινο όργανο που χρησιμοποιούσαν για τον ευνουχισμό των ζώων.

τσιουκαλνώ & τσιουκαλίζω: ευνουχίζω, μουνουχίζω.

τσιόκανα τα: τα μικρά πετραδάκια, βοτσαλάκι, ομώνυμο παιδικό παιχνίδι· Παπαευαγγ.: Η Γκουντίνινα ανακάτωνι το ριζόγαλο κι η παππούς γύρζι τ΄ σουγλιμάδα. Τα πιδιά έπιζαν τζιουλίκα (τσιλίκι) και τα κουρίτσια τα τσιόκανα (παιχνίδι με πετραδάκια). Στα Ζαγοροχώρια τσιόκανα λέγονταν τα μεταλλικά χερούλια στις μεγάλες ξύλινες εξώπορτες, τα οποία χτυπούσε ο επισκέπτης για να του ανοίξουν. Ρομανί: τσοκανέσα τσαλαντό: με σφυρί χτυπημένος. Ηπίτ.: τσιόκαλα τα: μικροί λίθοι.

τσιουκάνι το & τσιοκάνι το: μεγάλο κουδούνι για τα ζώα. Παπαευαγγ.: Ήρθε κι ο Μήτρος με τη Βάγγιου (Μήτρινα) για να πάρουν το λεωφορείο, αλλα πετάχθηκε ο Μήτρος να πάρει κάτι τσιουκάνια απο τον Μπελιάτη. Κρυστ.: …άκουα τους εύθυμους τραγουδιστάδες του καλοκαιριού, τους τζιτζικάδες, παρέβαλλα τους ήχους οπ᾿ έρχονταν από τα πέντε τσοκάνια των μουλαριών | < πιθ. < τύκος, τυκάνη: δοκάνη, αλωνιστικό, γεωργικό εργαλείο. Βλ. & τροκάνι το, γαργαλέτσι το.

τσιουκλατώ: παίζω μουσικό όργανο, κάνω κάτι παράγοντας ήχο, θόρυβο, ρυθμό ή μουσική, ανακατεύω. Αραβαντ.: τσακλατίζω: αναταράττω ρευστόν τι και θολώνω αυτό. Ηπίτ.: τσιάκλατα τα: (διάλ. Ηπείρου) τα ανακατεύματα. Πβ. Αίν.: «Τσούκλου ᾿δω, τσούκλου ΄κει, τσούκλου στ᾿ αποκρέβατο.» ( σκούπα που σκουπίζει), «τζούγκλου ᾿δω, τζούγκλου ᾿κει, τζούγκλου στ᾿ αποκρέβατο.» (φροκάλι – Κέρκυρα) | πιθ. ηχομιμ.

τσιούλα η: προβατίνα με μικρά αυτιά.

τσιούμα η: είναι μικρή ποσότητα μαλλιού, νήματος ή τρίχας, χνούδια μαζεμένα. «Τσιούμες» λέγονται και τα «μπιλάκια» που σχηματίζονται στα μάλλινα ή βαμβακερά ρούχα· κορυφή μικρού λόφου, βουνό. ΦΡ. μτφ. Να φας την τσιούμα σου: να τα τινάξεις, να πεθάνεις· η φράση ίσως έχει σχέση με τις τσιούμες, κομμάτια βαμβάκι που έβαζαν στο στόμα του νεκρού. Το πάτωμα γεμάτο τσιούμες. Σκούπισα τις τσιούμες. Το δωμάτιο είναι τσιούμα στην τσιούμα. Ηπίτ.: τσιούμα η: (διάλεκτ. Ηπείρου) αγγείον λίθινον εις ο κοπανίζουσιν καφέν ή άλλον τι.

τσιούμπα η: γίδα με μικρά αυτιά.

τσιούρλα: επίρρ. σε κατάσταση προχωρημένης μέθης, τούρλα, στουπί, τύφλα στο μεθύσι, οινοβαρής, πιωμένος, ντίρλα.

τσιουρουκεύω: εξασθενώ, αδυνατίζω (Γέρμας Καστοριάς). Σιδ.: Με τη συλλογιά, τα αχ τα βαχ και την αγκούσα ο άνθρωπος τσιουρουκεύει και σιλντίζει [σ.σ. μτφ. δεν του κόβει το μυαλό]

τσουρτσουλώνομαι: φτιάχνομαι, στολίζομαι και καμαρώνω, προβάλω επιδεικτικά το σώμα μου ή ότι φορώ.

τσιουτίνια η: ρίγος, ανατριχίλα. Σιδ.: …σ’ έπιανε αντράλα και τσιουτίνια, αν περπατούσες απ’ τα ψιουλώματα.

τσιούτσιανος -η -ο: επιθ. πολύ μικρός, μικροκαμωμένος, λεπτοκαμωμένος. Τσιούτσανιος, τόσος δα ήταν! Αραβαντ.: τσιότσο: ολίγον, ελάχιστον. «Δο μου τσιότσιο ψωμί» | < τουρκ. cuce: ο νάνος.

τσιουτσιουφάσουλο το: φασόλι μικρό σε μέγεθος, χρωματιστό φασόλι | < Βλ. & τσιούτσιανος ο.

τσιοχλάνι το: το τσογλάνι, νεαρός κακής διαγωγής, παλιόπαιδο, αλήτης· μικρό αγκάθι, άγανο. Καραισκάκης: Πηγαίνουμε εις τον Μαχαλάν και όπου μας διορίση η κυβέρνησις, εκεί θέλει εκστρατεύσωμεν. – Ποιά κυβέρνησις, καπετάν Νότη; Το τζιογλάνι του Ρεΐζ – εφέντη ο τεσσαρομάτης; | < τουρκ. iç oğlanι: νεαρός στην υπηρεσία του παλατιού.

τσιόχτι το: μανίκι, η άκρη υφάσματος, οι δίπλες, οι τσάκες που κάνουν τα ρούχα, ο γιακάς. Θα σε πιάσω από το τσιόχτι! ή Τον άρπαξε απ᾿ το τσιόχτι. Παπαευαγγ.: Η Βάγγιου δεν το στουχάσκει που φαίνουνταν του πλουκάρ΄, μέχρι που ήρθε ο Μήτρος την άρπαξε απ΄το τσιόχτι (μανίκι) κι έφυγαν με το λεωφορείο..!

τσίπα η: πέτσα, κρούστα· (σε γιαούρτι, γάλα, βαμμένη επιφάνεια κ.τ.ο) μτφ. η ντροπή, υπόληψη, ηθική συστολή. Δεν έχει λίγη τσίπα πάνω του | < μσν. τσίπα < σλαβ. tsipa. Βλ. & στάκα η.

τσιπώνω: πιάνω τσίπα (για τις φρέσκιες μπογιές, το γάλα που βράζει), πετσιάζω, κάνω πέτσα, κρούστα, φλούδα. Άσε να τσιπώσει η μπογιά και μετά τράβα δεύτερο χέρι | < Βλ. & τσίπα η.

τσιπότι το: μικρός (αγκαθωτός) θάμνος, αγκάθι, αιχμή φυτού ΦΡ. Θες φούρκα με τσιπότια: θες ξύλο. Παπαευαγγ.: Απ᾿ λέτι ήταν πίσου απού τ᾿ κιδριά …Κι λέει η ένας ντίπ μουργκός… Δα κυκλώσουμι τα γίδια. Ή ένας απού ικίνου του κριάκουρου κι η άλλους απού τα τσιπότια. Βλ. & ζιαρίζω, προυστούρα η, φούρκα η.

τσιπούνι το: ζιπούνι, είδος κοντού πανωφοριού, είδος ρούχου παλιάς εποχής που μοιάζει με γιλέκο με τη διαφορά όμως ότι έχει μανίκια. Παρ.: «Έκανε ο σκαλτσάς σκαλτσούνι κι η Μαγδαληνή τσιπούνι

τσιράκι το: μαθητευόμενος τεχνίτης· μειωτικά, αυτός που έχει προσκολληθεί σε κάποιο ανώτερό του, στον οποίο προσφέρει τις υπηρεσίες του με αντάλλαγμα κάποιο προσωπικό όφελος (Τριαντ.) Τσιφ.: Και κοντά στον πραίτωρα τρώγανε και τα ρέστα τα πραιτωρόπουλα, να μην ξεχνάμε την τέχνη ότι τα τσιράκια τ᾿ αφεντικού μοιάζουνε. Ήταν γνωστό πως η Αλίκη ήταν το τσιράκι της Βάσως, η έμπιστη της, η γυναίκα που τακτοποιούσε τις ερωτικές υποθέσεις της | < τουρκ. çιrak. Βλ. & ναζάρι το, ριτζάς ο, λασπατζής ο.

τσιριμόνια η: φιλοφρόνηση, το καλόπιασμα, γλυκό νάζι, αθώο κόλπο, σκέρτσο, φιλική οικειότητα· η μικροδιαφωνία. Παπαδ.: –Τέτοια τίμια μούτρα! ανεκάγχασεν από της θυρίδος ο καπετάν Αναστάσης. Χρειάζονται μεγάλες τσεριμόνιες μαζί τους. -Α! εμείς δεν σας προσβάλαμε, καπετάν Αναστάση· η αφεντιά σου, βλέπω, μας προσβάλλεις, είπεν ο αχθοφόρος. Καζαντζ.: Πού οι Ρεθεμνιώτες με το αργό, ευγενικό πάσο, με τις βαθιές χαιρετούρες, με τις αρχοντικές τσοριμόνιες. Τσιφ.: -Δε με νοιάζει που μ᾿ έπιασε. Με νοιάζει που μου ᾿κανε τσιριμόνιες να την παντρευτώ. Δεν ήθελε, λέει, το γάμο. Πώς δεν ήθελε, αφού ήτανε γυναίκα αυτουνού του τράγου που μ᾿ έπιασε; | < ιταλ. ceremonia. Βλ. & προσώπατο το.

τσιρίσι το: είδος δυνατής κόλλας, αμυλόκολλα που χρησιμοποιούσαν οι τσαγκάρηδες. Τσιφ.: Και τι να κάνουμε, που κολλήσανε με τσιρίσι και δεν ξεκολλάνε; | < τουρκ. çiriş -ι.

τσίρλα η & τσιρλέτο το: τσιρλιό, κόψιμο, χέσιμο, διάρροια, τιριβίγκος. Αραβαντ.: τσιρλόχορτο το: φυτόν κισσοειδές, ου το κρόμμυον προκαλεί τίλημα (:διάρροια) | τσιρλ(ώ) -α < τσιλώ < ελνστ. τιλώ: έχω διάρροια.

τσιρλιάρης ο: που έχει τσίρλα, υδροκοίλιος, χέστης, αυτός που «αποπατεί υδαρώς» Βλ. & τσίρλα η.

τσιρλιπιπί το: κόψιμο, διάρροια. Το βράδυ την ώρα που όλοι κοιμόντουσαν του καλού καιρού, να σου με πιάνει το τσιρλιπιπί. Αυτό το αναθεματισμένο που σε διπλώνει στα δυο. Πήγαμε και κάναμε γευστική δοκιμή με τον καλό μου και τους γονείς μου σε ένα χώρο και μας έπιασε τσιρλιπιπί! Βλ. & τσίρλα η.

τσιρλοσάπουνο το: είδος παραδοσιακού σαπουνιού σε υγρή και ρευστή μορφή. Άλλο είδος ήταν το καλούπι, σε μορφή στερεάς πλάκας. Το καλούπι χρησιμοποιούνταν και για τον καθαρισμό του σώματος. Βασικά συστατικά ήταν η στάχτη, το ζωϊκό λίπος (λίγδα), το αλάτι και η καυστική σόδα. Είναι γνωστά και ως λιγδοσάπουνα | < Βλ. & τσίρλα η.

τσιρνιάζω: χτυπώ κάποιον, προκαλώ μικρής διάρκειας οξύ πόνο

τσίρνιασμα: έντονος, οξύς επιφανειακός πόνος που κρατάει λίγο, ηαίσθηση που μένει στο δέρμα μετά από χτύπημα ή έντονο τρίψιμο.

τσιρόνι το: ή πλατίκα, [επιστημονική ονομασία Rutilus rutilus], είναι γένος μικρού ψαριού των γλυκών νερών που ανήκει στην οικογένεια των κυπρινιδών, [Cyprinidae], της κλάσης των οστεϊχθύων. Συναντάται σε διάφορες ποικιλίες που είναι γνωστές με τα ονόματα: τυλιανός, λευκίσκος, ψαρίδα, δροσίνα κ.ά. Τα ψάρια της Πρέσπας παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία και ιδιαιτερότητα, καθώς από τα 21 είδη τα 8 είναι ενδημικά είδη ή υποείδη, δηλαδή απαντώνται μόνο στην Πρέσπα και έχουν μοναδικά χαρακτηριστικά. Αξίζει να αναφέρουμε το γριβάδι (Cyprinus carpio),την πέστροφα (Salmo trutta peristericus), την πλατίκα (Rutilus ohridanus prespensis), την μπράνα (Barbus prespensis) και το τσιρόνι (Chalcalburnus belvica). Βλ. & λαγκιόλι το.

τσιροπούλι το: σπουργίτι, κάθε μικρό και αδύνατο πουλί, ο νεοσσός· μτφ. μικρό, αδύνατο παιδί. Δεν είχε αφήσει με τη σφεντόνα του τσιροπούλι για τσιροπούλι. Μια κλώσα της έβγαλε καμιά δεκαριά τσιροπούλια. Τα σκέπασε κάμποσες μέρες μέσα στην καπονέρα μέχρι να καρδαμώσουνε λιγάκι. Άναβαν μια πρόχειρη φωτιά και τα έψηναν και τα έτρωγαν ή τα έριχναν στον ντορβά, τα ξεπουπούλιαζαν και τα τηγάνιζαν μ᾿ αβγά στο σπίτι ή στην ταβέρνα ενώ άλλοι τα πάστωναν! Αυτή την τύχη είχανε τα τσιροπούλια! Βέβαια, το φαγητό από αυτά τα τσιροπούλια ήτανε «μάσα – φτύσε» κατά το «τ᾿ είναι ο κάβουρας, τ᾿ είναι το ζουμί του»… έτσι έχουνε βάση και τα διάφορα που κυκλοφορούσανε, όπως «έφαγα καπαμά αηδονόγλωσσες» ή «γαρδελίσιες πατσιές» τα οποία πηγαίνανε τακίμι.

τσίτα η: κατάσταση διαρκούς έντασης, εγρήγορσης, ετοιμότητας για δράση· λέγεται και για κάτι πολύ τεντωμένο ή στενό: το παντελόνι είναι τσίτα, δηλαδή σφιχτό και τεντωμένο πάνω στο σώμα. Μην είσαι συνέχεια στην τσίτα. Χαλάρωσε και βρες τον εαυτό σου. Μην νιώθεις τύψεις αν δεν κάνεις τίποτα. Στην τσίτα για τη μεγάλη μάχη. Ηπίτ.: τσίτα η: καρφίον, βελόνη δι᾿ ης καρφώνουσι τας σανίδας· επίρρ.: πυκνώς. Βλ. & τσιτώνω.

τσιτώνω: τεντώνω· μτφ. ζορίζω, πιέζω. Τσιτώνω το σεντόνι, τον μουσαμά· μας τσίτωσε η ζέστα, το κρύο· τσιτώνομαι: είμαι στην τσίτα, τεντώνομαι, δυστροπώ, δυσανασχετώ, ανησυχώ. Ο Β Π. με ομιλία του στην τελευταία προπόνηση του Ολυμπιακού πριν από την αναμέτρηση με την ΑΕΚ, στάθηκε στο ψυχολογικό κομμάτι σε μία προσπάθειά του να «τσιτώσει» τους ποδοσφαιριστές του. Οι φάτσες και τ᾿ αυτιά τσιτώθηκαν και οι χερούκλες απλώθηκαν. Όλοι οι μύες του κορμιού της τσιτώθηκαν, η αναπνοή της άρχισε να βγαίνει γρήγορα και κοφτά. | < ίσως τουρκ. (διαλεκτ.) çit(i-): ενώνω σφιχτά –ώνω. Βλ. & τσιταρεύω, τσίτα η.

τσιταρεύω: βρίσκομαι σε εγρήγορση, στην τσίτα, παίρνω θάρρος, βρίσκομαι σε κατάσταση διαρκούς έντασης, εγρήγορσης, ετοιμότητας για δράση | πιθ. < τσίτα < τσιτώνω: τεντώνω < ίσως τουρκ. çit(i-): ενώνω σφιχτά.

τσίτι το: απλό βαμβακερό εμπριμέ ύφασμα. Παπαδ.: Θέλεις πέντε τόπια τσίτι για να την ντύσεις κοτζάμ αφοράδα ως κει απάνω | < τουρκική çit < περσ.

τσιτούρα η: (πήλινη) κανάτα του κρασιού. Μαλ.: Κατά τα γλέντια, το κρασί το έπιναν όλοι με τη σειρά, ο ένας κατόπιν του άλλου, από την «τσιτούρα» και έπιναν ομοίως κατά τον ίδιο τρόπον και το ρακί από την «τσίτσα» (Σέρβια Κοζάνης).

τσιτούρι το: πρόχειρη υπαίθρια ποτίστρα για οικόσιτα ζώα (κότες), δοχείο για νερό. (Μεταμόρφωση Κοζάνης).

τσίτσα η: γυάλινο μπουκάλι για το ρακί. Βλ. & τσιτούρα η.

τσίτσαρος -η -ο: τελείως γυμνός, γκόλιαβος, χωρίς τρίχες. Τσίτσαρα τα: οι νεοσσοί των πουλιών | < πιθ. τσιτσί: (παιδ) κρέας < λ. νηπιακή (Πβ. ιταλ. ciccia, cicci ίδ. σημ., αρχ. ελλ. τιτθός: μαστός).

τσιτσαρώνω & τσιτσαρώνομαι: ξεγυμνώνω, ξεγυμνώνομαι. Βλ. & τσίτσαρος ο.

τσιτσιρομαλλιάζω: μου σηκώνεται η τρίχα, το μαλλί, ανατριχιάζω από κρύο ή φόβο. Μτχ. τσιτσαρομαλλιασμένος. Λ.χ. Τσιτσιρομάλλιασε, σαν ζεματισμένο κοκοτάρι.

τσιτσαρώνομαι: ξεντύνομαι, γδύνομαι, μένω τσίτσαρος, γυμνός, χωρίς ρούχα | πιθ. < τσιτσί: το κρέας.

τσιτσί το: το κρέας (συνηθ. παιδικό). Αίν.: «Του τσιτσί βαστάει λιλί.» (σκουλαρίκι – Σκιάθος).

τσιτσιά η: η παχουλή, κρεατωμένη γυναίκα, η γιαγιά.

τσιτσιούλιαντρος ο: ο τσαλαπετεινός, ο κατσουλιέρης.

τσιτσουριάζω: μου σηκώνεται η τρίχα, ανατριχιάζω.

τσιτώνω & τσιτάρω: τεντώνω κάτι πολύ, όσο παίρνει, θυμώνω. Όλοι οι μύες του κορμιού της τσιτώθηκαν, η αναπνοή της άρχισε να βγαίνει γρήγορα και κοφτά. Τσιτώθηκαν τα νεύρα σου; Ξαναήρθαν οι χωροφύλακες στο σπίτι και ζητούσαν πάλι τη γιαγιά. Τσίτωσε τα πόδια της η γιαγιά κι αρνιότανε να πάει. Τσιτωμένος: θυμωμένος, χολιασμένος, αγχωμένος, με τεντωμένα νεύρα, σ᾿ εγρήγορση. Παπαγ.: Μόνο που τώρα τα πράγματα τσίτωσαν επικίνδυνα, η πόλη ξαφνικά έγινε εχθρική, σάπιο σανίδι, φάκα για μικρούς και μεγάλους | < ίσως τουρκ. (διάλεκτ.) çit(i): ενώνω σφιχτά -ώνω. Βλ. & χερούκλα η.

τσιταριστός -η -ο: πολύ τεντωμένος, στην τσίτα. Βλ. & τσίτα η.

τσιφλικάρης ο: τσιφλικάς, που κατέχει τσιφλίκι, μεγάλη έκταση γης. Δημ.: Εγώ έχω άντρα δήμαρχο, τον πρώτο τσιφλικάρη, / πόχει τσιφλίκι στα Τρίκαλα, στη Λάρσα μαγαζιάρης. Βλ. & τσιφλίκι το.

τσιφλίκι το: μεγάλη αγροτική περιοχή ή και ολόκληρο χωριό που ανήκε σε ιδιώτη στην Tουρκοκρατία και όπου δούλευαν υποχρεωτικά οι κολίγοι. Καρκ.: – Kαι τι; Μονάχ᾿ αυτό! εξακολούθησεν ο Mαγουλάς κουνώντας το κεφάλι. Kαι το κονάκι του Δερβίσμπεη αυτός το πήρε· και τ᾿ αμπέλι του Kουρά εφέντη στον ποταμό, και το τσιφλίκι του Oσμάν αγά στο Tατάρι αυτός. Tι λιέτε; Έχει λίρα με ουρά! Τσιφ.: Ο Χειμώνας είναι βαρύς και παγώνει τη φαλακρή γη της Αττικής. Όλα τα πράσινα σημεία της, τα καλά κτήματα που έχουνε νερό, είναι τσιφλίκια Τούρκικα. Δημ.: -Δώσ’ μου, Γιάννη, τη Βασούλα να την κάνω τουρκοπούλα. / –Τα τσιφλίκια μου στα δίνω, τη Βασούλα δεν τη δίνω | < τουρκ. çiflik, çiftlik. Βλ. & τσιφλικάρης ο.

τσιφούτης ο & τσιφούτα η: φυλάργυρος, συμφεροντολόγος, τσιγκούνης, σπάγκος, σπαγκοραμμένος, καβουροτζέπης, μαντζίρης, καβουρομάνα. Δείτε μια λίστα από τσιφούτηδες που έμειναν στην ιστορία για την τσιγκουνιά τους | < τουρκ. çιfιt (αρχική σημ.: Εβραίος), διάλεκτ. çifut -ης· τσιφούτ(ης) -α, -ισσα. Βλ. & μαντζίρης ο.

τσίφτης ο & τσίφτισσα η: άνθρωπος πανέξυπνος, ζωηρός, ικανός, καπάτσος· μάγκας· άνθρωπος άψογος στην εξωτερική του εμφάνιση, στη συμπεριφορά του· άνθρωπος εντάξει· είδος γερακιού. Τσιφ.: Ο Αλέξιος όμως ήτανε παιδάκι τσίφτης και δε σήκωνε νάχει στην κεφάλα του κηδεμόνες. Γεια σου τσίφτη Περικλή! Ο Τσίφτης είναι είδος ικτίνου που απαντάται στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Milvus migrans και περιλαμβάνει 7 (ή 5) υποείδη. Στην Ελλάδα απαντάται το υποείδος Milvus migrans migrans. Ηπίτ.: τσίφτης ο: το όρνεο κίρκος. Παρωνύμ. και επίθετο: Τσίφτης | < αλβ. qift: γεράκι -ης.

τσίφτικος -η -ο: που ταιριάζει σε τσίφτη, έξυπνος· ως επίρρ. περνάμε τσίφτικα: ωραία, άνετα, χαρούμενα. Τσιφ.: Κάνανε λοιπόν συμφωνίες έξυπνες και τσίφτικες. – …να τα μιλήσωμε στα ίσα, τσίφτικα και έξυπνα, ή να πιάσω το διπλωματικό να γίνουμε του ρεζιλιού; Βλ. & τσίφτης ο.

τσιφτιλίδικος -η -ο: ανάποδος, άτακτος, υπερβολικά ζωηρός, ανάξιος εμπιστοσύνης. Τσιφτιλίδικο παιδί | < τσίφτης.

τσιχρές ο & τσιαχρές ο: το πρόσωπο, η φάτσα του ανθρώπου.

τσκάρι το: το βουναλάκι, το ύψωμα, η κορυφή. Πιάσαμε τα τσκάρια | < τσούκα η: το βουνό, η κορυφή.

τσογλάνι το: νεαρός κακής διαγωγής· παλιόπαιδο, αλήτης· αγκάθι ενοχλητικό. Μεγεθ.: τσόγλανος, τσογλαναράς. Τσιφ.: Αυτό το τσογλάνι θα το κάνω τ᾿ άλατιού. Τσόγλανοι που ξυστρίζανε τ᾿ αλόγατα. Σκαρ.: «Καλά θα κάνει το τσογλάνι να μην πολυμελετάει τη θυγατέρα του Τουρκόγιαννη. Ποιόνε θα πάρει αυτή, θα το ιδεί κι αυτός κι ο κόσμος ούλος.» | < τουρκ. iç oğlanι: νεαρός στην υπηρεσία του παλατιού.

τσομπάνος ο & τζιομπάνος ο / τσομπάνης ο: βοσκός, ποιμένας. Σύνθ. Αγριτζόμπανος. Υπήρχαν κάποτε τσελιγκάδες που το συμφέρον τους έκανε άδικους και πλεονέκτες απέναντι στους τσοπαναραίους. Γκάτσ.: Kορφές κυπαρισσιών συντροφεύουνε μια πεθαμένη ανεμώνη / Tσοπαναρέοι ατάραχοι μ᾿ ένα καλάμι φλαμουριάς λένε το πρωινό τους τραγούδι. Πβ. Παπαδ.: …ότε εις τας δημοτικάς εκλογάς εψηφοφόρουν οι μάλλον φορολογούμενοι, ήρκει να λάβει τις είκοσι πέντε ψήφους νοικοκυραίων διά να γίνει δήμαρχος· δεν εχρειάζετο, καθώς σήμερον, να ψηφίζωσιν όλοι οι παρακατινοί, όλοι οι εξωμερίτες, όλες οι τσοπανοφλοέρες. Παρ.: «Τα λεφτά θέλουν τον καλύτερο τσομπάνη | < τουρκ. çoban -ης, -ος.

τσομπανούδι το: μικρός τσομπάνος. Καρκ.: Το τσοπανούδι που θα πουλήση το γάλα του.

τσόντα η: συμπλήρωμα, μικρό κομμάτι από ύφασμα, που το ράβουν μαζί με άλλο όμοιο για να το συμπληρώσουν· συμπληρωματικό χρηματικό ποσό· πορνογραφική ταινία. Ο σκηνοθέτης που καθιέρωσε τις τσόντες και γύρισε τις πιο διάσημες πορνό ταινίες του ᾿80 | < βενέτ. zonta.

τσοντάρω & τσοντέρνω: συνεισφέρω σε λογαριασμό, σε έξοδα, βοηθώ, συμμετέχω, συμβάλλω με ένα χρηματικό ποσό σε κοινή δαπάνη ή πληρωμή· συμπληρώνω κάτι. με τσόντα, πρόσθετο ύφασμα ή άλλο υλικό. Ο γνωστός μουσικός παραγωγός ζήτησε από το κοινό να τσοντάρει και ν᾿ αγοράσει κανένα cd της προκειμένου να τη βοηθήσουμε. Το ΙΚΑ «τσοντάρει» 160 εκατ. ευρώ για το ΔΝΤ. Τσιφ.: Δεν είπατε ότι θα μας βοηθήσετε και θάμαστε σύμμαχοι και θα σας τσοντάρουμε κι εμείς; Ρεμπέτ.: Τσοντάρισ᾿ αδελφούλα μου / να πιούμε τσιμπουκάκι | < βενέτ. βενέτ. zontar -ω· τσοντ(άρω).

τσόπελος ο: ο κάτοικος της Δημητσάνας στην Πελλοπόνησο. Π. Γερμανός: …η Δημητσάνα διεσώθη και ότι οι νυν κάτοικοι αυτής εισίν οι κατά Παυσανίαν Προσέληνοι, εκ των σωζόμενων λειψάνων πανάρχαιων μνημείων..[..]..Οι κάτοικοι ονομάζονται Τσόπελοι, ποιούμενοι κατάχρησιν του «τσι», προς διάκριση των χωρικών ποιμένων και γεωργών, οίτινες καλούνται Βλάχοι.

τσότρα η: ξύλινη κανάτα για κρασί ή νερό· ξύλινο δοχείο, με πλατιά βάση που στενεύει προς τα πάνω, που το χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν και να πίνουν κρασί ή νερό. Καρκ.: O Παπαρρίζος σκόρδα κι ένα πιάτο τραχανά. O Mπιρμπίλης μπλιγούρι αχνιστό και μαμαλίγκα. O Tζουμάς στην τσότρα λίγο κρασί. – Χασκογελώντας άδραξεν από χάμω με πόθο την τσότρα και την εκόλλησε στα χείλη του. Αλλά μάτην επερίμενε, και ήδη είχεν αποφασίσει, αναγνωρίσας μακρόθεν την τσότραν και ελπίζων ότι οι δύο φίλοι, εν τη ευθυμία των, δεν θα τον έβλεπον, να επιχειρήσει το τόλμημα και απέναντι αυτών. Παπαδ.: Υπό την πρώρα της βάρκας έκρυπτε πάντοτε μίαν τσότραν γεμάτην, ή και δαμεζάναν ολόκληρον, του ευρίσκοντο δε και κάτι ορεκτικά εδέσματα της πατρίδος του. – Θέ μου! τί φόρτωμα εν᾿ ατό; Νά, τν Μαούτα βλέπω, πάν᾿ στ σπίτι, τν κυρά μας. Κα τν φορτώνουν κάσσες, παλιοσάνιδα, τσότρες, κόσκινα, ταψιά… | < αντδ. < τουρκ. çotra, çotura < ιταλ. ciotola < συμφυρ. λατ. cyathus < αρχ. κύαθος & λατ. cotyla < αρχ. κοτύλη.

τσούζω: πίνω, πίνω οινοπνευματώδη ποτά. Λ.χ. Θα τσούξω μια ρακή ή τα έτσουξε: ήπιε πολύ. Καζαντζ.: Σιγά σιγά συνήθισα να το τσούζω, δεν μπορούσα πια να ζήσω χωρίς τη μυρωδιά του κρασιού | τσούζω < μεσν. τσούζω: με πονάει κάτι < τσούκζω < περσ. suqt: φωτιά ή από το αρχ. ελλ. σίζω: σφυρίζω, τσιτσιρίζω (για καυτό μέταλλο που έρχεται σε επαφή με νερό).

τσούκα η: στη φράση «τσούκα το μαστάρι.» η φράση λέγεται για τα μαστάρια των γαλακτοφόρων ζώων όταν είναι πλήρη και φουσκωμένα. Τσούκα λέγεται στην Ήπειρο το βουνό. Βλ. & τσκάρι το.

τσουκαλάς ο: αυτός που φτιάχνει, κατασκευάζει τσουκάλια. Γιάννης Τσουκαλάς. Παρ.: «Ο τσουκαλάς όπου θέλει βάνει το χερούλι.»

τσουκάλι το: πήλινο σκεύος, πήλινη κατσαρόλα. «Παρ.: «Του ακαμάτη το τσουκάλι, ο Θεός το μαγερεύει.»

τσούκου τσούκου: ως επίρρ. σιγά σιγά, διακριτικά, ήσυχα, λάου λάου, με το πάσο. Τσούκου τσούκου φτάσαμε στο σπίτι.

τσούλα η & τσουλί το: ανήθικη, χαλαρών ηθών γυναίκα. Τσιφ.: Ο Νίκολα τη χαλβάδιασε, είχε πήξει και στους έρωτες με τις τσούλες, σου λέει «μικρό δεν είναι να τραβιέσαι με κοτζάμου αυτοκράτειρα.» Τσουλί, η χαμένη κόρη του Μ.! – Συγγνώμη που σε είπα τσουλάρα | < παλ. ιταλ. ciulla: κοπέλα.

τσουλάω & τσουλώ: κυλώ, γλιστρώ, προχωρώ Το αυτοκίνητο άρχισε να τσουλάει προς τα πίσω. Δεν τσουλάει ο Κ. μπλοκάρει όλη η ομάδα. Τσουλάει η μπάλα και μας αρέσει. Η δουλειά δεν τσουλάει. Δεν τσουλάει το πράμα | < τσυλώ < κυλώ

τσούπρα η / τσιούπρα η & τσούπα η: κόρη, κορίτσι, ελεύθερη, ανύπαντρη κοπέλα. Πάλλ.: Τ᾿ Ατρέα γιε, τι βγάλαμε με τους θυμούς μας τάχα / κι εσύ κι εγώ όταν πιάσαμε καρδολυσσάχτρα αμάχη / να! για μιά τσούπα, και το νου μας τύφλωσε το πάθος; Γκοτζ.: Άμα αναμέραγαν οι άντρες, τραβώντας για το κοπάδι, οι βλάχισσες, πάντα πονόψυχες, πρόσθεταν κάτι παραπάνω, προπάντων για μεσόκοπες γυναίκες που είχαν τσιούπρες για παντρειά. Δημ.: Εμπάτε τσούπρες στο χορό, τώρα που έχετε καιρό. – Έχασα μαντίλι μ’ εκατό φλουριά / μ’ είπαν πως το βρήκε μια τσιούπρα του παπά. Τσιφ.: Ο πατέρας της είχε τέσσερις τσούπρες. Τι να τις κάνει; Να τις βγάλει σε έκθεση σκύλων; – Πάρτηνε ρε, και σε καλή μεριά. Παρ.: «Η τσούπρα για λόγου της γυρεύει.» | < αλβ. tšuprë, tšupa.

τσουπωτός -η -ο: ανασηκωμένος, αυτός που στέκεται σχηματίζοντας καμπύλη, κορυφή, τουρλωτός. Αραβαντ.: τσουπωτό το: ραχωτό, ανασηκωτόν. «Τσουπωτό βυζί» και τσούπα και τσουπί: το υψηλότερον μέρος, η κορυφή λόφου.

τσούρα η: το πέος, ανδρικό γεννητικό μόριο. ΦΡ. Τσούρα από λαγό: λέγεται υποτιμητικά για κάτι ή κάποιον που θεωρείται ασήμαντος, ανυπόληπτος, λίγος. Παρ.: «Καν ψωμί δεν είχαμε, τσούρα μέχρι τα γόνατα.» Γιώργος Τσούρας. Αραβαντ.: τσούρος ο και τσούτσουρος ο: ανήρ σφριγών. Ο Ηπίτ. αναφέρει τη λέξη τσόρα (διάλ. Ηπείρου): ρόπαλον έχων κεφαλήν εις το κάτω άκρον· η κορύνη των αρχαίων, εκ του κόρυς. Βλ. & καρμίρης ο.

τσούρμο το: (ναυτ.) πλήρωμα εμπορικού πλοίου· πολλά άτομα που αποτελούν ένα σύνολο. Καββ.: Τσορμο π Κάστο κι π χινάδες, / λοι τους παιδιά: κλάφτε, μανάδες – Κι έπειτα στις ξέρες του Ανκορά / τσούρμο τ᾿ άγριο κύμα να μας βγάλει / τέρατα βαμμένα πορφυρά / με φτερούγες γλάρων στο κεφάλι | < αντδ. < ιταλ. ciurma: κατώτερο πλήρωμα καραβιού, θηλ. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ., < υστλατ. celeusma < αρχ. ελλ. κέλευσμα: εντολή στους κωπηλάτες. Βλ. & σκαπουλάρω, δεκανίκι το, σαλαβάτι το.

τσούσκα η: μακριά κόκκινη καυτερή πιπεριά. Μεζεδοπωλείο «Η Τσούσκα». Μοναδικό όσο και η τσούσκα πιπεριά, το μαγαζί προσφέρει ποικιλία πιάτων και μεζέδων από κρέας και λαχανικά. Πετρ.: …δε νοείται χωριάτικη φασουλάδα δίχως τσούσκα (μακριά κόκκινη καυτερή πιπεριά) ή σάτα (μικρή κόκκινη καυτερή πιπεριά).

τσουτσού η & τσουτσούνα η / τσουτσούνι το: το πέος· μτφ. άνθρωπος ανυπόληπτος. Παρ.: «Δώσ`μου, γέρο, την τσουτσού σου να ραβδίσω αχλάδια.» | < ίσως < τσουνί με επανάλ. της α’ συλλαβής και τσουτσούν(ι) –α. | < ίσως < αρχ. ελλ. κυνίον: σκυλάκι΄ (υποκορ. του κύων) ή < αλβ. tşuni: το αγόρι.

τσοράπι το & τσιουράπι το: χειροποίητη, χοντρή μάλλινη κάλτσα. Παπαδ.: …λαβον το κοφίνι μ κυδώνια κα σκα τ ποον μο στείλατε δι᾿ ατο. σαύτως λαβον κα τν φανέλλαν μ τ τσοράπια κατόπιν. Γκοτζ.: Προσκέφαλα, τσουρέπια, ποδιές, μαντίλια του κεφαλιού, όλα είχαν το λογαριασμό τους κι ας μην ήταν περασμένα σε κάνα χαρτί. Παπαδ.: …φορούσα μόνον επάνω της το κοντόν, παλαιόν ξασπρισμένον φουστάνι της, μάλλινα τσοράπια τρύπια εις τους δακτύλους και τας πτέρνας, και ξυπόλυτη.

τσουρτσουλώνομαι: καμαρώνω με ματαιοδοξία, καλλωπίζομαι, περηφανεύομαι, προσπαθώ να τραβήξω την προσοχή. Κόβουν βόλτες και τσουρτσουλώνονται. Αραβαντ.: τσαντσαρίζομαι: καλλωπίζομαι.

τσουτσουριάζω: ανατριχιάζω, αναρριγώ, τρέμω από το κρύο και μου σηκώνεται η τρίχα. Πβ. Παπαδ.: Ελαφρός κόλαφος ηκούσθη, και συγχρόνως φωνή παραδόξου όντος μελανού την όψιν, με μαλλιά ανατσουτσουρωμένα, με αλλόκοτα ράκη ως ενδυμασίαν, αντήχησε: – Τι μαλώνετε, βρε; Αραβαντ.: τσιντσιριάζω: τρεμουλιάζω εκ του ψύχους.

τσουτσουρομαλιάζω: σηκώνονται τα μαλλιά, οι τρίχες του κεφαλιού. Αραβαντ.: τσουρομαδιέται και τσουρομαλλιάζει: τίλλει τας τρίχας της κεφαλής οδυρόμενος.

τσουτσούριασμα το: η ανατριχίλα, το ρίγος λόγω χαμηλής θερμοκρασίας, ψύχους.

τυράννια η & τυρράνια τα: τα βάσανα, οι δυσκολίες της ζωής, οι κόποι που απαιτούνται για να γίνει κάτι, εξαναγκασμός, καταπίεση, πολύ μεγάλη σωματική ή ψυχική ταλαιπωρία, μαρτύριο. Συνηθ. ΦΡ. χαμένη τυράννια: άδικος κόπος, τζάμπα βάσανα και προσπάθειες. Λέγεται μτφ. και για άνθρωπο που παλεύει για κάτι, χωρίς θετικό αποτέλεσμα. Τυράννια σκουλιαριώτικη: Το παλαιό χωριό Σκούλιαρη βρίσκεται κοντά στο Βελβεντό και το Καταφύγι, σε έδαφος μάλλον άγονο, πετρώδες και αφιλόξενο. Ήταν φημισμένη και για τη ρίγανη που συνέλεγαν οι κάτοικοι. Καζαντζ.: Κείνον μονάχα βόηθα, γνοιάζου τον, με μόχτους, με τυράννια, / ως που στο τέλος πια γυναίκα του σε κάμει για και σκλάβαΠολλά τυράννια (τλ) κι η Ήρα τράβηξε, που τρίκοχη σαγίτα / ο χεροδύναμος της έριξε γιος του Αμφιτρύωνα πάνω / στο στήθος το δεξιό, κι άλάγιαστος τη συνεπηρε ο πόνος. Πβ. Καβ.: Δεν καταδέχονταν η Κρατησίκλεια / ο κόσμος να την δει να κλαίει και να θρηνεί· / και μεγαλοπρεπής εβάδιζε και σιωπηλή. / Τίποτε δεν απόδειχνε η ατάραχη μορφή της / απ᾿ τον καϋμό και τα τυράννια της | < αρχ. ελλ. τυραννία.

Τυρινή η: το Σάββατο της Τυρινής, γιορτή της Ορθοδοξίας. Μετά την Κυριακή της Κρεατινής (της Απόκρεω) παύει η κρεοφαγία. Η επόμενη εβδομάδα είναι η «Τυρινή» ή «Μακαρονού.» Την Κυριακή της Τυρινής, γνωστή ως «Τρανή Αποκριά», κορυφώνονται οι γιορταστικές εκδηλώσεις, η ευθυμία, οι οικογενειακές και συλλογικές διασκεδάσεις. Παρ.: «Ανάθεμα που δούλεψε τα τρία καλά Σαββάτα, της Κριατινής, της Τυρινής και των Αγιο-Θοδώρων.», «Την Τυρινή και των Βαγιών μπαίνει ο διάβολος στο γιαλό.». Βλ. & Κρεατινή η, χάσκας ο.

τυρόγαλο ο: το θολό υγρό που μένει μετά το στράγγισμα του τυριού και που το χρησιμοποιούν για την παρασκευή της μυζήθρας ή ως ζωοτροφή· μτφ. ο άξεστος τσομπάνης, κτηνοτρόφος, αγροίκος, ούρδα. Βάζουμε το τυρόγαλο σε μια κατσαρόλα να βράσει. Το τυρόγαλο από παραπροϊόν της βιομηχανίας γάλακτος μετατρέπεται σε σκόνη με σκοπό τη χρήση της από μικρές ή μεγάλες μονάδες τυροκόμησης | τυρί + γάλα < μσν. τυρί(ν) < αρχ. ελλ. τυρίον υποκορ. της λ. τυρός. Βλ. & ξινόγαλο το.

τυροκομώ: παράγω τυροκομικά προιόντα, παρασκευάζω τυρί με κατάλληλη κατεργασία του γάλατος. Πβ. Τυροκόμος, τυροκομείο, τυροκομικός. Παρ.: «Θ᾿ αρμέξουμε τη γουρούνα να τυροκομήσουμε.» | Πβ. ελνστ. τυροκομεῖον: κοφίνι για τυρί.

τύρος ο: το τυρί. Τύρος φέτα. Παροιμιώδης φράση: «Εψόφησε ο λοκάνικος, ψυχομαχάει ο τύρος κι η βρούβα η παλιόβρουβα στέκεται στην καβάλα, να πέσει στην τσουκάλα.»

τυροφάης ο: ασκός για τυρί, φτιαγμένος από κατσικίσιο δέρμα.

τύφλα η: τύφλωση, στραβομάρα, γκαβομάρα, ιδιότητα, χαρακτηριστικό του τυφλού, το να μη βλέπει κάποιος, αβλεψία· ως επίρρ.: τύφλα στο μεθύσι· δημοσιογράφος που δεν ξέρει την τύφλα του: δεν ξέρει τίποτα. Παπαγ.: Εμένα το μόνο που μου άρεσε είναι να είμαι τύφλα, αλλά αυτό δεν είναι δουλειά. Βλέπω όμως άλλους, που κάνανε οικογένεια, σπίτια, σχέδια, ταξίδια. Παρ.: «Όταν σκοντάφτει τ᾿ άλογο, όλοι του λένε τύφλα.», «Όταν θέλει η νύφη κ ο γαμπρός, τύφλα να ‘χει ο πεθερός.», «Η πίσσα κρύβει τις τύφλες του μαραγκού.», «Σαν σαμαρωθεί ο κουμπάρος, δέκα τύφλες να ‘χει ο χάρος.», «Μα τις τύφλες που θωρώ και γυρεύω και χορό.» Βλ. & καμώνομαι.

τυφλαμάρα η: τύφλα. Διασκεδάζω με την τυφλαμάρα μερικών ανθρώπων.

τυφλοσούρτης ο: ό,τι δίνει έτοιμες, εύκολες λύσεις ή μεθόδους· σχολικό βοήθημα· οδηγός, τρόπος για να γίνεται εύκολα και σωστά κάτι. Ο τυφλοσούρτης της επιτυχίας. Και καταλάβαμε πως δεν μας χρειάζεται πλέον κανένας τυφλοσούρτης. Άρθρο «τυφλοσούρτης» για τη διαστρέβλωση της πραγματικότητας! Τυφλοσούρτης διαγνώσεων ICD-10, για Γενικούς Ιατρούς. Παπαγ.: Επειδή όλα τα μαθαίνουμε κατά κανόνα από την εύκολη μεριά τους, τελικά η σχέση με τη ζωή υποκύπτει σε φτηνές συμφωνίες με τη συνήθεια, η οποία είναι τετραπέρατη μεν, αλλά μοιάζει με τυφλοσούρτη ο οποίος ευνοεί μονίμως την ήσσονα προσπάθεια | < τυφλ(ός) -ο- + σούρ(νω) -της· τυφλ(ός) -ο- + συρ- (σέρνω) -της.

τφάνι το: τυφάνι, τυφώνας, δυνατός αέρας που στροβιλίζει. Παπαευαγγ.: Φωνάζει η Λίτσινα του Λίτσιου που είχε πάει στο νουβρό (αυλή) να πάρει ξύλα… Λίτσιου, έλα γλήγουρα, κλείσ΄τα παραθύρια, σκώθκει τφάνι (τυφώνας). Σιδ.: Δε λογάριαζαν το τσουχτερό κρύο και τα τφάνια που τρυπούσαν ως και τα χοντρά μαλλιώτα και τις γκιορντανάτες κάπες | < αρχ. ελλ. τυφών. Τῡφῶν, -ῶνος, ὁ, Τῠφάων, -ονος: γιος του Τυφωέα και πατέρας των ανέμων.

τφικώ: τουφεκώ, πυροβολώ, ρίχνω με το τουφέκι. Ουσ. τφέκι, τουφέκι.

τφίζω: στυφίζω, πικρίζω, έχω την ιδιάζουσα γεύση του προκαλεί προσωρινή ξηρότητα στο στόμα | < ελνστ. στυφός· στυφ(ός).

(Εμφανιστηκε 11,967 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.