ΛΕΞΙΚΟ Λαϊκών και ιδιωματικών λέξεων της νέας ελληνικής γλώσσας – Τ-2
ΛΕΞΙΚΟ Λαϊκών και ιδιωματικών λέξεων της νέας ελληνικής γλώσσας – Τ-2
Διαβάστε περισσότερα ›ΛΕΞΙΚΟ Λαϊκών και ιδιωματικών λέξεων της νέας ελληνικής γλώσσας – Τ-2
Διαβάστε περισσότερα ›ΛΕΞΙΚΟ Λαϊκών και ιδιωματικών λέξεων της νέας ελληνικής γλώσσας – Τ-1
Διαβάστε περισσότερα ›ΛΕΞΙΚΟ Λαϊκών και ιδιωματικών λέξεων της νέας ελληνικής γλώσσας – Σ
Διαβάστε περισσότερα ›«Πέντε Ρωμιοί, δέκα γνώμες.»
Διαβάστε περισσότερα ›ΛΕΞΙΚΟ Λαϊκών και ιδιωματικών λέξεων της νέας ελληνικής γλώσσας – Π
Διαβάστε περισσότερα ›ΛΕΞΙΚΟ Λαϊκών και ιδιωματικών λέξεων της νέας ελληνικής γλώσσας – Ο & Π
Διαβάστε περισσότερα ›ΛΕΞΙΚΟ Λαϊκών και ιδιωματικών λέξεων της νέας ελληνικής γλώσσας – Ν
Διαβάστε περισσότερα ›μύγδαλο το: αμύγδαλο, μπαλάμι. «Στάσου, μύγδαλα!» φώναζε το 1967 ο Γιάννης Βόγλης στην 17χρονη τότε Anne Lonnberg στη θρυλική ταινία «Κορίτσια στον Ήλιο». Παρ.: «Ο ακαμάτης δεν τρώει τα μύγδαλα για να μην τα σπάσει.», «Για να το φας το μύγδαλο, πρέπει και να το σπάσεις.», «Και το κουκούτσι μύγδαλο.» | < αρχ. ελλ. ἀμύγδαλον.
Διαβάστε περισσότερα ›λωποδύτης ο: κλέφτης, απατεώνας. Τσιφ.: Ο καλός κόσμος είναι κρυφές κοκότες και λωποδύτες που παίζουνε τον ρόλο προέδρου ανωνύμων εταιρειών – Ο μεγάλος αυτός κλέφτης τούς έπρηξε επιτέλους τους ευγενείς και καμμιά φορά ο Ανζού της Νάπολης, ο επικυρίαρχος της Αχαΐας που δεν τον χώνευε από την αρχή, το πήρε απόφαση: -Το λωποδυτάκι θα τ᾿ απολύσω – Μάλιστα, διότι μας έχει ρημάξει στη ρεμούλα | < αρχ. ελλ. λωποδύτης: κάποιος που γλιστράει μέσα στα ρούχα κάποιου άλλου, κλέφτης ενδυμάτων, κυρίως αυτός που κλέβει τα ρούχα λουομένων ή απογυμνώνει διαβάτες· αρχ. ελλ. λώπη, ἡ (λέπω): ιμάτιο, μανδύας, φόρεμα.
Διαβάστε περισσότερα ›ΛΕΞΙΚΟ Λαϊκών και ιδιωματικών λέξεων της νέας ελληνικής γλώσσας Η-Θ-Ι-Κ
Διαβάστε περισσότερα ›