Οι βυζαντινοί αυτοκράτορες Νικηφόρος Α’ (802-811 μ. Χ.), Μιχαήλ Β’ ο Τραυλός (820-829 μ. Χ.), Θεόφιλος (829-842 μ. Χ.)
Τα από του Νικηφόρου Α’ μέχρι του Λέοντος Ε’ (803-813 μ. Χ.).
Κείμενο: Παύλος Καρολίδης
Ο μετά την καθαίρεσιν της Ειρήνης ανελθών εις τον θρόνον Νικηφόρος Α’ ήτο μεν ανήρ δραστήριος και ρέκτης, και ως πρώην υπουργός των Οικονομικών επεμελήθη καλώς της διευθετήσεως των οικονομικών του Κράτους, αλλ’ ένεκα της μεγάλης αυτού αυστηρότητος περί την διαρρύθμισιν των οικονομικών και ιδίως διότι εξέτεινε τας υπέρ του κράτους οικονομικάς μεταρρυθμίσεις και επί τα τέως αφορολόγητα, εκκλησιαστικά και ιδίως μοναστηριακά κτήματα, εξήγειρε πολλήν καθ’ εαυτού κατακραυγήν του Κλήρου. Υπήρξε δε ατυχής και εν ταις εν Ασία και Ευρώπη πολεμικαίς αυτού επιχειρήσεσι. Και εν Ασία μεν θελήσας να απαλλαγή του επονειδίστου φόρου, εις όν είχεν υποβληθή το κράτος επί της Ειρήνης υπό του Αββασίδου χαλίφου Αλμαχαδί (, και διά τούτο περιελθών εις πόλεμον προς τον υιόν και διάδοχον του Αλμαχαδί περιώνυμον χαλίφην Αρούν-αλ-ρασίτ έπαθεν ήττας δεινάς, και υπεβλήθη (808) εις νέους έτι ταπεινωτικωτέρους όρους ειρήνης. Αλλ’ ο κατ’ ευτυχή σύμπτωσιν μετ’ ολίγον επελθών θάνατος του Αρούν (809) και οι επακολουθήσαντες τω θανάτω αυτού μεταξύ των υιών εμφύλιοι περί της διανομής του κράτους πόλεμοι απήλλαξαν το Ελληνικόν κράτος της εκπληρώσεως των ταπεινωτικών όρων της ειρήνης.
Ατυχέστατος υπήρξε και ο κατά Βουλγάρων εν Ευρώπη πόλεμος, όν επεχείρησεν ο Νικηφόρος τω 810. Αλλά προ του πολέμου τούτου έχομεν ν’ αναγράψωμεν γεγονός τι ευτυχές της βασιλείας του Νικηφόρου Α’ επελθόν εν Πελοποννήσω τω 807. Κατά το έτος τούτο οι εν Πελοποννήσω, εν Αχαΐα δηλονότι και Αρκαδία Σλαύοι, επαναστάντες κατά των Ελλήνων επετέθησαν κατά των Πατρών και επολιόρκησαν στενώς την λίαν ανθηράν τότε ταύτην πόλιν της Πελοποννήσου. Μάτην οι πολιορκούμενοι κάτοικοι των Πατρών προσεδόκων βοήθειαν από της Κορίνθου, ένθα ήδρευεν ο στρατηγός της Πελοποννήσου, ήτοι ο στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής της χερσονήσου. Αλλά κατά την κρίσιμον ταύτην στιγμήν διαδοθείσης, ένεκα τυχαίου γεγονότος, της φήμης ότι επήρχετο στρατός προς ελευθέρωσιν των πολιορκουμένων, τοσούτου επληρώθησαν θάρρους οι πολιορκούμενοι Πατρείς, ώστε ποιησάμενοι έξοδον κατετρόπωσαν τους βαρβάρους και τοσούτον όλεθρον επήνεγκον αυτοίς, ώστε επήλθεν έκτοτε η οριστική εν Πελοποννήσω καταστροφή των Σλαύων. Τούτων οι κατά Πατρών επελθόντες, όσοι εξ αυτών επέζησαν τη μεγάλη καταστροφή, εγένοντο δούλοι του Αγίου Ανδρέου του πολιούχου της πόλεως, ήτοι της Μητροπόλεως των Πατρών διότι, ότε μετά το γεγονός εγνώσθη ότι δεν ήτο αληθής η φήμη η περί αφίξεως βοηθείας από Κορίνθου, το θαύμα της απροσδοκήτου νίκης απεδόθη εις την βοήθειαν του Αγίου Ανδρέου. Το γεγονός τούτο μαρτυρεί προς τοις άλλοις πόσον αβάσιμα ήσαν τα λεχθέντα υπό του Φαλλμεράυερ περί της εντελούς, υπό των Σλαύων εξολοθρεύσεως των Ελλήνων της Πελοποννήσου, αφού το ιστορηθέν γεγονός μαρτυρεί ότι οι Σλαύοι ήσαν υπήκοοι των Ελλήνων και ότι επαναστάντες κατά τούτων έπαθον καταστροφήν υπό των κατοίκων μιας μόνης πόλεως εξαφανίσασαν σχεδόν το όνομα αυτών από της Πελοποννήσου. Ολίγιστα λείψανα Σλαύων διετηρήθησαν έτι έν τισι ορειναίς χώραις και ιδίως περί τον Ταΰγετον, απορροφηθέντα και ταύτα βραδύτερον υπό του Ελληνισμού, αφού προσήλθον εις τον Χριστιανισμόν.
Ηγεμών των Βουλγάρων, οίτινες είχον λίαν αποθρασυνθή εκ των κατά του στρατού της βασιλίσσης Ειρήνης επιτυχιών, ήτο νυν ο Κρούμμος. Κατά τούτου επήλθεν ο Νικηφόρος και επιτυχώς πολεμήσας εν αρχή, αφού υπερβάς τον Αίμον εισεχώρησεν εις τα ένδον της χώρας, ευρέθη αίφνης περικεκυκλωμένος υπό των εν τοις δάσεσιν ελλοχευόντων πολυπληθών Βουλγαρικών στιφών. Μετ’ απεγνωσμένης ανδρείας ηγωνίσθησαν νυν ο βασιλεύς και οι περί αυτόν, αλλά κατεστράφησαν ολοσχερώς, εφονεύθη δε και αυτός ο Νικηφόρος (811). Ο των Βουλγάρων ηγεμών, ότε ο νεκρός του Νικηφόρου ευρέθη υπό τούτων, απέκοψε την κεφαλήν του νεκρού και κατ’ έθιμον βαρβαρώτατον των βαρβάρων νικητών μετεποίησε το κρανίον εις ιδιαίτερον αυτού ποτήριον. Μετά την φοβεράν ταύτην καταστροφήν, ήν έπαθεν ο Ελληνικός στρατός εν Βουλγαρία, οι Βούλγαροι υπερβάντες υπό τον Κρούμμον τον Αίμον εξεχύθησαν εις την Θράκην και προυχώρησαν λεηλατούντες και τα πάντα καταστρέφοντες προς την Αδριανούπολιν, καθ’ όν χρόνον ήριζον περί της αυτοκρατορικής αρχής ο Σταυράκιος ο υιός του Νικηφόρου και ο επί θυγατρός γαμβρός τούτου Μιχαήλ ο Ραγγαβέ. Τέλος υπερίσχυσεν ο Μιχαήλ, αφού ο Σταυράκιος μετά δίμηνον βασιλείαν έλαβε το μοναχικόν σχήμα και απήλθεν εις μοναστήριον. Αλλ’ ο Μιχαήλ Α’ έδειξε τοσαύτην αδράνειαν, ώστε οι Βούλγαροι μετά νέαν περί την Αδριανούπολιν νίκην επολιόρκησαν την πόλιν ταύτην, επήρχοντο δε συγχρόνως και κατά της Κωνσταντινουπόλεως, ένθα κατέφυγεν ο Μιχαήλ μετά των λειψάνων του ηττηθέντος στρατού. Εις τοιαύτην δε προελθόντων των πραγμάτων κατάστασιν και κινδυνευούσης αυτής της πρωτευούσης και μετ’ αυτής άπαντος του κράτους, τρεις γενναίοι αρχηγοί του στρατού, Λέων ο Αρμένιος καλούμενος, διότι κατήγετο εξ Αρμενίων προγόνων, Μιχαήλ ο Παφλαγών ή Φρυξ και Θωμάς ο Καππαδόκης, συνεφώνησαν να σώσωσι το κράτος καθαιρούντες τον Μιχαήλ και αναβιβάζοντες εις την βασιλικήν αρχήν ένα εξ εαυτών. Έλαβε δε τον θρόνον τότε διά της συμφωνίας ταύτης ο Λέων Ε’ (813-820), του Μιχαήλ Α’ λαβόντος το μοναχικόν σχήμα.
Καθ’ όν χρόνον ο Λέων Ε’ ανήλθεν εις τον θρόνον, ο Κρούμμος και οι Βούλγαροι ευρίσκοντο ήδη προ των τειχών της Κωνσταντινουπόλεως ένθα ο Κρούμμος ετέλει τας βαρβάρους, μετ’ ανθρωποθυσίας συνδεομένας τελετάς αυτού. Αλλ’ η υπό των Βουλγάρων πολιορκουμένη πόλις κατά θάλασσαν ελευθέραν έχουσα την συγκοινωνίαν δεν ηπόρει των επιτηδείων, τουναντίον δε οι Βούλγαροι, ενσκήψαντος κατά το έτος εκείνο, (813-814) βαρέος χειμώνος, υποφέροντες υπ’ απορίας τροφών διεσκεδάσθησαν προς εύρεσιν τροφής εις τας πέριξ της πόλεως κώμας και κωμοπόλεις, ας είχον ερημώσει προ μικρού. Εν τω μεταξύ ο Λέων ενισχύσας τον στρατόν αυτού εκ θαλάσσης εποιήσατο έξοδον εκ της πόλεως και καταδιώκων τα διεσκεδασμένα Βουλγαρικά στίφη επήνεγκεν αυτοίς (13 Απριλίου 814) φοβερωτάτην καταστροφήν παρά την Μεσημβρίαν. Η μάχη αρξαμένη από απροσδοκήτου εναντίον του στρατοπέδου του Κρούμμου νυκτερινής επιθέσεως ταχέως μετεβλήθη εις σφαγήν φοβεράν, καθ’ ήν επληγώθη και ο Κρούμμος και απέθανε μετ’ ολίγον εκ των πληγών. Έκτοτε οι Βούλγαροι επί 70 περίπου έτη απέσχον πάσης εις το κράτος επιδρομής και το όνομα της Μεσημβρίας κατέλιπεν αυτοίς μνήμην εξεγείρουσαν φρίκην.
Ο Λέων, ο τοσούτον γενναίος δειχθείς εν πολέμοις, εφάνη και εν τη εσωτερική διοικήσει του κράτους ικανώτατος, αντιληπτικώτατος ων καθόλου των πραγμάτων της κυβερνήσεως και ιδίως επιμεληθείς μετά ζήλου της δικαιοσύνης. Αλλ’ ατυχώς ανακινήσας αύθις, κατ’ απαίτησιν του στρατού το ζήτημα των εικόνων εναντίον των υπό της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου θεσπισθέντων περιεπλάκη εις νέας έριδας εκκλησιαστικάς προς τον κλήρον και ιδίως προς τους μοναχούς, ών μέγας αντιπρόσωπος ήτο τότε ο της εν Κωνσταντινουπόλει μονής του Στουδίου ηγούμενος Θεόδωρος ο Στουδίτης. Η τοιαύτη πολιτική του βασιλέως πολλάς εξήγειρε κατ’ αυτού δυσαρεσκείας. Ταύτας δε επωφεληθείς ο μνημονευθείς Μιχαήλ ο στρατηγός, όστις ήτο δυσηρεστημένος κατά του Λέοντος, διότι δεν μετέσχε της εξουσίας καθ’ ό μέτρον ηξίου, συνώμοσε μετ’ άλλων εναντίον του βασιλέως. Η συνωμοσία απεκαλύφθη και οι συνωμόται συνελήφθησαν και έμελλον να φονευθώσιν. Αλλ’ αναβληθείσης της εκτελέσεως του θανάτου αυτών, ένεκα της παρεμπιπτούσης εορτής της Χριστού Γεννήσεως, οι μήπω συλληφθέντες εκ των συνωμοτών ακριβώς την ημέραν της μεγάλης εορτής εισέδυσαν, μετεσχηματισμένοι εις ιερείς, εις τον ναόν των ανακτόρων και εφόνευσαν εκεί τον βασιλέα, καθ’ ήν ώραν έψαλλεν επί του θρόνου τας Καταβασίας λεγομένας ωδάς της Εορτής (25 Δεκεμβρίου 820).
Οι συνωμόται ώρμησαν ευθύς μετά τον φόνον εις τας φυλακάς και ελευθερώσαντες τον Μιχαήλ ήγαγον αυτόν εις τον Ιππόδρομον και ανηγόρευσαν βασιλέα.
Μιχαήλ Β’ ο Τραυλός (820-829 μ. Χ.).
Ο Μιχαήλ Β’ ο επικαλούμενος Τραυλός ήτο μεν γενναίος στρατηγός και ανήρ νοήμων, αλλ’ εστερείτο πάσης υψηλοτέρας ηθικής φρονήσεως. Εν τω ζητήματι των εικόνων ο βασιλεύς ούτος, ουχί εκ πεποιθήσεως, διότι ούτε πεποιθήσεις είχε θρησκευτικάς ούτ’ ευσεβής ήτο, αλλ’ υπό πολιτικών αγόμενος υπολογισμών ιδιοτελών, εκήρυξε τοις υπηκόοις ελευθερίαν συνειδήσεως ως προς το ζήτημα της προσκυνήσεως των εικόνων και ανεκάλεσεν από της εξορίας τον υπό του Λέοντος Ε’ εξορισθέντα Θεόδωρον τον Στουδίτην. Αλλά και ούτω θρησκευτική ειρήνη εντελής δεν επήλθεν εν τω κράτει επί της βασιλείας του Μιχαήλ Β’. Επί της βασιλείας ταύτης ενέσκηψεν εις το κράτος και η μεγάλη συμφορά του εμφυλίου πολέμου, όν ήγειρε κατά του Μιχαήλ Β’ ο προμνημονευθείς Θωμάς. Ούτος μετά τον θάνατον του Λέοντος Ε’ θέλων να καταλάβη την αρχήν εστασίασε κατά του Μιχαήλ, και απελθών εις το κράτος του Αββασίδου χαλίφου (Μαμούν) και λαβών παρ’ αυτού βοηθείας, στεφθείς δε βασιλεύς υπό του πατριάρχου Αλεξανδρείας του διατελούντος υπό το κράτος του Χαλίφου, και πολλάς επαρχίας του Ελληνικού κράτους προσαγαγών εις εαυτόν, εστράτευσεν εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως μετά στόλου και στρατού. Αλλ’ ο Μιχαήλ υποστηριζόμενος υπό των κατοίκων της βασιλευούσης πόλεως αντέστη ισχυρώς και κατέστρεψε τον στόλον, είτα δε και κατά γην τον στρατόν του Θωμά τον αποβάντα εις τα πέριξ της Κωνσταντινουπόλεως. Τέλος δε συλληφθείς και ο Θωμάς εφονεύθη υπό του Μιχαήλ διά φρικτών βασάνων. Και ούτω μεν ετέθη τέρμα εις τον εμφύλιον πόλεμον τον διαρκέσαντα τρία έτη και τοσαύτας συμφοράς επενεγκόντα εις το κράτος. Αλλά τα έμμεσα του πολέμου τούτου αποτελέσματα απέβησαν ολεθριώτερα εις το κράτος, εις την χριστιανικήν θρησκείαν και εις το έθνος το Ελληνικόν· διότι διαρκούντος του πολέμου τούτου οι Άραβες της βορείου Αφρικής επωφελούμενοι την αμηχανίαν, εν ή ευρίσκετο η εν Κωνσταντινουπόλει κυβέρνησις, επετέθησαν κατά της Σικελίας και κατέλαβον μέρος αυτής. Αλλά το δεινότατον ήτο ότι τότε πειρατικός στόλος Σαρακηνών ήτοι Αράβων εξ Ισπανίας πειρατών υπό τον αρχιπειρατήν Αβουχαφίζ κατέλαβε την μεγαλόνησον Κρήτην, αφεθείσαν υπό των εν Κωνσταντινουπόλει ανυπεράσπιστον, και ίδρυσεν εν αυτή πειρατικόν κράτος μωαμεθανικόν, διατηρηθέν εν τη νήσω επί 140 περίπου έτη, μη εξαρτώμενον μήτε από του εν Βαγδατίω Αββασίδου χαλίφου, μήτε από του εν Ισπανία Ουμμεϊάδου, αλλ’ αποτελούν καθ’ εαυτό ίδιον πειρατικόν κράτος. Ο Μιχαήλ Β’, εφ’ ού επήλθεν η μεγάλη αύτη συμφορά, ετελεύτησε τω 829.
Ο αυτοκράτωρ Θεόφιλος (829-842 μ. Χ.).
Ο Θεόφιλος ως βασιλεύς εκέκτητο ουκ ολίγα προτερήματα φυσικά τε και διά παιδεύσεως προσκτηθέντα. Ήτο φύσει νοήμων και συνετός, έτυχε δε και παιδεύσεως οπωσούν επιμελούς και πολυμερούς, φίλος ων ιδίως των καλών τεχνών, και μάλιστα της αρχιτεκτονικής και της μουσικής, δεν εστερείτο δε και ευγενείας τινός χαρακτήρος και φρονημάτων αλλ’ εδείκνυεν ενίοτε και πολλήν ιδιοτροπίαν εν τοις έργοις αναμιμνήσκουσαν εν μέρει την κακοτροπίαν του Μιχαήλ Β’. Η τοιαύτη, δε ιδιοτροπία δεν εμφαίνεται μόνον εν τω δημοσίω, αλλά και εν τω ιδιωτικώ βίω του βασιλέως τούτου. Περίφημος ως προς τούτο είναι η ιστορία των σχέσεων αυτού προς την ωραίαν και πεπαιδευμένην Εικασίαν ή Κασσιανήν, η λαβούσα χαρακτήρα ηθικώς λίαν τραγικόν· χαρακτηριστικόν δε και το θρυλούμενον περί του τρόπου, καθ’ όν ετιμώρησε τους φονείς του Λέοντος Ε’. τους σώσαντας τον πατέρα αυτού από θανάτου βεβαίου και επικειμένου. Αλλά και εν ταις προς το Αραβικόν κράτος σχέσεσιν αυτού και εν τω πολέμω, όν επεχείρησεν εναντίον του χαλίφου Αλμουτασσέρ έδειξεν ο Θεόφιλος δυστροπίαν μεγάλην γενομένην αιτίαν ανηκέστων εις το κράτος συμφορών. Ενώ εν τη αρχή της βασιλείας αυτού συνήψε φιλικωτάτας σχέσεις προς τον χαλίφην Μαμούν πέμψας μεγαλοπρεπή πρεσβείαν εις την αυλήν του Βαγδατίου και διαπραγματεύσεις εγίνοντο προς συνομολόγησιν ειρήνης επισήμου και διαρκούς μεταξύ των δύο κρατών, μετά τον θάνατον του Μαμούν (834) επί του Αλμουτασσέμ διεκόπησαν αι φιλικαί σχέσεις και επήλθε πόλεμος μεταξύ των δύο κρατών (833-834). Κατ’ αρχάς ο Θεόφιλος προήλασε νικητής μέχρι της Σωζοπέτρας, γενεθλίου πόλεως του χαλίφου, και κατέστρεψεν απηνώς την πόλιν ταύτη καθ’ ολοκληρίαν παρά τας προς αυτόν γενομένας υπ’ αυτού του Χαλίφου παρακλήσεις ίνα φεισθή της ιδιαιτέρας αυτού πατρίδος. Η τοιαύτη ασύνετος και ήκιστα μεγάθυμος διαγωγή του Θεοφίλου προς τον ηττηθέντα αντίπαλον προυκάλεσε νέον μέγαν πόλεμον θρησκευτικόν κηρυχθέντα υπό του Χαλίφου καθ’ άπασαν την μωαμεθανικήν Ασίαν. Τρεις στρατιαί μέγισται μωαμεθανικαί εισέβαλον εις την Μικράν Ασίαν, η δε υπό τον Χαλίφην κυρία στρατιά επήλθε κατ’ αυτής της Φρυγικής πόλεως Αμορίου ήτις ην η πόλις, εν ή είχε γεννηθή ο του Θεοφίλου πατήρ Μιχαήλ Β’ ο Τραυλός και ής το όνομα ην σύνθημα εν τω πολέμω τούτω γεγραμμένον επί των ασπίδων πάντων των μωαμεθανών στρατιωτών. Το Αμόριο μετά γενναίαν αντίστασιν εκυριεύθη και έπαθε φοβεράν καταστροφήν, καθ’ ήν πλην των σφαγέντων ηχμαλωτίσθησαν 30 χιλιάδες των κατοίκων (836). Ευτυχώς οι εσωτερικοί περισπασμοί του Αραβικού κράτους δεν επέτρεψαν εις τον Αλμουτασσέμ να εξακολουθήση μετά της αυτής ορμής τον κατά του Ελληνικού κράτους νικηφόρον και καταστρεπτικόν αυτού πόλεμον. Αι πολεμικαί πράξεις εξηκολούθησαν μέχρι του 840 άνευ μεγάλων καταστροφών. Ο Θεόφιλος δε καταληφθείς υπό μεγάλης ανίας και θλίψεως επί τη καταστροφή του Αμορίου προσεβλήθη έκτοτε υπό νόσου, ήτις μετά τινα έτη έθηκε τέρμα εις την ζωήν αυτού (842).
Τραχύτητα ιδιότροπον έδειξεν ο Θεόφιλος και εν τη εκκλησιαστική αυτού πολιτεία. Ο βασιλεύς ούτος, καίπερ ων φίλος των καλών τεχνών, εφάνη αμείλικτος πολέμιος της προσκυνήσεως των εικόνων, θεωρών ταύτην ως λατρείαν ειδώλων. Διά τούτο δε και απηνώς κατεδίωξε τους υπέρ των εικόνων αμυνομένους μοναχούς, ένα δε τούτων, τον Θεοφάνην, τολμήσαντα να ελέγξη τον βασιλέα δημοσία εν τω ναώ, ετιμώρησε διά στίξεως επί του προσώπου αυτού 28 στίχων ιαμβικών, δι’ ών και ηθικώς εστιγματίζετο ο ταλαίπωρος μοναχός ως όργανον πονηρού δαίμονος ταράττοντος την Εκκλησίαν.
Αλλά μεθ’ όλα ταύτα η του Θεοφίλου βασιλεία δεν υπήρξεν εσωτερικώς άδοξος, ιδίως ως προς την ανάπτυξιν και καλλιέργειαν της τέχνης και των γραμμάτων. Ως φίλος της τέχνης εκόσμησε την Κωνσταντινούπολιν διά λαμπρών πολυτελών αρχιτεκτονικών μνημείων. Από της βασιλείας δε του Θεοφίλου ήρξατο νέα περίοδος τελεσφόρου σπουδής και καλλιεργείας των γραμμάτων εν Κωνσταντινουπόλει, η εξακολουθήσασα αδιάλειπτος κατά τους επομένους αιώνας και αναδείξασα άνδρας περιωνύμους εν τη ιστορία των γραμμάτων. Αυτός ο Θεόφιλος έτυχε παιδεύσεως λαμπράς έχων διδάσκαλον ένα των αρίστων λογίων των χρόνων αυτού, τον πατριάρχην είτα επί της Θεοφίλου βασιλείας γενόμενον Ιωάννην τον Γραμματικόν. Επί του Θεοφίλου δε έζη εν Κωνσταντινουπόλει ο περιώνυμος μαθηματικός και φιλόσοφος Λέων. Επί του Θεοφίλου δε επαιδεύθη εν Κωνσταντινουπόλει ο εν τη ιστορία των γραμμάτων μεγαλώνυμος γενόμενος μετ’ ολίγον Φώτιος ο Πατριάρχης. Ο Θεόφιλος εδείχθη προς τούτοις και συνετός κυβερνήτης της δημοσίας οικονομίας, διότι, καίπερ πλείστα δαπανήσας χρήματα υπέρ της τέχνης, κατώρθωσεν όμως να καταλίπη το δημόσιον ταμείον πλουσιώτατον εις τους διαδόχους αυτού. Ετελεύτησε δε ο Θεόφιλος τω 842 μ. Χ.
Μιχαήλ Γ’ (842-867).
Ο διαδεξάμενος τον πατέρα αυτού Θεόφιλον Μιχαήλ Γ’ ήτο έτι ανήλικος και διά τούτο κατά τα πρώτα έτη της βασιλείας αυτού διετέλει υπό την κηδεμονίαν της μητρός αυτού Θεοδώρας, εχούσης συμβούλους τον αδελφόν αυτής Βάρδαν και άλλους επιφανείς άνδρας. Το πρώτον έργον της κυβερνήσεως της Θεοδώρας ήτο η αναστήλωσις των εικόνων γενομένη ειρηνικώς, συμφώνως προς τας περί προσκυνήσεως διατάξεις της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου του 787. Η ημέρα, καθ’ ήν δι’ εκκλησιαστικής τελετής επισήμου εγένετο η αναστήλωσις πρωτοστατούντος εκκλησιαστικώς του πατριάρχου Μεθοδίου (842), εκλήθη Κυριακή της Ορθοδοξίας (συμπεσούσα κατά το έτος 842 τη 19 Φεβρουαρίου) και ως τοιαύτη εορτάζεται η ημέρα αύτη, η πρώτη Κυριακή των Μεγάλων Νηστειών, διότι θεωρείται ημέρα οριστικής νίκης και θριάμβου της Εκκλησίας εναντίον ουχί απλώς της εικονομαχίας, αλλά και πάσης αιρέσεως και κακοδοξίας.
Γενόμενος ο Μιχαήλ Γ’ ενήλιξ έδειξε φύσιν φαύλην και μοχθηράν, έχουσαν πάσας τας κακίας του πάππου και τας ιδιοτροπίας του πατρός, ουδεμίαν δε των τούτων αρετών. Ήτο ηδυπαθής, άσωτος, ασεβής, εμπαίζων παν θείον και ανθρώπινον, ουδαμώς φροντίζων περί των συμφερόντων του κράτους και περιστοιχιζόμενος υπό φαυλοτάτων ανθρώπων εν τω ιδιωτικώ βίω, την δε όλην κυβέρνησιν του κράτους κατέλιπεν εις τον Βάρδαν. Ούτος και της αδελφής αυτού Θεοδώρας και των θυγατέρων αυτής την εν τοις ανακτόροις παρά τω Μιχαήλ παρουσίαν μη ανεχόμενος ενέκλεισεν αυτάς εις μοναστήριον ως μοναχάς, άρχων αυτός ως Καίσαρ, έχων μεν ούτω την προσωνυμίαν του δευτέρου μετά τον βασιλέα υπερτάτου άρχοντος του κράτους, ων δε πράγματι αυτός άρχων υπέρτατος. Και ήτο μεν ο Βάρδας ανήρ νοήμων και φίλος των γραμμάτων, αλλ’ ήτο ασεβής και ανήθικος εν τω ιδιωτικώ βίω, φαύλος δε και ασυνείδητος εν τω δημοσίω. Επί της κυβερνήσεως αυτού τα του κράτους είχον εξωτερικώς κάκιστα.
Η Σικελία, η κατά μέρος καταληφθείσα ήδη επί του Μιχαήλ Β’ υπό των Μωαμεθανών της Αφρικής, ολοσχερώς νυν κατεκτήθη υπό τούτων, απειλούντων εντεύθεν την Κάτω Ιταλίαν, ανήκουσαν έτι καθ’ ολοκληρίαν εις το Κράτος το Ελληνικόν. Στόλος δε πειρατικός Αραβικός έχων ορμητήριον την από 30 ετών μωαμεθανικήν πλέον ούσαν Κρήτην δεινάς επέφερε καταστροφάς κατά τας ακτάς του Αιγαίου πελάγους εις Ελληνικάς πόλεις και τας εν αυτή νήσους. Δεν έπαυον δε και αι εις Μικράν Ασίαν επιδρομαί των Αράβων· εάν δε δεν απέβαινον τοσούτο καταστρεπτικαί, τούτο προήρχετο εκ της αδυναμίας, εις ήν ήρξατο να περιέρχηται το κράτος των Αββασιδών χαλιφών μετά τον Αλμουτασσέμ. Εν Ευρώπη δε μόνον ο από της εν Μεσημβρία καταστροφής του 873 συνέχων τους Βουλγάρους φόβος δεν παρέδιδε τας επαρχίας του κράτους εις την διάκρισιν των Βουλγάρων. Επί του Μιχαήλ Γ’ δε ενεφανίσθησαν (865) έμπροσθεν της Κωνσταντινουπόλεως και νέοι από βορρά πολέμιοι οι καλούμενοι Ρως ή Ρώσοι, πολλάκις έκτοτε πειρατικάς ποιησάμενοι επιδρομάς εναντίον της πρωτευούσης. Αλλά και οι Σέρβοι οι εγκατασταθέντες υπό του Ηρακλείου εν ταις Ιλλυρικαίς του κράτους χώραις και οι Δαλμάται απέπτυσαν κατά τους χρόνους τούτους πάσαν εις το κράτος υπακοήν. Εν μέσω δε της εσωτερικής και εξωτερικής αθλίας ταύτης καταστάσεως νέον εδημιούργησεν η φαυλότης του Βάρδα ζήτημα εσωτερικόν εκκλησιαστικόν την τε εσωτερικήν ειρήνην του κράτους και της Εκκλησίας διαταράξαν και διά των εντεύθεν παραχθεισών προς τον Πάπαν ερίδων παρασκευάσαν τον οριστικόν χωρισμόν των δύο Εκκλησιών.
Ο Παύλος Καρολίδης (1849 – 1930) ήταν Έλληνας ιστορικός, πολιτικός και καθηγητής πανεπιστημίου. Το κείμενο που δημοσιεύουμε στη συνέχεια είναι από το βιβλίο του «Εγχειρίδιον βυζαντινής ιστορίας. Μετά των κυριωτάτων κεφαλαίων της λοιπής μεσαιωνικής ιστορίας.», το οποίο κυκλοφόρησε το 1908 από τις εκδόσεις ΝΙΚ. ΤΖΑΚΑΣ· όπως σημειώνει ο συγγραφέας στην εισαγωγή, το εγχειρίδιο συντάχθηκε «προς χρήσιν των φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής» του Πανεπιστημίου της Αθήνας και είναι «ανάγνωσμα ιστορικόν διδακτικόν εύληπτον τοις πάσι.» (Δ.Τ.)
Οι φωτογραφίες είναι από εδώ: