Ηρόδοτος – Η επιπολαιότητα του Κροίσου και το αναπόδραστο της μοίρας (απόσπασμα)
«είναι αδύνατον άνθρωπος να εμποδίσει άλλον άνθρωπο να πάθει ό,τι του μέλλεται»
Τόμος Β σελ. 45
Το παρακάτω απόσπασμα από τις Ιστορίες του Ηρόδοτου αφορά την τραγική ιστορία του Άδραστου από τότε που συνάντησε τον Κροίσο μέχρι την αναπόδραστη μοίρα του, όπως μεταφράστηκε από τον Άγγελο Βλάχο για τις εκδόσεις Ωκεανίδα, τόμος Α σελ. 44-52.
Έτσι λοιπόν ο Σόλων κατέταξε στην δεύτερη θέση της ευτυχίας τους δύο νέους. Και ο Κροίσος, οργισμένος, του είπε: «Ώστε την δική μου ευδαιμονία, φιλοξενούμενε Αθηναίε, την θεωρείς τόσο μηδαμινή, έτσι που να μη με κρίνεις άξιο να παραβληθώ ούτε με τους κοινούς θνητούς;» Ο Σόλων τότε αποκρίθηκε: «Κροίσε, με ρωτάς για τα ανθρώπινα πράγματα εμένα που ξέρω ότι οι θεοί φθονούν την ευτυχία των θνητών και την ταράσσουν. Στο διάστημα μιας μακράς ζωής, βλέπει κανείς πράγματα που δεν θα ήθελε να δει και παθαίνει πολλά. Βάζω όριο της ανθρώπινης ζωής τα εβδομήντα περίπου χρόνια. Τα εβδομήντα αυτά χρόνια έχουν είκοσι πέντε χιλιάδες διακόσιες ημέρες, χωρίς να υπολογίσομε και τους εμβόλιμους μήνες. Εάν τώρα σε κάθε δεύτερο χρόνο προσθέσεις έναν μήνα[1], για να τηρείται η σειρά των εποχών, οι εμβόλιμοι μήνες γίνονται τριάντα πέντε, δηλαδή πρέπει να προσθέσομε άλλες χίλιες πενήντα μέρες. Απ’ όλες λοιπόν αυτές τις είκοσι έξι χιλιάδες διακόσιες πενήντα μέρες, που αποτελούν τα εβδομήντα χρόνια, ούτε μία δεν μας φέρνει το ίδιο πράγμα που μας φέρνει η άλλη. Αφού έτσι είναι τα πράγματα, Κροίσε, η ζωή του ανθρώπου είναι μια συνέχεια από αβεβαιότητες. Βλέπω ότι είσαι πολύ πλούσιος και βασιλιάς πολλών ανθρώπων, αλλά σ’ αυτό που με ρώτησες δεν μπορώ να σου απαντήσω, πριν μάθω αν είχες καλά στερνά. Ένας άνθρωπος πολύ πλούσιος δεν είναι πιο ευτυχισμένος από έναν άλλο, που έχει το καθημερινό του μόνο, αν η τύχη δεν του είναι πιστή, ώστε να έχει και καλό τέλος. Πολλοί βαθύπλουτοι δεν είναι ευτυχισμένοι, ενώ πολλοί με μέτρια περιουσία ζουν ευτυχισμένοι. Ο πολύ πλούσιος, αλλά δυστυχής, σε δύο μόνο πράγματα υπερέχει από τον ευτυχή, ενώ ο ευτυχής υπερέχει σε πολλά από τον πλούσιο δυστυχή: ο πλούσιος μπορεί να ικανοποιεί τις επιθυμίες του και να αντέχει περισσότερο αν του συμβεί καμιά μεγάλη συμφορά. Ο άλλος υπερέχει από τον πλούσιο, αλλά άτυχο, σε τούτο: δεν αντέχει ίσως στις συμφορές και δεν μπορεί να ικανοποιεί τις επιθυμίες του, η ευτυχία όμως τον απομακρύνει απ’ όλα αυτά και δεν υποφέρει όταν του συμβαίνουν δεινά, δεν πάσχει, έχει ωραία παιδιά, είναι ο ίδιος ωραίος. Εάν λοιπόν, μαζί με όλα αυτά, έχει και καλό τέλος, να ο άνθρωπος που αναζητάς, που είναι άξιος να ονομαστεί ευτυχισμένος. Αλλά προτού πεθάνει πρέπει κανείς ν’ αποφεύγει να τον χαρακτηρίσει ευτυχισμένο, μόνο να τον λέει τυχερό. Είναι αδύνατον ένας άνθρωπος να τα έχει όλα, περίπου όπως μια χώρα δεν μπορεί να είναι σε όλα αυτάρκης, γιατί πιθανώς να έχει μερικά αγαθά, άλλα ωστόσο θα της λείπουν. Εκείνη που διαθέτει τα περισσότερα είναι η καλύτερη. Έτσι κι ένας άνθρωπος δεν είναι δυνατόν να τα έχει όλα. Μπορεί να έχει πολλά, όμως θα του λείπουν άλλα, και εκείνος που θα έχει τα περισσότερα έως το τέλος της ζωής του και θα έχει ωραίο θάνατο, αυτός, βασιλιά, κατά την γνώμη μου, μπορεί να χαρακτηρίζεται ευτυχισμένος. Σ’ όλα τα πράγματα, λοιπόν, πρέπει να περιμένομε να δούμε ποιο θα είναι το τέλος τους, γιατί ο θεός σε πολλούς έδωσε την ευτυχία, για να τους καταστρέψει όμως ολοσχερώς αργότερα».
Όσα ο Σόλων είπε στον Κροίσο χωρίς να τον κολακέψει σε τίποτε, αυτός δεν τα λογάριασε διόλου και τον έδιωξε θεωρώντας τον πολύ ανόητο, αφού παραμέριζε τα παρόντα αγαθά και συμβούλευε να περιμένει κανείς πρώτα το τέλος του ανθρώπου.
Όταν έφυγε ο Σόλων, η θεία νέμεση εκδικήθηκε σκληρά τον Κροίσο, γιατί νόμιζε ότι είναι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος. Μόλις κοιμήθηκε, είδε όνειρο που του φανέρωνε τα δεινά που έμελλε να πάθει ο γιος του. Ο Κροίσος είχε δύο παιδιά, το ένα μισερό, κωφάλαλο – το άλλο ήταν ανάμεσα στους συνομηλίκους του πρώτο σε κάθε τι. Αυτό το δεύτερο λεγόταν Άτυς. Για τον Άτυ, λοιπόν, είδε ο Κροίσος όνειρο ότι θα τον έχανε, χτυπημένο από σιδερένιο φονικό όργανο. Όταν ξύπνησε, τρομαγμένος από το όνειρο, το συλλογίστηκε και αποφάσισε να παντρέψει τον γιο του. Παρ’ ότι ο Άτυς ήταν συνήθως αρχηγός του ποδικού στρατού, έπαψε να τον στέλνει σε στρατιωτικές αποστολές κι έβγαλε απ’ τα δωμάτια όπου διέμεναν οι άνδρες τα ακόντια και τα βέλη, και γενικά όλα τα πολεμικά όπλα, και τα συγκέντρωσε σε αποθήκες, μήπως κάποιο απ’ αυτά πέσει από εκεί που κρεμόταν και σκοτώσει το παιδί του.
Ενώ λοιπόν ο Κροίσος ετοίμαζε τους γάμους του γιου του, έφτασε στις Σάρδεις ένας άνθρωπος, θύμα της μοίρας,, που είχε τα χέρια του μολυσμένα από φόνο. Ο άνθρωπος αυτός καταγόταν από την Φρυγία, βασιλικός γόνος. Όταν πήγε στο ανάκτορο του Κροίσου, τον παρακάλεσε να τον εξαγνίσει σύμφωνα με τα έθιμα του τόπου. Ο Κροίσος πραγματοποίησε την σχετική κάθαρση, η οποία και στους Λυδούς και στους Έλληνες γίνεται με τον ίδιο περίπου τρόπο. Μετά την καθιερωμένη τελετή, ο Κροίσος τον ρώτησε να μάθει από πού ερχόταν και ποιος ήταν. «Ποιος είσαι», του είπε, «και από ποιο μέρος της Φρυγίας έρχεσαι στο σπίτι μου; Ποιον σκότωσες; Άνδρα ή γυναίκα;» Εκείνος απάντησε «Βασιλιά, είμαι γιος του Γορδίου, που είχε πατέρα τον Μίδα, και ονομάζομαι Άδραστος. Χωρίς να το θέλω σκότωσα τον αδερφό μου και ήρθα εδώ εξορισμένος από τον πατέρα μου και στερημένος από όλα». Ο Κροίσος τότε του αποκρίθηκε: «Είσαι απόγονος φίλων μου και ήρθες σε φίλους, που κοντά τους δεν θα σου λείψει τίποτα. Και σου εύχομαι να υποφέρεις αυτή την συμφορά όσο το δυνατόν ελαφρύτερα».
Έτσι ο Άδραστος έμεινε φιλοξενούμενος στα ανάκτορα του Κροίσου. Την ίδια εποχή έκανε την εμφάνισή του στον Όλυμπο της Μυσίας ένας μεγάλος αγριόχοιρος. Κατέβαινε από το βουνό και κατέστρεφε τα σπαρτά των κατοίκων που συχνά έβγαιναν για να τον καταδιώξουν, αλλά δεν κατόρθωναν να του κάνουν το παραμικρό και υπέφεραν από τις επιδρομές του. Τέλος αντιπρόσωποί τους πήγαν στον Κροίσο και του είπαν τα εξής: «Βασιλιά, ένας πελώριος αγριόχοιρος εμφανίστηκε στην χώρα μας και καταστρέφει τα σπαρτά μας. Ό,τι κι αν κάναμε, δεν καταφέραμε να τον εξοντώσουμε. Εκείνο που σε παρακαλούμε είναι να μας στείλεις τον γιο σου και μερικούς τολμηρούς νέους, και κυνηγετικά σκυλιά, για ν’ απαλλάξομε τον τόπο από τον αγριόχοιρο». Αυτή την παράκληση απηύθυναν οι αντιπρόσωποι των Μυσών, αλλά ο Κροίσος θυμήθηκε το όνειρο που είχε δει και τους αποκρίθηκε: «Για το παιδί μου ούτε λόγος. Δεν πρόκειται να σας το στείλω. Είναι νιόπαντρος κι έχει άλλες έγνοιες τώρα. Θα σας δώσω όμως μερικούς εκλεκτούς Λυδούς νέους, όλους τους κυνηγούς μου και τα σκυλιά μου, και θα τους προστάξω να σας βοηθήσουν με όλη τους την προθυμία για ν’ απαλλάξετε μαζί τον τόπο από το θηρίο».
Αυτά είπε ο Κροίσος και οι Μυσοί ευχαριστήθηκαν πολύ· αλλά ενώ έφευγαν, μπήκε ο γιος του Κροίσου, που είχε μάθει τι ήρθαν να ζητήσουν οι Μυσοί. Και επειδή ο Κροίσος αρνιόταν να τον στείλει μαζί με τους άλλους, ο νέος του είπε: «Πατέρα, άλλοτε μπορούσα ν’ αποκτώ μεγάλη φήμη πηγαίνοντας στον πόλεμο και στο κυνήγι. Τώρα μ’ έχεις αποκλείσει κι από τα δυο, παρ’ όλο ότι δεν είδες από μένα ούτε δειλία ούτε απροθυμία. Τώρα πώς θ’ αντικρίζω τα μάτια του κόσμου όταν θα πηγαίνω και όταν θα φεύγω από την αγορά; Για τι θα με περνούν οι πολίτες; Και η νιόνυφη γυναίκα μου με ποιον θα νομίσει ότι παντρεύτηκε; Ή άφησέ με, λοιπόν, να πάω στο κυνήγι ή εξήγησέ μου ότι αυτό που κάνεις είναι για το καλό μου».
Ο Κροίσος τότε αποκρίθηκε: «Παιδί μου, δεν σε εμποδίζω να πας στο κυνήγι ούτε επειδή σε θεωρώ δειλό ούτε για άλλον δυσάρεστο λόγο, αλλά επειδή είδα ένα όνειρο, ότι δεν θα ζήσεις πολλά χρόνια και θα σκοτωθείς από σιδερένια αιχμή. Αυτό το όνειρο ήταν η αιτία που βιάστηκα να σε παντρέψω και δεν σ’ αφήνω πια να πηγαίνεις στις εκστρατείες. Φροντίζω όσο ζω να σε προφυλάξω όσο μπορώ. Εσένα έχω μονάκριβο παιδί, γιατί ο αδελφός σου είναι κωφάλαλος και ούτε λογαριάζω ότι υπάρχει».
Κι ο νέος απάντησε: «Καταλαβαίνω, πατέρα, πως, ύστερα από τέτοιο όνειρο, θέλεις να με προφυλάξεις. Υπάρχει όμως κάτι που δεν κατάλαβες από το όνειρο και νομίζω πως πρέπει να σου το εξηγήσω. Είπες ότι το όνειρο σου αποκάλυψε πως θα σκοτωθώ από σιδερένια αιχμή. Αφού λοιπόν δεν πρόκειται να δώσομε μάχη, άφησε με να πάω κι εγώ».
Ο Κροίσος αποκρίθηκε: «Παιδί μου, η δική σου ερμηνεία για το όνειρο είναι σωστότερη. Και γι’ αυτό την παραδέχομαι και σ’ αφήνω να πας στο κυνήγι».
Στην συνέχεια ο Κροίσος έστειλε και φώναξε τον Φρύγα Άδραστο και του είπε: «Άδραστε, δεν σε κατηγόρησα ποτέ για την φρικτή συμφορά που έπαθες. Σε βοήθησα να καθαρθείς, σε δέχτηκα και σε φιλοξενώ στα ανάκτορα και έχω αναλάβει όλα τα έξοδά σου. Τώρα, λοιπόν, για να μου ανταποδώσεις όσα έκανα για σένα, σε παρακαλώ να προσέχεις το παιδί μου που πρόκειται να πάει στο κυνήγι, μήπως τυχόν θελήσουν να σας επιτεθούν στον δρόμο ληστές. Άλλωστε και συ θα επιθυμείς ν’ αναδειχθείς με δικά σου έργα, γιατί αυτή είναι η οικογενειακή σου παράδοση και δεν σου λείπει η δύναμη».
Σ’ αυτά ο Άδραστος απάντησε: «Βασιλιά, σ’ άλλη περίπτωση δεν θα έπαιρνα μέρος σε παρόμοιο εγχείρημα. Άνθρωπος που έχει πάθει την συμφορά που έπαθα εγώ, δεν επιτρέπεται να συνοδεύει χαρούμενους συνομηλίκους του. Δεν θα το ήθελα και πολλές φορές το απέφυγα. Αλλά τώρα, επειδή εσύ μου το ζητάς και πρέπει να σου κάμω την χάρη, γιατί πρέπει να σου ανταποδώσω όσα μου πρόσφερες, είμαι έτοιμος να κάνω ό,τι μου είπες και να προφυλάγω το παιδί σου όσο εξαρτάται από μένα».
Αυτά είπε ο Άδραστος στον Κροίσο κι έφυγε μαζί με τους άλλους εκλεκτούς νέους και τα κυνηγετικά σκυλιά. Όταν έφθασαν στο όρος Όλυμπος της Μυσίας, έψαξαν για το θηρίο και μόλις το βρήκαν το περικύκλωσαν και το χτυπούσαν με ακόντια. Εκεί λοιπόν ο ξένος, αυτός που είχε καθαρθεί από το φόνο και που ονομαζόταν Άδραστος[2], ενώ σημάδευε τον αγριόχοιρο με το ακόντιο, αστόχησε και χτύπησε τον γιο του Κροίσου. Έτσι, με το χτύπημα από την αιχμή του ακόντιου, βγήκε αληθινό το όνειρο του Κροίσου. Ένας από τους κυνηγούς έτρεξε στις Σάρδεις να του αναγγείλει το δυστύχημα και τον θάνατο του γιου του.
Ο Κροίσος ταράχτηκε πολύ με τον θάνατο του παιδιού του και η απελπισία του ήταν ακόμη μεγαλύτερη, γιατί τον σκότωσε άνθρωπος που αυτός ο ίδιος είχε εξαγνίσει από φόνο. Μοιρολογούσε για την συμφορά του και καλούσε τον εξαγνιστή Δία ως μάρτυρα για τα όσα έπαθε από τον άνθρωπο που είχε φιλοξενήσει· και τον καλούσε σαν εφέστιο και προστάτη της φιλίας. Εφέστιο, επειδή δέχτηκε έναν ξένο και περιέθαλψε χωρίς να το ξέρει τον φονιά του γιου του, και προστάτη της φιλίας, επειδή ο άνθρωπος στον οποίον εμπιστεύτηκε τον γιο του αποδείχτηκε ο χειρότερος εχθρός του.
Έφθασαν λίγο αργότερα και οι Λυδοί που μετέφεραν τον νεκρό και πίσω ακολουθούσε ο φονιάς. Αυτός, αφού στάθηκε μπροστά στον νεκρό, άπλωσε τα χέρια στον Κροίσο και τον παρακαλούσε να τον σφάξει επάνω στον νεκρό, θυμίζοντας την προηγούμενη συμφορά του και λέγοντας ότι δεν έπρεπε πια να ζήσει, αφού έγινε πρόξενος τέτοιας δυστυχίας στον άνθρωπο που τον είχε εξαγνίσει. Ο Κροίσος ακούγοντας αυτά τα λόγια λυπήθηκε τον Άδραστο, αν και του είχε κάνει τέτοιο κακό, και του είπε: «Έλαβα, ξένε, από σένα κάθε ικανοποίηση, αφού μόνος σου καταδικάζεις τον εαυτό σου σε θάνατο. Δεν είσαι εσύ ο αίτιος του κακού, που το έκανες χωρίς να το θέλεις, αλλά κάποιος θεός, που άλλοτε μου είχε φανερώσει όσα μου μέλλονταν». Ο Κροίσος έθαψε το παιδί του με τιμές και ο Άδραστος, γιος του Γορδίου και εγγονός του Μίδα, αδελφοκτόνος και φονιάς του εξαγνιστού του, όταν έφυγε ο κόσμος μετά την κηδεία, θεωρώντας ότι ήταν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος του κόσμου, αυτοκτόνησε επάνω στον τάφο.
[1] Ο Σόλων είχε μεταρρυθμίσει και το ημερολόγιο. Η προσθήκη ενός μηνός, ήτοι 30 ημερών, στο άθροισμα των 720 (360Χ2) δίνει δύο χρόνια των 375 ημερών, πάνω δηλαδή από το ηλιακό έτος.
[2] Που δεν μπορεί ν’ αποφύγει την μοίρα του, την «αναπόδραστη».