Ο Μεσαιωνικός βίος υπό καθόλου έποψιν. — Στοιχεία κοινωνικής, πολιτικής, θρησκευτικής και ηθικής αναπτύξεως εν τω Μεσαίωνι κατά την Δυτικήν Ευρώπην.
Κείμενο: Παύλος Καρολίδης
Ο νέος εν Ευρώπη μετά την Μεγάλην Μετανάστευσιν των Λαών και την κατάλυσιν του Ρωμαϊκού κράτους εν τη Δύσει παραχθείς βίος, η νέα ούτως ειπείν Ευρώπη, μετά τεσσάρων αιώνων περίπου (από του 5 μέχρι του 9) έλαβεν επί τέλους περί τα τέλη του 8 αιώνος ωρισμένην μορφήν και χαρακτήρα και στερεάν βάσιν και αφετηρίαν αναπτύξεως. Ο σχηματισμός του μεγάλου Φραγκογερμανικού κράτους του Καρόλου, αύτη η εν τη ιστορία εμφάνισις του μεγάλου τούτου ανδρός και ηγεμόνος και τα πολλά και μεγάλα έργα αυτού, η δι’ αυτού εν μορφή Φραγκορωμανική ανόρθωσις της δυτικής αυτοκρατορίας, η διάδοσις του Χριστιανισμού εις άπαντα τον Φραγκορωμανικόν και Γερμανικόν Ευρωπαϊκόν κόσμον, η διά των Ελλήνων εν Ανατολή και των Φράγκων εν τη Δύσει κατορθωθείσα αναχαίτισις του μωαμεθανισμού εν Ευρώπη, η επίδοσις της παπικής εξουσίας και η συνείδησις της ενότητος του Χριστιανικού κόσμου, ήν έλαβον οι λαοί διά των δύο ανωτάτων αρχών, της αυτοκρατορικής και της παπικής, ταύτα πάντα απετέλεσαν τα γενικά στοιχεία του Ευρωπαϊκού βίου και της ιστορικής αναπτύξεως. Αι μετά τον Μέγαν Κάρολον από των αρχών του 9 αιώνος αρξάμεναι νέαι από Βορρά και Νότου και Ανατολών βαρβαρικαί επιδρομαί των Νορμανδών, Αράβων και Ούγγρων έσεισαν μεν ισχυρώς το νέον οικοδόμημα, αλλά δεν εκλόνησαν, ουδ’ ανέτρεψαν αυτό. Τουναντίον μάλιστα δύο των επιδρομέων τούτων, οι Νορμανδοί και οι Ούγγροι, εισήλθον μετ’ ολίγον εις τον νέον χριστιανικόν Ευρωπαϊκόν βίον και απετέλεσαν ισχυρά ερείσματα αυτού. Η δε υπό του καθόλου Μωαμεθανισμού κατά τον 7 και 8 αιώνα γενομένη από των δύο σκελών της Ευρώπης (της Ελληνικής και της Ιβηρικής χερσονήσου) ισχυρά διάσεισις της ανεγειρομένης Χριστιανικής Ευρώπης εν τη αποτυχία αυτής απέδειξε την μεγάλην στερεότητα του κορμού. Ούτως η νέα Ευρώπη και μετά τας ισχυράς, αλλά παροδικάς θυέλλας του 9 και 10 αιώνος, ηκολούθησε στερρώς την ιστορικήν εξέλιξιν, ής τα στοιχεία υπό γενικήν μορφήν εσκιαγραφήσαμεν εν τοις έμπροσθεν. Ενταύθα πραγματευόμεθα περί τινων ιδιαιτέρων στοιχείων και θεσμών του μεσαιωνικού Ευρωπαϊκού βίου, και εν πρώτοις περί του κοινωνικού και πολιτειακού συστήματος του φεουδαλισμού ή τιμαριωτισμού.
Φεουδαλισμός
Φεουδαλισμός καλείται το σύστημα το κοινωνικόν και πολιτειακόν της κληρονομικής αριστοκρατίας της συνδεομένης μετά κληρονομικής εξουσίας, επί ωρισμένης χώρας εκάστου μεγάλου ευπατρίδου. Ούτω διά του φεουδαλικού πολιτεύματος το κράτος συγκροτείται από πολλών ιδιαιτέρων κρατών φεούδων ή τιμαρίων καλουμένων, ών οι άρχοντες εισί και λέγονται ηγεμόνες υποτελείς (vassal, vassaux) προς το όλον κράτος και τον ηγεμόνα αυτού, όντα και καλούμενον κυρίαρχον ή υπέρτατον άρχοντα, (suzerain). Ο φεουδαλισμός ή τιμαριωτισμός είναι συνήθως αποτέλεσμα κατακτήσεως συστηματικής, διότι εν ταύτη η κυριευομένη γη διανέμεται εις τους καταλαμβάνοντας αυτήν διά του ξίφους αυτών. Εν Ευρώπη το σύστημα τούτο παρήχθη μετά την υπό των βαρβάρων Γερμανών κατάληψιν Ρωμαϊκών χωρών, και είχεν αναπτυχθή ήδη προ του Καρόλου του Μεγάλου εν τε τω Φραγκικώ κράτει και εν άλλοις Γερμανικοίς κράτεσιν. Ο Κάρολος επειράθη να καταλύση αυτό διοργανώσας το μέγα Φραγκογερμανικόν αυτού κράτος διοικητικώς ούτως, ώστε πάντες οι διοικηταί ή, ως ελέγοντο Λατινιστί, comites, κόμητες, εισίν απλώς ανώτεροι λειτουργοί του κράτους, ουχί κληρονομικοί. Αλλ’ επί των διαδόχων αυτού επανήλθεν ισχυρότερον το σύστημα και διωργανώθη συστηματικώς. Ούτως εν παντί κράτει υπό τον ανώτατον άρχοντα ρήγα ή βασιλέα υπήρχεν η πρώτη τάξις ευγενών γερμανιστί μεν λεγομένων Herzog, λατινιστί δε dux (δουξ), υπό τούτους οι κόμητες γερμανιστί δηλούμενοι διά του αρχαίου γερμανικού ονόματος Graf = άρχων δικαστής, μεταξύ δε των δουκών και των κομήτων οι κόμητες των ορίων, επί του Καρόλου, οι έχοντες μείζονα εξουσίαν των συνήθων κομήτων καλούμενοι μαρκήσιοι, (Γερμανιστί Markgrafen, Γαλλιστί marquis εκ της Γερμανικής λέξεως mark = όριον), υπό τους κόμητας οι βαρώνοι, οι αποτελούντες την τελευταίαν και πολυπληθεστάτην τάξιν των φεουδαρχών, άρχοντες ούτοι απ’ ευθείας των αγροτών ή των δουλοπαροίκων (Serf).
Υπήρχον δε εν εκάστω ανωτέρου βαθμού φεούδω, οίον εν δουκάτω, φεουδάρχαι κατωτέρου βαθμού μαρκήσιοι ή κόμητες, και υπό τούτους βαρώνοι. Και αυτοί δε οι ανώτατοι άρχοντες ή βασιλείς είχον ίδια φέουδα περιέχοντα κομητίας ή βαρωνίας ιδίας, και εις αυτά μικρά ή μεγάλα (ενίοτε ελάσσονα ή τα των ισχυρών υποτελών) περιωρίζετο η πραγματική αυτών κτήσις. Τα φέουδα ήσαν κληρονομικά, κληρονομούμενα και κατ’ ιδίους νόμους φεουδαλικούς. Τα ένεκεν ελλείψεως κληρονόμων κενά μένοντα φέουδα διένεμεν ο ανώτερος φεουδάρχης, συνήθως δε ο ανώτατος, ήτοι ο βασιλεύς, εις άλλους ευγενείς. Η διανομή εγίνετο εν ταις γενικαίς συνόδοις των ευγενών. Εν τω φεουδαλικώ κτήματι ουδείς φεουδάρχης ηγεμών ήτο απολύτως ελεύθερος και ανώτατος άρχων ή κυρίαρχος (souverain εκ του μεσαιωνικού Λατινικού superanus = supremus) πλην των βασιλέων. Και παν φέουδον (δουκάτον τι λ. χ.), και πράγματι ανεξάρτητον αν ήτο, συνεδέετο πάντοτε, ως υποτελές, κατά θεωρίαν προς το βασίλειον. Αλλά κατά τας μετά του φεουδαλικού συστήματος συνδυασθείσας θρησκευτικάς και πολιτικάς θεωρίας της Μεσαιωνικής Ευρώπης, ουδ’ οι βασιλείς ήσαν κυρίαρχοι (souverain), διότι δύο μόνον υπήρχον, κατά τας θεωρίας ταύτας, εν τω Χριστιανικώ βασιλείω αληθείς και νόμιμοι κυρίαρχοι, ο πάπας και ο αυτοκράτωρ, εκπροσωπών εκάτερος την ετέραν των μαχαιρών του Ευαγγελίου, αίτινες εθεωρούντο αναφερόμεναι εις την πνευματικήν και κοσμικήν εξουσίαν. Και τοιαύτη μεν ιδέα επί του Καρόλου του Μεγάλου είχε σημασίαν πραγματικήν κατά μέγιστον μέρος· αλλ’ επί των διαδόχων αυτού το αυτοκρατορικόν αξίωμα ελάμβανον πολλάκις οι ασθενέστεροι του οίκου. Ότε δε από του Όθωνος Α’ το αυτοκρατορικόν αξίωμα συνεδέθη διαρκώς μετά του αξιώματος του βασιλέως της Γερμανίας, ούτε οι της Γαλλίας βασιλείς (καίπερ του βασιλείου τούτου προελθόντος εκ της Φραγκογερμανικής αυτοκρατορίας του Καρόλου, ής κληρονόμοι εθεωρούντο νυν οι βασιλείς της Γερμανίας) ούτε άλλοι βασιλείς της Ευρώπης ανεγνώριζον την κυριαρχίαν του αυτοκράτορος του αγίου Ρωμαϊκού κράτους του Γερμανικού έθνους. Μόνοι οι βασιλείς της Βοημίας (οίτινες άλλως έλαβον το βασιλικόν αξίωμα παρά των Γερμανών αυτοκρατόρων του αγίου Ρωμαϊκού κράτους) και οι βασιλείς της Ουγγαρίας παροδικώς ανεγνώριζον την κυριαρχίαν του λεγομένου Ρωμαίου αυτοκράτορος της Δύσεως (εν τη βορείω Ιταλία αυτός ο ίδιος αυτοκράτωρ ήτο πάντοτε βασιλεύς). Μεθ’ όλα ταύτα θεωρητικώς ο αυτοκράτωρ ήτο ο μόνος κυρίαρχος, ηγεμών του Χριστιανικού κόσμου, υπέρτατος πάντων των άλλων ηγεμόνων, έχων πάντας κατά θεωρίαν υποτελείς, καίπερ μη τελούντας φόρον, και μόνον ούτος έφερε την μεγαλειότητα του Ρωμαϊκού λαού (majestas populi Romani), την από του Ρωμαϊκού λαού και των αυτοκρατόρων αυτού κληρονομηθείσαν τιμήν της Μεγαλειότητος (Majestas, Sacera Majestas = αγία μεγαλειότης). Και ουδείς φεουδάρχης, εννοείται δουξ, ηδύνατο να λάβη το αξίωμα του βασιλέως και να προσαγορεύηται βασιλεύς, αν μη ανεγνωρίζετο υπό του Αυτοκράτορος, εννοείται και υπό του Πάπα. Αλλά και του Αυτοκράτορος η εξουσία, κατά τας παπικάς αξιώσεις, ήτο απλούν τι σεληναίον φως, δάνειον του φωτός του ηλίου, της μόνης υπερτάτης εν τω Χριστιανικώ Παπισμώ εξουσίας, της παπικής. Και ο Πάπας, ο αξιών ότι ήτο Τοποτηρητής του Χριστού, ιδιοποιείτο και την εξουσίαν του διορίζειν και αναγορεύειν αυτοκράτορας (ούς αυτός μόνος έχριεν). Εντεύθεν μεταξύ των δύο υπερτάτων εξουσιών του Χριστιανικού κόσμου υπήρχον σπέρματα ερίδων και συγκρούσεων, αίτινες κατά καιρούς, ως θέλομεν ιδεί, έλαβον μεγάλας διαστάσεις.
Το φεουδαλικόν κοινωνικόν και πολιτειακόν σύστημα εγένετο μεν πάροχον αγαθού τινος εις τον βίον τον μεσαιωνικόν, διότι εδημιούργησε πολλά κέντρα κυβερνήσεων και διοικήσεων πατρικών, αλλά επιβλαβώς επί μακρόν επέδρασεν επί την ανάπτυξιν την πολιτικήν και κοινωνικήν διότι μέγιστον μέρος του λαού κατεδίκασεν εις δουλοπαροικίαν, εκώλυσε την ανάπτυξιν μεγάλων πόλεων και δημοτικών και πολιτικών ελευθεριών, έτι δε και την ανάπτυξιν της εμπορίας και βιομηχανίας (διότι οι δουλοπάροικοι ήσαν αγρόται), και μάλιστα της συγκοινωνίας, περιώρισε δε την παίδευσιν και πάσαν υψηλοτέραν ανάπτυξιν εις μόνην την αριστοκρατίαν.
Ο Παύλος Καρολίδης (1849 – 1930) ήταν Έλληνας ιστορικός, πολιτικός και καθηγητής πανεπιστημίου. Το κείμενο που δημοσιεύουμε στη συνέχεια είναι από το βιβλίο του «Εγχειρίδιον βυζαντινής ιστορίας. Μετά των κυριωτάτων κεφαλαίων της λοιπής μεσαιωνικής ιστορίας.», το οποίο κυκλοφόρησε το 1908 από τις εκδόσεις ΝΙΚ. ΤΖΑΚΑΣ· όπως σημειώνει ο συγγραφέας στην εισαγωγή, το εγχειρίδιο συντάχθηκε «προς χρήσιν των φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής» του Πανεπιστημίου της Αθήνας και είναι «ανάγνωσμα ιστορικόν διδακτικόν εύληπτον τοις πάσι.» (Δ.Τ.)