Ο ηροδότειος χρυσός (μέρος α΄— τερατολογίες)
Γράφει η Titania Matina
Λοιπόν, οι Ινδοί της περιοχής της Πακτυικής κοντά στην πόλη Κασπάτυρο, εκείνοι που ζουν βορειότερα απ’ τους άλλους και μοιάζουν στις μαχητικές συνήθειές τους με τους Βακτρίους, να πώς μαζεύουν το χρυσάφι για να πληρώσουν φόρους στον Δαρείο. Τα λέει η ηροδότεια αφήγηση (ΙΙΙ 98.1-2 και 102-104) από την οποία κρατάω τις βασικές πληροφορίες.
Ο τόπος τους έχει ερήμους με άμμο. Κι εκεί έχει και μυρμήγκια. Όμοια στην εμφάνιση και στις συμπεριφορές μ’ αυτά της Ελλάδας, όμως άλλου μεγέθους: μεγαλύτερου απ’ της αλεπούς και λίγο μικρότερου απ’ του σκύλου. Φτιάχνουν τη φωλιά τους κάτω απ’ τη γη, κατά τον συνήθη τρόπο, σωρεύοντας άμμο από πάνω. Μόνο που αυτή έχει χρυσάφι. Για να την περισυλλέξουν οι Ινδοί πηγαίνουν στην έρημο, με τρεις καμήλες ο καθένας: δύο αρσενικές στα πλάγια, που τις σέρνουν με σχοινί, και μια θηλυκιά στη μέση, την οποία καβαλικεύουν αφού την έχουν αποχωρίσει από τα μικρά της. Οι καμήλες είναι ζώα ανθεκτικά στη μεταφορά φορτίων και ταχύτερες από τ’ άλογα. Κι είναι, σε γενικές γραμμές, όπως κι οι Έλληνες τις έχουν ακουστά, αν και οι συγκεκριμένες με περίεργες λεπτομέρειες στην ανατομία: στα πίσω πόδια τους έχουν τέσσερις μηρούς και τέσσερα γόνατα και τα αιδοία τους προβάλλουν ανάμεσα απ’ τα σκέλια και στρέφονται προς την ουρά. Ξεκινούν λοιπόν οι Ινδοί για να βρουν το χρυσάφι, την εποχή που έχει τους μεγάλους καύσωνες, όταν εξαιτίας της μεγάλης ζέστης τα μυρμήγκια χώνονται στη γη. Για τον ίδιο λόγο, υπολογίζουν και την κατάλληλη ώρα: πολύ πρωί και, το αργότερο, μέχρι το μεσημέρι —γιατί στους τόπους εκείνους, ο ήλιος καίει φοβερά κατά την ανατολή του, γίνεται λίγο πιο ήπιος στο μεσουράνημα και, από εκεί και πέρα, σταδιακά περισσότερο ανεκτός, μέχρι να πέσει το βράδυ που κάνει κρύο. Άρα, πολύ πρωί πρέπει τα καραβάνια ν’ αρπάξουνε τη χρυσοφόρα άμμο, τσουβαλιάζοντάς την άρον άρον, και να φύγουν γρήγορα, γιατί τα μυρμήγκια, όπως τουλάχιστον λένε οι Πέρσες, τους μυρίζονται και τους παίρνουν στο κυνήγι. Και είναι τόσο γρήγορα, που θα μπορούσαν να ξεκάνουν κάθε ζωντανό που προλαβαίνουν. Λύνουνε τότε οι Ινδοί τις αρσενικές καμήλες, και σώζονται οι ίδιοι με τις θηλυκές που τρέχουν γρηγορότερα γιατί θυμούνται τα μικρά τους.
Θέλοντας να δώσουν ένα νόημα στο συγκεκριμένο χωρίο, ορισμένοι έχουν σήμερα πεισθεί ότι τα μυρμήγκια αυτά της Ιστορίης, δεν ήταν άλλα απ’ τις μαρμότες, πλάσματα περίπου σαν σκίουροι, τις φωλιές των οποίων, μέχρι σχετικά πρόσφατα, εκμεταλλεύονταν διάφορες φυλές στο Πακιστάν προκειμένου να βρίσκουν χρυσάφι. Σε προφορική λαλιά της περιοχής —ισχυρίζονται οι υποστηρικτές αυτής της υπόθεσης— η λέξη ίσως να ήταν κάπως σαν “μυρμήγκια του βουνού”. Καταλαβαίνουμε πως, σ’ αυτή την περίπτωση, ο Ηρόδοτος απέδωσε όσα του είπαν οι Πέρσες πληροφοριοδότες του με τα παράσιτα —ας πούμε— μιας γραμμής χαλασμένου τηλεφώνου.
Αφήνω όμως στην άκρη τις εκλογικεύσεις των ερμηνειών γιατί χαλάνε το τερατώδες που κάνει τόσο γοητευτικό το σύνολο της ηροδότειας σκηνής. Δεν είναι μόνο τα μυρμήγκια-χρυσοθήρες. Είναι κι ο ανεκδιήγητος σωματότυπος της γοργής θηλυκιάς καμήλας με τα τέσσερα πίσω μεριά και τα τέσσερα γόνατα, η ακραία παραδοξότητα του καύματος του εωθινού στον τόπο της κλοπής, μέχρι κι η πονηριά της αρπαγής — με αναγκαίες τις παράπλευρες απώλειες των αρσενικών υποζυγίων — στις μάχες των Ινδών εναντίον των μυρμηγκιών.
Παρόμοιο ύφος έχουνε κι οι αφηγήσεις για την εξασφάλιση άλλων πολύτιμων αγαθών που έπρεπε να πληρώνουν ως εισφορές όσοι λαοί ζούσαν περιμετρικά στην περσική αυτοκρατορία. Οι Άραβες μαζεύουν τον λιβανωτό καίγοντας θυμίαμα από μοσχολίβανο σε δέντρα που τα φυλάνε φίδια φτερωτά και ποικιλόχρωμα, και γύρω από κάθε δέντρο υπάρχει μεγάλο πλήθος από δαύτα, κι αλληλοσπαράσσονται και είναι τα ίδια αυτά που πάνε και εισβάλλουν στην Αίγυπτο (ΙΙΙ 107-8). Την κασία, πάλι, την μαζεύουν προστατεύοντας με δέρματα το σώμα και το πρόσωπό τους, γύρω από λίμνη ρηχή όπου φωλιάζουν κάτι ζώα φτερωτά και δυνατά, που μοιάζουνε πολύ με νυχτερίδες και που τσιρίζουν τρομακτικά (ΙΙΙ 110). Για την κανέλα, ο τρόπος είναι ακόμη πιο παράξενος κι ούτε είναι και σαφές ποιος ακριβώς είναι ο τόπος όπου αυτή φυτρώνει —μπορεί όμως και να είναι στους τόπους όπου ανατράφηκε ο Διόνυσος. Τα ξυλάκια της τα κουβαλάνε μεγάλα πουλιά στις φωλιές τους, που είναι πλασμένες από λάσπη σε απόκρημνα, απρόσιτα βουνά. Μπροστά σ’ αυτές τις δυσκολίες, οι Άραβες σκαρφίζονται κόλπα. Κόβουν σε μεγάλα κομμάτια τα ζώα που ψοφάνε —βόδια, γαϊδούρια κι ό,τι άλλο—, τα κουβαλάνε σε σημεία κοντινά στις φωλιές των πτηνών κι απομακρύονται. Τα πουλιά τα τσιμπάνε και τ’ ανεβάζουν στις φωλιές τους, οι οποίες όμως δεν μπορούν να τα σηκώσουν, οπότε γκρεμίζονται και πέφτουν, και τότε αυτοί πηγαίνουν και μαζεύουν την κανέλα (ΙΙΙ 111). Και τη ρητίνη του ληδάνου, που έχει θεσπέσια ευωδία κι οι Άραβες την λένε λάδανο, την μαζεύουν απ’ τα βρωμερά γένια των τράγων όπου αυτή κολλάει απ’ τα κλαδιά (ΙΙΙ 112).
Τέτοια είναι τα ηροδότεια bestiaries. Όχι κατώτερα στη φαντασία από τα ζωγραφισμένα του Μεσαίωνα. Ο εξωτισμός είναι το βασικό τους γνώρισμα, όπως ο Ηρόδοτος το δηλώνει δύο φορές: είναι οι εσχατιές της οικουμένης εκείνες στις οποίες έχουν λάχει τα πράγματα που εμείς θεωρούμε ομορφότερα και σπανιότερα (ΙΙΙ 106.1 και 116.3).
Και είναι ακριβώς το τερατώδες στοιχείο που αναδεικνύει τον ετοιμοπόλεμο δόλο της λεηλασίας. Για το χρυσάφι, μάλιστα, οι τερατολογίες της Ιστορίης κάνουν τα πράγματα σαφή: αυτό είναι σταθερά αντικείμενο διαρπαγής —τέτοιοι είναι οι όροι που χρησιμοποιούνται και στην περίπτωση των Ινδών που πλιατσικολογούνε πάνω στα επιθετικά μυρμήγκια (ἐν τῇ ἁρπαγῇ, ΙΙΙ 104.1), αλλά και των μονόφθαλμων Υπερβορρείων Αριμασπών που το αρπάζουν από γρύπες (ὑπὲκ τῶν γρυπῶν ἁρπάζειν, ΙΙΙ 116.1).
Είναι όμως να απορεί κανείς. Πού είναι η τερατολογία κι η αρπαγή σκληρότερες; Στη μυθώδη ωμότητα των μαχών των διάφορων φυλών με τα θηρία; Ή στην εκλεπτυσμένη περίπτωση του βασιλιά των Περσών που, όπως λέει η Ιστορίη (ΙΙΙ 96.2), αποθησαύριζε τους φόρους των υποταγμένων του λαών, λιώνοντας το χρυσάφι για να γεμίζει πιθάρια, τα οποία έσπαγε με άνεση και καρπωνόταν το περιεχόμενο όποτε του έκανε κέφι;
Έχω πολλές φορές την αίσθηση ότι, σε ολόκληρο το τρίτο της βιβλίο, η Ιστορίη μιλάει τελικά για το χρυσάφι. Κι ότι είναι αυτό το οποίο υποδεικνύει ως το κατεξοχήν τερατώδες. Το βιβλίο λέει και για τον εξωτικό τον φύλαρχο που το αψήφισε. Ήταν ο ηγεμόνας των Αιθιόπων. Πανύψηλος κι αυθεντικά αγέρωχος, αρνήθηκε να πεισθεί στις γαλιφιές του Καμβύση όταν του ζητούσε υποταγή. Οι απεσταλμένοι του Πέρση θαρρούσαν ότι θα θάμπωναν τον Αιθίοπα με τα χρυσά λεπτοδουλεμένα περιδέραια και τα βραχιόλια που δήθεν του έφερναν ως δώρα. Γέλασε εκείνος κι απάντησε ότι του φαίνονται για αλυσίδες κι ότι, στον τόπο του, αυτές είναι γερότερες (γελάσας… καὶ νομίσας εἶναί σφεα πέδας εἶπε ὡς παρ᾽ ἑωυτοῖσί εἰσι ῥωμαλεώτεραι τουτέων πέδαι, ΙΙΙ 22.2). Με κίνηση γεμάτη νόημα, αντιδώρισε στον Πέρση βασιλιά ένα τόξο. Κι όταν οι απεσταλμένοι πλέον έφευγαν, τους πέρασε να δουν μια φυλακή όπου οι κρατούμενοι ήταν δεμένοι με χρυσά δεσμά (ἀγαγεῖν σφέας ἐς δεσμωτήριον ἀνδρῶν, ἔνθα τοὺς πάντας ἐν πέδῃσι χρυσέῃσι δεδέσθαι, ΙΙΙ 22.2).
Αναρωτιέμαι μήπως ανάλογες σκέψεις έκανε κι εκείνη η κεντρική φιγούρα σ’ ένα πολύ γνωστό σύγχρονο κάδρο του Sebastiao Salgado από το χρυσωρυχείο της Serra Pelada, το τερατώδες κάτεργο της Βραζιλίας των ‘80s —από σειρά φωτογραφικών λήψεων τις οποίες αργότερα ενσωμάτωσε και ο Wim Wenders στην ταινία The Salt of the Earth (Το Αλάτι της Γης). Ένας πανύψηλος εργάτης ξαποσταίνει σκεφτικός και σαν αποστασιοποιημένος, ανάμεσα σε μυρμηγκιές ανθρώπων που ανεβαίνουν προς την επιφάνεια της γης, ο ένας πίσω απ’ τον άλλον, κι αλληλοσπαράσσονται για λίγη χρυσόσκονη.