Τα «θεριά» και οι «ολίγοι»
Παραλληλία ύψους και ήθους Μακρυγιάννη και αρχαίων
Κείμενο: Μάριος Πλωρίτης
ΣΕ ΜΙΑ ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΗΣ, η κορυφαία ελληνίστρια κυρία Ζακλίν ντε Ρομιγί, που βρίσκεται από προχτές στη χώρα μας, τόνιζε το αναμφίλεκτο: «Οι Έλληνες ήταν οι πρώτοι που έθεσαν τα προβλήματα με τρόπο απλό αλλά και οικουμενικό, αφηρημένο αλλά και κατανοητό συγχρόνως».
Αυτό το δώρημα του λόγου που συνδυάζει τη βαθύτητα με τη σαφήνεια, την καλλιέπεια με τη λακωνικότητα αποτελεί, πάντα, γνώρισμα των αληθινά σπουδαίων. (Οι «σκουληκομυρμηγκότρυπες» είναι το καταφύγιο εκείνων που έχουν ελάχιστα να πουν, δεν ξέρουν πώς να τα πουν, αλλά προσπαθούν με «περικοκλάδες» να πείσουν τον αναγνώστη πως λένε κάτι βαθυσήμαντο).
Το χάρισμα του περιεκτικού όσο και γλαφυρού λόγου το κληροδότησαν , λες, οι Αρχαίοι στους πιο άξιους νεοέλληνες – στον Σολωμό, στον Μακρυγιάννη, για να σταθούμε μόνο σ’ αυτούς. Κι ίσα ίσα, ο Μακρυγιάννης γίνεται ξανά επίκαιρος (μα έπαψε ποτέ να είναι;) με την πολύτομη και πολύτιμη έκδοση Τα Ελληνικά του Μακρυγιάννη, που είδαν το φως τώρα και που τ’ απαρτίζουν το πλήρες Λεξιλόγιο των δύο έργων του στρατηγού και οι Συμφραστικοί πίνακες των λέξεών του (concordances).
Αναθυμόμαστε, έτσι, άλλη μια φορά, πόσο ο «ασπούδαχτος» εκείνος πολεμιστής έγινε δάσκαλος του γένους, δάσκαλος ελληνικής γλώσσας και ελληνικού ήθους – συνεχίζοντας, ασύνειδα, τον «κανόνα» των αρχαίων Ελλήνων.
Παραδείγματα, μέσα στα τόσα: η (πολύ γνωστή, αλλά τόσο σημαδιακή) συνομιλία του με τον Γάλλο ναύαρχο Derigny -τον Ντερνύ, όπως τον λέει ο ίδιος- πριν απ’ τη μάχη των Μύλων κατά του πολυδύναμου Ιμπραήμ (13.6.1825):
«…η τύχη μάς έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ώς τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε· τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν· κι όταν κάνουν αυτήνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν».
Και την άλλη μέρα, ο Μακρυγιάννης θα πει σε τέσσερις Γάλλους αξιωματικούς, που πήγαν να τον συναντήσουν στο οχύρωμά του:
«Όταν σηκώσαμεν την σημαίαν αναντίον της τυραγνίας, ξέραμεν ότ’ είναι πολλοί αυτήνοι και μαθητικοί (: έμπειροι) κι έχουν και κανόνια κι όλα τα μέσα· εμείς απ’ ούλα είμαστε αδύνατοι· όμως ο Θεός φυλάγει και τους αδύνατους· κι αν πεθάνωμεν, πεθαίνομεν διά την πατρίδα μας, διά την θρησκεία μας, και πολεμούμεν όσο μπορούμεν αναντίον της τυραγνίας· κι ο Θεός βοηθός. Αυτός ο θάνατος είναι γλυκός, ότι κανένας δεν θα γένη αθάνατος».
Αυτές οι τόσο επιγραμματικές και παραστατικές διατυπώσεις της μοίρας και της στάσης των Ελλήνων απηχούν το πνεύμα και το ύφος χιλιετιών ολόκληρων – «αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ώς τώρα». Λες και, στην απάντηση του Μακρυγιάννη, ακούς σχεδόν κατά λέξη την απόκριση των Αθηναίων του 480 π.Χ. στον βασιλιά της Μακεδονίας Αλέξανδρο Α’, που τους τόνιζε, κι εκείνος, τη συντριπτική υπεροχή του περσικού στρατού:
«Ξέρομε ότι οι δυνάμεις του Μήδου είναι πολύ μεγαλύτερες από τις δικές μας. Αλλά αγαπούμε τόσο την ελευθερία, ώστε θα αμυνθούμε όπως μπορούμε» («Επιστάμεθα ότι πολλαπλασίη εστί τω Μήδω δύναμις ή περ ημίν… Αλλ όμως ελευθερίης γλιχόμενοι, αμυνεύμεθα ούτω όπως αν και δυνώμεθα»).
Ή την απάντηση του Λεωνίδα στον Ξέρξη που, λίγο πριν απ’ τις Θερμοπύλες, του ζητούσε να μην επιμείνει στην «ανέλπιδη αντίστασή του» και να πάει με το μέρος του Πέρση βασιλιά που, σ’ αντάλλαγμα, θα τον έκανε μονάρχη όλης της Ελλάδας.
«Αν ήξερες τ’ αληθινά αγαθά της ζωής, δεν θα επιθυμούσες το έχει των άλλων. Εγώ προτιμώ να πεθάνω για την Ελλάδα παρά να γίνω μονάρχης των ομοφύλων μου» («Ει τα καλά του βίου γινώσκοις, απέστης αν της των αλλοτρίων επιθυμίας· εμοί δε κρείσσων ο υπέρ της Ελλάδος θάνατος του μοναρχείν των ομοφύλων»).
Και σαν επιμύθιο, σ’ εκείνον και σ’ ετούτους, το ψήφισμα της Πριήνης (β’ μισό του Γ’ αιώνα):
«…Ως ουθέν μείζον εστιν ανθρώποις Έλλησιν της ελευθερίας» («τίποτα δεν είναι πιο σπουδαίο, για τους Έλληνες, από την ελευθερία»).
Αλλά ο Μακρυγιάννης συναντιέται, ηθολογικά και υφολογικά, με τους αρχαίους και στη γενικότερη θεώρηση των «κοινών». Θα περιορισθώ σε λίγα δείγματα:
«Οι Έλληνες έβαλαν τη ζωή τους πρώτα, το ντουφέκι τους, το ψωμί τους, το καράβι τους, και κατάστασίν τους μέσα εις το καράβι, και μ’ αυτά ανάστησαν την πατρίδα». Και αλλού προσθέτει: «Οι Έλληνες είναι ευλογημένο έθνος όταν τους κυβερνάει η ‘λικρίνεια» .
Την αξιοσύνη των Ελλήνων, όταν είναι ομόψυχοι κι αποφασισμένοι, δήλωναν κι οι Θηβαίοι στον Πέρση στρατηγό Μαρδόνιο:
«Τους Έλληνες ενωμένους είναι δύσκολο να τους νικήσουν ακόμα και όλοι οι άλλοι άνθρωποι, αν μαζευτούν» («Κατά μεν το ισχυρόν Έλληνας ομοφρονέοντας. χαλεπούς είναι περιγίγνεσθαι και άπασι ανθρώποισι»).
Κι ενάμιση αιώνα αργότερα, ο Αριστοτέλης θα «επαυξήσει»:
«Το γένος των Ελλήνων έχει δυνατή ψυχική ορμή και οξεία αντίληψη, και γι’ αυτό ακριβώς και ελεύθερο είναι και άριστη πολιτική ζωή έχει και δύναμη να κυριαρχήσει πάνω σε όλους, αν συνενωνόταν σε μια πολιτεία» («Το δε των Ελλήνων γένος ένθυμον και διανοητικόν εστίν, διόπερ ελεύθερόν τε διατελεί και βέλτιστα πολιτευόμενον και δυνάμενον άρχειν πάντων, μιας τυγχάνον πολιτείας»)
Αν ενώνονταν, αν ομοφρονούσαν…
Σ’ αυτή την πολιτεία -θα πουν τόσο εκείνοι, όσο κι ο Μακρυγιάννης- η ατομική ευημερία είναι ανέφικτη χωρίς την ευπραγία του συνόλου:
«Είναι φυσικό», επιμένει ο Αριστοτέλης, «η πόλη να προηγείται της οικογένειας και του καθενός από μας, αφού αναγκαστικά το όλο προϋπάρχει του μέρους. Αν εκμηδενισθεί, δηλαδή, ολόκληρο το σώμα, δεν θα υπάρχει ούτε χέρι ούτε πόδι» («Και πρότερον δη τη φύσει πόλις ή οικία και έκαστος ημών εστίν. Το γαρ όλον πρότερον αναγκαίον είναι του μέρους· αναιρουμένου γαρ του όλου, ουκ έσται πους ουδέ χειρ»).
Κι ο Μακρυγιάννης, στον Βαυαρό Αντιβασιλέα Χάιντεκ, με ανάλογη παρομοίωση:
«…Αν είμαι στραβός, και η πατρίδα μου είναι καλά, με θρέφει· αν είναι η πατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια να ‘χω, στραβός θα είμαι».
Αλλά η αστοχασιά των ανθρώπων -που συχνά τη λένε «τύχη » φέρνει στην εξουσία απατεώνες και κάλπηδες, κι αποδιώχνει τους τίμιους και τους άξιους.
Για να στηλιτεύσει αυτές τις «επιλογές», ο Αριστοφάνης χρησιμοποιεί την «παραβολή» του «κακού νομίσματος που διώχνει το καλό», κι επιλέγει:
«…τους καλογεννημένους και φρόνιμους πολίτες μας, (…) τους προπηλακίζουμε, και στις θέσεις βάζουμε όλες κάτι μούτρα μπρούντζινα, κάτι αχρείους και γιους αχρείων (…) που η πόλη μήτε και για φαρμακούς στα παλιά καλά της χρόνια δεν θα τους δεχότανε».
Κι ο Μακρυγιάννης, ταυτόσημα:
«(Αυτοί που) έγιναν τώρα μεγάλοι και τρανοί. το έθνος το γύμνωσαν και το αφάνισαν· γιόμωσαν φατρίες και κακίες τους ανθρώπους του αγώνος. Τους καταδιαιρούν – γιομόζουν αυτήνοι αγαθά… κατατρέχουν το δίκαιον και την αλήθειαν και με ψέματα θέλουν και με σπιγούνους να σε λευτερώσουνε (καημένη πατρίδα)».
Και σ’ ένα γράμμα του στον Όθωνα (15.12.1834), ο Μακρυγιάννης περιγράφει αυτή την «παραλυσία» και αδικία:
«Εις μεν τους καλούς και δυστυχείς αγωνιστάς λέγουν (οι κρατούντες επιτήδειοι) ότι η πατρίς είναι πτωχή, εις δε τους κόλακάς των την αποδεικνύουν πλουσία. Εάν είναι πτωχή, καθώς είναι βέβαια, έπρεπε να είναι πτωχή εις όλους, και όχι μόνον διά εκείνους, οπού εδοκίμασαν τόσους αγώνας και ήλθαν εις ελεεινήν κατάστασιν διά την ελευθερίαν της».
Έχουν επίγνωση οι παλιοί κι οι νεότεροι πόσο «οχληρές» είναι, για πολλούς, οι καταγγελίες τους και οι οιμωγές τους. Αλλά η δική τους οργή για την «άχλια κατάσταση της πατρίδας» και η πίστη στο δίκιο τους, τους σπιρουνίζει να μιλήσουν με απόλυτη παρρησία, όσο δυσάρεστη κι αν είναι.
«Λέξω δεινά, δίκαια δε» («Θα πω πράγματα φοβερά, μα δίκαια»), λέει ο αριστοφανικός Δικαιόπολις.
Κι ο Μακρυγιάννης, στον Πρόλογο των Απομνημονευμάτων του:
«Γράφω με πολλήν αγανάκτησιν αναντίον των αιτίων… Ο ζήλος της πατρίδος μού δίνει αυτήνη την αγανάχτησιν και δεν μπόρεσα να γράψω γλυκότερα».
Ίδιες ιερεμιάδες για ίδιες πληγές στην Ελλάδα του 5ου π.Χ. αιώνα, του 19ου – και του 20ού, βέβαια…
31.5.92
Ακούστε: