Ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟΝ ΔΙΗΓΗΜΑ
του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Τοῦ Δημήτρη τοῦ Μπέρδε τὸ μαγαζὶ ὡμοίαζε, τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, μὲ βάρκαν, κατὰ τὸ φαινόμενον φουρτουνιασμένην, δευτερόπρυμα* πλέουσαν, πληττομένην ὑπὸ τῶν κυμάτων τὴν μίαν πλευράν, μὲ τὸ ὕδωρ εἰσπηδῶν ἀπὸ τὴν κωπαστὴν καὶ περιρραντίζον τοὺς δυστυχεῖς ἐπιβάτας, ὅπου ὁ κυβερνήτης καὶ ὁ ναύτης του φαίνονται περιφρόντιδες, δίδοντες καὶ λαμβάνοντες προστάγματα εἰς ἀκατάληπτον γλῶσσαν, ὁ μὲν ἰθύνων μετὰ βίας τὸ πηδάλιον, ὁ δὲ λύων καὶ δένων τὰ ἱστία, βοηθῶν διὰ τῆς κώπης ἐκ τοῦ ὑπηνέμου, ἀμφότεροι τρέχοντες ἀπὸ τὴν πρύμνην εἰς τὴν πρῷραν, καταπτοοῦντες τοὺς ἀπειροτέρους τῶν ἐπιβατῶν, περιρραινομένους ἀπὸ τὸ ἀφρίζον κῦμα, ὀσφραινομένους ἐγγύθεν καὶ γευομένους τὴν ἅλμην. Ἐξημέρωναν δὲ Χριστούγεννα, καὶ ἕκαστος τῶν πελατῶν ἐπεθύμει νὰ κάμῃ τὰ ὀψώνιά του. Ὁ κὺρ Δημήτρης ὁ Μπέρδες ἔτρεχεν ἐμπρός, ὀπίσω, ἐκέρνα νοθευμένα τοὺς πελάτας, ἐπώλει ξίκικα εἰς τοὺς ἀγοραστάς, μὲ τὴν τρικυμίαν ἐσκορπισμένην εἰς τὴν ὄψιν καὶ τὴν γαλήνην ταμιευμένην ἐν τῇ καρδίᾳ, γοητευόμενος ἀπὸ τὰς φωνὰς τῶν θαμώνων, ἐνθουσιῶν ἀπὸ τὸν κρότον τῶν κερμάτων, τῶν πιπτόντων διὰ τῆς ἄνωθεν ὀπῆς, ὡς τὰ στρουθία εἰς τὴν παγίδα, εἰς τὸ καλῶς κλειδωμένον συρτάρι του. Τὸ παιδί, ὁ δεκαπεντούτης Χρῆστος, ἀνεψιός του ἐξ ἀδελφῆς, δὲν ἐπρόφθανε νὰ γεμίζῃ φιάλας ἐκ τοῦ βαρελίου, νὰ κακοζυγίζῃ βούτυρον ἐκ τοῦ πίθου, νὰ κενώνῃ μέλι ἐκ τοῦ ἀσκοῦ, μὲ τὴν ποδιὰν ὑψηλὰ εἰς τὸ στῆθος περιδεδεμένην, κ᾽ ἐξελαρυγγίζετο νὰ φωνάζῃ ἀμέσως! εἰς ὀκτὼ διαφόρους τόνους καὶ ὕψη· λέξιν τὴν ὁποίαν μὲ τὸν καιρὸν εἶχε κατορθώσει νὰ κολοβώσῃ εἰς ἀμές! εἶτα νὰ συντάμῃ εἰς ᾽μές! καὶ τέλος ν᾽ ἁπλοποιήσῃ εἰς ἔς!
Εἰς μίαν γωνίαν τοῦ μαγαζείου ὅμιλος ἐκ πέντε ἀνδρῶν ἐκάθηντο κ᾽ ἔπιναν τὴν μαστίχαν των, πρὶν διαλυθῶσι καὶ ἀπέλθωσιν οἴκαδε διὰ τὸ δεῖπνον. Ἦσαν ὅλοι ἐμποροπλοίαρχοι τοῦ τόπου, περιμένοντες τὴν κατάδυσιν τοῦ Σταυροῦ διὰ ν᾽ ἀποπλεύσωσι, κ᾽ ἐδεξιοῦντο ἕνα συνάδελφόν των, ἐκείνην τὴν ἑσπέραν φθάσαντα αἰσίως μὲ τὴν σκούναν του, τὸν καπετὰν Γιάννην τὸν Ἰμβριώτην· ἔκαμαν ὅλοι μὲ τὴν σειρὰν τὰ μουσαφιρλίκια, εἶτα ὁ καπετὰν Γιάννης ἠθέλησε καὶ αὐτὸς νὰ τοὺς κάμῃ τὰ σαλαμετλίκια*. Εἶτα εἷς ἕκαστος τῶν φίλων ἐπροθυμήθη νὰ κάμῃ κ᾽ ἐκ δευτέρου τὰ μουσαφιρλίκια, καὶ πάλιν ὁ καπετὰν Ἰμβριώτης ἐξανάκαμε τὰ σαλαμετλίκια. Ἕως ἐδῶ εὑρίσκοντο καὶ ὡμίλουν ζωηρῶς περὶ πραγμάτων τοῦ ἐπαγγέλματός των, περὶ ναύλων, κεσατίων, περὶ σταλίας, περὶ φορτώσεων κ᾽ ἐκφορτώσεων, περὶ ναυαγίων καὶ ἀβαριῶν. Ὁ καπετὰν Γιάννης διηγεῖτο διὰ μακρῶν τὰ τοῦ τελευταίου ταξιδίου του, καὶ εἶπεν ὅτι, ἀκουσίως του, ἕνεκα δυστροπίας τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν, ἠναγκάσθη νὰ διατρίψῃ ἐπὶ ἡμέρας ἐν Βόλῳ, ὅπου εἶχε προσεγγίσει πρὸς μερικὴν ἐκφόρτωσιν.
― Ἄ! δὲν σᾶς εἶπα καὶ γιὰ ἕνα γιουλτζὴ ποὺ πῆρα ἀπ᾽ τὸ Βόλο, εἶπε.
―Ἐπῆρες κανέναν ἐπιβάτη ἀπ᾽ τὸ Βόλο; ἠρώτησεν εἷς τῶν φίλων του.
― Δὲν ἠθέλησε νὰ ξεμπαρκάρῃ, ἔμεινε μὲς στὴ σκούνα. Τοῦ εἶπα νὰ τὸν πάρω μ᾽σαφίρη στὸ σπίτι, καὶ δὲ θέλησε.
― Καὶ γιὰ ποῦ πάει;
―Ἕως ἐδῶ, κατὰ τὸ παρόν. Τὸν ἠρώτησα, δὲν ἠθέλησε νὰ μοῦ πῇ.
― Καὶ τί δουλειὰ ἔχει ἐδῶ;
― Τί ἄνθρωπος εἶναι;
― Πῶς σοῦ φάνηκε; διεσταυροῦντο αἱ ἐρωτήσεις τῶν πλοιάρχων.
― Εἶναι ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ξουραφισμένο τὸ μουστάκι καὶ τὰ γένεια, κ᾽ ἔχει ἀφημένες μόνον τρίχες ἀποκάτ᾽ ἀπ᾽ τὸ σιαγόνι καὶ στὸ λαιμό. Μοῦ φάνηκε σὰν Ἐγγλέζος, σὰν Ἀμερικάνος, μὰ ὄχι πάλι σωστὸς Ἐγγλέζος οὔτε σωστὸς Ἀμερικάνος· τὰ ὀλίγα λόγια ποὺ μοῦ εἶπε ρωμέικα, τὰ εἶπε μ᾽ ἕναν τρόπο δύσκολο καὶ συλλογισμένο, ὄχι καὶ πολὺ ξενικό, σὰν νὰ ἤξερε μιὰ φορὰ ρωμέικα καὶ τὰ ξέχασε. Τὲς πλειότερες φορὲς συνεννοηθήκαμε μὲ κάτι λίγα ἰταλικὰ ποὺ ξέρω κ᾽ ἐγώ.
― Σοῦ εἶπε τ᾽ ὄνομά του;
― Στὰ χαρτιὰ τὸν ἐπέρασα ὡς Τζὼν Στόθισον, μὲ ἀμερικάνικο πασαπόρτι.
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ὁ καπετὰν Γιάννης, ὅστις ἐκάθητο ἐρείδων τὰ νῶτα ἐπὶ τοῦ τοίχου, πρὸς τὴν θύραν βλέπων, ἀκουσίως ἀνέκραξεν:
― Ἄ! νά τος!
Ὅλοι ἐστράφησαν πρὸς τὴν θύραν.
* * *
Εἶχεν εἰσέλθει ἄνθρωπος ὑψηλός, καλοφορεμένος, ὣς σαρανταπέντε ἐτῶν, ὡραῖος, ἀνοικτοπρόσωπος, ἐξυρισμένος μύστακα καὶ γένειον, πλὴν ὀλίγων τριχῶν ὑπὸ τὸν πώγωνα καὶ πρὸς τὸν λαιμόν, μὲ παχεῖαν χρυσῆν καδέναν ἐπὶ τοῦ στήθους, ἀφ᾽ ἧς ἐκρέμαντο μικρὸν ἐγκόλπιον καί τινες βῶλοι χρυσοῦ. Ποίας φυλῆς, ποίου κλίματος ἦτο, δυσκόλως ἠδύνατο νὰ εἰκάσῃ τις. Ἐφαίνετο ἀποκτήσας οἱονεὶ ἐπίχρισμα ἐπὶ τοῦ προσώπου, ὡς προσωπίδα τινὰ ἄλλου κλίματος, εὐζωίας καὶ πολιτισμοῦ, ὑφ᾽ ἣν ἐλάνθανε κρυπτομένη ἡ ἀληθὴς καταγωγή του. Ἐβάδιζε μὲ βῆμα ἀβέβαιον, ρίπτων βλέμμα ἔτι ἀβεβαιότερον πρὸς τὰ περὶ αὑτὸν πρόσωπα καὶ πράγματα, ὡς νὰ προσεπάθει νὰ κατατοπισθῇ ὅπου ἦτο.
Ἐνῷ πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου ἠρνήθη, ὡς διηγεῖτο ὁ πλοίαρχος Ἰμβριώτης, ν᾽ ἀποβιβασθῇ εἰς τὴν πολίχνην, ἅμα ἐνύκτωσε παρεκάλεσε τὸν ἐπὶ τοῦ πλοίου μείναντα ναύτην, ὅστις, ἐπειδὴ δὲν ἦτο ἐντόπιος, δὲν εἶχε ποῦ νὰ ὑπάγῃ, κ᾽ ἔμεινε φύλαξ τῆς σκούνας, νὰ τὸν ἀποβιβάσῃ εἰς τὴν ξηράν. Ὁ ναύτης ὑπήκουσεν. Ὁ ξένος ἄφησε τὴν ἀποσκευήν του, συγκειμένην ἀπὸ τρεῖς ὑπερμεγέθεις κασσέλας, εἰς τὸν θάλαμον τῆς πρῴρας, κ᾽ ἐξῆλθεν. Ἅμα ἀποβιβασθείς, εὑρέθη εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, κ᾽ ἐκοίταξε δεξιὰ-ἀριστερά, ὡς νὰ μὴ ἐγνώριζε ποῦ εὑρίσκετο. Ἔξω εἰς τὸ ὕπαιθρον ἄνθρωποι δὲν ἦσαν, διότι ἦτο ψῦχος δριμύ· τὰ βουνὰ χιονισμένα ὁλόγυρα. Ἦτο τῇ 24 Δεκεμβρίου 187… Ἐκοίταξεν ἐντὸς εἰς δύο ἢ τρία καπηλεῖα καὶ καφενεῖα, εἶτα εἰς δύο ἐμπορικο-παντοπωλεῖα διφυῆ, οἷα τὰ τῶν χωρίων. Ἀλλὰ δὲν ἐφάνη εὐχαριστημένος, ὡς μὴ ἀναγνωρίσας αὐτά, κ᾽ ἐξηκολούθησε τὸν δρόμον του. Ἀνέβη εἰς τὴν μικρὰν πλατεῖαν, ἔμπροσθεν τοῦ ναοῦ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Ἐκεῖ ἐφάνη ὅτι ἀνεγνώρισε τὸ μέρος. Καὶ δὲν ἔκαμε μὲν τὸν σταυρόν του, ἅμα εἶδε τὴν ἐκκλησίαν, ἀλλ᾽ εἰς τὸ σκότος ἔβγαλε τὸ καπέλον του, καὶ πάλιν τὸ ἐφόρεσεν, ὡς νὰ συνήντησε παλαιὸν φίλον καὶ τὸν ἐχαιρέτα. Εἶτα προσέβλεψεν ἀριστερά, εἶδε τὸ μικρὸν οἰνοπαντοπωλεῖον τοῦ Μπέρδε, κ᾽ ἐπλησίασεν. Ἐστάθη ἐπ᾽ ὀλίγας στιγμὰς κ᾽ ἐκοίταξεν ἐντός. Τέλος εἰσῆλθεν. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι δὲν εἶχεν ἰδεῖ τὸν πλοίαρχον Ἰμβριώτην, ὅστις, καίτοι πρὸς τὴν θύραν βλέπων, ἐσκιάζετο ἐν μέρει ἀπ᾽ αὐτοὺς τοὺς συναδέλφους του, μεθ᾽ ὧν συνέπινε, τοὺς στρέφοντας τὰ νῶτα πρὸς τὴν θύραν, κ᾽ ἐπεπροσθεῖτο ἀπὸ ἄλλον τινὰ ὅμιλον ὀρθῶν ἱσταμένων καὶ πινόντων παρὰ τὸ λογιστήριον, ἔμπροσθεν τοῦ ὁποίου ἵσταντο αἱ φιάλαι μὲ τὰ ποτά. Ἐὰν τὸν εἶχεν ἰδεῖ, ἴσως δὲν θὰ εἰσήρχετο.
― Νά ὁ Ἀμερικάνος, ἐπανέλαβεν ὁ πλοίαρχος Ἰμβριώτης δείξας τὸν εἰσελθόντα πρὸς τοὺς συναδέλφους του.
Οἱ τέσσαρες ἐμποροπλοίαρχοι ἔστρεψαν τοὺς ὀφθαλμοὺς πρὸς τὸν νεωστὶ ἐλθόντα καὶ τὸν ἐκοίταξαν ἀπλήστως.
― Μπόνο πράτιγο*, σινιόρε, ἔκραξεν ὁ Ἰμβριώτης· ἀπεφάσισες, βλέπω, κ᾽ ἐβγῆκες.
Ὁ ξένος ἔκαμε σημεῖον χαιρετισμοῦ μὲ τὴν χεῖρα.
― Πλήιζ κάπτην (ὁρίστε καπετάνιε), εἶπεν εἷς τῶν ἐμποροπλοιάρχων, ὁ καπετὰν Θύμιος ὁ Κουρασάνος, ἰδιοκτήτης μεγάλου βρικίου, ὅστις εἶχε κάμει δύο ταξίδια εἰς τὸν ὠκεανόν, μέχρι Λονδίνου, καὶ εἶχε μάθει ὀκτὼ ἢ δέκα ἀγγλικὰς φράσεις.
― Θὲγκ-ἰοὺ σέρ (εὐχαριστῶ, κύριε), ἀπήντησεν εὐγενῶς ὁ ξένος.
Καὶ ἔρριψε μίαν δεκάραν εἰς τὸ λογιστήριον, εἰπὼν εἰς τὸν παῖδα μόνον τὴν λέξιν ταύτην: «ρούμ!» Λαβὼν δὲ εἰς τὴν χεῖρα τὸ ποτήριόν του, διὰ νὰ μὴ δείξῃ ὅτι ἀπέφευγε συστηματικῶς τοὺς ἀνθρώπους, ἐπλησίασε πρὸς τὸν ὅμιλον, καὶ εἶπεν ἑλληνιστί, μετά τινος παχυστομίας καί δυσκολίας περὶ τὴν προφοράν.
― Εὐχαριστῶ, κύριοι· δὲν εἶμαι νὰ καθίσω νὰ κάμω τώκ, καὶ δύσκολο σ᾽ ἐμένα νὰ κάμω τὼκ ρωμέικα.
― Τί λέει; εἶπε συνοφρυωθεὶς ὁ καπετὰν Θύμιος ὁ Κουρασάνος· δὲ θέλει νὰ κάμῃ τόκα μαζί μας;
Ὁ ξένος ἤκουσε, κ᾽ ἔσπευσε νὰ ἐπανορθώσῃ τὴν παρανόησιν.
― Μὲ συμπάθειο, κύριε· εἶπα, νὰ κάμω τώκ, νὰ κάμω κονβερσατσιόνε, πῶς τὸ λένε;
― Θέλει νὰ πῇ, δυσκολεύεται νὰ κάμῃ κουβέντα στὴ γλῶσσά μας, εἶπεν ἐννοήσας ὁ καπετὰν Ἰμβριώτης.
― Ἄ! ναί, κουβέντα, εἶπεν ὁ ξένος· ξέχασα τὰ λόγια ρωμέικα.
― Ἂντ χουὲρ γιοὺ κόμ; εἶπεν ὁ Κουρασάνος, σολοικίζων ἀγγλιστὶ τὸ: πόθεν ἔρχεσαι;
― Στὴν ὥρα ἐδῶ ἦρθα, ἀπήντησεν ὁ Ἀμερικάνος· ὕστερα δὲν ξέρω, κι ἄλλα ταξίδια θὰ κάμω.
Ὁ καπετὰν Κουρασάνος τὸν ἐκοίταξε μηδὲν ἐννοῶν.
― Δὲν κάθεσαι, σινιόρε; εἶπεν ὁ Ἰμβριώτης· ποῦ θὰ βρῇς καλύτερα;
― Δὲν κάθομαι, πάω νὰ κάμω γουώκ, νὰ φέρω γῦρο, πῶς τὸ λέτε;
― Νὰ κάμῃς σπάτσιο;
― Ἄ, ναί, σπάτσιο, εἶπεν ὁ ξένος· ναί, βλέπω, σὰν δὲν εἰπῇ ἕνας λόγια ἰταλικά, δὲν καταλαβαίνει ἄλλος ρωμέικα.
Ἔκαμε νεῦμα ἀποχαιρετισμοῦ, κ᾽ ἐστράφη πρὸς τὴν θύραν. Οἱ πέντε πλοίαρχοι ἔμειναν πλέοντες, μετὰ τὴν συνδιάλεξιν ταύτην, εἰς μεγαλύτερον πέλαγος ἀγνοίας, ἢ εἰς ὅσον πρὶν εἶχον ἀναχθῆ ἐκ τῶν ἐξηγήσεων τοῦ συναδέλφου των Ἰμβριώτη.
* * *
Ἐξελθὼν τοῦ καπηλείου ὁ ξένος, διηυθύνθη πρὸς τὴν Κολώναν, τὴν ἱσταμένην ἀπέναντι τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ἐξ ἧς ἔδενον τὸ πάλαι τὰ πρυμνήσια τῶν παραχειμαζόντων εἰς τὸν λιμένα πλοίων. Ἔστρεφε τὸ βλέμμα δεξιὰ καὶ ἀριστερά, καὶ τέλος τὸ προσήλωσεν ἐπιμόνως εἴς τινα μικρὰν οἰκίαν, τὴν ὁποίαν ἐκοίταξεν ἐπὶ μακρόν, ὡς νὰ προσεπάθει ν᾽ ἀναμνησθῇ καὶ ν᾽ ἀναγνωρίσῃ τι.
Τέλος εἰσῆλθεν εἰς στενὸν δρομίσκον διασχίζοντα τὴν συνοικίαν, κ᾽ ἔγινεν ἄφαντος.
Ἐὰν ἐν τούτοις τὸν παρηκολούθει τις, θὰ ἔβλεπεν ὅτι, ἀφοῦ προέβη ὀλίγα βήματα, ἐστράφη ὑψηλότερα καὶ ἀνῆλθε, τέσσαρας οἰκίας ἀνωτέρω τοῦ μικροῦ οἴκου, τὸν ὁποῖον ἐπιμόνως ἐκοίταζε πρίν, ὅπου μεταξὺ δύο οἰκιῶν ἐσχηματίζετο κενόν τι, ἐν μέρει θαπτόμενον ἀπὸ λείψανα δύο τοίχων.
Ἐφαίνετο ὅτι ἦτο χάλασμα, ἐρείπιον οἰκίας οὐ πρὸ πολλοῦ κατεδαφισθείσης. Ὁ ξένος, ἀφοῦ ἐκοίταξε τριγύρω, νὰ ἴδῃ μήπως τὸν παρετήρει τις, εἰσῆλθε δειλὸς εἰς τὸ χάλασμα ἐκεῖνο, ὅπου εἰς τὴν γωνίαν τῶν δύο τοίχων ἐφαίνετο κόγχη τις μαυρισμένη, ὡς νὰ ὑπῆρχεν ἑστία ἐκεῖ τὸ πάλαι. Εἰσῆλθεν ἀσκεπής, κρατῶν τὸν πῖλον εἰς τὰς χεῖρας, ἐγονάτισε, κ᾽ ἐστήριξε τὸ μέτωπον ἐπὶ τῶν ψυχρῶν λίθων τῆς γωνίας ἐκείνης, καὶ ἀφοῦ ἔμεινεν ἐπὶ τρία λεπτὰ γονυκλινής, ἠγέρθη, ἐσπόγγισε τοὺς ὀφθαλμούς του, καὶ ἀπεμακρύνθη βραδέως.
Ἐπανελθὼν πάλιν χαμηλότερον, ἐστάθη εἰς τὸ μέσον τοῦ δρομίσκου, οὐ μακρὰν τῆς οἰκίας, τὴν ὁποίαν πρὶν ἐφαίνετο ὅτι ἐκοίταζεν. Ἐστάθη, καὶ ἀφοῦ ἔρριψε βλέμμα ὁλόγυρα, ἵνα ἴδῃ μή τις τὸν παρηκολούθει, ἔτεινε τὸ οὖς. Τί ἤκουεν ἆρά γε; Ἴσως ἤκουε τὰ διασταυρούμενα καὶ φεύγοντα κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, ὡς λάλημα χειμερινῶν στρουθίων, ᾄσματα τῶν παίδων τῆς γειτονιᾶς, οἵτινες ἐπισκεπτόμενοι τὰς οἰκίας, ἔψαλλον τὰ Χριστούγεννα. Ἐδῶ μὲν ἠκούοντο οἱ στίχοι:
Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτὴ τοῦ χρόνου,
ἐβγᾶτ᾽, ἀκοῦστε, μάθετε, τώρα Χριστὸς γεννιέται
ἐκεῖ δὲ ἀντήχει:
Κυρά μ᾽, τὴ θυγατέρα σου, κυρά μ᾽, τὴν ἀκριβή σου
καὶ ἀλλαχοῦ:
Ν᾽ ἀσπρίσῃς σὰν τὸν Ἔλυμπο, σὰν τ᾽ ἄσπρο περιστέρι
φωναὶ ἀθῷαι, ἄχροοι, χαρωπαί, φωναὶ παιδικῆς χαρᾶς καὶ εὐθυμίας.
Αἴφνης ὁ ξένος ἠναγκάσθη νὰ παραμερίσῃ, διότι ζεῦγος παιδίων, ὧν τὸ ἓν ἐκράτει καὶ φανάριον, ἀρτίως καταβάντα ἀπὸ μίαν κλίμακα, ἤρχοντο πρὸς τὰ ἐδῶ. Ἐπέστρεψε βήματά τινα ὀπίσω, πρὸς τὸ μέρος ὁπόθεν εἶχεν ἔλθει. Τὰ παιδία ἦλθαν πλησίον, καὶ οὐδὲ τὸν παρετήρησαν κἄν. Ἀνέβησαν τὴν κλίμακα ἐκείνης ἀκριβῶς τῆς οἰκίας, τὴν ὁποίαν εἶχε κοιτάξει διὰ μακρῶν ὁ ξένος. Τοῦτο ἰδὼν ἔκαμε κίνημα, κ᾽ ἐστράφη ὀπίσω πάλιν, μετὰ ζωηροῦ ἐνδιαφέροντος. Ἐστάθη κ᾽ ἔτεινε τὸ οὖς.
Τὰ παιδία ἔκρουσαν τὴν θύραν.
― Νὰ ᾽ρθοῦμε νὰ τραγουδήσουμε, θειά;
Μετὰ μίαν στιγμὴν ἠκούσθη ἔνδοθεν βῆμα, ἠνοίχθη ἡ θύρα, καὶ γραῖά τις μὲ μαύρην μανδήλαν προκύψασα, εἶπε μὲ θλιβερὰν φωνήν:
―Ὄχι, παιδάκια μ᾽, τί νὰ τραγ᾽δῆστε ἀπὸ μᾶς; Ἔχουμε μεῖς κανένα; Καλὴ χρονίτσα νά ᾽χετε, κὶ σύρτε ἀλλοῦ νὰ τραγ᾽δῆστε.
Τοὺς ἔβαλε μίαν πενταρίτσαν εἰς τὴν χεῖρα, καὶ τὰ παιδία ἔφυγαν εὐχαριστημένα, διότι, χωρὶς ἄλλον κόπον, εἰμὴ τὴν ἀνάβασιν καὶ κατάβασιν τῆς κλίμακος, ἐκέρδισαν μίαν πεντάραν.
Ὁ ξένος, ἀόρατος ἀπό τινος γωνίας, εἶδε τὴν ἐρρυτιδωμένην ἐκείνην μορφήν, καὶ ἤκουσε τὴν πικραμένην φωνὴν ἐκείνην. Περίεργον δὲ ὅτι ἀφῆκε στεναγμὸν ἀνακουφίσεως, ἐφάνη ὡς νὰ ἐχάρη.
Τοῦ ἦλθε τότε μία ἰδέα, τὴν ὁποίαν, χωρὶς νὰ συλλογισθῇ πολύ, ἔβαλεν εἰς ἐνέργειαν. Ἀφοῦ ἐκλείσθη ἡ θύρα καὶ ἡ γραῖα ἔγινεν ἄφαντος, τὰ παιδία κατέβησαν τὴν κλίμακα ἀνταλλάσσοντα λέξεις τινάς.
― Τώρα ἔχουμε, βρὲ Γληόρ᾽, μιὰ κὶ ἑξηνταπέντε.
― Κι ἀπὸ πόσα κάνει νὰ πάρουμε; εἶπεν ὁ ἄλλος, ὅστις ἦτο κάσσα. Ἀπὸ ὀγδόντα λεπτά.
― Δὲ θὲ-μοιραστοῦμε κὶ τ᾽ν πεντάρα αὐτ᾽νῆς τς γριᾶς;
― Ναί, θὲ-τ᾽νὲ-μοιραστοῦμε, βρὲ Θανάσ᾽· ὀγδόντα οὑ ἕνας κι ὀγδόντα οὑ ἄλλους.
― Τ᾽νὲ-παίρνουμε, βρὲ Γληόρ᾽, καρύδια, κὶ τὰ μοιραζόμαστε.
― Κὶ σὰ μᾶς δώσ᾽νε πέντε καρύδια, ἀπὸ πόσα θὲ-πάρουμε;
Αἴφνης ὁ ξένος ἐπαρουσιάσθη ἐνώπιον τῶν παιδίων, προτείνων τὴν χεῖρα καὶ δεικνύων αὐτοῖς ἓν τάλληρον.
Τὰ παιδία, τὰ ὁποῖα δὲν εἶχαν ἰδεῖ ἄλλοτε ἄνθρωπον ξυραφισμένον γένεια-μουστάκια, ἐξαφνίσθησαν, καὶ τὸ ἕν, τὸ κρατοῦν τὸν φανόν, ἀφῆκε μικρὰν κραυγήν, ἐνῷ τὸ ἄλλο, τοῦ ὁποίου ἡ τσέπη ἐβρόντα, ἐτρέπετο εἰς φυγήν. Τότε ὁ Θανάσης, ὑποπτεύσας ὅτι, ἂν ἔφευγεν ὁ Γληόρης, ἴσως τὴν ἐπαύριον θὰ ἐκρύπτετο καὶ δὲν θὰ τοῦ ἔδιδε λογαριασμόν, ἀφῆκε τὸ φανάρι κατὰ γῆς, καὶ ἦτο ἕτοιμος νὰ τρέξῃ, νὰ κυνηγήσῃ τὸν φεύγοντα. Μεθ᾽ ἑτοιμότητος τότε ὁ Ἀμερικάνος ἐπρόφθασε νὰ δείξῃ εἰς τὸ φῶς τοῦ φαναρίου τὸ τάλληρον, τὸ ὁποῖον εἶχεν εἰς τὴν χεῖρα, καὶ νὰ εἴπῃ:
― Στάσου· πάρε αὐτὸ ντόλλαρ.
Διχαζόμενον μεταξὺ δύο φόβων καὶ δύο ἐπιθυμιῶν, τὸ παιδίον ἐστάθη ἀποροῦν τί νὰ κάμῃ, καὶ τὰ μὲν γόνατά του ἔτρεμαν, ἡ δὲ ὄψις του ἐφαίνετο κάπως φοβισμένη.
― Δυὸ λόγια νὰ μοῦ εἰπῇς θέλω, εἶπεν 〈ὁ〉 ξένος· αὐτὸ σπίτι, ἐπήγατε ἀπάνου, ποιὸς ζῇ;
Τὸ παιδίον δὲν ἐνόησε καλῶς.
― Τί λές, μπάρμπα; εἶπεν ἀρχίσαν νὰ λαμβάνῃ θάρρος.
Ὁ ξένος ἔβαλεν εἰς τὴν χεῖρά του τὸ τάλληρον, κ᾽ ἐπροσπάθησε νὰ ἐξηγηθῇ εὐκρινέστερα.
―Ἐπήγατε τώρα ἀπάνω σπίτι· ἡ γριὰ στὴν πόρτα ἦρθε, ποιὸς ἄλλος μαζί της ζῇ αὐτὸ σπίτι;
Ὁ παῖς ἐδυσκολεύετο νὰ ἐννοήσῃ. Ἐν τούτοις, ἀφοῦ ἔλαβε τὸ τάλληρον, πᾶς φόβος ἔπαυσε παρ᾽ αὐτῷ.
―Ἐδῶ ἀπάνου, εἶπεν, εἶναι ἡ θεια-Κυρατσού· μᾶς ἔδωκε κὶ μιὰ πεντάρα. Εἶναι κι ἄλλη μιά, δὲ ξέρου τί τ᾽ν ἔχει.
― Θυγατέρα της ἀπάνου μαζί της εἶναι;
― Θυγατέρα της πρέπει νά ᾽ναι, ναί.
― Εἶναι παντρεμένη θυγατέρα της;
― Δὲ ξέρου ἂν εἶναι παντρεμένη· μὰ δὲ φαίνεται νά ᾽χῃ ἄνδρα.
― Καὶ πόσα χρόνια εἶναι θυγατέρα της;
― Δὲ ξέρου πόσα χρόνια εἶναι· μὰ πρέπει νά ᾽ναι καθὼς γεννήθηκε ὣς τώρα.
Καὶ ὁ παῖς, ἀναλαβὼν τὸν φανόν του, ἔφυγε τρέχων, σφίγγων εἰς τὴν παλάμην του τὸ τάλληρον, μὴ ἐμπιστευόμενος νὰ τὸ βάλῃ εἰς τὴν τσέπην· ἔτρεχε δὲ νὰ εὕρῃ τὸν Γληόρην, νὰ τοῦ ζητήσῃ τὸ μερίδιόν του. Ὁ ξένος δὲν ἐδοκίμασε νὰ τὸν ἐμποδίσῃ.
* * *
Μετὰ ταῦτα ὁ Ἀμερικάνος ἀπεμακρύνθη, κατῆλθε 〈εἰς〉 τὴν παραθαλασσίαν ἀγοράν, ὅπου δύο ἢ τρία καφενεῖα εἶχαν φῶς, ἐκοίταξεν εἰς ποῖον τούτων ἦσαν ὀλιγώτεροι θαμῶνες, καὶ εἰσῆλθεν εἰς ἕν, ὅπου ἕνα μόνον ἄνθρωπον εἶδε, τὸν καφετζήν. Ὁ γέρων, ἀρτίως ξυραφισθείς, μὲ τὸν μύστακα στριμμένον, μὲ τὴν βράκαν κοντήν, μὲ ὑψηλὰ ὑποδήματα, μὲ τὴν ποδιὰν καθάριον, ἡτοιμάζετο, φαίνεται, νὰ κλείσῃ, ἀλλ᾽ ἅμα εἶδεν εἰσελθόντα τὸν Ἀμερικάνον, τὸν ἐκοίταξε μετὰ περιεργείας. Οὗτος παρήγγειλε νὰ τοῦ δώσῃ ρούμι, ρίψας δεκάραν ἐπὶ τοῦ λογιστηρίου. Ἰδὼν ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης τὴν δεκάραν, ἠθέλησε νὰ τοῦ ἐπιστρέψῃ τὴν πεντάραν, ἀλλ᾽ ὁ ἄνθρωπος εἶπε: «Νόου! νόου!» καὶ τότε ὁ καφετζὴς τοῦ ἔβαλε κι ἄλλο ρούμι, διὰ νὰ κλείσῃ τὴν πεντάραν, ὡς ἐνόμιζεν· ἀλλ᾽ ὁ ξένος ἔρριψεν ἐπὶ τῆς τραπέζης καὶ ἄλλην δεκάραν. «Δὲ θὰ ξέρῃ ρωμέικα, ὡς φαίνεται», ἐσυλλογίσθη ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης, καὶ διὰ νὰ δοκιμάσῃ τοῦ ἀπέτεινεν τὸν λόγον:
― Τώρα, νεοφερμένος εἶστε;
―Ἐγὼ σήμερα ἔφθασα, μὲ καπετὰν Γιάννη γολέτα.
― Τοῦ καπετὰν Γιάννη τοῦ Ἰμβριώτη;
― Ναί, ἠμπορεῖς ἐλόγου σου νὰ κάμῃς πόντς;
― Μετὰ χαρᾶς, εἶπεν ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης.
Καὶ προσπαθήσας ν᾽ ἀνακαλέσῃ εἰς τὴν μνήμην τὰς ἀρχαίας γνώσεις του, ἐδοκίμασε νὰ κατασκευάσῃ πόντσι, ἀλλὰ τὸ ρούμι δὲν ἤναπτε, καὶ οὕτω τὸ προσέφερεν ὅπως-ὅπως εἰς τὸν ξένον. Οὗτος δὲν ἔκαμε παρατήρησιν, κ᾽ ἔρριψεν ἀργυροῦν σελλίνι ἐπὶ τῆς τραπέζης.
Ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης τὸ ἔλαβε.
― Πόσα πάει αὐτό;
― Δὲν ξέρω ἐγὼ μονέδα τοῦ τόπου, εἶπεν ὁ ἄγνωστος.
Ὁ γέρων ἤνοιξε τὸ συρτάρι του, κ᾽ ἐζήτει ἂν θὰ εἶχεν ἀρκετὰ κέρματα διὰ νὰ δώσῃ τὰ ρέστα, ἀλλὰ δὲν εὕρισκε πλείονα τῶν ὀγδοήκοντα λεπτῶν εἰς δεκάρες, πεντάρες καὶ δίλεπτα. Ἐν τούτοις δὲν τοῦ ἐσυγχώρει ἡ συνείδησις νὰ δολιευθῇ τὸν πελάτην, καὶ εἶπε:
― Σφάντζικο δὲν σᾶς βρίσκεται, κύριε;
― Δὲν ἔχω ἐγὼ μονέδα ἄλλη ἀπὸ Ἀγγλία καὶ Ἀμέρικα, εἶπεν ὁ ξένος.
― Δὲν βγαίνουν τὰ ρέστα, κύριε. Πάρτε τὸ ἀσημένιο σας. Αὐτὸ θὰ πάῃ, πιστεύω, ὣς μιὰ καὶ τριανταπέντε, μιὰ καὶ σαράντα. Αὔριον μοῦ δίνετε εἴκοσι λεπτά.
― Κράτησε τὸ σίλλιν, δὲ θέλω ρέστα.
Ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης ἔμεινε χάσκων, θεωρῶν ἀπλήστως τὸν ξένον. Ἀλλὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην εἰσῆλθεν ὅμιλος ἐκ τριῶν ἀνθρώπων, καὶ σταθέντες ἔμπροσθεν τοῦ λογιστηρίου, διέταξαν νὰ τοὺς δώσῃ ἀπὸ ἕνα ποτόν. Ὁ εἷς τῶν τριῶν τούτων ἀνθρώπων, οἰνόφλυξ, ἐτραγουδοῦσεν ἀτάκτως:
Ντελμπεντέρισσα Βασίλω,
στρῶσ᾽ τὸ μπράτσο σου νὰ γείρω…
Ὁ δεύτερος, γυμνὸς τὸ στῆθος καὶ ἀνυπόδητος, μὲ τοιοῦτον ψῦχος, ἤρχισε νὰ κοιτάζῃ ἐπιμόνως τὸν ξένον.
― Κάπου τὸν εἶδα ἐγὼ αὐτόν, ἐμορμύρισε μασημένα.
Οὗτοι ἦσαν οἱ ἀχθοφόροι τῆς πόλεως, οἱ ἴδιοι καὶ διαλαληταί, τριμελὴς φαιδρὰ συντεχνία, περνῶντες τὸν καιρόν των νὰ πίνωσι τὸ βράδυ πᾶν ὅ,τι ἐκέρδιζαν τὴν ἡμέραν. Ὁ τραγουδιστής, ἀλλάξας αἴφνης ρυθμὸν καὶ ἦχον, ἐπανέλαβεν:
Ἔβγα νὰ ἰδῇς, ἔβγα νὰ ἰδῇς,
σκύλα, κορμὶ ποὺ τυραγνεῖς.
―Ἐβίβα, παιδιά! καὶ συνέκρουσαν θορυβωδῶς τὰ ποτήρια. Καὶ ὁ ἄλλος, ὁ γυμνόστερνος καὶ γυμνόπους, δὲν ἔπαυε νὰ κοιτάζῃ ἐπιμόνως τὸν ἄγνωστον. Καὶ ὁ πρῶτος ἐξηκολούθησε νὰ τραγουδῇ:
Βασίλω μ᾽, τὰ κουμπούρια σου
μὲ τί τά ᾽χεις γεμᾶτα;
βαριά, π᾽ ἀνάθεμά τα!
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἠκούσθη βαρὺ βῆμα ἔνδοθεν τῆς ἀγούσης ἄνω εἰς τὴν οἰκίαν ξυλίνης κλίμακος, ἥτις φρακτὴ μὲ σανίδωμα ἔκοπτε μίαν τῶν γωνιῶν τοῦ καφενείου. Καὶ εἰς τὰ ἄνω τοῦ σανιδώματος ὑπὸ τὸ πάτωμα ἠνοίχθη θυρίς, καὶ μία κεφαλὴ μὲ ἄσπρον σκοῦφον, μὲ λευκὸν μύστακα καὶ μὲ χονδροὺς χαρακτῆρας ἐπρόβαλεν ἐκ τῆς θυρίδος.
― Μὰ πόσες φορὲς σ᾽ τὸ εἶπα, Ἀναγνώστη, ἐξῆλθε διὰ τῆς θυρίδος ἐκ τῆς κεφαλῆς τῆς ἐπιφανείσης χονδρὴ φωνὴ συμπληροῦσα τοὺς χονδροὺς χαρακτῆρας· δὲ θὰ βάλῃς γνώσῃ; Χαλνᾷς τὴν ἡσυχίαν τῶν νοικοκυραίων! Τί μέρα ξημερώνει αὔριο, κ᾽ ἔχουμε τραγούδια καὶ φωνὲς πάλι; Καὶ 〈τί〉 ὥρα εἶναι τώρα;
Ἦτο δὲ ὀγδόη καὶ ἡμίσεια. Ὁ τραγουδιστὴς τῆς ἀχθοφορικῆς τριανδρίας, λαβὼν τὸν λόγον, μετὰ κωμικῆς σοβαρότητος, εἶπε:
― Τώρα θὰ φύγουμε, καπετὰν Ἀναστάση· δὲν τὸ καταδεχόμαστε μεῖς νὰ σᾶς χαλάσουμε τὴν ἡσυχία σας.
― Σιώπα ἐσύ, ζῶ! ἔκραξεν ὁ Ἀναστάσης.
― Τώρα ἀμέσως, καπετὰν Ἀναστάση, θὰ κλείσω. Δὲν μπορῶ, βλέπεις, νὰ διώξω τοὺς ἀνθρώπους, ἐφώνησεν ὁ καφετζής.
― Τέτοια τίμια μοῦτρα! ἀνεκάγχασεν ἀπὸ τῆς θυρίδος ὁ καπετὰν Ἀναστάσης. Χρειάζονται μεγάλες τσεριμόνιες μαζί τους.
― Ἄ! ἐμεῖς δὲν σᾶς προσβάλαμε, καπετὰν Ἀναστάση· ἡ ἀφεντιά σου, βλέπω, μᾶς προσβάλλεις, εἶπεν ὁ ἀχθοφόρος.
Καὶ ταπεινῇ τῇ φωνῇ ἐμορμύρισε:
― Τὸ νοίκι τὸ θέλεις σωστό, καὶ ξέρεις νὰ τὸ γυρεύῃς καὶ μπροστά· μὰ σὰ δὲ βγάλῃ κι αὐτὸς ὁ φτωχὸς μιὰ πεντάρα, πῶς θὰ σ᾽ τὸ πληρώσῃ;
― Σιωπᾶτε, τώρα ἔχει δίκιο, γιατὶ ξημερώνει Χριστούγεννα, εἶπεν ὁ εὐσυνείδητος καφετζής· ἄλλες φορὲς φαίνεται σκληρός, ὁ βλοημένος.
Ἡ κεφαλὴ μὲ τὸν ἄσπρον σκοῦφον ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε γίνει ἄφαντος ἀπὸ τὴν θυρίδα, ὁ δὲ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης ἡτοιμάσθη νὰ κλείσῃ. Οἱ τρεῖς ἀχθοφόροι ἐξῆλθον κρατούμενοι ἐκ τῶν χειρῶν καὶ ᾄδοντες. Ὁ ξένος ἔκαμε νεῦμα ἀποχαιρετισμοῦ διὰ τῆς κεφαλῆς καὶ εἶχεν ἐξέλθει πρὸ αὐτῶν, ἀλλ᾽ ὁ καφετζὴς τὸν ἀνεκάλεσε καὶ τοῦ εἶπε:
― Καὶ ποῦ θὰ κοιμηθῆτε ἀπόψε; Ἔχετε μέρος νὰ μείνετε; Ποῦ εἶστε, κύριε; ἐγὼ ἐδῶ θὰ πλαγιάσω. Ἂν θὰ πᾶτε μὲς στὴ σκούνα, καλά, εἰδεμή, ἂν ἀγαπᾶτε, μείνατε ἐδῶ, ἔχει ζέστη.
― Δὲν ἔχω ὕπνο, εἶπεν ὁ ξένος· ἐγὼ θὰ φέρω γῦρο, καὶ ὕστερα, βλέπουμε.
―Ὅποτε ἀγαπᾶτε, χτυπῆστέ μου τὴν πόρτα, νὰ σηκωθῶ νὰ σᾶς ἀνοίξω. Ἔχω καὶ ροῦχα νὰ σᾶς δώσω.
* * *
Τὴν φορὰν ταύτην ὁ Ἀμερικάνος, διευθυνθεὶς εἰς τὴν συνοικίαν ἐκείνην δι᾽ ἄλλου μικροτέρου δρομίσκου, ἔβλεπε τὴν οἰκίαν ἐκείνην, ἥτις ἦτο τὸ ἀντικείμενον τῆς μερίμνης του, ἐκ τῆς ἑτέρας πλευρᾶς, τῆς νοτιοδυτικῆς. Ἀντικρὺ τοῦ μικροῦ οἰκίσκου, παρά τινα γωνίαν γειτονικῆς οἰκίας, ὑπῆρχε σωρός τις ξύλων καὶ πετρῶν, ἀποκείμενος ἐκεῖ τίς οἶδε πρὸ πόσων χρόνων ὡς ἐκ κατεδαφισθείσης οἰκίας ἢ ἐρειπίου καταρρεύσαντος. Ἐπὶ τῆς πρὸς τὰ ἐκεῖ προσόψεως τοῦ οἰκίσκου ἔφεγγε μικρὸν παράθυρον, μὲ τὸ ἓν φύλλον κλειστόν, μὲ τὸ ἄλλο ἀνοικτόν, καὶ διὰ τῆς ὑέλου ἠδύνατό τις νὰ ἴδῃ τὸ ἐσωτερικόν, ἀνερχόμενος ἐπί τινος ὑψώματος. Ἰδὼν ὁ ξένος ὅτι ὁ δρόμος ἦτο ἔρημος, καὶ οὐδὲ σκιὰ διαβάτου ἐφαίνετο, ἀνέβη εἰς τὸ ὕψος τοῦ σωροῦ ἐκείνου, καὶ μὲ παλμὸν καρδίας κατεσκόπευσε τὰ ἔσω τοῦ οἰκίσκου. Ἀντικρὺ τῆς ὑέλου τοῦ μικροῦ παραθύρου, τοῦ ἔχοντος τὸ ἓν παραθυρόφυλλον ἀνοικτόν, ἦτο ἡ ἑστία, μὲ ἀσθενὲς πῦρ καῖον, μὲ ἕνα δαυλὸν σπινθηρίζοντα, μὲ τὸ κανδήλι ἀνημμένον πρὸ τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἐκεῖ ὑψηλά. Παρὰ τὴν ἑστίαν ἐκάθητο γυνή τις, νέα ἀκόμη, ὡς ἐφαίνετο, στηρίζουσα τὴν κεφαλήν της ἐπὶ τῆς χειρός, συλλογισμένη, θλιμμένη. Ἐκίνει δὲ τὰ χείλη, καὶ ἡ φωνή της ἐψιθύριζε κάτι, καὶ ὁ ψίθυρος ἀπετέλει ἐλαφρὸν μινύρισμα ᾄσματος, μὲ ἀσθενῆ φωνήν, καθαρὰν μὲν καὶ παρθενικήν, ἀλλὰ μαραμμένην· καὶ εἰς τὰ ὦτα τοῦ ξένου ἔφθασαν εὐκρινῶς οἱ δύο οὗτοι στίχοι:
Ἀλλοίμονον κι ἀλλοὶ-καημός!
τοῦ γεμιτζῆ ξενιτεμός…
Ὁ ξένος ᾐσθάνθη πόνον εἰς τὴν καρδίαν καὶ δάκρυ εἰς τὸ βλέφαρον. Τοῦ ἦρθε τότε ἀποτόμως νὰ καταβῇ ἀπὸ τὸν σωρόν, νὰ τρέξῃ καὶ ἀνέλθῃ εἰς τὴν οἰκίαν· διὰ νὰ κάμῃ, τί; Κι αὐτὸς καλὰ δὲν ἐγνώριζεν. Ἐν τοσούτῳ ἐκρατήθη. Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἠκούσθη ἐλαφρὸς κρότος εἰς τὸ πάτωμα, τριγμός, ὡς ν᾽ ἀνέβαινέ τις ἐσωτερικὴν κλίμακα, ὡς νὰ ἐκλείετο κλαβανή τις. Δευτέρα γυνή, κυρτή, μὲ μαύρην μανδήλαν, γερόντισσα, ἦλθε πλησίον τῆς ἑστίας, καὶ γονατίσασα πρὸ αὐτῆς, ἔρριπτε ξυλάρια εἰς τὸ πῦρ. Ἦτο αὐτὴ ἐκείνη, ἥτις εἶχε δώσει τὴν πεντάραν εἰς τὰ δύο παιδία καὶ τὰ ἀπέπεμψεν.
― Δὲ μαζώνεις τὸ νοῦ σ᾽, θὰ πῶ*, δυχατέρα; Οὗλο θὰ κλαῖς, πλιό;… Τά! τί λογᾶτε*;… Σὰ σ᾽ ἀκούω, δυχατέρα!… ξεχωρίσαμε ἀπ᾽ τὸν κόσμο, πλιό… Τί, μοναχή σ᾽ εἶσι;… Ὅντις σ᾽ ἐγυρεύανε, τότες ποὺ ἤτανε σ᾽νέχ᾽*, ποὺ πῆε σ᾽ν Ἀμέρικα οὑ προκομμένους, γιατί δὲ θέλησες κανένανε; Δὲ σ᾽ τά ᾽λεγα ἐγώ; Γιατί δὲν ἀκοῦς τ᾽ μάννα; Σ᾽ τά ᾽λεγα, ἕνα κιριμέ*. Τώρα, σὰ μεγάλωσες, ποιὸς φταίει; Κὶ μοναχή σ᾽ τάχα εἶσι; Εἶν᾽ ἄλλες μεγαλύτερις. Τοὺ Μυγδαλιὼ τς Μάχους, κὶ τοὺ Κρουσταλλιὼ τς Γιώργινας, τί σ᾽νέριο* τς ἔχεις ἐσύ;
Ὁ ξένος ἦτο ὅλος ὦτα, κ᾽ ἐφαίνετο παραδόξως ἐννοῶν τί ἔλεγεν ἡ γραῖα, μᾶλλον ἐξ ἐπιπνοίας καὶ συνειδήσεως, ἢ ἀπὸ τὰ ὀλίγα ἑλληνικὰ ὅσα ἐφαίνετο νὰ ἠξεύρῃ.
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἠκούσθησαν βήματα καὶ ὁμιλίαι εἰς τὸ ἄκρον τῆς ὁδοῦ. Δύο ἄνθρωποι ἤρχοντο πρὸς τὰ ἐδῶ. Ὁ ὠτακουστὴς ἔσπευσε νὰ καταβῇ ἀπὸ τὴν σκοπιάν του καὶ ν᾽ ἀπομακρυνθῇ. Ἔφθασεν εἰς τὸ πέρας τοῦ δρομίσκου, καὶ στραφεὶς δεξιά, εὑρέθη πάλιν εἰς τὴν μικρὰν πλατεῖαν πρὸ τοῦ ναοῦ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν.
* * *
Τὸ μικρὸν καπηλεῖον, ἐξ οὗ ἤρχισεν ἡ παροῦσα διήγησις, ἦτο ἀνοικτὸν ἀκόμη. Ὁ Δημήτρης ὁ Μπέρδες δὲν περιεφρόνει καὶ τὰ μικρὰ κέρδη, δὲν ἀπηξίου καμμίαν πεντάραν οὐδὲ δίλεπτον. Ὠνόμαζε τὰ τοιαῦτα «μικρὰ δολώματα». Τὰ ἄλλα, τὰ ἀφ᾽ ἑσπέρας, τὰ ὠνόμαζε «παραγαδίσια». Ὅ,τι βγάλῃ κανείς, ἔλεγεν, ἢ μὲ συρτή, ἢ μὲ πεζόβολο, καλὸ εἶναι. Ἐπεριποιεῖτο τὸν κλήτορα καὶ τοὺς χωροφύλακας, ἐκέρνα νερωμένο κρασὶ εἰς τὴν περίπολον ἢ πολιτοφυλακὴν τῆς νυκτός, καὶ τοῦ ἐπέτρεπαν νὰ ἔχῃ ἀνοικτὰ καὶ ὣς τὰς ἕνδεκα, εὑρίσκοντες μάλιστα μεγαλυτέραν ζέστην νὰ κάθηνται ἐκεῖ, παρὰ νὰ περιέρχωνται τὴν πολίχνην καὶ νὰ κρυώνωσι.
Τὴν ὥραν ἐκείνην ὁ κάπηλος ἵστατο εἰς τὸ λογιστήριόν του, κ᾽ ἐμέτρει δεκάρας, εἰκοσιπενταράκια τοῦ Ὄθωνος καὶ σφάντζικα. Τὸ παιδὶ ὁ Χρῆστος, μὲ τὴν ποδιὰν σχεδὸν ὑπὸ τὰς μασχάλας περιδεδεμένην, ἐκοιμᾶτο ὄρθιον, νευστάζον τὴν κεφαλήν, ὡς μικρὰ δίκωπος φελούκα, σαλευομένη ὑπὸ ἐλαφροῦ νότου εἰς τὴν πλευρὰν τῆς ἠγκυροβολημένης βρατσέρας. Ἐνίοτε τὸν ἐξύπνα ἀποτόμως ἡ κροῦσις τοῦ ποδὸς τοῦ καπήλου, ἐπαναλαμβάνοντος ἠχηροτέρᾳ τῇ φωνῇ τὰς διαταγὰς τῶν θαμώνων διὰ κεράσματα. Καὶ τότε, ὡς ἐν ὑπνοβασίᾳ, ἐκινεῖτο, ἐκέρνα, ἐλάμβανε τὰς δεκάρας, τὰς ἔρριπτε μηχανικῶς εἰς τὸ λογιστήριον, κ᾽ ἐπιστρέφων ἐξηκολούθει τὴν συνέχειαν τοῦ ὕπνου.
Ἐν ὀρχηστικῷ θορύβῳ, ἐν φωναῖς καὶ ἀλαλαγμῷ, εἰσήλασεν εἰς τὸ καπηλεῖον ἡ εὔθυμος συντεχνία τῶν τριῶν ἀχθοφόρων τῆς πόλεως, μετὰ τὴν ἐκ τοῦ καφενείου τοῦ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστη ἀποπομπήν της. Ὁ εἷς τῶν τριῶν, ὁ Στογιάννης ὁ Ντόμπρος, σερβομακεδὼν τὴν καταγωγήν, ὑπεκρίνετο τὴν ἀρκούδαν, κ᾽ ἐχόρευεν, ὁ δεύτερος ἐκεῖνος ὅστις πρὶν ἔλεγε τὰ τραγούδια, ὁ Παῦλος ὁ Χαλκιᾶς, εἶχε μουντζουρωθῆ κ᾽ ἔκαμνε τὸν ἀρκουδιάρην. Ἀπόκρεως, ναὶ μέν, δὲν ἦτο ἀκόμη, ἀλλ᾽ ἀφοῦ αὔριον ἐξημέρωναν Χριστούγεννα, μετὰ τὰ Χριστούγεννα «Ἅις Βασίλης ἔρχεται», μετὰ τὸν Ἅι Βασίλη Φῶτα, καὶ μετὰ τὰ Φῶτα ἐμβαίνει τὸ Τριῴδι. Ὁ τρίτος, ὁ καὶ πρόεδρος τῆς συντεχνίας, ὁ Βαγγέλης ὁ Παχούμης, λασιόστηθος, γυμνόπους, μὲ τὸ παντελόνι συνήθως ἀνασηκωμένον μικρὸν κάτω τοῦ γόνατος ἴσως ἐκ τῆς μακρᾶς ἕξεως τοῦ νὰ θαλασσώνῃ* πρὸς ἐκφόρτωσιν τῶν πλοιαρίων, δὲν ἔπαυε τοῦ νὰ συλλογίζεται τὸν Ἀμερικάνον. «Μὲς στὸ νοῦ μ᾽ γυρίζει», ἔλεγε.
Ἀλλ᾽ ἰδοὺ εἰσῆλθε μετ᾽ ὀλίγον κ᾽ ἐκεῖνος ὅστις ἦτο τὸ ἀντικείμενον τοῦ διαλογισμοῦ του. Διηυθύνθη εἰς τὸ λογιστήριον, διέταξε ρούμι, κ᾽ ἔρριψεν ἀργυροῦν σελλίνιον ἐπὶ τοῦ κασσιτέρου τοῦ λογιστηρίου. Ὁ Μπέρδες τὸ ἔλαβε.
― Πόσα πάει αὐτό;
Ὁ Ἀμερικάνος ἔκαμε χειρονομίαν ἀδιαφορίας καὶ εἶπε:
― Δὲν γνωρίζω τοῦ τόπου μονέδα ἐγώ.
― Αὐτὸ δὲν εἶναι σύμφωνο μὲ τὴν μονέδα μας καὶ δὲν περνάει, εἶπεν ὁ κάπηλος· ἂν θέλετε νὰ σᾶς τὸ πάρω γιὰ δραχμή.
― Ἄι ντόν᾽τ κέαρ, ἐμορμύρισεν ὁ Ἀμερικάνος. Καὶ εἶτα ἑλληνιστὶ εἶπε:
― Δὲ μὲ μέλει ἐμένα αὐτό.
Ὁ Μπέρδες τοῦ ἐπέστρεψεν ἐνενῆντα πέντε λεπτά.
Ἐν τούτοις ὁ Βαγγέλης ὁ Παχούμης δὲν ἔπαυσε νὰ κοιτάζῃ τὸν ἄγνωστον. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐστράφη πρὸς τοὺς ἐν τῷ καπηλείῳ καὶ εἶπε μεγαλοφώνως:
― Βρὲ παιδιά, θυμᾶστε, κανένας ἀπὸ σᾶς, τὸ Γιάννη τ᾽ μπαρμπα-Στάθη τ᾽ Μοθωνιοῦ, ποὺ λείπει στὴν Ἀμέρικα ἐδῶ κ᾽ εἴκοσι χρόνια;
* * *
Ἀκούσας τὸ ὄνομα τοῦτο ὁ ξένος ἀνεσκίρτησε κ᾽ ἐστράφη ἄκων πρὸς τὸν λαλοῦντα. Ἐν τούτοις ἐκρατήθη, προσεπάθησε νὰ δείξῃ ἀδιαφορίαν, κ᾽ ἐλθὼν ἐκάθισε παρά τινα γωνίαν τοῦ καπηλείου. Ἤναψε ποῦρον κ᾽ ἐκάπνιζεν.
Οὐδεὶς ἀπήντησεν εἰς τὴν ἐρώτησιν τοῦ ἀχθοφόρου, ἧς ἡ ὑποκεκρυμμένη ἔννοια ἐλάνθανε πάντας. Ὁ Βαγγέλης ἐξηκολούθησε:
― Ποῦ νὰ θυμᾶστε σεῖς! Εἶσθε ὅλοι μικρότεροί μου, ἐξὸν ἀπ᾽ τὸν μπαρμπα-Τριαντάφυλλο, ποὺ δὲν εἶναι ντόπιος, κ᾽ ἐγὼ κοντεύω τώρα νὰ σαραντίσω. Ἤμουν ὣς δεκαοχτὼ χρονῶν ὅταν ἐξενιτεύθηκε ὁ γυιὸς τοῦ Μοθωνιοῦ, κ᾽ ἐκεῖνος τότε θὰ ἦτον ὣς εἰκοσιπέντε. Μὰ μοῦ φαίνεται, νὰ τὸν ἔβλεπα τώρα-δά, θὰ τὸν ἐγνώριζα. Ἀπέθαναν μὲ τὸν καημὸ τοῦ Γιάννη τους, κι ὁ καημένος ὁ μπαρμπα-Στάθης, κ᾽ ἡ γυναίκα του, Θεὸς σχωρέσ᾽ τους! Καὶ τὸ σπιτάκι τους ἀπόμεινε ρείπιο καὶ χάλασμα μὲ δυὸ μισοὺς τοίχους ἐδῶ παραπάνου, στῆς ἐκκλησιᾶς τὸ μαχαλά, καὶ μ᾽ ἕνα μαῦρο βαθούλωμα στὴ γωνιὰ ποὺ ἦτον ἕναν καιρὸ ἡ παραστιά τους. Καὶ ὁ γυιός τους ἔρριξε πέτρα πίσω του. Μὰ ὣς πόσος κόσμος χάνεται, ὣς τόσο, καὶ στὴν Ἀμέρικα! Ξέρετε ποὺ ἦταν καὶ ἀρραβωνιασμένος;
― Καὶ ποιὰ εἶχε; ἠρώτησε μετ᾽ ἀδιαφορίας ὁ κλήτωρ τῆς δημαρχίας, ἀρχηγὸς τῆς πολιτοφυλακῆς τῆς νυκτός.
Ὁ ξένος ἤκουε μετὰ βαθυτάτης προσοχῆς, ἀλλ᾽ ἐφυλάττετο νὰ στρέψῃ βλέμμα πρὸς τὸν λαλοῦντα.
― Εἶχε τὸ Μελαχρὼ τῆς θεια-Κυρατσῶς τῆς Μιχάλαινας. Καὶ σὰν ἔφυγε καὶ ἀπέρασαν δυὸ-τρία χρόνια, τὴν ἐγύρεψαν πολλοί, γιατὶ τὸ κορίτσι εἶχε χάρες κ᾽ ἐμορφιές, καὶ τιμημένη ἦτον, καὶ μορφοδούλα*, ἡ μόνη κεντήστρα τοῦ χωριοῦ μας, καὶ προικιὰ εἶχε καλά. Μὰ τὸ Μελαχρὼ δὲ θέλησε κανέναν, ὅσο ποὺ ἀπέρασαν τὰ χρόνια κ᾽ ἔγινε κι αὐτὴ γεροντοκόριτσο. Καὶ μὲ τὸ ἂχ καὶ μὲ τὸ βάχ, ἀδυνάτισε τώρα κ᾽ ἐχλώμιανε, μὰ ὣς τόσο, ὅταν ἡ γυναίκα ἔχῃ καλὸ σκαρί, δύσκολα γεράζει. Ἀκόμα τὸ λέει, βρὲ παιδιά, θὰ εἶναι παραπάν᾽ ἀπὸ τριανταπέντε, καὶ φαίνεται νὰ εἶναι ὣς εἰκοσιπέντε· ἔτυχε μιὰ μέρα νὰ τὴν ἰδῶ, ποὺ τοὺς κουβάλησα ἕνα σακκὶ ἀλεύρι· ὅσο τὴν κοιτάζῃς, τόσο νοστιμίζει!
―Ἔλα, ἄφ᾽σέ τα αὐτά, Βαγγέλη, εἶπεν αὐστηρῶς ὁ κλήτωρ τῆς δημαρχίας· δὲν πάει στὰ μαγαζιὰ μέσα νὰ λέμε γιὰ φαμίλιες καὶ γιὰ κορίτσα.
―Ἔχεις δίκιο, μπαρμπα-Τριαντάφυλλε, εἶπεν ὁ ἀχθοφόρος· μὰ δὲν τὸ εἶπα γιὰ κακό.
Ἡ ὄψις τοῦ Ἀμερικάνου ἐφαιδρύνθη, καὶ ἀκτὶς εὐτυχίας, διαπεράσασα τὸ ἐπίχρισμα ἐκεῖνο καὶ τὴν οἱονεὶ προσωπίδα, περὶ ἧς εἴπομεν ἐν ἀρχῇ, ἠγλάισε τὸ πρόσωπόν του.
Ὁ μπαρμπα-Τριαντάφυλλος μὲ τὸν χωροφύλακα καὶ τοὺς δύο πολίτας φρουρούς, μὲ τὰ τουφέκιά των, ἠγέρθη καὶ εἶπεν ἀποτεινόμενος πρὸς τὸν κάπηλον:
―Ἔλα κάμε γλήγορα, Δημήτρη, κάμετε φρόνιμα, ἀφῆστε τοὺς χοροὺς καὶ τὰ τραγούδια, παιδιά, δὲν εἶναι ἀπόκριες. Τί μέρα ξημερώνει αὔριο; Κλεῖσε γλήγορα, Δημήτρη, νὰ κοιμηθοῦν ὁ κόσμος, θὰ σηκωθοῦν τὶς δυὸ ἀπ᾽ τὰ μεσάνυχτα νὰ πᾶν στὴν ἐκκλησιά. Καὶ ὁ κύριος ἔχει μέρος νὰ κοιμηθῇ τάχα; ἠρώτησε δείξας τὸν Ἀμερικάνον.
―Ἔννοια σ᾽, μπαρμπα-Τριαντάφυλλε, εἶπεν ὁ Βαγγέλης· τοῦ εἶπε ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης ὁ καφετζὴς νὰ πάῃ στὸν καφενέ του νὰ πλαγιάσῃ. Μὰ μὴ σὲ μέλῃ ὣς τόσο γιὰ τὸν κύριο, προσέθηκε παίξας τὴν ματιὰ εἰς τὸν κλήτορα· ἂν θέλῃ μέρος νὰ κοιμηθῇ, ἔχει καὶ παραέχει.
― Τί τρέχει; ἠρώτησε μυστηριωδῶς ὁ κλήτωρ.
― Εἶναι ἀπὸ δῶ, ντόπιος, τοῦ εἶπεν εἰς τὸ οὖς ὁ Παχούμης.
― Καὶ πῶς τὸ ξέρεις;
― Εἶχα δὲν εἶχα, τὸν γνώρισα.
― Καὶ ποιὸς εἶναι;
―Ἐκεῖνος ποὺ σᾶς ἔλεγα πρίν, ὁ Γιάννης τ᾽ μπαρμπα-Στάθη τ᾽ Μοθωνιοῦ. Ὅταν ἦρθες κι ἀποκαταστάθηκες ἐδῶ τουλόγου σου, ἦτον φευγᾶτος, καὶ γι᾽ αὐτὸ δὲν τὸν θυμᾶσαι. Μὰ τὸν πατέρα του, τὸ μπαρμπα-Στάθη, τὸν ἔφτασες, θαρρῶ.
― Τὸν ἔφτασα. Κάμε γλήγορα, Δημήτρη, ἐπανέλαβε μεγαλοφώνως ὁ κλήτωρ, κ᾽ ἐξῆλθεν.
Οἱ δύο συναχθοφόροι τοῦ Βαγγέλη εἶχαν παύσει τὸ ᾆσμα καὶ τὴν ὄρχησιν, καὶ ἡτοιμάζοντο ν᾽ ἀπέλθωσιν. Ἀλλ᾽ αἴφνης ὁ Βαγγέλης, ἐλθὼν πλησίον τοῦ Ἀμερικάνου, τοῦ λέγει ταπεινῇ τῇ φωνῇ:
― Τί μ᾽ δίνεις, ἀφεντικό, νὰ πάω νὰ πάρω τὰ σ᾽χαρίκια;
Ὁ ξένος δὲν ἔβαλε τὴν χεῖρα εἰς τὴν τσέπην. Ἀλλὰ μεταξὺ τοῦ ἀντίχειρος, τοῦ λιχανοῦ καὶ τοῦ μέσου τῆς δεξιᾶς εὑρέθη κρατῶν μίαν ἀγγλικὴν λίραν. Τὴν ἔρριψε πάραυτα εἰς τὴν παλάμην τοῦ Βαγγέλη μὲ τόσην προθυμίαν καὶ χαράν, ὡς νὰ ἦτο ὁ λαμβάνων καὶ ὄχι ὁ δίδων.
* * *
Ὅταν οἱ γείτονες τῆς θεια-Κυρατσῶς τῆς Μιχάλαινας ἐξύπνησαν μετὰ τὰ μεσάνυκτα διὰ νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, τῆς ὁποίας οἱ κώδωνες ἐκλάγγαζον θορυβωδῶς, πόσον ἐξεπλάγησαν ἰδόντες τὴν οἰκίαν τῆς πτωχῆς χήρας, ἐκεῖ ὅπου δὲν ἐδέχοντο τὰ παιδία νὰ τραγουδήσουν τὰ Χριστούγεννα ἀλλὰ τὰ ἀπέπεμπον μὲ τὰς φράσεις, «δὲν ἔχουμε κανένα», καὶ «τί θὰ τραγουδῆστε ἀπὸ μᾶς;», κατάφωτον, μὲ ὅλα τὰ παραθυρόφυλλα ἀνοικτά, μὲ τὰς ὑέλους ἀστραπτούσας, μὲ τὴν θύραν συχνὰ ἀνοιγοκλειομένην, μὲ δύο φανάρια ἀνηρτημένα εἰς τὸν ἐξώστην, μὲ ἐλαφρῶς διερχομένας σκιάς, μὲ χαρμοσύνους φωνὰς καὶ θορύβους. Τί τρέχει; Τί συμβαίνει; Δὲν ἤργησαν νὰ πληροφορηθῶσιν. Ὅσοι δὲν τὸ ἔμαθαν εἰς τὴν γειτονιάν, τὸ ἔμαθαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Καὶ ὅσοι δὲν ὑπῆγαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, τὸ ἔμαθαν ἀπὸ τοὺς ἐπανελθόντας οἴκαδε τὴν αὐγήν, μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τῆς θείας λειτουργίας.
Ὁ ξενιτευμένος γαμβρός, ὁ ἀπὸ εἰκοσαετίας ἀπών, ὁ ἀπὸ δεκαετίας μὴ ἐπιστείλας, ὁ ἀπὸ δεκαετίας μὴ ἀφήσας που ἴχνη, ὁ μὴ συναντήσας που πατριώτην, ὁ μὴ ὁμιλήσας ἀπὸ δεκαπενταετίας ἑλληνιστί, εἶχε γυρίσει πολλὰ μέρη εἰς τὸν Νέον Κόσμον, εἶχεν ἐργασθῆ ὡς ὑπεργολάβος εἰς μεταλλεῖα καὶ ὡς ἐπιστάτης εἰς φυτείας, κ᾽ ἐπανῆλθε μὲ χιλιάδας τινὰς ταλλήρων εἰς τὸν τόπον τῆς γεννήσεώς του, ὅπου ἐπανεῦρεν ἡλικιωθεῖσαν, ἀλλ᾽ ἀκμαίαν ἀκόμη, τὴν πιστήν του μνηστήν.
Ἓν μόνον εἶχε μάθει, πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν, τὸν θάνατον τῶν γονέων του. Περὶ τῆς μνηστῆς του εἶχε σχεδὸν πεποίθησιν ὅτι θὰ εἶχεν ὑπανδρευθῆ πρὸ πολλοῦ· ἐν τούτοις διετήρει ἀμυδράν τινα ἐλπίδα. Ἐκ δεισιδαίμονος φόβου, ὅσον ἐπλησίαζεν εἰς τὴν πατρίδα του, τόσον ἐδίσταζε νὰ ἐρωτήσῃ ἀπ᾽ εὐθείας περὶ τῆς μνηστῆς του, μὴ δίδων ἄλλως γνωριμίαν εἰς κανένα τῶν πατριωτῶν του, ὅσους τυχὸν συνήντησεν ἅμα φθάσας εἰς τὴν Ἑλλάδα. Ἐπροτίμα ν᾽ ἀγνοῇ τί ἔγινεν ἡ μνηστή του, μέχρι τῆς τελευταίας στιγμῆς, καθ᾽ ἣν θ᾽ ἀπεβιβάζετο εἰς τὸν τόπον τῆς γεννήσεώς του καὶ θὰ προσήρχετο εἰς εὐλαβῆ ἐπίσκεψιν εἰς τὸ ἐρείπιον, ὅπου ἦτο ἄλλοτε ἡ πατρῴα οἰκία του.
* * *
Μετὰ τρεῖς ἡμέρας, τῇ Κυριακῇ μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν, ἐτελοῦντο, ἐν πάσῃ χαρᾷ καὶ σεμνότητι, οἱ γάμοι τοῦ Ἰωάννου Εὐσταθίου Μοθωνιοῦ μετὰ τῆς Μελαχροινῆς Μιχαὴλ Κουμπουρτζῆ.
Ἡ θεια-Κυρατσώ, μετὰ τόσα ἔτη, ἐφόρεσεν, ἐπ᾽ ὀλίγας στιγμάς, χρωματιστὴν «πολίτικην» μανδήλαν, διὰ ν᾽ ἀσπασθῇ τὰ στέφανα. Καὶ τὴν παραμονὴν τοῦ Ἁγίου Βασιλείου ἑσπέρας, ἱσταμένη εἰς τὸν ἐξώστην, ἠκούσθη φωνοῦσα πρὸς τοὺς διερχομένους ὁμίλους τῶν παίδων:
―Ἐλᾶτε, παιδιά, νὰ τραγ᾽δῆστε!
(1891)
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΑΠΑΝΤΑ
ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
ΑΘΗΝΑ 1982
Σελ. 257-273
http://www.papadiamantis.org/works/58-narration/213-02-18-o-amerikanos-1891