Το ρωμαϊκό κράτος στις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνα
Ο Παύλος Καρολίδης (1849 – 1930) ήταν Έλληνας ιστορικός, πολιτικός και καθηγητής πανεπιστημίου. Το κείμενο που δημοσιεύουμε στη συνέχεια είναι από το βιβλίο του «Εγχειρίδιον βυζαντινής ιστορίας. Μετά των κυριωτάτων κεφαλαίων της λοιπής μεσαιωνικής ιστορίας.», το οποίο κυκλοφόρησε το 1908 από τις εκδόσεις ΝΙΚ. ΤΖΑΚΑΣ· όπως σημειώνει ο συγγραφέας στην εισαγωγή, το εγχειρίδιο συντάχθηκε «προς χρήσιν των φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής» του Πανεπιστημίου της Αθήνας και είναι «ανάγνωσμα ιστορικόν διδακτικόν εύληπτον τοις πάσι.» (Δ.Τ.)
Κείμενο: Παύλος Καρολίδης
Η μεγάλη έκτασις, ήν είχε το Ρωμαϊκόν κράτος κατά τους χρόνους καθ’ ούς από του Οκταβιανού Αυγούστου η κατ’ όνομα Ρωμαϊκή δημοκρατία εγίνετο πράγματι μοναρχία στρατιωτική, κυβερνωμένη υπό ενός άρχοντος αυτοκράτορος (imperator) καλουμένου, καθίστα λίαν δυσχερή την διοίκησιν του κράτους από Ρώμης ως κέντρου, ιδίως μάλιστα την διοίκησιν την στρατιωτικήν. Διότι το κράτος υπέκειτο μεν εις κινδύνους εξωτερικούς και εν τη Δύσει, αλλά προ πάντων εκινδύνευεν εν τη Ανατολή. Οι εν τη Δύσει κίνδυνοι προήρχοντο μόνον από των πέραν των Άλπεων οικουσών Γερμανικών φυλών, αίτινες μόναι εν τοις λαοίς της Δυτικής και Μέσης Ευρώπης μη υποταχθείσαι εις τους Ρωμαίους εποιούντο διηνεκώς επιδρομάς εις την Ιταλίαν και εις τας εκείθεν του Ρήνου Ρωμαϊκάς χώρας της Γαλατίας· και οι Ρωμαίοι ηναγκάζοντο να διατηρώσι περί τον Ρήνον και εν τη νοτίω Γερμανία, ιδίως εν ταις περί τον άνω Δανούβιον χώραις, πολλούς λεγεώνας προς προφύλαξιν των ορίων του κράτους από των Γερμανικών επιδρομών. Αλλά τους μεγαλειτέρους κινδύνους των βαρβαρικών επιδρομών υφίσταντο αι Ανατολικαί χώραι του κράτους, η Ευρωπαϊκή Ελλάς η από του Δανουβίου μέχρι της Πελοποννήσου τότε εκτεινομένη, και αι εν Ασία Ελληνικαί χώραι, ιδίως η Μικρά Ασία, έτι δε και αι νήσοι του Αιγαίου Πελάγους. Αι επιδρομαί αύται εγίνοντο από Βορρά, υπό λαών ως επί το πολύ Γερμανικής καταγωγής και ιδίως υπό των Γότθων. Οι Γότθοι ούτοι, όντες λαός Γερμανικής καταγωγής, κατήλθον περί τας αρχάς του 3 μ. Χ. αιώνος από των βορειοτέρων χωρών της Ευρώπης, από της Σκανδιναυικής χερσονήσου και από των ακτών της Βαλτικής θαλάσσης, εις τας χώρας τας μεταξύ του κάτω Δανουβίου και του Τανάιδος (Δων) ποταμού. Εν ταις ευρείαις ταύταις χώραις εγκαταστάντες οι Γότθοι ίδρυσαν δύο κράτη Γοτθικά εκτεινόμενα από της Βαλτικής μέχρι του Ευξείνου Πόντου, το μεν ανατολικώτερον μεταξύ Ταναΐδος ή Δων και του Βορυσθένους ή Δανάπρεως, το δε δυτικώτερον μεταξύ του Βορυσθένους και του Δανουβίου, εντεύθεν δε διηρέθησαν εις ανατολικούς Γότθους (Ουστρογότθους) και εις δυτικούς Γότθους (Βησιγότθους). Από των χωρών δε τούτων ορμώμενοι οι Γότθοι περί τα μέσα του 3 μ. Χ. αιώνος ενήργουν επιδρομάς φοβεράς κατά γην και κατά θάλασσαν εις τας προς νότον της χώρας αυτών εκτεινομένας επαρχίας του Ρωμαϊκού κράτους. Και κατά γην μεν εισέβαλλον οι Βησιγότθοι εις τας προς νότον του Δανουβίου εκτεινομένας Ελληνικάς χώρας την Κάτω Μοισίαν (την νυν Βουλγαρίαν), Θράκην, Μακεδονίαν και τας έτι νοτιώτερον κειμένας Ελληνικάς χώρας, κατά θάλασσαν δε πλέοντες διά του Ευξείνου μετά πλήθους πειρατικών πλοίων προσέβαλλον πάσας τας κατά τον Εύξεινον Ελληνικάς πόλεις, προχωρούντες και εις τα ενδοτέρω της Μικράς Ασίας και φοβεράς επιφέροντες καταστροφάς εις τους ενταύθα Ελληνικούς λαούς και μυριάδας εκ τούτων απάγοντες αιχμαλώτους. Εισερχόμενοι δε από του Ευξείνου εις τον Βόσπορον και την Προποντίδα και λεηλατούντες τας εκατέρωθεν ακτάς της θαλάσσης ταύτης, έπλεον διά του Ελλησπόντου εις το Αιγαίον Πέλαγος, τας αυτάς επιφέροντες και ενταύθα καταστροφάς εις τε τας νήσους και εις τας κατά τας Ευρωπαϊκάς και Ασιατικάς ακτάς της θαλάσσης ταύτης κειμένας Ελληνικάς πόλεις και εκτείνοντες τας κατά θάλασσαν επιδρομάς ταύτας μέχρι Αιγύπτου. Ενίοτε δε οι από θαλάσσης ούτω προσβάλλοντες τας παραλίας των εν Ευρώπη Ελληνικών χωρών, Θράκης και Μακεδονίας, Ουστρογότθοι συνηντώντο ενταύθα μετά των από του Δανουβίου κατά γην κατερχομένων αδελφών αυτών Βησιγότθων, άγοντες μεθ’ εαυτών μυριάδας αιχμαλώτων Ελλήνων.
Αλλ’ οι βάρβαροι ούτοι Γότθοι και οι ομόφυλοι αυτοίς άλλοι βάρβαροι Γερμανικοί λαοί δεν ήσαν οι μόνοι επιδρομείς των Ελληνικών χωρών· αι εν Ασία Ελληνικαί χώραι υφίσταντο τας φοβερωτέρας επιδρομάς και άλλου τινός πολεμίου, όστις ήτο το νέον Περσικόν κράτος, το καλούμενον εκ της εν αυτώ αρχούσης βασιλικής δυναστείας κράτος των Σασσανιδών.
Είναι γνωστόν ότι το μέγα εν τη αρχαία ιστορία και περίφημον κράτος των Περσών, ούτινος ήρχον βασιλείς καλούμενοι Αχαιμενίδαι, κατελύθη υπό του Μεγάλου Αλεξάνδρου περί τα 330 π. Χ. Έκτοτε επί 80 περίπου έτη (330-250 π. Χ.) αι χώραι της Ασίας αι αποτελούσαι τας κυρίως Περσικάς χώρας υπέκυπτον εις το κράτος του Αλεξάνδρου και των εν τη Ασία διαδόχων αυτού. Αλλ’ από των μέσων του 3 π. Χ. αιώνος (250 π. Χ.) οι αρχαίοι κάτοικοι της χώρας, ιδίως η φυλή των Πάρθων, επαναστάντες κατά της Ελληνικής εν Μέση Ασία κυριαρχίας έθεσαν κατά μικρόν οριστικόν τέρμα εις αυτήν (περί τα μέσα του 2 π. Χ. αιώνος). Και το Παρθικόν λεγόμενον κράτος ή το κράτος των Αρσακιδών (διότι ούτως εκαλούντο οι δυνάσται του κράτους από του αρχηγέτου αυτών και ιδρυτού του κράτους Πάρθου Αρσάκου) εκταθέν μέχρι του Τίγρητος και του Ευφράτου περιήλθεν εις πολλούς πολέμους προς τους εν Συρία διατηρουμένους έτι Έλληνας βασιλείς (τους Σελευκίδας), είτα δε προς τους Ρωμαίους τους καταλαβόντας τας εν Ασία Ελληνικάς χώρας. Οι μεταξύ Πάρθων και Ρωμαίων περί Αρμενίας και Μεσοποταμίας πόλεμοι, αρξάμενοι ιδίως από των τελευταίων χρόνων της ελευθέρας πολιτείας ή δημοκρατίας των Ρωμαίων, εγίνοντο συχνοί επί της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μέχρι του 3 μ. Χ. αιώνος. Αλλά τω 226 μ. Χ. εναντίον των Πάρθων επανέστησαν αυτοί οι ομόφυλοι Πέρσαι, ο λαός δηλονότι εκείνος, εξ ού κατήγοντο οι παλαιοί Αχαιμενίδαι βασιλείς του Περσικού κράτους. Αρχηγός της επαναστάσεως ήτο ανήρ τις Πέρσης καλούμενος Αρταξέρξης, υιός Σασσάν. Ούτος καταλύσας την δυναστείαν των Αρσακιδών καλουμένων Πάρθων βασιλέων ίδρυσεν ιδίαν δυναστείαν κληθείσαν (από του ονόματος του πατρός του Αρταξέρξου Σασσάν) δυναστείαν των Σασσανιδών. Οι Σασσανίδαι γενόμενοι κύριοι ευχερώς του Παρθικού κράτους, όπερ μετεβλήθη νυν εις νέον Περσικόν κράτος, και θεωρούντες εαυτούς απογόνους και κληρονόμους των αρχαίων βασιλέων της Περσίας (των Αχαιμενιδών) είχον την αξίωσιν να άρξωσιν απασών των εν Ασία χωρών, αίτινες ανήκον το πάλαι εις το Κράτος των Αχαιμενιδών. Διά τούτο δε από του χρόνου αυτού της ιδρύσεως του κράτους αυτών ήρξαντο μεγάλοι μεταξύ του κράτους τούτου και του Ρωμαϊκού πόλεμοι, επαναλαμβανόμενοι συχνότατα εν τοις έπειτα χρόνοις. Ούτως αι εν τη Ανατολή χώραι του Ρωμαϊκού κράτους ήσαν εκτεθειμέναι από του 3 μ. Χ. αιώνος συγχρόνως εις τας επιδρομάς των από βορρά Γότθων και των απ’ ανατολών Περσών. Αι σύγχρονοι αύται επιδρομαί φοβεράς επέφερον καταστροφάς εις τας ανατολικάς επαρχίας του Ρωμαϊκού κράτους, ενώ ταυτοχρόνως αι δυτικαί επαρχίαι του κράτους έπασχον από των επιδρομών των πέραν των Άλπεων και εντεύθεν του Ρήνου Γερμανικών φυλών. Η κατάστασις αύτη επεδεινώθη σφόδρα τω 260 μ. Χ., ότε ο αυτοκράτωρ Ουαλεριανός στρατεύσας κατά Περσών ηττήθη και ηχμαλωτίσθη.
Οι Πέρσαι οι εισβαλόντες εις τας Ασιατικάς επαρχίας του κράτους προυχώρησαν μέχρι της καρδίας της Μικράς Ασίας απειλούντες να καταλύσωσιν άπαν το εν Ασία κράτος των Ρωμαίων, ενώ συγχρόνως οι Γότθοι από των βορείων παραλίων της Μικράς Ασίας, όπου έπλευσαν διά του πειρατικού στόλου αυτών, προυχώρουν λεηλατούντες και αιχμαλωτίζοντες εις τα ένδον της χερσονήσου ταύτης, εν τη Δύσει δε οι Αλαμαννοί, Γερμανικός λαός ισχυρός, υπερβάς τας Άλπεις εισέβαλεν εις την άνω Ιταλίαν. Εν μέσω τοιαύτης καταστάσεως πραγμάτων ήτο αδύνατον να κυβερνηθή το όλον Ρωμαϊκόν κράτος υφ’ ενός αυτοκράτορος εδρεύοντος εν Ρώμη. Ένεκα δε τούτου εξ ανάγκης ανεκηρύσσοντο συγχρόνως αυτοκράτορες πολλοί στρατηγοί εν πολλαίς χώραις του κράτους, οι πλείονες τούτων μετά ειλικρινούς σκοπού να σώσωσι τας υπ’ αυτούς χώρας από των βαρβάρων. Εκ των πολλών αυτοκρατόρων (19 τον αριθμόν εν όλω) των ανακηρυχθέντων μετά την του Ουαλεριανού αιχμαλωσίαν, οι πλείστοι εξέλιπον ευθύς μετά την απόκρουσιν των βαρβάρων, οι δε μείναντες ολίγοι, εν οίς ονομαστοτάτη υπήρξεν η εν Ανατολή, εν Συρία, άρξασα περίφημος βασίλισσα Ζηνοβία, κατελύθησαν πάντες υπό του αυτοκράτορος Αυρηλιανού (269-275 μ. Χ.) του αποκαταστήσαντος αύθις επί μικρόν την ενότητα του Ρωμαϊκού κράτους.
Αλλ’ η καθόλου ανάγκη ιδρύσεως ιδιαιτέρων κεντρικών κυβερνήσεων εν πολλαίς χώραις του Ρωμαϊκού κράτους, ιδίως εν τη Ελληνική Ανατολή, καθίστατο υπό των πραγμάτων αυτών τοσούτο μεγάλη και ισχυρά, ώστε ο ουχί πολύ μετά τον Αυρηλιανόν καταλαβών την αυτοκρατορικήν αρχήν Διοκλητιανός (284 μ. Χ.) ενόμισεν ότι προς το συμφέρον αυτού του κράτους, αντί μιας μόνης αυτοκρατορικής αρχής, έδει να δημιουργηθώσι τέσσαρες, και αντί ενός αυτοκράτορος να κυβερνώσι το κράτος τέσσαρες αυτοκράτορες, ών οι μεν δύο ως πρώτοι κατά την τιμήν να καλώνται Αύγουστοι, οι δε δύο δευτερεύοντες κατά την τιμήν να καλώνται Καίσαρες. Των τεσσάρων τούτων αυτοκρατόρων, είς μεν Αύγουστος και είς Καίσαρ ανέλαβον την κυβέρνησιν του δυτικού τμήματος έχοντες, εννοείται, διαφόρους έδρας κυβερνήσεων, είς δε Αύγουστος και είς Καίσαρ ανέλαβον την Κυβέρνησιν του Ανατολικού τμήματος. Και Αύγουστος μεν εν Ανατολή ήτο αυτός ο Διοκλητιανός έχων την υψίστην επίβλεψιν επί την όλην κυβέρνησιν του κράτους και εκπροσωπών την εν τετράδι αυτοκρατόρων ενότητα της αυτοκρατορικής εξουσίας και του κράτους· Καίσαρα δε υφ’ εαυτόν είχε τον Γαλέριον (και Γαλέριον Μαξιμιανόν καλούμενον). Και ο μεν Διοκλητιανός έστησε την έδραν αυτού εν Μικρά Ασία (εν τη Ελληνική πόλει Νικομηδεία της Βιθυνίας) άρχων εντεύθεν άπαντος του ανατολικού τμήματος του κράτους, ήτοι απασών των εν Ασία Ρωμαϊκών χωρών και της Αιγύπτου και της Ελληνικής χερσονήσου, πλην της Θράκης και των παραδανουβίων χωρών, ο δε Γαλέριος εγένετο (τω 293 μ. Χ.) κυβερνήτης της Θράκης και των παραδανουβίων χωρών. Αύγουστος δε εν τη Δύσει εγένετο διορισθείς υπ’ αυτού του Διοκλητιανού (286 μ. Χ.) ο παλαιός συναγωνιστής αυτού εν πολέμω Ουαλεριανός Μαξιμιανός κυβερνών την Ιταλίαν, την Αφρικήν (τας Βερβερικάς χώρας πλην της Μαυριτανίας ήτοι του νυν Μαρόκκου), έχων δε υφ’ εαυτόν ως καίσαρα (από του 293 μ. Χ.) τον Κωνστάντιον τον Χλωρόν άρχοντα της Βρεττανίας, Γαλατίας, Ιβηρίας και της εν Αφρική Μαυριτανίας. Ώστε επί του Διοκλητιανού ήδη η Ελληνική Ανατολή κατέστη ίδιον κράτος Ρωμαϊκόν έχον πρωτεύουσαν πόλιν ελληνικήν. Αλλά το σύστημα των τεσσάρων αυτοκρατοριών δεν διήρκεσε πολύ. Μετά την εκουσίαν ένεκα νόσου από της εξουσίας αποχώρησιν του Διοκλητιανού (305 μ. Χ.), ού το παράδειγμα ηκολούθησε και ο Μαξιμιανός, την τιμήν και την προσωνυμίαν του αυγούστου έλαβον εν μεν τη Ανατολή ο Γαλέριος, εν δε τη Δύσει ο Κωνστάντιος ο Χλωρός· καίσαρες δε εγένοντο εν Ανατολή μεν ο Μαξιμίνος λαβών την ιδιαιτέραν κυβέρνησιν της Συρίας και της Αιγύπτου υπό τον Γαλέριον, εν τη Δύσει δε ο Σεβήρος, λαβών την ιδιαιτέραν κυβέρνησιν της Ιταλίας και της Αφρικής (πλην της Μαυριτανίας, εννοείται). Αλλά το επόμενον έτος (306 μ. Χ.) αποθανόντος του Κωνσταντίου του Χλωρού εν Βρεττανία ο ενταύθα στρατός ανηγόρευσεν ως Καίσαρα τον υιόν του Κωνσταντίου Κωνσταντίνον. Τότε δε πρώτον ο Κωνσταντίνος εγένετο αυτοκράτωρ τέταρτος την τάξιν.
Ο Κωνσταντίνος και οι συνάρχοντες αυτού.
Αλλά τότε οι Ρωμαίοι, οι πολίται δηλονότι της Ρώμης (η Σύγκλητος και ο Δήμος), βλέποντες ότι η κοσμοκράτειρα πόλις παρημελείτο εντελώς υπό των νέων αυτοκρατόρων, εκήρυξαν αυτοκράτορα αύγουστον τον εν Ρώμη ευρισκόμενον υιόν του παραιτηθέντος αυγούστου Μαξιμιανού, ούτος δε παρέλαβεν ως συνάρχοντα αυτού τον Μαξιμιανόν, αναλαμβάνοντα αύθις την προ μικρού παραιτηθείσαν αυτοκρατορικήν αρχήν. Ούτω δε ο αριθμός των αυτοκρατόρων ηυξήθη εις έξ. Αλλά νυν ο Καίσαρ Σεβήρος, εις όν ανήκεν η αρχή της Ιταλίας, επερχόμενος κατά του Μαξεντίνου ως σφετεριστού της αρχής εγκατελείφθη υπό των ιδίων αυτού στασιασάντων κατ’ αυτού στρατιωτών και επολιορκήθη εν Ραβέννη υπό του πατρός και συνάρχοντος του Μαξεντίου Μαξιμιανού· και παρεδόθη μεν εις τούτον επί υποσχέσει της διασώσεως της ζωής αυτού, αλλά κατόπιν εφονεύθη κατά διαταγήν του Μαξιμιανού. Τότε αυτός ο Γαλέριος ήλθεν εις την Ιταλίαν ίνα τιμωρήση τους σφετεριστάς αυτοκράτορας, αλλά ηναγκάσθη να επιστρέψη άπρακτος εις την Ανατολήν, διότι οι στρατιώται αυτού δυσαρεστημένοι διά την άκραν αυτού αυστηρότητα ηυτομόλουν προς τον Μαξιμιανόν. Εν τω μεταξύ ο Μαξιμιανός μετέβη εις την Γαλατίαν, ένθα ευρίσκετο ο Κωνσταντίνος, ίνα συμμαχήση μετ’ αυτού εναντίον του Γαλερίου· και ίνα κατορθώση την συμμαχίαν ταύτην, έδωκε την θυγατέρα αυτού Φαύσταν εις γάμον προς τον Κωνσταντίνον, έδωκε δε εις τούτον, θεωρών εαυτόν νυν πρώτον αύγουστον, την προσωνυμίαν του αυγούστου. Αλλ’ ο Κωνσταντίνος μεθ’ όλα ταύτα δεν εθεώρησε φρόνιμον να περιπλακή εις πόλεμον προς τον Γαλέριον. Ο Μαξιμιανός αποτυχών ούτως εν ταις προς τον Κωνσταντίνον περί συμμαχίας ενεργείαις, ήλθεν εις ρήξιν και προς τον ίδιον υιόν Μαξέντιον, όστις ήθελε να άρχη μόνος· αποτυχούσης δε αύθις και της νέας αυτού προς τον Κωνσταντίνον προτάσεως απεφάσισε να συμμαχήση μετά του Γαλερίου.
Αλλ’ ότε ο Μαξιμιανός αφίκετο πλησίον του Γαλερίου, εύρε παρ’ αυτώ εν Παννονία (τη νυν Ουγγαρία) και τον παρητημένον την εξουσίαν αυτοκράτορα Διοκλητιανόν, ενώπιον δε των τριών αυτοκρατόρων Γαλερίου, Μαξιμιανού και του πρώην αυτοκράτορος Διοκλητιανού ανηγορεύθη αύγουστος νυν, ενεργεία του Γαλερίου, ο παλαιός τούτου φίλος και συναγωνιστής Λικίνιος (307). Ο δε Μαξιμιανός αποτυχών και εν τοις προς τον Γαλέριον περί συμμαχίας διαβήμασιν αυτού, απαυδήσας παρητήθη αύθις την αρχήν και μετέβη ως ιδιώτης εις την Γαλατίαν προς τον γαμβρόν αυτού Κωνσταντίνον, όστις ανέθηκε νυν αυτώ στρατιωτικάς και πολιτικάς υπηρεσίας. Αλλ’ ο υπό γήρατος νυν απημβλυμμένος τον νουν Μαξιμιανός εβουλήθη αύθις να επωφεληθή την παρά τω Κωνσταντίνω θέσιν αυτού ίνα εκβάλη αυτόν της αρχής. Αλλ’ εν τη άφρονι ταύτη επιχειρήσει αυτού ταχέως καταβληθείς υπό του Κωνσταντίνου ηχμαλωτίσθη (308). Ότε δε μετά δύο έτη (310) προέβη και εις απόπειραν φόνου εναντίον του Κωνσταντίνου, εφονεύθη υπό τούτου. Ούτω δε εκ των έξ αυτοκρατόρων, οίτινες μετά την πτώσιν και τον θάνατον του Σεβήρου είχον μείνει πέντε, είτα δε μετά την ανάρρησιν του Λικινίου εγένοντο πάλιν έξ, εξέλιπεν είς· αλλ’ εν τω μεταξύ και άλλος σφετεριστής αυτοκράτωρ είχεν ανακηρυχθή εν Αφρική, ο Αλέξανδρος (308). Αλλά και ούτος, αφού ήρξεν επί τρία έτη, ηττήθη και εφονεύθη (311), έν έτος μετά τον φόνον του Μαξιμιανού, υπό του εναντίον αυτού πεμφθέντος στρατού του Μαξεντίου. Κατά τον αυτόν δε περίπου χρόνον απέθανε κατ’ ακολουθίαν του ακολάστου αυτού βίου και ο αύγουστος Γαλέριος. Ούτω δε κατά το 312 ο αριθμός των αυτοκρατόρων περιωρίσθη πάλιν εις τέσσαρας, ών οι τρεις (Κωνσταντίνος, Μαξέντιος, Λικίνιος) ήσαν αύγουστοι, είς δε μόνος (ο Μαξιμίνος) καίσαρ. Αλλά μετά της επανόδου της των αυτοκρατόρων τετράδος δεν ήτο δυνατόν να επανέλθη και ειρήνη ομοία προς την μεταξύ των πρώτων τεσσάρων αυτοκρατόρων (Διοκλητιανού, Μαξιμιανού, Γαλερίου και Κωνσταντίου του Χλωρού) επικρατήσασαν.
Αι διαστάσεις και οι εμφύλιοι πόλεμοι εξηκολούθησαν, και κατ’ ακολουθίαν τούτων η τετράς τω επομένω έτει (312) διά της υπό του Κωνσταντίνου καταστροφής του Μαξεντίου εγένετο τριάς, τω δε 313 διά της υπό Λικινίου καταστροφής του Μαξιμίνου περιωρίσθη εις την δυάδα Κωνσταντίνου και Λικινίου, εξ ης προήλθεν η μοναρχία του Κωνσταντίνου (323), του αναδειχθέντος τότε και επικληθέντος έπειτα Μεγάλου. Διά τούτο και από του έτους 312 το σπουδαιότατον πρόσωπον εν τη ιστορία, ήν αφηγούμεθα, είνε το του Κωνσταντίνου, και περί τούτου ανάγκη να είπωμεν τινα ιδιαιτέρως πριν αφηγηθώμεν τον προς τον Μαξέντιον πόλεμον αυτού, αφ’ ού γεγονότος σύμπασα η ιστορία του κόσμου σπουδαιοτάτην λαμβάνει τροπήν και νέαν πορείαν.
Οι φωτογραφίες είναι από εδώ: Charles Diehl, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκδ. Ηλιάδη -Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία.