10 Δεκεμβρίου 2017 at 10:08

Παύλος Καρολίδης: Πώς εκ του Ρωμαϊκού κράτους παρήχθη το Βυζαντιακόν ή Βυζαντινόν καλούμενον Ελληνικόν κράτος.

από

Πώς εκ του Ρωμαϊκού κράτους παρήχθη το Βυζαντιακόν ή Βυζαντινόν καλούμενον Ελληνικόν κράτος

Ο Παύλος Καρολίδης (1849 – 1930) ήταν Έλληνας ιστορικός, πολιτικός και καθηγητής πανεπιστημίου. Όπως και στους περισσότερους Έλληνες της Καππαδοκίας (Καραμανλήδες), η μητρική γλώσσα του Καρολίδη ήταν η τουρκική, αλλά παρ’ αυτά φοίτησε σε ελληνικά σχολεία, συμπεριλαμβανομένων δύο εκ των μεγαλυτέρων Ελληνικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τη Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη και την Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Το 1867 άρχισε να φοιτά στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, και το 1870 μετέβη στην Γερμανία με υποτροφία του Σίμωνος Σίνα. Σπούδασε στα πανεπιστήμια του Μονάχου, του Στρασβούργου και του Τύμπιγκεν, και αναγορεύθηκε διδάκτωρ το 1872. Μετά την επιστροφή του από την Γερμανία, δίδαξε αρχικά ελληνική γλώσσα σε σχολεία στο Πέραν και τη Χαλκηδόνα. Το 1876 μετεγκαταστάθηκε στη Σμύρνη για να διδάξει στην Ευαγγελική Σχολή. Παρέμεινε εκεί μέχρι το 1886, όταν και μετακόμισε οριστικά στην Αθήνα, την πρωτεύουσα του ανεξάρτητου ελληνικού βασιλείου. Αφού δίδαξε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση για μερικούς μήνες, εξελέγη υφηγητής Γενικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1893 διαδέχθηκε τον μεγάλο Έλληνα ιστορικό Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο στην έδρα της ελληνικής ιστορίας.

Το κείμενο που δημοσιεύουμε στη συνέχεια είναι από το βιβλίο του «Εγχειρίδιον βυζαντινής ιστορίας. Μετά των κυριωτάτων κεφαλαίων της λοιπής μεσαιωνικής ιστορίας.», το οποίο κυκλοφόρησε το 1908 από τις εκδόσεις ΝΙΚ. ΤΖΑΚΑΣ· όπως σημειώνει ο συγγραφέας στην εισαγωγή, το εγχειρίδιο συντάχθηκε «προς χρήσιν των φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής» του Πανεπιστημίου της Αθήνας και είναι «ανάγνωσμα ιστορικόν διδακτικόν εύληπτον τοις πάσι.» (Δ.Τ.)

Περί της Βυζαντινής καθόλου ιστορίας

Ιστορία Βυζαντινή ή Βυζαντιακή λέγεται κυρίως η ιστορία του Ελληνικού έθνους η αρχομένη από των χρόνων, καθ’ ούς ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ο Μέγας, γενόμενος μόνος κύριος του Ρωμαϊκού Κράτους (324 μ. Χ.), κατέστησε το Βυζάντιον, ή ως μετωνομάσθη τότε η πόλις αύτη, την Κωνσταντινούπολιν νέαν πρωτεύουσαν του Ρωμαϊκού Κράτους (330 μ.Χ.), μεταθέσας την έδραν της Κυβερνήσεως από της Λατινικής Δύσεως εις την Ελληνικήν Ανατολήν, ήτις μετά τινα χρόνον απετέλεσεν ίδιον κράτος κατ’ ουσίαν Ελληνικόν.

Χάρτης: Το κράτος του Μεγάλου Κωνσταντίνου
Χάρτης: Το κράτος του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Map: The State of Grand Constantine

Είνε δε η ιστορία, αύτη εξωτερικώς και υπό έποψιν γενικήν μέχρι του τέλους του 5 μ. Χ. αιώνος συνέχεια της ιστορίας της Ρωμαϊκής, εν ή περιλαμβάνεται και η ιστορία του Ελληνικού έθνους από των χρόνων της εις το Ρωμαϊκόν κράτος καθυποτάξεως των Ελληνικών χωρών της Ανατολής και ιδίως της κυρίως Ελλάδος (146 π. Χ.). Δύναται δε η αυτή ιστορία να ονομασθή και ιστορία του Ελληνορωμαϊκού Κράτους ή του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους· διότι το Ελληνικόν κράτος, το παραχθέν εν τη Ανατολή διά του έργου του Κωνσταντίνου του Μεγάλου, και αφού εχωρίσθη εντελώς από της Λατινικής Δύσεως, ενώ κατ’ ουσίαν ήτο Ελληνικόν, κατά τύπον έμεινε Ρωμαϊκόν και επισήμως εκαλείτο Ρωμαϊκόν κράτος, ενίοτε δε και Ανατολικόν Ρωμαϊκόν κράτος. Αλλ’ ορθοτέρα πάντως και ακριβεστέρα υπό πραγματικήν έποψιν ονομασία είναι «Ιστορία μεσαιωνική του Ελληνικού έθνους», διότι είναι κατ’ ουσίαν, μάλιστα από του τέλους του 5 μ. Χ. αιώνος, ιστορία του Ελληνικού έθνους κατά την μεγάλην εκείνην χρονικήν περίοδον της παγκοσμίου ιστορίας, ήτις καλείται «Μέσος αιών» ή «Μεσαίων» ή «περίοδος των μέσων αιώνων». Υπό καθόλου δε ιστορικήν έποψιν η Βυζαντινή ιστορία περιλαμβανομένη εν τη «Μεσαιωνική ιστορία» είνε μέρος αξιολογώτατον της ιστορίας ταύτης.

Η ιστορία αύτη αρχομένη από της μοναρχίας του Μεγάλου Κωνσταντίνου (323 μ. Χ.) ή, ως λέγεται συνήθως, από της κτίσεως της Κωνσταντινουπόλεως (330 μ. Χ.), κατέρχεται μέχρι των χρόνων της εντελούς καταλύσεως του Βυζαντιακού ή Ελληνορωμαϊκού κράτους της επελθούσης τω 1453, ήτοι περιλαμβάνει περίοδον χρονικήν υπερχιλιετή διαιρουμένην εις δύο κυρίως ελάσσονας περιόδους· α’) την από κτίσεως της Κωνσταντινουπόλεως μέχρι του τέλους του 5 μ. Χ. αιώνος, ήν δυνάμεθα να καλέσωμεν Ρωμαϊκήν ή Ελληνορωμαϊκήν, και β’) την από του τέλους του 5 μ. Χ. αιώνος μέχρι του 1453, ήν δυνάμεθα να ονομάσωμεν περίοδον ακραιφνώς Ελληνικήν. Και η μεν πρώτη περίοδος περιλαμβάνει τα γεγονότα εκείνα τα ιστορικά, δι’ ών το Ανατολικόν τμήμα του Ρωμαϊκού κράτους χωριζόμενον κατά μικρόν εντελώς από του Δυτικού καθίσταται ίδιον κράτος αυτοτελές Ελληνικόν· η δε δευτέρα περίοδος περιλαμβάνει αυτήν ταύτην την ιστορίαν του εξελληνισθέντος Βυζαντιακού κράτους την εκτεινομένην από του τέλους του 5 μ. Χ. αιώνος μέχρι της κατά το 1453 επελθούσης πτώσεως του κράτους τούτου. Αλλά της όλης ταύτης ιστορίας ανάγκη να προταχθή η αφήγησις των γεγονότων εκείνων της Ρωμαϊκής ιστορίας, άτινα συνδέονται μετά της ιστορίας της βασιλείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου, να εκτεθώσι δε πρώτιστα τα γενικώτερα αίτια, ών ένεκα εκ του Ρωμαϊκού κράτους παρήχθη κράτος Ελληνικόν, το καλούμενον Βυζαντιακόν.

Η χήρα ενός στρατιώτη σταματά τον αυτοκράτορα Θεόφιλο και του φανερώνει την αδικία ενός στρατηγού απέναντι στον άνδρα της. Λεπτομέρεια από βυζαντινό χειρόγραφο.
Η χήρα ενός στρατιώτη σταματά τον αυτοκράτορα Θεόφιλο και του φανερώνει την αδικία ενός στρατηγού απέναντι στον άνδρα της. Λεπτομέρεια από βυζαντινό χειρόγραφο. The widow of a soldier stops Emperor Theophilus and reveals the injustice of a general towards her husband. Detail of Byzantine manuscript.

Β’. Πώς εκ του Ρωμαϊκού κράτους παρήχθη το Βυζαντιακόν ή Βυζαντινόν καλούμενον Ελληνικόν κράτος

Η γένεσις του Ελληνικού κράτους από του παγκοσμίου Ρωμαϊκού κράτους, όπερ κατά τους χρόνους της του Χριστού γεννήσεως εξετείνετο από τον Ατλαντικού Ωκεανού μέχρι του Ευφράτου, και από του Βρεττανικού πορθμού και της Βορείου θαλάσσης μέχρι των καταρρακτών του Νείλου και της μεγάλης ερήμου της Βορείας Αφρικής, εξηγείται διττώς· α’) εκ του εσωτερικού ιστορικού βίου και πολιτισμού του Ρωμαϊκού τούτου κράτους, και β’) εκ των εξωτερικών γεγονότων της όλης ιστορίας του Ρωμαϊκού κράτους και των μετά ταύτης συνδεομένων μεγάλων γεγονότων της παγκοσμίου ιστορίας.

α’) Εσωτερικώς, υπό την έποψιν δηλονότι του εσωτερικού βίου και πολιτισμού του Ρωμαϊκού κράτους, η εκ τούτου γένεσις του ελληνικού κράτους είχεν αιτίαν κατά μέγιστον μέρος αυτήν την εν τω Ρωμαϊκώ κράτει πνευματικήν, ηθικήν και εκπολιτιστικήν δύναμιν του Ελληνισμού. Ως γνωστόν, από των χρόνων έτι, καθ’ ούς οι Ρωμαίοι ήλθον εις σχέσεις προς τους Ελληνικούς λαούς της Ανατολής και κατά μικρόν υπέταξαν εαυτοίς πάσας τας ελληνικάς χώρας, από των αρχών δηλονότι του Β’ π. Χ. αιώνος, σύμπασα η Ανατολή από του Αδρίου μέχρι του Ευφράτου ήτο Ελληνική. Αι αρχαίαι ελληνικαί αποικίαι, βραδύτερον δε αι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τα υπό των Διαδόχων τούτου πολλαχού της Ανατολής, εν Αιγύπτω, Συρία, Περγάμω και αλλαχού ιδρυθέντα κράτη, προ πάντων δε αυτή η μεγάλη ηθική και εκπολιτιστική δύναμις του Ελληνισμού είχον επενέγκει το τοιούτον αποτέλεσμα. Καθ’ όν δε χρόνον πάσαι αι Ελληνικαί χώραι υπετάγησαν εις τους Ρωμαίους, ούτοι ου μόνον δεν εξηφάνισαν τον τοιούτον Ελληνικόν πολιτισμόν, αλλά και εσεβάσθησαν και ετίμησαν και εκαλλιέργησαν αυτόν εν τη ιδία αυτών πατρίδι, σπουδάζοντες την Ελληνικήν γλώσσαν, τα Ελληνικά γράμματα, την Ελληνικήν φιλοσοφίαν, την Ελληνικήν ρητορικήν και αυτάς έτι τας Ελληνικάς Καλάς Τέχνας. Διότι οι Ρωμαίοι δεν ήσαν μεν κατά τους χρόνους εκείνους πεπολιτισμένοι εις όν βαθμόν οι Έλληνες, αλλά δεν ήσαν και βάρβαροι, και δη βάρβαροι ανεπίδεκτοι Ελληνικού πολιτισμού. Ούτω δε καθ’ όλους τους μετά την κατάκτησιν ιδία της Ελλάδος χρόνους της Ρωμαϊκής δημοκρατίας, έπειτα δε και επί της αυτοκρατορίας μέχρι των χρόνων του Μεγάλου Κωνσταντίνου, πολλώ δε πλέον από των τούτου χρόνων, ου μόνον εν Ελλάδι και εν απάσαις ταις εξηλληνισμέναις χώραις της Ανατολής, αλλά και εν αυτή τη Ιταλία (ένθα η Κάτω Ιταλία και η Σικελία αρχαιόθεν ήδη ήσαν εξηλληνισμέναι) και εν Ρώμη και εν άλλοις έτι τόποις της Δύσεως επεκράτει Ελληνικός πολιτισμός και εκαλλιεργούντο τα ελληνικά γράμματα. Εν Ρώμη αυτοί οι αυτοκράτορες και αι αυτοκράτειραι και οι ευγενείς εφιλοτιμούντο να λαλώσι και να γράφωσιν ελληνιστί. Αυτοί οι αυτοκράτορες είχον εν Ρώμη ίδιον γραφείον ελληνικόν ήτοι γραφείον της εν τη ελληνική γλώσση διεξαγομένης κυβερνητικής υπηρεσίας και αλληλογραφίας, υπό περιφήμων Ελλήνων λογίων διευθυνόμενον. Σχολαί δε ήκμαζον ρητορικαί και φιλοσοφικαί εν Ρώμη και εν τη λοιπή Ιταλία και εν άλλαις χώραις της Δύσεως, εν αίς εδιδάσκετο η ελληνική γλώσσα και η φιλολογία. Και εν αυταίς δε ταις ρητορικαίς και φιλοσοφικαίς σχολαίς των Αθηνών οι αυτοκράτορες διετήρουν, ιδία δαπάνη, έδρας καθηγητών διδασκόντων ρητορικήν και φιλοσοφίαν.

Εν ταις Ανατολικαίς δε χώραις του Ρωμαϊκού κράτους, ών αι πλείσται ήσαν ελληνικαί ή εξηλληνισμέναι, αυτή η Ρωμαϊκή κατάκτησις είχε συντελέσει εις την επί μάλλον διάδοσιν και επικράτησιν του Ελληνισμού. Διότι η συγκέντρωσις η διοικητική η επελθούσα διά της Ρωμαϊκής κατακτήσεως και αι μεγάλαι στρατιωτικαί οδοί, δι’ ών διηυκολύνετο η συγκοινωνία του κράτους, ηύξανον έτι μάλλον την μεταξύ των λαών πνευματικήν συνάφειαν και επικοινωνίαν, ήτις εγίνετο προ πάντων διά της Ελληνικής γλώσσης.

Μάλιστα δε πάντων συνετέλεσε κατά τους χρόνους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας εις την έν τισι χώραις της Ανατολής μείζονα ενίσχυσιν και παγίωσιν του Ελληνισμού η από των χρόνων των πρώτων αυτοκρατόρων της Ρώμης αρξαμένη ισχυρά εν Ανατολή διάδοσις του Χριστιανισμού. Διότι η γλώσσα, εν ή εδιδάσκετο η νέα θρησκεία και εγράφοντο τα ιερά βιβλία, ήτο η Ελληνική. Και εν ταις πόλεσι της Ανατολής, της Συρίας δηλονότι και της Μικράς Ασίας, της Μακεδονίας και των άλλων Ελληνικών χωρών ιδρύθησαν αι πρώται και αρχαιόταται χριστιανικαί εκκλησίαι. Ούτως ηδύνατό τις να είπη ότι ολόκληρον τα Ανατολικόν τμήμα του Ρωμαϊκού κράτους ήτο, υπό έποψιν ου μόνον εθνικήν, αλλά και ηθικήν και εκπολιτιστικήν, Ελληνικόν δυνάμενον να μεταβληθή και πολιτικώς εις κράτος Ελληνικόν ευθύς ως ήθελε λάβει πολιτικόν τι κέντρον εν εαυτώ.

Χριστός-νικητής με στολή Ρωμαίου λεγεωνάριου, ψηφιδωτό του 5ου αιώνα.
Χριστός-νικητής με στολή Ρωμαίου λεγεωνάριου, ψηφιδωτό του 5ου αιώνα. Christ-winner with Roman legionary outfit, mosaic of the 5th century.

Αλλά πλην της μεγάλης ηθικής δυνάμεως του Ελληνισμού, και άλλο τι γεγονός αναγόμενον εις την εσωτερικήν ιστορίαν αυτής της Ρώμης και του Ρωμαϊκού κράτους συνετέλεσεν εμμέσως εις την από του κράτους τούτου γένεσιν κράτους Ελληνικού, και διηυκόλυνεν αυτήν.

Η Ρώμη, ενόσω ως πόλις και κράτος εκυβερνάτο πράγματι δημοκρατικώς, συνεκέντρου και περιώριζεν εν εαυτή και μόνη άπασαν την αρχήν και εξουσίαν του Ρωμαϊκού κράτους. Το κράτος απετελείτο, κυρίως ειπείν, από μιας πόλεως, ής οι πολίται ήσαν και οι μόνοι πολίται του όλου κράτους, οι έχοντες δικαίωμα πολιτικόν εν αυτώ. Πάντες οι άλλοι λαοί του κόσμου οι υποταχθέντες κατά διαφόρους χρόνους και καιρούς εις το Ρωμαϊκόν κράτος, μέχρι τινός δε και αυτοί οι λαοί της Ιταλίας, ήσαν απλοί υπήκοοι του κράτους της Ρώμης, ή μάλλον του λαού της Ρώμης, συνδεόμενοι προς την κοσμοκράτειραν πόλιν διά ποικίλων τρόπων και βαθμών υπηκοότητος· δεν ήτο δε εύκολον να γείνη τις πολίτης Ρωμαίος, ήτοι να έχη δικαιώματα πολίτου Ρωμαίου. Αλλ’ η κατάστασις αύτη των πραγμάτων ήρξατο να μεταβάλληται κατά μικρόν και προ της αυτοκρατορίας και μάλιστα επί της αυτοκρατορίας. Το δικαίωμα Ρωμαίου πολίτου εδίδετο νυν ευκολώτερον εις τους υπηκόους του κράτους και μάλιστα εις τους Έλληνας, οίτινες απέλαυσαν της εξαιρετικής ευνοίας μεγάλων τινών αυτοκρατόρων του Β’ μ. Χ. αιώνος, Αδριανού, Αντωνίου του Ευσεβούς και Μάρκου Αυρηλίου. Τότε δε βλέπομεν και άνδρας Έλληνας σοφούς επιφανή κατέχοντας πολιτικά αξιώματα εν τω Ρωμαϊκώ κράτει.

Ο Καρακάλλας (Marcus Aurelius Severus Antoninus, 4 Απριλίου 188 - 8 Απριλίου 217) ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 198 έως το 217.
Ο Καρακάλλας (Marcus Aurelius Severus Antoninus, 4 Απριλίου 188 – 8 Απριλίου 217) ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 198 έως το 217.

Τέλος δε κατά τον 3 μ. Χ. αιώνα, επί της κυβερνήσεως του αυτοκράτορος Καρακάλλα (211-218), εδόθη ισοπολιτεία εις πάντας τους ελευθέρους (μη δούλους δηλονότι) κατοίκους του Ρωμαϊκού κράτους. Έκτοτε πάντες οι λαοί του Ρωμαϊκού κράτους, ιδίως οι Έλληνες, οίτινες απετέλουν εν τω Ανατολικώ ιδίως τμήματι του Ρωμαϊκού κράτους τον πολυπληθέστατον και πνευματικώς υπεροχώτατον λαόν του Ρωμαϊκού κράτους, ηδύναντο να μετέχωσι πάσης αρχής και εξουσίας εν τω κράτει, καταλαμβάνοντες πλείστας και σπουδαιοτάτας θέσεις εν τη δημοσία υπηρεσία. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, αφού η Ρώμη, η πρώην μόνη άρχουσα του παγκοσμίου κράτους πόλις, κατέστη νυν απλώς πρωτεύουσα του κράτους, μία απλώς μετάθεσις της πρωτευούσης από της Δύσεως εις την Ανατολήν ηδύνατο να καταστήση τους Έλληνας κατ’ ουσίαν κυρίους του κράτους και της Κυβερνήσεως, τουλάχιστον εν τω Ανατολικώ τμήματι του κράτους. Και αι περιστάσεις δε αι εσωτερικαί και εξωτερικαί δεν εβράδυναν να δώσωσιν αφορμήν εις την τοιαύτην μετάθεσιν, γενομένην ακριβώς περί τας αρχάς του 4 μ. Χ. αιώνος, επί του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του Μεγάλου.

Οι φωτογραφίες είναι από εδώ: Charles Diehl, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εκδ. Ηλιάδη -Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία.

(Εμφανιστηκε 5,926 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Ένα σχόλιο

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.