Η Χριστιανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (Ι)
Ο Γεώργιος Οστρογκόρσκι (Гео́ргий Алекса́ндрович Острого́рский, Αγία Πετρούπολη, 19 Ιανουαρίου 1902 – Βελιγράδι, 24 Οκτωβρίου 1976) ήταν Ρώσος βυζαντινολόγος. Θεωρείται ως ένας από τους γνωστότερους βυζαντινολόγους τους 20ου αιώνα. θεωρείται ως ο τελευταίος εκπρόσωπος της σειράς των Ρώσων Βυζαντινολόγων του 19ου-20ου αιώνα.
Το δεύτερο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε εδώ: Η Χριστιανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (IΙ)
Κείμενο: Georg Ostrogorsky
Η ρωμαϊκή πολιτική θεωρία, ο ελληνικός πολιτισμός και η χριστιανική πίστη αποτελούν τα κύρια στοιχεία που καθώρισαν την εξέλιξη του Βυζαντίου. Χωρίς αυτά τα τρία στοιχεία είναι αδύνατο να κατανοήσουμε το Βυζάντιο. Η σύνθεση του ελληνικού πολιτισμού με τη χριστιανική θρησκεία στο πλαίσιο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας οδήγησε στη γένεση του ιστορικού εκείνου φαινομένου που ονομάζουμε βυζαντινή αυτοκρατορία. Η σύνθεση αυτή πραγματοποιήθηκε όταν η ρωμαϊκή αυτοκρατορία μετατόπισε το κέντρο της στην Ανατολή, μετά την κρίση που ξέσπασε τον τρίτο αιώνα. Συγκεκριμένη μορφή έλαβε με την αναγνώριση του χριστιανισμού από το Imperium romanum και την ίδρυση της νέας πρωτεύουσας στον Βόσπορο. Τα δύο αυτά γεγονότα, δηλ. η νίκη του χριστιανισμού και η οριστική μετάθεση του πολιτικού κέντρου του κράτους στην εξελληνισμένη Ανατολή, εγκαινιάζουν τη βυζαντινή εποχή.
Στην πραγματικότητα η βυζαντινή ιστορία είναι μία νέα φάση της ρωμαϊκής ιστορίας, όπως και το βυζαντινό κράτος είναι βασικά η συνέχεια του imperium romanum. Βέβαια το επίθετο «βυζαντινός» χρησιμοποιήθηκε σε μεταγενέστερους χρόνους και ήταν άγνωστο στους ονομαζόμενους «Βυζαντινούς». Αυτοί χρησιμοποιούσαν συνήθως το όνομα «Ρωμαίοι», τον αυτοκράτορα τους θεωρούσαν ρωμαίο ηγεμόνα, διάδοχο και κληρονόμο των παλαιών ρωμαίων καισάρων. Έμειναν πιστοί στο όνομα της Ρώμης όσο χρόνο διήρκεσε η αυτοκρατορία, και οι ρωμαϊκές πολιτικές παραδόσεις κυριάρχησαν ως το τέλος στην πολιτική τους συνείδηση και βούληση. Η ρωμαϊκή πολιτική θεωρία συνένωσε τα ετερογενή εθνικά φύλα της αυτοκρατορίας και η ρωμαϊκή ιδέα της παγκόσμιας κυριαρχίας καθώρισε τη θέση της αυτοκρατορίας απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο.
Ως κληρονόμος του ρωμαϊκού imperium το Βυζάντιο πίστευε ότι ήταν η μοναδική αυτοκρατορία πάνω στη γη και διεκδικούσε κυριαρχικό ρόλο πάνω σε όλες τις χώρες που ανήκαν κάποτε στον ρωμαϊκό κόσμο (orbis) και που τώρα είχαν γίνει τμήματα της χριστιανικής οικουμένης. Η σκληρή όμως πραγματικότητα ανέτρεψε προοδευτικά την αξίωση αυτή. Πάντως τα κράτη που δημιουργήθηκαν μέσα στο χώρο της χριστιανικής οικουμένης πάνω στο παλαιό ρωμαϊκό έδαφος, παράλληλα με το ρωμαιο-βυζαντινό κράτος, δεν θεωρήθηκαν νομικά και ιδεολογικά ισότιμα με αυτό. Δημιουργήθηκε μια περίπλοκη ιεραρχία κρατών, στην κορυφή της οποίας βρισκόταν ο ηγεμόνας του Βυζαντίου ως ρωμαίος αυτοκράτορας και ως κεφαλή της χριστιανικής οικουμένης. Στην πρώτη βυζαντινή εποχή η πολιτική της αυτοκρατορίας απέβλεπε στην άσκηση άμεσης κυριαρχίας πάνω στον orbis romanus, ενώ στη μέση και την ύστερη βυζαντινή εποχή η διατήρηση της θεωρητικής αυτής ηγεμονίας αποτελούσε τον άξονα, γύρω από τον οποίο στρεφόταν η πολιτική της αυτοκρατορίας.
Ωστόσο, αν και το Βυζάντιο διατήρησε συνειδητά τον σύνδεσμό του με την παλαιά Ρώμη και για λόγους θεωρητικούς και πρακτικούς επέμενε στη διατήρηση της ρωμαϊκής κληρονομιάς, με την πάροδο του χρόνου απομακρύνθηκε σιγά – σιγά από τις αρχικές ρωμαϊκές θέσεις. Ενώ στο χώρο του πολιτισμού και της γλώσσας επικρατεί προοδευτικά το ελληνικό πνεύμα και παράλληλα αυξάνει η επιρροή της Εκκλησίας στη ζωή των Βυζαντινών, οι εξελίξεις στον οικονομικό, τον κοινωνικό και τον πολιτικό χώρο οδηγούν αναγκαστικά στο σχηματισμό μιας νέας οικονομικής και κοινωνικής δομής, έτσι που στον πρώιμο ήδη μεσαίωνα να εμφανίζεται ένα νέο ουσιαστικά κράτος με νέο διοικητικό σύστημα. Σε αντίθεση με την αντίληψη που επικρατούσε άλλοτε είναι φανερό ότι η εξέλιξη του παλαιού βυζαντινού κράτους είναι έντονα δυναμική. Όλα βρίσκονται σε κίνηση, σε αδιάκοπη αναδιαμόρφωση και ανανέωση. Έτσι, όταν η ιστορική αυτή εξέλιξη φθάνει στο τέρμα της, το κράτος των Βυζαντινών δεν έχει πια τίποτε το κοινό με το παλαιό ρωμαϊκό imperium, εκτός βέβαια από το όνομα και τις παραδοσιακές αξιώσεις, που όμως έμειναν ανεκπλήρωτες.
Πάντως στην πρώτη του εποχή το βυζαντινό κράτος είναι ακόμη πραγματικά ρωμαϊκό και η ζωή του διαποτίζεται από τη ρωμαϊκή παράδοση. Η εποχή αυτή θα μπορούσε εξίσου να ονομασθεί πρώιμη βυζαντινή όσο και υστερο-βυζαντινή, αφού περιλαμβάνει τους τρεις πρώτους αιώνες της βυζαντινής ή τους τρεις τελευταίους αιώνες της ρωμαϊκής ιστορίας. Είναι μια χαρακτηριστική εποχή μεταβάσεως από το ρωμαϊκό imperium στη μεσαιωνική βυζαντινή αυτοκρατορία, στην ιστορική πορεία της οποίας ο παλαιός ρωμαϊκός τρόπος ζωής παραχωρεί σταδιακά τη θέση του στα νέα βυζαντινά στοιχεία.
Ειδικότερα οι καταβολές της βυζαντινής ιστορίας βρίσκονται στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όπως τη διαμόρφωσε η κρίση του τρίτου αιώνα. Η οικονομική εξαθλίωση της εποχής αυτής είχε τρομακτικές επιπτώσεις στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Η Ανατολή μπόρεσε να αντέξει με επιτυχία στην κρίση, γεγονός που προδιαγράφει την κατοπινή εξέλιξη και εξηγεί τη «βυζαντινοποίηση» του ρωμαϊκού κράτους. Πάντως και η Ανατολή (pars orientalis) πέρασε την ίδια κρίση, που ήταν μια κρίση γενική όλης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με την εξαθλιωμένη οικονομική και κοινωνική δομή της, και δεν απέφυγε την οικονομική κατάρρευση, που συνοδεύθηκε από μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές αναστατώσεις. Βέβαια, στην Ανατολή δεν σημειώθηκε η ίδια μείωση του πληθυσμού, και η κατάπτωση της αστικής ζωής και της οικονομίας δεν ήταν το ίδιο ανεπανόρθωτη όπως στη Δύση. Ωστόσο κι εδώ η οικονομική ζωή διέτρεξε σοβαρό κίνδυνο από την έλλειψη εργατικών χεριών και το εμπόριο και η βιοτεχνία σημείωσαν αισθητή πτώση, όπως άλλωστε έγινε σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Η κρίση του τρίτου αιώνα οδήγησε στην κατάρρευση του αρχαίου αστικού τρόπου ζωής. Έτσι είναι γενικό το φαινόμενο της αυξήσεως της μεγάλης γαιοκτησίας (latifundium). Σε ολόκληρη την αυτοκρατορία εδραιώθηκε σταθερά η μεγάλη ιδιωτική γαιοκτησία σε βάρος των μικρών γαιοκτημόνων και της δημόσιας περιουσίας. Συνέπεια της παρακμής της μικρής γαιοκτησίας υπήρξε η προοδευτική προσκόλληση των χωρικών στα κτήματα, πράγμα μάλιστα που ενισχύθηκε από την έλλειψη εργατικού δυναμικού. Η υποτέλεια των χωρικών ήταν βέβαια μόνο μια ειδική περίπτωση μέσα στο γενικό φαινόμενο της αναγκαστικής προσδέσεως του πληθυσμού στα επαγγέλματά του, που από την εποχή της κρίσεως του τρίτου αιώνα αποτελεί σταθερή πολιτική του φθίνοντος ρωμαϊκού κράτους. Οπωσδήποτε η μορφή αυτή της οικονομίας αποτέλεσε το θεμέλιο του αυταρχικού κράτους.
Το καθεστώς της ρωμαϊκής ηγεμονίας (principatus) αφανίσθηκε με τις θύελλες της εποχής της μεγάλης κρίσεως και αντικαταστάθηκε στη συνέχεια από το σύστημα της δεσποτείας (dominatus) του Διοκλητιανού. Από αυτό προήλθε στην πραγματικότητα η βυζαντινή αυτοκρατορία. Το παλαιό σύστημα διοικήσεως των δήμων στις ρωμαϊκές πόλεις είχε αρχίσει να καταρρέει. Ολόκληρη η κρατική διοίκηση συγκεντρώθηκε στα χέρια του αυτοκράτορα και του σώματος των επιτελών του· το σώμα τούτο οργανώθηκε συστηματικά και έγινε το στήριγμα του βυζαντινού αυταρχικού κράτους. Το ρωμαϊκό σύστημα των δημόσιων λειτουργών (magistratus) παραχώρησε τη θέση του στη βυζαντινή γραφειοκρατία. Ο αυτοκράτορας δεν είναι πια ο ανώτατος δημόσιος λειτουργός, αλλά ο απόλυτος δεσπότης, που η εξουσία του δε στηρίζεται τόσο σε γήινους παράγοντες όσο στο θέλημα του θεού. Τα χρόνια άλλωστε της κρίσεως με τις σκληρές μάστιγες και δοκιμασίες, εγκαινιάζουν μια εποχή θρησκευτικότητας και στροφής προς τα υπερκόσμια.
Ωστόσο η ιδέα της λαϊκής κυριαρχίας δεν εξαφανίσθηκε τελείως. Η σύγκλητος, ο οργανωμένος σε δήμους αστικός πληθυσμός και ο στρατός αποτέλεσαν πολιτικές δυνάμεις, που ιδιαίτερα κατά την πρώτη βυζαντινή εποχή περιώριζαν αισθητά την αυτοκρατορική εξουσία. Με την πάροδο όμως του χρόνου η βασιλική παντοκρατορία απορρόφησε και τους τρεις αυτούς παράγοντες, που είχαν τις ρίζες τους στο ρωμαϊκό παρελθόν. Από την άλλη μεριά, η Εκκλησία αποκτούσε συνεχώς και μεγαλύτερη σημασία και δύναμη ως πνευματικός παράγοντας. Κατά την πρώτη βυζαντινή εποχή ο αυτοκράτορας ελέγχει σχεδόν απεριόριστα την εκκλησιαστική ζωή και, σύμφωνα με τις ρωμαϊκές αρχές, καθορίζει τη θρησκεία των υπηκόων του ως υπόθεση δημόσιου δικαίου (ius publicum). Κατά τους μέσους όμως χρόνους η Εκκλησία επιβάλλεται αναγκαστικά και στο Βυζάντιο ως δυναμικός παράγοντας, που θέτει ισχυρούς φραγμούς στην αυτοκρατορική εξουσία. Τούτο φαίνεται από τις συγκρούσεις ανάμεσα στην κοσμική και την πνευματική εξουσία, που δεν λείπουν ούτε στο Βυζάντιο και από τις οποίες δεν βγαίνει πάντοτε νικητής ο αυτοκράτορας. Ωστόσο το Βυζάντιο δεν το χαρακτηρίζει η διαμάχη μεταξύ του imperium και του sacerdotium, αλλά ο στενός και βαθύς σύνδεσμος μεταξύ κράτους και Εκκλησίας, δηλαδή η ουσιαστική αλληλεξάρτηση του ορθόδοξου κράτους και της ορθόδοξης Εκκλησίας μέσα σε έναν ενιαίο κρατικο-εκκλησιαστικό οργανισμό. Είναι πολύ συνηθισμένη η σύμπτωση συμφερόντων και των δύο εξουσιών όπως και η σταθερή συνεργασία τους κάθε φορά που κίνδυνοι απειλούσαν τη θεόδοτη τάξη, είτε από εσωτερικούς και εξωτερικούς αντιπάλους του αυτοκράτορα είτε από τους εχθρικούς προς την Εκκλησία αιρετικούς. Από την άλλη όμως πλευρά η σύμπραξη αυτή παρασύρει αναπόδραστα την Εκκλησία κάτω από την άμεση κηδεμονία του παντοδύναμου αυτοκράτορα. Έτσι η υπεροχή της αυτοκρατορικής εξουσίας σε σχέση με την εκκλησιαστική θα καταστεί η χαρακτηριστική και κανονική πια σχέση για όλες τις εποχές του Βυζαντίου. […]
Πηγή: Georg Ostrogorsky Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους
Τόμοι: Α’+Β’+Γ’ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΗΝΑ 1978
Τίτλος πρωτοτύπου: GESCHICHTE DES BYZANTINISCHEN STAATES
Μετάφραση: ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ
Επιστημονική εποπτεία: ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Κ. ΧΡΥΣΟΣ