Ουμπέρτο Έκο – Το κατηγορητήριο εναντίον της μαζικής κουλτούρας
Το κείμενο αποτελεί κεφάλαιο του βιβλίου Κήνσορες και θεράποντες. Έχουν αφαιρεθεί η βιβλιογραφικές υποσημειώσεις. Το κείμενο έχει και αντίλογο, με τίτλο Υπεράσπιση της μαζικής κουλτούρας, που μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Το κατηγορητήριο εναντίον της μαζικής κουλτούρας
του Ουμπέρτο Έκο
Τα κατηγορητήρια εναντίον της μαζικής κουλτούρας, όταν υποστηρίζονται από οξυδερκείς και προσεκτικούς συγγραφείς, έχουν διαλεκτική λειτουργία μέσα σε μια συζήτηση για το φαινόμενο. Έτσι, τα pamphlets κατά της μαζικής κουλτούρας μπορούν να διαβαστούν και να μελετηθούν ως ντοκουμέντα που πρέπει να συμπεριληφθούν σε μια ολόπλευρη έρευνα, ωστόσο θα πρέπει να έχουμε συνείδηση των ασαφειών που συχνά βρίσκονται στη βάση τους.
Κατά βάθος, η πρώτη τοποθέτηση για το πρόβλημα αυτό έγινε από τον Νίτσε, που εντόπισε την «ιστορική ασθένεια» και μια από τις περίοπτες μορφές της, τη δημοσιογραφία. Μάλιστα, ο γερμανός φιλόσοφος είχε ήδη μέσα του το σπέρμα του πειρασμού, που ενυπάρχει σε κάθε τέτοια πολεμική: τη δυσπιστία απέναντι στην εξίσωση, τη δημοκρατική άνοδο των πλειοψηφούν, τις ομιλίες που γίνονται από τους αδύναμους για τους αδύναμους, το σύμπαν που δεν δομείται στα μέτρα του υπεράνθρωπου, αλλά του κοινού ανθρώπου. Πιστεύουμε ότι και η πολεμική του Ορτέγκα υ Γκάσετ έχει κοινή ρίζα, και θα ήταν σκόπιμο, στα θεμέλια της αποστροφής για τη μαζική κουλτούρα, να ψάξουμε για μια αριστοκρατική μάζα, μια έλλειψη εκτίμησης που μόνο φαινομενικά στρέφεται εναντίον της μαζικής κουλτούρας, ενώ στην πραγματικότητα κατευθύνεται εναντίον των μαζών και μόνο φαινομενικά κάνει τον διαχωρισμό της μάζας σε όχλο και κοινότητα υπεύθυνων ατόμων, η οποία υφίσταται μαζικοποίηση και αγεληδόν αφομοίωση: διότι στο βάθος επιζεί η νοσταλγία μιας εποχής, τότε που οι πολιτιστικές αξίες αποτελούσαν ταξικό κληροδότημα και δεν βρίσκονταν σε αδιάκριτη κοινή διάθεση.
Όμως, δεν μπορούμε να συμπεριλάβουμε σ’ αυτό το ρεύμα όλους τους κριτικούς της μαζικής κουλτούρας. Και ας μη μιλήσουμε για τον Αντόρνο, που οι θέσεις του είναι τόσο γνωστές ώστε δεν χρειάζεται να τις επεξηγήσουμε, αλλ’ ας σκεφτούμε όλη εκείνη τη στρατιά των αμερικανών radicals[1] που εξαπολύουν σφοδρή πολεμική εναντίον κάθε στοιχείου μαζικοποίησης του κοινωνικού σώματος στη χώρα τους• και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κριτική τους έχει προοδευτικές προθέσεις και ότι η δυσπιστία απέναντι στη μαζική κουλτούρα είναι δυσπιστία απέναντι σε μια μορφή διανοητικής εξουσίας που μπορεί να οδηγήσει τους πολίτες σ’ ένα καθεστώς μαζικής υποταγής και να τους κάνει γόνιμο έδαφος για κάθε αυθαιρεσία της εξουσίας. Ένα τυπικό παράδειγμα είναι ο Ντουάιτ ΜακΝτόναλντ, με τις τροτσκιστικές και επομένως φιλειρηνικές και αναρχικές απόψεις του κατά τη δεκαετία του ’30. Η κριτική του αντιπροσωπεύει πιθανόν το σημείο της μεγαλύτερης ισορροπίας μέσα στο πλαίσιο αυτής της πολεμικής, και ως τέτοιο πρέπει ν’ αναφερθεί. Ο ΜακΝτόναλντ ξεκινάει από την αποδεκτή πλέον διάκριση σε τρία διανοητικά επίπεδα, high, middle και lowbrow (που ανάγεται στη διάκριση μεταξύ high-brow και lowbrow[2], όπως προτείνει ο Βαν Γουάικ Μπρουκς στο America’s Coming of Age), αλλάζοντας τις ονομασίες σύμφωνα με την πρόθεση μιας βιαιότερης κριτικής: εναντίον των εκδηλώσεων μιας τέχνης της elite και μιας παιδείας, που σωστά αποκαλείται έτσι, εγείρονται οι εκδηλώσεις μιας μαζικής κουλτούρας, που δεν είναι παιδεία, και επομένως δεν την αποκαλεί mass culture, αλλά masscult, και μιας μέσης, μικροαστικής παιδείας, που την αποκαλεί midcult. Προφανώς, masscult είναι τα κόμικς, η γαστρονομική μουσική τύπου rock’n’roll ή οι χειρότερες τηλεταινίες, ενώ η midcult αντιπροσωπεύεται από έργα που φαίνονται σαν να εκπληρούν όλες τις απαιτήσεις μιας εκσυγχρονισμένης παιδείας, ενώ αντίθετα, στην πραγματικότητα, δεν αποτελούν παρά παρωδία της παιδείας, μια χρεοκοπία και παραχάραξη που καθορίζεται από εμπορικούς σκοπούς. Ορισμένες από τις πιο νόστιμες κριτικές σελίδες του ΜακΝτόναλντ είναι αφιερωμένες στην ανάλυση ενός μυθιστορήματος, όπως Ο γέρος και η θάλασσα του Χεμινγουαίη, που το θεωρεί τυπικό προϊόν της midcult, με γλώσσα σκόπιμα και τεχνητά λυρικίζουσα, και την τάση απεικόνισης «οικουμενικών» ηρώων (όμως, το οικουμενικό παραμένει σ’ ένα επίπεδο αλληγορίας και ύφους)• και στην ίδια κατηγορία ταξινομεί και τη Μικρή μας πόλη του Ουάιλντερ.
Τα παραδείγματα αυτά διασαφηνίζουν ένα από τα ουσιαστικότερα σημεία της κριτικής του ΜακΝτόναλντ: δεν προσάπτει στη μαζική κουλτούρα τη διάδοση προϊόντων χαμηλού επιπέδου και ανύπαρκτης αισθητικής αξίας (όπως θα μπορούσαν να είναι ορισμένα κόμικς ή τα πορνογραφικά περιοδικά ή τα τηλεκουίζ)• προσάπτει στη midcult την «υφαρπαγή» των ανακαλύψεων της πρωτοπορίας και τον «εκχυδαϊσμό» τους σε καταναλωτικά προϊόντα. Μια κριτική που χτυπάει τον στόχο της και μας βοηθά να κατανοήσουμε γιατί πολλά εύπεπτα εμπορικά προϊόντα, παρόλο που διατηρούν μια εξωτερική ευπρέπεια ύφους, στο τέλος φαίνονται κίβδηλα· όμως είναι μια κριτική που τελικά αντανακλά μια αμετάκλητα αριστοκρατική αντίληψη για την καλαισθησία. Πρέπει άραγε να παραδεχθούμε ότι μια στυλιστική λύση είναι έγκυρη μόνον όταν αντιπροσωπεύει κάποια ανακάλυψη που προκαλεί ρήξη με την παράδοση και επομένως τη συμμερίζονται μόνο λίγοι εκλεκτοί; Και αν παραδεχτούμε κάτι τέτοιο, όταν αυτό το λήμμα ύφους καταφέρει να μας εισαγάγει σ’ ένα ευρύτερο κύκλωμα και να μας βάλει σε νέα πλαίσια, χάνει εκ των πραγμάτων τη δύναμή του ή αποκτά νέα λειτουργία; Με την αποδοχή ότι αποκτά λειτουργία, μήπως μοιραία είναι αρνητική, και επομένως το λήμμα ύφους δεν χρησιμεύει παρά για να αποκρύψει κάτω από ένα επίχρισμα μορφολογικών καινοτομιών μια κοινότοπη στάση, ένα σύμπλεγμα από ανενεργές και σκληρωτικές ιδέες, προτιμήσεις και συναισθήματα;
Με τον τρόπο αυτό, εισάγεται μια σειρά προβλημάτων, που όταν τεθούν σε επίπεδα θεωρίας, θα πρέπει να υποστούν ένα σύμπλεγμα από εξονυχιστικές επαληθεύσεις. Όμως, μπροστά σε ορισμένες τοποθετήσεις, γεννιέται η υποψία ότι ο κριτικός αναφέρεται διαρκώς σ’ ένα ανθρώπινο πρότυπο που, έστω κι αν δεν το ξέρει, είναι ταξικό: και είναι το πρότυπο του καλλιεργημένου και στοχαστικού ευγενούς της Αναγέννησης, που η δεδομένη οικονομική κατάσταση του επέτρεψε να καλλιεργήσει με ερωτική προσήλωση τις εσωτερικές του εμπειρίες, προφυλάσσοντάς τες από τις εύκολες ωφελιμιστικές προσμείξεις και επιβεβαιώνοντας ζηλότυπα την απόλυτη αυθεντικότητά τους. Όμως, ο άνθρωπος του μαζικού πολιτισμού δεν είναι πια αυτός. Καλώς ή κακώς, είναι διαφορετικός και θα πρέπει να είναι διαφορετικές οι οδοί διαμόρφωσης και σωτηρίας του. Ένα από τα καθήκοντά μας είναι τουλάχιστον να τις εντοπίσουμε. Το πρόβλημα θα ήταν άλλο, αν οι κριτικοί της μαζικής κουλτούρας (και αν υπάρχουν ανάμεσά τους άνθρωποι που σκέφτονται κατ’ αυτόν τον τρόπο, το θέμα αλλάζει) διατείνονταν ότι το πρόβλημα του πολιτισμού μας είναι να εξυψώσουμε κάθε μέλος της κοινότητάς μας στην απόλαυση εμπειριών ανώτερης κλίμακας και να δώσουμε στον καθένα τη δυνατότητα μιας τέτοιας πρόσβασης. Όμως, η άποψη του ΜακΝτόναλντ είναι διαφορετική: στα τελευταία του γραπτά ομολογεί ότι παρόλο που κάποτε έτεινε στη δυνατότητα της πρώτης λύσης (της ανύψωσης των μαζών στην «ανώτερη» παιδεία), τώρα θεωρεί ότι ένα τέτοιο εγχείρημα είναι αδύνατο και ότι το ρήγμα ανάμεσα στις δύο παιδείες είναι οριστικό, ανυπέρβλητο, αγεφύρωτο. Δυστυχώς, η αυθόρμητη εξήγηση, που προβάλλεται για να διασαφηνίσει μια τέτοια στάση, είναι μάλλον μελαγχολική: ότι οι διανοούμενοι τύπου ΜακΝτόναλντ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’20 είχαν εμπλακεί σε προοδευτικές δραστηριότητες πολιτικής χροιάς, που στη συνέχεια εμποδίστηκαν από τα εσωτερικά συμβάντα της αμερικανικής πολιτικής· έτσι, οι άνθρωποι αυτοί στράφηκαν από την πολιτική κριτική στην πολιτιστική, από μια κριτική που σκόπευε ν’ αλλάξει την κοινωνία σε μια αριστοκρατική κριτική της κοινωνίας, σχεδόν τοποθετώντας τον εαυτό τους έξω από τις συμπλοκές και αρνούμενοι κάθε κοινή ευθύνη. Αποδεικνύοντας έτσι, έστω και παρά τη θέλησή τους, ότι υπάρχει ένας τρόπος επίλυσης του προβλήματος, όμως δεν είναι αποκλειστικά πολιτιστικός, διότι εμπλέκει μια σειρά πολιτικών διεργασιών και, όπως και νά ’χει, μια πολιτική της παιδείας.
Cahier de doleances[3]
Από τις ποικίλες κριτικές για τη μαζική κουλτούρα υψώνονται ορισμένες κυρίαρχες επικρίσεις, τις οποίες θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας.
α. Τα mass media απευθύνονται σ’ ένα ετερογενές κοινό και εξειδικεύονται βάσει «μέσων προτιμήσεων», αποφεύγοντας τις αυθεντικές λύσεις.
β. Κατά την έννοια αυτή, με την παγκόσμια διάχυση μιας «κουλτούρας» «ομογενούς» τύπου καταστρέφονται τα επιμέρους πολιτιστικά χαρακτηριστικά κάθε εθνικής ομάδας.
γ. Τα mass media απευθύνονται σ’ ένα κοινό που δεν έχει συνείδηση του εαυτού του ως κοινωνικής ομάδας με κάποια χαρακτηριστικά· επομένως, το κοινό δεν μπορεί να προβάλει απαιτήσεις από τη μαζική κουλτούρα, αλλά να υποταχθεί στις προτάσεις της, χωρίς να ξέρει ότι υποτάσσεται.
δ. Τα mass media τείνουν να υποβαθμίσουν την υπάρχουσα καλαισθησία, δίχως να προωθούν μια ανανέωση των ευαισθησιών. Ακόμη κι όταν μοιάζουν να έρχονται σε ρήξη με τις παραδόσεις τεχνοτροπίας, στην πραγματικότητα προσαρμόζονται σε μια, κοινώς ομολογούμενη πλέον, διάδοση τρόπων έκφρασης και μορφών, οι οποίοι είναι από καιρό διάχυτοι σ’ ένα επίπεδο ανώτερης παιδείας, μεταφέροντάς τους σ’ ένα κατώτερο επίπεδο. Ομολογώντας όσα ήδη έχουν αφομοιωθεί, αναπτύσσουν λειτουργίες απλής συντήρησης.
ε. Τα mass media τείνουν να προκαλέσουν αισθήματα ζωηρά και αστόχαστα· με άλλα λόγια, αντί να συμβολίσουν ένα συναίσθημα ή να το απεικονίσουν, το προκαλούν αντί να το υποδηλώσουν, το παραδίδουν συσκευασμένο εκ των προτέρων. Κατ’ αυτήν την έννοια, είναι τυπικός ο ρόλος της εικόνας σε σχέση με το νόημα· επίσης της μουσικής ως ερεθίσματος των αισθήσεων, παρά ως μορφής που προκαλεί στοχασμό.
στ. Τα mess media, έχοντας τεθεί σ’ ένα εμπορικό κύκλωμα, υπόκεινται στον «νόμο της προσφοράς και της ζήτησης». Επομένως, προσφέρουν στο κοινό αυτό που εκείνο θέλει, ή, ακόμη χειρότερα, ακολουθώντας τους νόμους μιας οικονομίας που βασίζεται στην κατανάλωση και στηρίζεται στην πειθώ της διαφήμισης, υποβάλλουν στο κοινό τι πρέπει να επιθυμεί.
ζ. Ακόμη κι όταν διαδίδουν τα προϊόντα της ανώτερης παιδείας, τα διαδίδουν ταξινομημένα και «συμπυκνωμένα», ώστε να μην καταβληθεί καμία προσπάθεια από τον παραλήπτη τους• η σκέψη συνοψίζεται σε «διατυπώσεις»• τα προϊόντα της τέχνης ανθολογούνται και μεταδίδονται σε μικρές δόσεις.
η. Σε όλες τις περιπτώσεις, ακόμη και τα προϊόντα της ανώτερης παιδείας προτείνονται μέσα σε συνθήκες απόλυτης ισοπέδωσης μαζί με άλλα προϊόντα ψυχαγωγίας• στα εβδομαδιαία περιοδικά, το ρεπορτάζ για κάποιο μουσείο τέχνης στέκεται δίπλα στα κουτσομπολιά για τον γάμο μιας σταρ.
θ. Τα mass media ενθαρρύνουν έτσι μια παθητική και άκριτη θεώρηση του κόσμου. Η προσωπική προσπάθεια για την κατάκτηση μιας νέας εμπειρίας αποθαρρύνεται.
ι. Τα mass media ενθαρρύνουν μια τεράστια πληροφόρηση σχετικά με το παρόν (περιορίζουν ακόμη και τις τυχόν αναδρομές στο παρελθόν μέσα στο πλαίσιο ενός επίκαιρου χρονικού) και αποκοιμίζουν έτσι κάθε ιστορική συνείδηση.
ια. Κατασκευασμένα για την ψυχαγωγία και τον ελεύθερο χρόνο, έχουν μελετηθεί έτσι ώστε να απασχολούν μόνον επιφανειακά την προσοχή μας. Κατ’ αρχήν διαφθείρουν τη στάση μας και έτσι ακόμα και μια συμφωνία, όταν ακούγεται από έναν δίσκο ή το ραδιόφωνο, προσλαμβάνεται κατά τον πιο επιδερμικό τρόπο, σαν να αποτελεί υπόδειξη ενός μοτίβου που μπορεί να σφυριχτεί, κι όχι σαν να είναι ένας αισθητικός οργανισμός στον οποίο πρέπει να εμβαθύνουμε με αποκλειστική και πιστή προσοχή.
ιβ. Τα mass media τείνουν να επιβάλουν σύμβολα και μύθους μιας εύκολης οικουμενικότητας, δημιουργώντας «τύπους» εύκολα αναγνωρίσιμους και έτσι μειώνουν στο ελάχιστο την υποκειμενικότητα και τη σαφήνεια της πείρας και των εικόνων μας, μέσω των οποίων θα έπρεπε να πραγματοποιούμε εμπειρίες.
ιγ. Για να το πετύχουν αυτό, δουλεύουν βάσει της κοινής γνώμης, των κοινών δοξασιών και επομένως λειτουργούν ως μια διαρκής επιβεβαίωση αυτού που ήδη σκεφτόμαστε. Κατ’ αυτήν την έννοια, η κοινωνική τους δράση είναι πάντοτε συντηρητική.
ιδ. Ακόμη κι όταν διατείνονται αμεροληψία, αναπτύσσονται με τον πιο απόλυτο κομφορμισμό, στο πεδίο των ηθών, των πολιτιστικών αξιών, των κοινωνικών και θρησκευτικών αρχών, των πολιτικών τάσεων. Ευνοούν την προβολή των «επίσημων» προτύπων.
ιε. Επομένως, τα mass media εμφανίζονται ως εκπαιδευτικό όργανο, τυπικό μιας κοινωνίας με πατριαρχικό υπόβαθρο, που μόνον επιφανειακά είναι ατομικιστική και δημοκρατική, ενώ στην ουσία τείνει να παράγει ετεροκατευθυνόμενα ανθρώπινα πρότυπα. Αν τα μελετήσουμε σε μεγαλύτερο βάθος, εμφανίζονται ως μια «υπερδομή ενός καπιταλιστικού καθεστώτος», που χρησιμοποιείται με τον σκοπό του ελέγχου και της υποχρεωτικής ισοπέδωσης των συνειδήσεων. Στην πράξη, βάζουν σε κοινή διάθεση τους καρπούς της ανώτερης παιδείας, όμως κενούς από την ιδεολογία και την κριτική που τους κινούσε. Εγκολπώνονται τα εξωτερικά γνωρίσματα μιας λαϊκής παιδείας, αλλά αντί να αναπτυχθούν αυθόρμητα από τη βάση, επιβάλλονται άνωθεν (και δεν έχουν το πνεύμα, την εξυπνάδα, τη ζωντανή και υγιή χυδαιότητα της αυθεντικά λαϊκής κουλτούρας). Η λειτουργία τους ως προς τον έλεγχο των μαζών αντιστοιχεί σ’ αυτήν που είχαν, σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, οι θρησκευτικές ιδεολογίες. Καλύπτουν την ταξική τους λειτουργία, επιδεικνύοντας αντίθετα το θετικό προσωπείο μιας παιδείας τυπικής για την κοινωνία της αφθονίας, όπου όλοι έχουν ίσες ευκαιρίες στην παιδεία και βρίσκονται σε συνθήκες απόλυτης ισότητας.
Καθεμία από τις προτάσεις αυτού του καταλόγου έχει τους υποστηρικτές της και μπορεί να τεκμηριωθεί. Θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν το πανόραμα της μαζικής παιδείας και η προβληματική της εξαντλούνται μ’ αυτήν την ταξινόμηση επικρίσεων. Και για τον σκοπό αυτό, θα χρειαστεί να ανατρέξουμε στους «αμύντορες» του συστήματος.
[1] Radicals: Ριζοσπάστες (Σ.τ.μ.).
[2] High ή highbrow, middle, lowbiow: Υψηλή, μίση, χαμηλή παιδεία (Σ.τ.μ.)
[3] Τετράδιο παραπόνων (Σ.τ.Μ.)