Ο Ξενοφώντας και ο χάρτης των συμμαχιών
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Από τη στιγμή που ο χάρτης της ισχύος έχει αλλάξει καταδεικνύοντας τη Θήβα ως νέο αφεντικό, είναι προφανές ότι θα αλλάξει και ο χάρτης των συμμαχιών, ο οποίος θα προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση. Η Αθηνοσπαρτιατιατική συμμαχία είναι πλέον γεγονός.
Το εφήμερο των συμμαχιών δεν είναι τίποτε άλλο από το επίπλαστο των σχέσεων, που από θέση αρχής οφείλουν να λειτουργούν συμφεροντολογικά. Γι’ αυτό και όλα είναι θέμα συσχετισμών. Όταν οι συσχετισμοί αλλάζουν, τότε όλα αλλάζουν. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανατροπή από την αλλαγή στα ηνία της ισχύος. Ο καθένας πρέπει να διαλέξει στρατόπεδο, ώστε να βγει κερδισμένος από τις προκλήσεις της νέας εποχής.
Η δυσπιστία, ως μοναδικός σταθερός παράγοντας των διπλωματικών σχέσεων μέσα στο χρόνο, είναι η επισφράγιση της παροδικότητας. Η πίστη αφορά μόνο την περιστασιακά κοινή πλεύση των συμφερόντων. Γι’ αυτό δεν έχει θέση στη διπλωματία. Μόνο ο αφελής μπορεί να δείχνει πίστη. Ο συνετός διερευνά σε βάθος όλες τις προτεινόμενες παραμέτρους αναζητώντας το σημείο εκείνο που προσπαθούν να τον ξεγελάσουν.
Οι νέοι σύμμαχοι – μέχρι πρότινος άσπονδοι εχθροί – προσπαθούν να βρουν τους κανόνες της σύμπλευσης, ώστε οι νέες σχέσεις να στηριχθούν πάνω σε στέρεες βάσεις. Να βρουν, δηλαδή, τις συμφωνίες εκείνες που θα ικανοποιήσουν τη δυσπιστία αφήνοντας ευχαριστημένες και τις δύο πλευρές. Στη νέα συνάντηση των πρέσβεων που έγινε στην Αθήνα το ζήτημα της αρχηγίας των στρατιωτικών δυνάμεων ήταν το πιο σημαντικό.
Κι ενώ όλα έδειχναν ότι η Σπάρτη θα αναλάμβανε την αρχηγία στη στεριά και η Αθήνα στη θάλασσα, ο Κηφισόδοτος, αφού πήρε το λόγο, έδωσε νέες διαστάσεις στο θέμα: «Αθηναίοι […] δεν το καταλαβαίνετε ότι σας ξεγελάνε; [… …] Έστω λοιπόν ότι θα διοικείτε στη θάλασσα. Εφόσον η Λακεδαίμων θα πολεμάει μαζί σας, είναι φανερό ότι θα σας στέλνει Λακεδαιμονίους για τριηράρχους, κι ίσως και για πεζοναύτες – αλλά οι ναύτες θα ‘ναι είλωτες ή μισθοφόροι. Αυτούς λοιπόν θα διοικείτε εσείς, Όταν όμως θα σας καλούν οι Λακεδαιμόνιοι σ’ εκστρατεία στεριανή, είναι φανερό ότι θα τους στέλνετε τους οπλίτες και το ιππικό. Έτσι λοιπόν εκείνοι θα διοικούν εσάς τους ίδιους, ενώ σεις θα διοικείτε, από αυτούς, δούλους και δυνάμεις υποδεέστερες». (7,1,12-13).
Ο Κηφισόδοτος ξέρει να διαβάζει και τα ψιλά γράμματα, που βρίσκονται πίσω από τις συμφωνίες. Όμως, εδώ δεν έχει σημασία το κατά πόσο έχει δίκιο ή όχι – πιθανώς να έχει – αλλά το μέγεθος της δυσπιστίας, που μετατρέπει τα πάντα σε πεδίο αντιπαλότητας με βάση την αφόρητη καχυποψία: «Υπάρχει […] πιο ισότιμο σύστημα από την εναλλαγή στην αρχηγία και του ναυτικού και του στρατού ξηράς; Μ’ αυτό τον τρόπο, ό,τι πλεονεκτήματα παρουσιάζει τυχόν η αρχηγία στη θάλασσα, θα τα μοιραστείτε – κι εμείς πάλι το ίδιο στη στεριά». (7,1,14).
Η τελική απόφαση να εναλλάσσεται η αρχηγία της στεριάς και της θάλασσας κάθε πέντε μέρες δείχνει ότι η ικανοποίηση της δυσπιστίας τίθεται πάνω από την ίδια τη λειτουργικότητα. Είναι προτιμότερο να αλλάζει η στρατιωτική ηγεσία κάθε πέντε μέρες – πράγμα δυσλειτουργικό, αν όχι παράλογο – παρά να υπάρξει αμοιβαία εμπιστοσύνη σε μια έντιμη συμφωνία. Οι σύμμαχοι χρειάζονται διαρκή επαγρύπνηση. Θα έλεγε κανείς ισάξια με κείνη των εχθρών.
Κατόπιν αυτών όλα ήταν έτοιμα για να ξεκινήσουν οι πολεμικές επιχειρήσεις: «Οι δύο πόλεις κι οι σύμμαχοί τους έστειλαν εκστρατευτικό σώμα στην Κόρινθο, κι αποφάσισαν να σταθμεύσει μια μικτή φρουρά στο Όνειο. Γύρω απ’ αυτό λοιπόν κατέλαβαν θέσεις σε διάφορα σημεία – οι Λακεδαιμόνιοι και οι Πελληνείς στο πιο ευπρόσβλητο – για να το υπερασπίσουν απέναντι στους Θηβαίους που είχαν ξεκινήσει μαζί με τους συμμάχους τους». (7,1,15).
Οι Θηβαίοι αιφνιδίασαν την πλευρά των Λακεδαιμονίων και των Πελληνών κάνοντας επίθεση τα ξημερώματα. Βρίσκοντάς τους εντελώς απροετοίμαστους δεν ήταν δύσκολο να τους νικήσουν. Όσοι κατάφεραν να σωθούν κατέφυγαν σ’ έναν λόφο που ήταν κοντά. Ο πολέμαρχος των Λακεδαιμονίων, ενώ θα μπορούσε να οργανωθεί εκ νέου και να στρατοπεδεύσει στο λόφο συνεχίζοντας τον αγώνα – είχαν απομείνει αρκετές δυνάμεις και είχαν εξασφαλισμένο ανεφοδιασμό από τις Κεγχρειές σε αντίθεση με τους Θηβαίους που δε βρίσκονταν σε καλό σημείο και είχαν πρόβλημα διαφυγής – προτίμησε να κάνει ανακωχή, η οποία «κατά τη γνώμη των περισσοτέρων, εξυπηρετούσε πιο πολύ τους Θηβαίους παρά τους Λακεδαιμονίους…». (7,1,17).
Οι Θηβαίοι, μόλις ενώθηκαν με τις συμμαχικές τους δυνάμεις (Αρκάδες, Αργείους, Ηλείους), επιτέθηκαν στη Σικυώνα και την Πελλήνη, λεηλάτησαν την περιοχή της Επιδαύρου κι έφτασαν στην Κόρινθο, όπου τους υποδέχτηκαν με τόξα και ακόντια κάνοντας αδύνατη την πρόσβασή τους στα τείχη. Σκοτώθηκαν πολλοί Θηβαίοι εκεί και τελικά τράπηκαν σε φυγή. Η εξέλιξη αυτή αναπτέρωσε το ηθικό των Λακεδαιμονίων και σαν να μην έφτανε αυτό (σχεδόν αμέσως) ήρθαν και οι ενισχύσεις από τις Συρακούσες περίπου είκοσι πολεμικά και πενήντα ιππείς.
Κι ενώ οι Θηβαίοι ρήμαζαν την πεδιάδα της Κορίνθου ανενόχλητοι από το συμμαχικό ιππικό των Αθηναίων και των Κορινθίων, που δίσταζε να επιτεθεί, όρμησαν οι λιγοστοί ιππείς των Συρακουσίων κι ακολουθώντας μια τακτική κλεφτοπολέμου – χτυπούσαν γρήγορα με ακόντια κι απομακρύνονταν – προξένησαν μεγάλες φθορές, ώστε μετά από λίγες μέρες (οι Θηβαίοι) αναχώρησαν για την πατρίδα τους. Οι Συρακούσιοι αμέσως μετά νίκησαν με μάχη τους Σικυωνίους, αφού εισέβαλαν στη γη τους, και κατέλαβαν τη Δέρα με έφοδο. Όταν πια αποφάσισαν να επιστρέψουν στις Συρακούσες, ήταν φανερό ότι η παρουσία τους έγινε ιδιαιτέρως αισθητή προς όλες τις κατευθύνσεις.
Όμως, και σε συμμαχικό επίπεδο τα πράγματα δεν πήγαιναν καλύτερα για τους Θηβαίους. Οι Αρκάδες, που ως τότε ήταν πιστοί τους σύμμαχοι, βρήκαν πολύ ενδιαφέροντα τα λόγια του Λυκομήδη, ανθρώπου πλούσιου από τη Μαντινεία και με μεγάλο κύρος εκεί, ο οποίος τους έλεγε ότι έπρεπε να σταματήσουν να παίζουν το ρόλο του υποστηρικτή των ισχυρών, αλλά να διεκδικήσουν την ηγετική θέση που τους αξίζει: «… κέντριζε την αλαζονεία των Αρκάδων λέγοντάς τους ότι εκείνοι ήταν οι μόνοι που είχαν την Πελοπόννησο πατρίδα, μια κι ήταν οι μοναδικοί κάτοικοί της που ήταν ντόπιοι, και ότι η φυλή τους ήταν η πιο πολυάνθρωπη στην Ελλάδα και η πιο λεβεντόκορμη». (7,1,23).
Το γεγονός ότι αυτοί που απέκτησαν την ηγεμονία (Σπαρτιάτες – Θηβαίοι) είχαν τη βοήθειά τους καταδεικνύει τη σπουδαιότητα της παρουσίας τους. Το μόνο που έμενε ήταν να διεκδικήσουν αυτά που πραγματικά άξιζαν: «Αν έχετε λοιπόν μυαλό, θα πάψετε ν’ ακολουθείτε όποιον σας το ζητάει· γιατί όπως άλλοτε που ακολουθούσατε τους Λακεδαιμονίους εκείνοι δυνάμωσαν, έτσι και τώρα· αν ακολουθείτε τους Θηβαίους στα τυφλά, και δεν απαιτήσετε να ‘χετε σειρά στην αρχηγία, ίσως γρήγορα ν’ ανακαλύψετε πως δεν είναι διαφορετικοί από τους Λακεδαιμονίους». (7,1,24).
Κι όπως είναι φυσικό, τα λόγια αυτά είχαν μεγάλη απήχηση στο πλήθος. Εξάλλου, και οι στρατιωτικές επιτυχίες που είχαν με τη διάσωση των Αργείων από την περιοχή της Επιδαύρου (που είχαν εγκλωβιστεί από τις δυνάμεις των Αθηναίων και των Κορινθίων και δε θα διέφευγαν αν δεν παρενέβαιναν οι Αρκάδες) και την επικράτηση στην Ασίνη σε βάρος της σπαρτιατικής φρουράς, τους έκαναν ακόμη πιο επιρρεπείς στις ιδέες του Λυκομήδη: «Φυσικό ήταν, με τούτα η αλλοτινή φιλία των Θηβαίων για τους Αρκάδες να μεταβληθεί σε κρυφή ζήλια». (7,1,26).
Δεν είναι όμως μόνο οι Θηβαίοι που δυσφορούν με τους Αρκάδες: «Οι Ηλείοι […] διεκδικούσαν από τους Αρκάδες τις πόλεις που είχαν αφαιρέσει από την εξουσία τους οι Λακεδαιμόνιοι, διαπίστωναν όμως ότι οι Αρκάδες όχι μόνο δεν έδιναν καμιά σημασία στα διαβήματά τους, αλλά έκαναν ένα σωρό περιποιήσεις στους Τριφυλίους και στους άλλους που είχαν αποστατήσει από την Ηλεία, επειδή έλεγαν πως ήταν Αρκάδες». (7,1,26).
Το συμμαχικό πλέγμα των συμφερόντων καθιστά σαφές ότι, αν η καχυποψία ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες υπονομεύει την ενότητα του πρώτου στρατοπέδου, η μεγαλομανία και η υπέρμετρη φιλοδοξία διαλύει εντελώς την ενότητα του δεύτερου. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, όταν ήρθε ο Φιλίσκος, ως απεσταλμένος των Περσών, προσπαθώντας να συμφιλιώσει τα δύο στρατόπεδα, συνάντησε τέτοια αδιαλλαξία από την πλευρά των Θηβαίων κατά τη συνάντηση που είχαν στους Δελφούς, που αποφάσισε να μισθώσει στρατό και να ταχθεί με το μέρος των Λακεδαιμονίων.
Τότε ήταν που έφτασε και πάλι στρατός από τις Συρακούσες προκαλώντας διαφωνία για τον τρόπο που έπρεπε να χρησιμοποιηθεί: «Οι Αθηναίοι υποστήριξαν ότι έπρεπε να πάει ν’ αντιμετωπίσει τους Θηβαίους στη Θεσσαλία, υπερίσχυσε όμως η γνώμη των Λακεδαιμονίων που ήθελαν να πάει στη Λακωνική». (7,1,28). (Ο Ξενοφώντας μεροληπτεί σταθερά σε βάρος των Θηβαίων, καθώς αποκρύπτει τις επιτυχίες που είχαν στη Θεσσαλία μειώνοντας την ισχύ τους. Αυτός είναι και ο λόγος που οι Αθηναίοι προτείνουν να πάει εκεί ο συρακούσιος στρατός, και αυτή είναι και η μοναδική αναφορά πάνω στο θέμα). Τις δυνάμεις των Συρακουσίων τις ανέλαβε ο Αρχίδαμος, που κατέλαβε τις Καρυές (σφάζοντας όλους όσους έπιασε ζωντανούς) και λεηλάτησε την χώρα των Παρρασίων στην Αρκαδία.
Όταν κατέφυγε στη Μηλέα, ο Κισσίδας που ήταν ο διοικητής των Συρακουσίων του ανακοίνωσε ότι έπρεπε να γυρίσουν στην πατρίδα τους, καθώς πέρασε το χρονικό διάστημα, που είχαν εντολές να παραμείνουν. Μάζεψε το στρατό του κι αναχώρησε για τη Σπάρτη, αλλά συνάντησε την ενέδρα των Μεσσηνίων που τον περίμεναν σ’ ένα στενό πέρασμα. Ο Αρχίδαμος έσπευσε να τον βοηθήσει και στο δρόμο για τους Ευτρησίους ήρθαν αντιμέτωποι με τους Αρκάδες και τους Αργείους, που επίσης ήθελαν να τους κόψουν το δρόμο.
Στη μάχη που έγινε οι Αρκάδες γνώρισαν συντριβή χωρίς προηγούμενο: «… όταν μπήκε επικεφαλής ο Αρχίδαμος, λίγοι εχθροί έμειναν στις θέσεις τους ώσπου να φτάσουν σ’ απόσταση δόρατος – κι εκείνοι έπεσαν νεκροί· οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν πάνω στη φυγή τους, άλλοι από το ιππικό κι άλλοι από τους Κέλτες». (7,1,31). Από την πλευρά της η Σπάρτη δεν είχε ούτε ένα νεκρό. Τα νέα έφεραν στην πόλη ενθουσιασμό. Εξίσου όμως χάρηκαν και οι «σύμμαχοι» των Αρκάδων Θηβαίοι, αλλά και οι Ηλείοι.
Το βέβαιο είναι ότι οι Θηβαίοι κατάλαβαν ότι, όπως ήταν η κατάσταση, η τελική τους επικράτηση ήταν μάλλον αμφίβολη. Ο συμμαχικός τους χάρτης δεν τους ικανοποιούσε (λογικό άλλωστε) κι αποφάσισαν ότι έπρεπε να κάνουν άνοιγμα σε «νέες» δυνάμεις. Με άλλα λόγια, ήρθε και πάλι η ώρα των Περσών: «Με την πρόφαση […] ότι κι ο Ευθυκλής ο Λακεδαιμόνιος βρισκόταν κοντά στον Βασιλέα, ζήτησαν τη συνδρομή των συμμάχων τους, κι έτσι ξεκίνησαν για το εσωτερικό της Ασίας ο Πελοπίδας ως αντιπρόσωπος των Θηβαίων, ο Αντίοχος ο παγκρατιαστής ως αντιπρόσωπος των Αρκάδων κι ο Αρχίδαμος ως αντιπρόσωπος των Ηλείων· μαζί τους πήγε κι ένας Αργείος». (7,1,33). (Χαρακτηριστικό της μεροληψίας του Ξενοφώντα σε βάρος των Θηβαίων είναι ότι για πρώτη φορά αναφέρεται το όνομα του Πελοπίδα. Σαν να μην έπαιξε καίριο ρόλο τόσο στην ανατροπή του φιλολακωνικού καθεστώτος στη Θήβα και την απομάκρυνση της σπαρτιατικής φρουράς, όσο και στην ενίσχυση του θηβαϊκού στρατού κυρίως ως επικεφαλής του ιερού λόχου, ο οποίος επίσης αναφέρεται μόνο μία φορά ως “επίλεκτο σώμα των Θηβαίων”. Και δεν είναι τυχαίος και ο χρόνος της αναφοράς. Οι εν λόγω θηβαϊκές διαπραγματεύσεις παρουσιάζονται δεόντως εξευτελιστικά).
Το ζήτημα της νέας περσικής εμπλοκής ήταν τόσο σοβαρό, που όταν το έμαθαν οι Αθηναίοι, έστειλαν αμέσως και δικούς τους εκπροσώπους, τον Τιμαγόρα και το Λέοντα: «Όταν έφτασαν οι πρέσβεις, ο Πελοπίδας βρέθηκε σε πολύ πλεονεκτική θέση μπροστά στον Πέρση, γιατί είχε πολλά να πει για τους Θηβαίους: ότι μόνοι απ’ όλους τους Έλληνες πολέμησαν στο πλευρό του Βασιλέως στην Πλάταια· ότι ποτέ, αργότερα, δεν εξεστράτευσαν εναντίον του· ότι ο λόγος που τους είχε κηρύξει τον πόλεμο η Λακεδαίμονα ήταν η άρνησή τους ν’ ακολουθήσουν τον Αγησίλαο στην εκστρατεία του εναντίον του Βασιλέως…». (7,1,34). (Και μόνο η αναφορά της προδοτικής συμπεριφοράς της Θήβας κατά τους περσικούς πολέμους κάνει τους Θηβαίους αρκούντως αντιπαθείς. Όχι, βέβαια, ότι δεν είναι έτσι, αλλά το να δίνεται η εντύπωση ότι η μοναδική συμμετοχή του Πελοπίδα στα γεγονότα είναι αυτή η αντιπροσώπευση δεν είναι αντικειμενικό. Ο Ξενοφώντας δε λέει ψέματα, απλώς προτιμά να αποσιωπά ή να υποτιμά αυτά που δεν του αρέσουν. Κι αυτό, βέβαια, είναι μορφή αλλοίωσης).
Φυσικά, ο Πελοπίδας τόνισε και τα στρατιωτικά επιτεύγματα της Θήβας – κυρίως στα Λεύκτρα – που την έκαναν πρώτη δύναμη. Δεν παρέλειψε ούτε την τελευταία συντριβή των «συμμάχων» Αργείων και Αρκάδων, που ασφαλώς οφειλόταν στο ότι απείχαν από τη μάχη οι Θηβαίοι. Ο Πέρσης βασιλιάς δεν μπορούσε να κρύψει την εύνοιά του για τον Πελοπίδα.
Το παράξενο ήταν ότι κι ο Αθηναίος Τιμαγόρας συμφωνούσε και τον δικαίωνε κάνοντας τη θέση της Θήβας ισχυρότερη. Ο άλλος αντιπρόσωπος της Αθήνας, ο Λέων, δεν μπορούσε να κρύψει τη δυσφορία του. (Όταν γύρισαν στην Αθήνα κατήγγειλε τη συμπεριφορά του Τιμαγόρα, ο οποίος εκτελέστηκε). Το μόνο που έμενε ήταν οι όροι της νέας συνθήκης, τους οποίους βεβαίως υπέβαλε ο Πελοπίδας: «… ν’ αναγνωρίσουν οι Λακεδαιμόνιοι την ανεξαρτησία της Μεσσήνης, και οι Αθηναίοι να παροπλίσουν το στόλο τους· κι αν δεν συμμορφωθούν μ’ αυτά, να γίνει εκστρατεία εναντίον τους». (7,1,36). Μόνο μετά από παρέμβαση του Λέοντα πρόσθεσαν στο κείμενο της συμφωνίας: «Κι αν οι Αθηναίοι έχουν να προτείνουν όρους δικαιότερους απ’ αυτούς, να πάνε να τους αναπτύξουν στον Βασιλέα». (7,1,37).
Τελικά, η συμφωνία αυτή ικανοποίησε μόνο τους Θηβαίους και τους Ηλείους. Ακόμη και οι σύμμαχοι Αρκάδες την απέρριψαν και ο πρέσβης που έστειλαν, ο Αντίοχος «την έκρινε επιζήμια για τους συμπατριώτες του και δε δέχτηκε τα δώρα του» (του Πέρση βασιλιά εννοείται). (7,1,38).
Οι Θηβαίοι κάλεσαν διάσκεψη των συμμάχων στη Θήβα και απαίτησαν να ορκιστούν όλοι ότι θα τηρήσουν τη συμφωνία, πράγμα που δεν έγινε δεκτό. Οι αντιπρόσωποι των άλλων πόλεων απάντησαν ότι δεν «τους είχαν στείλει μ’ εντολή να ορκιστούν, αλλά ν’ ακούσουν». (7,1,39). Κι όχι μόνο αυτό αλλά ο πάντα «σύμμαχος» Λυκομήδης, που ήταν εκεί εκπροσωπώντας τους Αρκάδες, «πρόσθεσε ότι ούτε κι η διάσκεψη έπρεπε να είχε συγκληθεί στη Θήβα, παρά εκεί που γινόταν ο πόλεμος». (7,1,39). Κι όταν οι Θηβαίοι τον κατηγόρησαν ότι ενεργεί σε βάρος της συμμαχίας, έφυγε αμέσως αρνούμενος να συνεχίσει να παρευρίσκεται.
Οι Θηβαίοι δεν είχαν επιβληθεί αρκετά στους «συμμάχους». Και η αλήθεια είναι ότι ηγεμονία με τέτοιους «συμμάχους» δεν εδραιώνεται. Το ζήτημα ήταν να ευοδωθεί η νέα «συμμαχία» με τους Πέρσες, δηλαδή να ορκιστούν οι πόλεις ότι θα εφαρμόσουν τη συμφωνία. Κι αφού οι «σύμμαχοι» συγκεντρωμένοι αρνήθηκαν να το κάνουν, η επιλογή που έμενε είναι να πιέζουν τις πόλεις μία – μία ξεχωριστά, ώστε να ορκιστούν φοβούμενες την οργή της Περσίας: «Στην Κόρινθο όμως, όπου έφτασαν πρώτοι οι πρέσβεις, οι Κορίνθιοι αρνήθηκαν να υποκύψουν κι αποκρίθηκαν ότι δεν είχαν καμιάν ανάγκη να ορκιστούν οτιδήποτε στον Βασιλέα. Το παράδειγμά τους ακολούθησαν κι άλλες πόλεις, δίνοντας ανάλογη απάντηση, κι έτσι ναυάγησε εκείνη η προσπάθεια του Πελοπίδα και των Θηβαίων…». (7,1,40).
Από την πλευρά του ο Επαμεινώνδας (που επίσης αναφέρεται πρώτη φορά) βλέποντας ότι η κατάσταση με τους συμμάχους δεν εμπνέει εμπιστοσύνη «θέλησε να πάρει τους Αχαιούς με το μέρος της Θήβας, για να αναγκάσει τους Αρκάδες και τους άλλους συμμάχους να της δίνουν περισσότερη σημασία». (7,1,41).
Αφού προσπέρασε με το στρατό του το Όνειο, το οποίο δε φρουρούταν επαρκώς, εισέβαλε στη γη της Αχαΐας και δέχτηκε να μην αλλάξει το πολίτευμα υποκύπτοντας στις παρακλήσεις της αριστοκρατικής τάξης. Όταν όμως αποχώρησε, κατηγορήθηκε από τους Αρκάδες (που παρέμεναν σύμμαχοι) ότι μ’ αυτή την ενέργεια εξυπηρετούσε περισσότερο τα σπαρτιατικά παρά τα συμμαχικά συμφέροντα. Οι Θηβαίοι προκειμένου να διορθώσουν την κατάσταση έστειλαν στις πόλεις της Αχαΐας αρμοστές, που με τη βοήθεια του λαού εγκαθίδρυσαν δημοκρατίες εξορίζοντας τους ολιγαρχικούς.
Οι εξόριστοι όμως οργανώθηκαν, επέστρεψαν δυναμικά κι επειδή ήταν πολυάριθμοι κατάφεραν να ξανακερδίσουν τις πόλεις επαναφέροντας τα ολιγαρχικά καθεστώτα. Κατόπιν αυτών η Αχαΐα έγινε σύμμαχος των Σπαρτιατών φέρνοντας σε ακόμη δυσκολότερη θέση τους Αρκάδες, που πλέον βάλλονταν από «διμέτωπη πίεση». (7,1,43-44).
Μια ακόμη συμμαχική προσέγγιση έγινε στη Σικυώνα, όπου ο Εύφρων ήθελε να απεμπλακεί από τη συμμαχία των Λακεδαιμονίων και να περάσει στο άλλο στρατόπεδο παριστάνοντας το δημοκράτη. Οι Αρκάδες θεώρησαν ότι έπρεπε να τον στηρίξουν. Με τη βοήθειά τους εγκαθίδρυσε δημοκρατία την οποία ευτέλισε μέσα σε ελάχιστο χρόνο κατασπαταλώντας το δημόσιο χρήμα και διορίζοντας αρχηγό του μισθοφορικού στρατού το γιό του.
Στη συνέχεια δολοφόνησε και εξόρισε όλους τους άλλους άρχοντες – που υποτίθεται ότι είχαν εκλεγεί από το λαό – καθιστώντας τον εαυτό του τύραννο: «Την ανοχή των συμμάχων του […] την εξαγόραζε ως ένα σημείο με δωροδοκίες, αλλά και με την πρόθυμη συμμετοχή του, μαζί με τους μισθοφόρους του, στις εκστρατείες τους». (7,1,46). Όλοι βολεύονται μέσα στο συμμαχικό παζάρι. Το θέμα είναι να διαλέξει κανείς σωστά και να ξέρει πότε είναι η κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσει. Από κει και πέρα όλα επιτρέπονται.
Ξενοφώντος: «Ελληνικά», βιβλίο έβδομο, μετάφραση Ρόδης Ρούφος, εκδόσεις «Ωκεανίδα», τόμος δεύτερος, Αθήνα 2000.