14 Μαρτίου 2017 at 20:54

Νίκος Σβορώνος: Η αρχαία πανελλήνια λαϊκή κοινότητα – Ελληνιστική περίοδος

από

Η διαμόρφωση ενός ελληνικού λαού

 Η αρχαία πανελλήνια λαϊκή κοινότητα – Ελληνιστική περίοδος

Ο Νίκος Σβορώνος (1911 – 26 Απριλίου 1989) υπήρξε σημαντικός Έλληνας ιστορικός με ιδιαίτερη επιρροή στην σύγχρονη ιστοριογραφία της Ελλάδας.

Κείμενο: Νίκος Σβορώνος*

Δεν χρειάζεται καν βαθύτερη μελέτη της ελληνικής ιστορίας για να διαπιστωθεί ότι ο Ελληνισμός από την πρώτη του ιστορική εμφάνιση και σε όλη την ιστορία του αποτέλεσε πάντα αυτοτελή κοινότητα και ξεχώριζε με σαφήνεια τον εαυτό του από τα σύνολα που τον περιέβαλλαν, ακόμα και σε στιγμές που μαζί με άλλους λαούς ανήκε ως κυρίαρχο ή ως υποτεταγμένο στοιχείο σε πλατύτερες πολιτικές ή πολιτιστικές ενότητες: μέσα στον ελληνιστικό κόσμο, ή στη Ρωμαϊκή, στη Βυζαντινή ή την Οθωμανική αυτοκρατορία. Εκείνο που πρέπει να ξεχωριστεί με μεγαλύτερη σαφήνεια είναι τα συνδετικά στοιχεία της κοινότητας αυτής, όσα ο ίδιος ο Ελληνισμός προέβαλλε ως τέτοια σε κάθε στιγμή της ιστορίας του, και όσα, πραγματικά, αντικειμενικά, έπαιξαν τον συνδετικό αυτό ρόλο.

Αντιμέτωπα λιοντάρια, λεπτομέρεια από μικρό κτίριο του ιερού των Δελφών. 6ος αιώνας π.Χ. Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών
Αντιμέτωπα λιοντάρια, λεπτομέρεια από μικρό κτίριο του ιερού των Δελφών. 6ος αιώνας π.Χ. Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών

Το πρώτο συνδετικό στοιχείο που προέβαλλε η ίδια η αρχαία ελληνική κοινότητα ήταν η κοινή καταγωγή, ο φυλετικός σύνδεσμος, το όμαιμον του Ηροδότου. Στοιχείο πραγματικό ως έναν μόνο βαθμό, γιατί τα αρχαία ελληνικά φύλα που κατέβηκαν στην Ελλάδα χρειάστηκε να αναμιχθούν αναμεταξύ τους, να αναμιχθούν με ξένα φυλετικά στοιχεία, τους αυτόχθονες προέλληνες, για να σχηματίσουν το σύνολο που ονομάζουμε αρχαίο ελληνισμό.

Η γνωστή και πολυτονισμένη διάσπαση του αρχαίου ελληνικού κόσμου σε διάφορα κρατίδια-πόλεις, που αποτελούν χωριστές οικονομικές ενότητες και βρίσκονται σε συνεχείς προστριβές αναμεταξύ τους, η διαφοροποίηση της ελληνικής γλώσσας, που εμφανίζεται διασπασμένη σε διαλέκτους ή ομάδες διαλέκτων λιγότερο ή περισσότερο απομακρυσμένες η μια από την άλλη, και γενικά οι έντονες ιδιομορφίες που παρουσιάζουν τα διάφορα τμήματα του Ελληνισμού, δεν είναι στοιχεία που θα επέτρεπαν να τον χαρακτηρίσουμε Έθνος με τη νεότερη σημασία του όρου. Του λείπει ακόμα το βαθύ αίσθημα μιας αδιάρρηκτης κοινότητας συμφερόντων (πνευματικών και υλικών), η συνείδηση ενός αλληλέγγυου συνόλου. Οι διάφορες ελληνικές ομάδες δεν κατάφεραν να συνεννοηθούν ούτε μπροστά στην εξωτερική απειλή: την περσική, τη μακεδόνικη ή αργότερα τη ρωμαϊκή. Ακόμη, τα «πατριωτικά» αισθήματα που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στα μέλη μερικών πολιτικών σχηματισμών, όπως της Σπάρτης ή της Θήβας και κυρίως της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, τους οποίους μερικοί δεν διστάζουν να τους χαρακτηρίσουν ως έθνη και να μιλούν για σπαρτιατικό-λακωνικό, ή θηβαϊκό, ή αθηναϊκό έθνος, εμφανίζονται, για μια περίοδο, ως ανασταλτικό στοιχείο για την παραπέρα ανάπτυξη και εμβάθυνση του αισθήματος της πανελλήνιας ενότητας. Εξ άλλου, οι κάπως ευρύτεροι πολιτικοί σχηματισμοί που δημιουργήθηκαν κάτω από την αθηναϊκή ή τη σπαρτιατική ή τη θηβαϊκή ηγεμονία δεν απέκτησαν βαθύτερη συνοχή, ούτε είχαν σταθερή διάρκεια, ώστε να προκαλέσουν την πλήρη συγχώνευση των μελών τους.

Αν για όλους αυτούς τους λόγους δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο αρχαίος ελληνικός κόσμος αποτέλεσε στην κλασική εποχή ένα συγκροτημένο έθνος, η ιδέα μιας πανελλήνιας ενότητας (που αναμφισβήτητα υπάρχει και εκφράζεται με τις αμφικτυονίες, τους πανελλήνιους αγώνες ή, ακόμα, με την πολιτική ενός Περικλή), η, ως έναν βαθμό, φυλετική συγγένεια του ελληνικού πληθυσμού (και ακόμα περισσότερο η πίστη του στην κοινή του καταγωγή), το κοινό βάθος των ελληνικών διαλέκτων, τέλος ο κοινός του πολιτισμός, μας επιτρέπουν να υποστηρίξουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιστορικά σχηματισμένη σε έναν ορισμένο χώρο σταθερή κοινότητα, σε έναν συγκροτημένο λαό ή εθνότητα (ethnie) με ιδιαίτερη πολιτιστική φυσιογνωμία.

Ελληνιστική περίοδος: Διεύρυνση της ελληνικής κοινότητας και εμβάθυνση της ιδέας της ελληνικής ενότητας

Στην περίοδο της μακεδόνικης ηγεμονίας και της ελληνιστικής αυτοκρατορίας που δημιουργήθηκε με τις κατακτήσεις του Αλεξάνδρου ένα πλήθος λιγότερο ή περισσότερο συγγενικά φύλα – οι ίδιοι οι Μακεδόνες κατακτητές και μεγάλα τμήματα των διαφόρων υποτελών στο μακεδονικό βασίλειο λαών (Θράκες, Ιλλυριοί, Ηπειρώτες) – που από τους νοτιότερους Έλληνες των κλασικών χρόνων θεωρούνταν ως τότε βάρβαροι και έξω από την ελληνική κοινότητα, γίνονται, έστω και με δυσκολία, δεκτά στο πανελλήνιο σύνολο. Για πρώτη φορά όλοι αυτοί οι πληθυσμοί της Νότιας Βαλκανικής βρίσκονται ενωμένοι πολιτικά, έστω και με διαλείμματα και με χαλαρούς ακόμα δεσμούς, κάτω από τη μακεδόνικη ηγεσία, και έρχονται σε στενή επαφή αναμεταξύ τους, είτε στα αμφικτυονικά συνέδρια, όπου μετέχουν όλοι, είτε στον στρατό του Αλεξάνδρου και των διαδόχων του βασιλέων της Μακεδονίας. Οι αγώνες, εξ άλλου, εναντίον των βαρβάρων της βορείου Βαλκανικής και της Περσικής αυτοκρατορίας στην Ανατολή, που αναλαμβάνει ο Αλέξανδρος και οι διάδοχοι εν ονόματι ολοκλήρου του Ελληνισμού, ενισχύουν τη συνείδηση της ενότητας. Η κατάκτηση της Ανατολής και η δημιουργία, στη θέση της Περσικής Αυτοκρατορίας, των ελληνιστικών κρατών μεταβάλλει τους παλαιούς χαλαρούς θρησκευτικούς δεσμούς ανάμεσα στον αποικιακό ελληνισμό της Ανατολής και τους Έλληνες της Ελλάδας σε δεσμούς υλικότερους, περισσότερο χειροπιαστούς: νέα πλήθη από τις ελληνικές χώρες, στην ευρύτερη τους τώρα εκδοχή, εγκαθίστανται μόνιμα στις μεγάλες πόλεις της Ανατολής και αναλαμβάνουν τον βαθμιαίο εξελληνισμό των αυτοχθόνων που τις περιβάλλουν, ενώ η αλματική ανάπτυξη του εμπορίου με την πρωτοφανή για τον αρχαίο κόσμο διεύρυνση της αγοράς, η ανάπτυξη της εμπορευματικής και χρηματικής οικονομίας και των μέσων συγκοινωνίας διευκολύνουν την επικοινωνία των διαφόρων τμημάτων του Ελληνισμού, που κρατά στα χέρια του, προνομιακά, το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας ολόκληρου αυτού του κόσμου. Στον καινούργιο τούτο ανάμικτο ελληνιστικό κόσμο, που δημιουργείται γύρω από την ανατολική Μεσόγειο και που εκτείνεται ως την Αίγυπτο και ως τα βάθη της Ασίας, διακρίνεται καθαρά ένα κυρίαρχο στοιχείο, το πλήθος των Ελλήνων και εξελληνισμένων, που όσο και αν κατακερματίζεται ακόμα πολιτικά στα διάφορα -θεωρητικώς ανεξάρτητα ή ημιανεξάρτητα, αλλά στην ουσία κάτω από τη μακεδόνικη ηγεμονία- κρατίδια στην Ελλάδα και τα νησιά της, ή στις διάφορες μεγάλες αυτοκρατορίες ή στα μικρότερα κράτη των διαδόχων στην Αίγυπτο και την Ανατολή, έχει έντονη τη συνείδηση ότι αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο που ξεχωρίζει από τα πλήθη των κατακτημένων βαρβάρων. Η βάση της ενότητας αυτής δεν είναι πλέον η πίστη σε μια κοινή καταγωγή, αλλά η κοινότητα του πολιτισμού. Μια καινούργια ιδέα γεννιέται και δίνει νέο περιεχόμενο στη νέα τούτη φάση του Ελληνισμού, ιδέα που εκφράζεται με πληρότητα στην περίφημη φράση του Ισοκράτη: «Και το των Ελλήνων όνομα πεποίηκε μηκέτι του γένους, άλλα της διανοίας δοκείν είναι και μάλλον Έλληνας καλεϊσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας ή τους της κοινής φύσεως μετέχοντας». Βάση αντικειμενικά αληθινή, στοιχείο συνεκτικό ενός λαού άμεσα αισθητό, τουλάχιστον στο πιο εξωτερικό του στοιχείο, τη γλώσσα, όχι μόνο σε μια περιορισμένη πνευματική αριστοκρατία, αλλά και στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα.

Πράγματι, με την παραδοχή της αττικής διαλέκτου, που είχε ήδη αρχίσει να κυριαρχεί σε ένα μεγάλο τμήμα του κλασικού ελληνισμού ως επίσημη γλώσσα του κράτους, και μαζί με αυτήν του ελληνικού πολιτισμού, και όχι λόγω της αμφισβητούμενης από τους ίδιους τους Έλληνες ελληνικής τους καταγωγής, οι Μακεδόνες καταφέρνουν να γίνουν δεκτοί στην πανελλήνια κοινότητα. Την αττική διάλεκτο δέχονται επίσης ως επίσημη γραπτή γλώσσα και τα ελληνιστικά βασίλεια. Έτσι επιβάλλεται σε ολόκληρο τον ελληνικό και εξελληνισμένο κόσμο μια ενιαία επίσημη γραπτή γλώσσα. Συγχρόνως, με βάση την αττική διάλεκτο και με επιδράσεις κυρίως της ιωνικής διαλέκτου σχηματίζεται μια ομιλούμενη γλώσσα, η ελληνιστική κοινή, που, έστω και στις τοπικές της παραλλαγές, γίνεται κοινό όργανο συνεννόησης του ελληνιστικού κόσμου. Οι παλαιές ελληνικές διάλεκτοι υποχωρούν όλο και περισσότερο, ώσπου με τον καιρό εξαφανίζονται – εκτός από μερικά απομονωμένα υπολείμματα που επιζούν ακόμα στις σημερινές ελληνικές διαλέκτους (τσακωνικά, ποντιακά). Αττική λοιπόν – επίσημη γλώσσα των διανοουμένων, της διοίκησης και των ανωτέρων στρωμάτων – και κοινή ομιλούμενη γλώσσα, στις διάφορες παραλλαγές της των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων, αποτελούν τον πιο έκδηλο δεσμό ενός ενιαίου λαού και συγχρόνως ένα από τα πιο ισχυρά στοιχεία που τον συνδέουν με το ελληνικό παρελθόν και που θα του εξασφαλίσουν την αδιάκοπη συνέχεια στις μελλοντικές του εξελίξεις.

*Πηγή: Το απόσπασμα από το βιβλίο Νίκος Σβορώνος, Το ελληνικό έθνος – Γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού. Εκδ. Πόλις, Αθήνα 2004.

 

(Εμφανιστηκε 495 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.