Προβληματισμοί για το Κυπριακό
Γράφει ο Αλέξανδρος Τζιρκώτης
Λάρνακα – Κύπρος
Φαίνεται πως και πάλι οδηγούμαστε σε ένα τελικό “σχέδιο” επίλυσης του Κυπριακού, το οποίο αργά ή γρήγορα θα κληθούμε να μελετήσουμε, να αξιολογήσουμε και να εγκρίνουμε ή να απορρίψουμε. Νομίζω πως με τα σημερινά δεδομένα μόνο δύο υπαλλακτικές λύσεις μπορεί κάποιος να εξετάσει σοβαρά και να αξιολογήσει. Είτε μια λύση συμφωνημένης Διχοτόμησης είτε μια λύση συμφωνημένης Ομοσπονδίας. Κατέληξα σ’ αυτή την εκτίμηση λαμβάνοντας υπόψη τα παρακάτω:
Οι Ε/Κ και οι Τ/Κ συγκατοικούσαν στην Κύπρο για πάρα πολλά χρόνια. Υπό τη διακυβέρνηση της Μ. Βρετανίας οι μεταξύ τους σχέσεις ήταν σε γενικές γραμμές ομαλές. Με την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. και την προοπτική απελευθέρωσης της Κύπρου απελευθερώθηκε και το “μίσος” μεταξύ των δύο εθνοτήτων, το οποίο ενισχύθηκε από το ιστορικό μίσος μεταξύ των μητέρων πατρίδων. Καμιά από τις δύο εθνότητες δεν ήταν διατεθειμένη να παραχωρήσει το παραμικρό στην άλλη. Οι κανόνες της “δημοκρατίας” δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν πρώτο, γιατί καμιά από τις δύο κοινότητες δεν είχε γνώση και εμπειρία τι σημαίνει δημοκρατία και δεύτερο, γιατί η έννοια της δημοκρατίας εδράζεται στον κανόνα της πλειοψηφίας, ο οποίος έχει νόημα μόνο εάν η εκάστοτε μειοψηφία έχει τη δυνατότητα να γίνει πλειοψηφία ή να ανατρέψει τους ενδεχομένως άδικους γι’ αυτήν νόμους που νομοθετεί η πλειοψηφία με προσφυγή σε μια αδέκαστη δικαιοσύνη που να στηρίζεται σε ένα ίσοζυγισμένο και δίκαιο Σύνταγμα.
Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας (του 1960) βασίστηκε στις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου και στις συμφωνίες μεταξύ Τουρκίας, Ελλάδας, Μ. Βρετανίας (Εγγυήσεως) και Κύπρου, Ελλάδας, Τουρκίας (Συμμαχίας). Αυτές οι συμφωνίες εξακολουθούν να ισχύουν – δεν έχουν καταργηθεί.
Βάσει των υπόψη συμφωνιών το Κυπριακό κράτος που δημιουργήθηκε ήταν ένα συνεταιριστικό κράτος μεταξύ Ε/Κ και Τ/Κ υπό την εγγύηση της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Μ. Βρετανίας, οι οποίες υπό ορισμένες προϋποθέσεις είχαν δικαίωμα επέμβασης – ακόμα και μονομερούς.
Οι Τ/Κ εξασφάλισαν πολύ περισσότερα δικαιώματα και εξουσίες απ’ ότι αναλογούσε στο ποσοστό του πληθυσμού τους (18%). Ο Τ/Κ αντιπρόεδρος είχε δικαίωμα αρνησικυρίας στις αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου. Το ποσοστό συμμετοχής των Τ/Κ στη Δημόσια Υπηρεσία ήταν 30%. Το ίδιο αυξημένη (πέραν της ποσοστιαίας πληθυσμιακής τους αναλογίας) ήταν η συμμετοχή τους στο Υπ. Συμβούλιο και στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Εκτός από την κοινή Βουλή των Αντιπροσώπων, στην οποία συμμετείχαν βουλευτές και από τις δύο κοινότητες, το Σύνταγμα προέβλεπε δύο ξεχωριστές Βουλές των δύο κοινοτήτων (Ε/Κ και Τ/Κ), που ασχολούνταν με τα εσωτερικά θέματα της κάθε κοινότητας (παιδεία, θρησκεία, κ.τ.λ.). Οι Τ/Κ είχαν δικαίωμα δημιουργίας ξεχωριστών Δήμων. Ο Τ/Κ πληθυσμός ήταν διάσπαρτος σε όλη την Κύπρο. Όλες οι πόλεις και οι περισσότερες κωμοπόλεις και χωριά είχαν μεικτό πληθυσμό, οι Τ/Κ ως επί το πλείστον κατοικούσαν σε δικές τους περιοχές/γειτονιές. Οι δυσανάλογα μεγάλες εξουσίες που προέβλεπε το Σύνταγμα για τους Τ/Κ δόθηκαν (αυτό υποστηρίχθηκε) ώστε να διασφαλιστεί ότι η πλειοψηφία των Ε/Κ δεν θα καταπίεζε τη μειοψηφία των Τ/Κ – σημειώνεται ότι κατά την προηγούμενη 4-ετία υπήρξαν συγκρούσεις μεταξύ Ε/Κ και Τ/Κ, αρκετές φορές αιματηρές και με θύματα.
Η Μ. Βρετανία διατήρησε στην Κύπρο στρατιωτικές βάσεις και άλλες ευκολίες και δικαιώματα – όχι μόνο στις δύο γνωστές περιοχές της Επισκοπής και της Δεκέλειας.
Η Ελλάδα και η Τουρκία διατηρούσαν μόνιμα στην Κύπρο στρατιωτικές δυνάμεις, την ΕΛ.ΔΥ.Κ. και την ΤΟΥΡ.ΔΥ.Κ. Σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1960 (άρθρο 129) ο κυπριακός στρατός θα αποτελείτο από 2,000 άνδρες εκ των οποίων 60% Ε/Κ και 40% Τ/Κ. Ο Αρχηγός θα μπορούσε να ήταν είτε Ε/Κ είτε Τ/Κ (άρθρο 131). Επιπλέον, σύμφωνα με τη συνθήκη Συμμαχίας μεταξύ Κύπρου, Ελλάδας, Τουρκίας του 1960, θα δημιουργείτο τριμερές στρατηγείο που θα αποτελείτο από 950 Έλληνες εξ Ελλάδος και 650 Τούρκους εκ Τουρκίας (ΕΛ.ΔΥ.Κ. – ΤΟΥΡ.ΔΥ.Κ.). Ο αριθμός τους θα μπορούσε να αυξομειωθεί με κοινή εισήγηση του Προέδρου (Ε/Κ) και του Αντιπροέδρου (Τ/Κ) της Κυπριακής Δημοκρατίας προς την Ελλάδα και την Τουρκία. Η Διοίκηση του τριμερούς στρατηγείου θα εναλλασσόταν κατ’ έτος μεταξύ Κυπρίου (Ε/Κ ή Τ/Κ), Έλληνα και Τούρκου αξιωματικού. Το πολιτικό όργανο της τριμερούς συμμαχίας το αποτελούσαν οι Υπουργοί Εξωτερικών Κύπρου (θα μπορούσε να ήταν και Τ/Κ), Ελλάδας και Τουρκίας.
Καλώς ή κακώς, κάτω από πιέσεις άδικες ή δίκαιες (το δίλημμα που τέθηκε τότε ήταν, είτε αποδέχεστε την υπόψη λύση είτε προωθούμε μια διχοτομική λύση), οι Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου και το συγκεκριμένο σύστημα διακυβέρνησης έγινε αποδεκτό από την πλευρά μας και υπογράφτηκε. Η Κυπριακή Δημοκρατία με το συγκεκριμένο Σύνταγμα και τις συναφείς Συμφωνίες έγινε μέλος των Η.Ε. Όλα αυτά δεν έχουν καταργηθεί και επομένως εξακολουθούν να ισχύουν.
Μέσα σε τρία χρόνια από την ανεξαρτησία (και όχι χωρίς δική μας ευθύνη) φτάσαμε στις διακοινοτικές συγκρούσεις των Χριστουγέννων του 1963, μετά από τις οποίες οι Τ/Κ αυτοπεριορίστηκαν και οχυρώθηκαν στις περιοχές διαμονής τους δημιουργώντας έτσι ένα άτυπο κράτος εν κράτη, αφού η κυβέρνηση δεν ασκούσε εξουσία στους Τ/Κ θύλακες.
Ακολούθησαν διάφορα γεγονότα – απειλή εισβολής της Τουρκίας το 1964 την οποία απέτρεψαν οι Η.Π.Α., βομβαρδισμοί στην περιοχή Μανσούρα από την Τουρκική αεροπορία το 1964, μυστική άφιξη ελληνικής μεραρχίας το 1965, ένταξη της Κ.Δ. στο κίνημα των αδεσμεύτων κρατών, σταδιακή απομάκρυνση της Κύπρου από τη Δύση και φλερτ με την Ε.Σ.Σ.Δ., αγορές σοβιετικού στρατιωτικού υλικού, δικτατορία στην Ελλάδα, γεγονότα “Κοφίνου”, συνομιλίες Ελλάδας – Τουρκίας στον Έβρο, απόσυρση ελληνικής μεραρχίας, σταδιακή ψύχρανση/διάρριξη σχέσεων με την Ελλάδα, τσέχικα όπλα, δημιουργία Ε.Ο.Κ.Α. Β’, εσωτερικές συγκρούσεις Ε/Κ – με κατάληξη το πραξικόπημα και την Τουρκική εισβολή του 1974. Σε όλα αυτά είχαμε (Ε/Κ και Έλλαδίτες) σοβαρές ευθύνες, που δεν μπορούν να παραγραφούν.
Όσες δικαιολογίες και να επικαλεστούμε ή να εφεύρουμε – προδοθήκαμε από αδελφούς, φίλους και συμμάχους, δε μας δόθηκε η ευκαιρία να πολεμήσουμε κ.λ.π. – το γεγονός είναι ότι το 1974 έγινε ένας πόλεμος στον οποίο ηττηθήκαμε (και ο ηττημένος υφίσταται τις συνέπειες της ήττας). Το χειρότερο όμως που έγινε ήταν η μετακίνηση πληθυσμών που επιβλήθηκε άμεσα ή έμμεσα με αποτέλεσμα σήμερα να υπάρχουν δύο ξεχωριστές περιοχές, μία Τ/Κ στο βορρά και μία Ε/Κ στο νότο, οι οποίες μέχρι που άνοιξαν τα οδοφράγματα το 2004 δεν είχαν σχεδόν καμμιά επαφή μεταξύ τους. Πρακτικά οι δύο κοινότητες δεν είχαν επαφές από το 1964.
Μετά το 1974 και μέχρι τις αρχές του 2000 οι Ε/Κ κατάφεραν ένα οικονομικό θαύμα, παρόλο που αυτό κατέληξε το 2013 στην τραγική οικονομική κρίση (από δικά μας πάντα λάθη). Όμως, φαίνεται πως ισχύει και το αντίθετο του ρητού «ουδέν κακό αμιγές καλού», με την έννοια ότι η οικονομική ευμάρεια (καλό) ευνούχισε σταδιακά τη θέληση των Ε/Κ για «ηρωισμούς» και αντίσταση κατά του εισβολέα (κακό). Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο ήταν ότι οι Ε/Κ μάθαμε να ζούμε σαν τελείως ανεξάρτητοι, ξεχνώντας ότι το Σύνταγμα του 1960 προέβλεπε συνεταιρισμό και ενεργό συμμετοχή των Τ/Κ σε κάθε σημαντική απόφαση που επηρέαζε και τις δύο κοινότητες.
Τα επόμενα χρόνια μέχρι και το 2002 οι διακοινοτικές συζητήσεις για την επίλυση του Κυπριακού συνεχίστηκαν με διακοπτόμενο ρυθμό και αρκετές φορές κατέληξαν σε προκαταρκτικά σχεδία λύσης, τα οποία τελικά απορρίφθηκαν πριν πάρουν ολοκληρωμένη μορφή, μέχρι που το 2002 φτάσαμε στο σχέδιο Ανάν.
Η πρώτη πλήρης εκδοχή του σχεδίου Ανάν δόθηκε στη δημοσιότητα το Νοέμβριο του 2002 επί Προεδρίας Κληρίδη. Το Φεβρουάριο του 2003 έγιναν προεδρικές εκλογές και εξελέγη ο Παπαδόπουλος. Τον επόμενο μήνα οι συνομιλίες που έγιναν με τον Ντενκτάς (πρόεδρο τότε των Τ/Κ), ναυάγησαν με ευθύνη των Τ/Κ και της Τουρκίας. Όλη η διεθνής κοινότητα επέρριψε την ευθύνη του ναυαγίου στους Τ/Κ και στην Τουρκία. Αργότερα το 2003 ο Παπαδόπουλος δέχθηκε τη λεγόμενη “επιδιαιτησία”. Δηλαδή, να διαπραγματευθεί με τους Τ/Κ το σχέδιο Ανάν, να ισχύσουν οι πρόνοιες που θα συμφωνούνταν, οι υπόλοιπες να καθορισθούν από τον Γ.Γ. των Η.Ε. και το τελικό αποτέλεσμα να τεθεί υπό την έγκριση των δύο κοινοτήτων σε ταυτόχρονα δημοψηφίσματα. Φαίνεται ότι ο Παπαδόπουλος δεν διαπραγματεύτηκε ικανοποιητικά το σχέδιο Ανάν, θεωρώντας ότι θα το απέρριπτε ο Ντενκτάς και η Τουρκία και επομένως η διεθνής κοινότητα αυτούς θα κατηγορούσε για το ναυάγιο, όπως και τα προηγούμενα χρόνια. Έτσι, εμείς θα μπαίναμε πανηγυρικά στην Ε.Ε., από όπου θα μπορούσαμε πλέον να διαπραγματευτούμε από θέση ισχύος μια πιο ευνοϊκή λύση του Κυπριακού.
Πλην όμως, η νέα ηγεσία της Τουρκίας και των Τ/Κ (Ερτογάν – Ταλάτ) άλλαξαν στρατηγική/τακτική. Έτσι, όταν παρουσιάστηκε το σχέδιο σε δημοψήφισμα, χωρίς η πλευρά μας να καταφέρει να επιφέρει μέσω άμεσης διαπραγμάτευσης ουσιαστικές βελτιώσεις, ο Παπαδόπουλος ζήτησε από το λαό να το απορρίψει, όπως και έγινε, ενώ οι Τ/Κ το ενέκριναν πανηγυρικά. Έτσι αντιστράφηκε η θετική άποψη της διεθνούς κοινότητας απέναντι στο δίκιο μας (ότι δηλ. οι Ε/Κ επιδίωκαν λύση την οποίαν αρνούνταν οι Τ/Κ και η Τουρκία) σε αρνητική. Απομονωθήκαμε και επιπλέον μας κατηγόρησαν, έστω κεκαλυμμένα, ότι τους κοροϊδέψαμε για να μπούμε την ΕΕ.
Νομίζω ότι οι χειρισμοί του Παπαδόπουλου ήταν λανθασμένοι στα εξής βασικά σημεία:
α. Φαίνεται ότι η πρώτη εκδοχή του σχεδίου Ανάν, που παραδόθηκε επί κυβέρνησης Κληρίδη, περιείχε στοιχεία ευνοϊκότερα για τους Ε/Κ από αυτά που περιέχονταν στο τελικό σχέδιο, που διαμορφώθηκε επί κυβέρνησης Παπαδόπουλου και τέθηκε προς έγκριση στο δημοψήφισμα. Aυτό μάλλον οφειλόταν στο ότι εξ αρχής ο Παπαδόπουλος δεν συμφωνούσε με την ιδέα της συμβιβαστικής λύσης με βάση το σχέδιο Ανάν. Ως εκ τούτου, δεν ενδιαφέρθηκε σοβαρά να το διαπραγματευθεί και να το βελτιώσει. Εκτίμησε εσφαλμένα ότι ούτως ή άλλως θα το απέρριπταν οι Τ/Κ και η Τουρκία, οπότε η διεθνής κοινότητα θα απέδιδε σ’ αυτούς την ευθύνη της μη λύσης.
β. Το καλοκαίρι του 2003, ο Παπαδόπουλος δέχθηκε τη λεγόμενη “επιδιαιτησία”. Δηλ. αποδέχτηκε να διαπραγματευθεί το σχέδιο Ανάν με τον Ταλάτ, να οριστικοποιηθούν όλες οι πρόνοιες του σχεδίου που θα συμφωνούνταν και τις υπόλοιπες να τις καθορίσει υποχρεωτικά ο Γ.Γ. των Η.Ε. Και πάλι εκτίμησε εσφαλμένα ότι όποιο και να ήταν το τελικό σχέδιο οι Τ/Κ θα το απέρριπταν, οπότε ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσε να ισχύσει, ακόμα κι αν το ενέκριναν οι Ε/Κ. Επομένως η ευθύνη της απόρριψης, τουλάχιστον, δεν θα βάρυνε μόνο τους Ε/Κ, ακόμα κι αν το απέρριπταν κι αυτοί.
γ. Όλες οι ενδείξεις (σφυγμομετρήσεις κ.τ.λ.) μέχρι και λίγες μέρες πριν το δημοψήφισμα, έδειχναν ότι το σχέδιο Ανάν θα το απέρριπταν οι Ε/Κ ούτως ή άλλως με μεγάλη πλειοψηφία. Παρ’ όλα αυτά απευθύνθηκε προς τους Ε/Κ με το γνωστό συναισθηματικά φορτισμένο διάγγελμα παροτρύνοντάς τους να το απορρίψουν ως τελείως απαράδεκτο. Ακόμα κι αν θεωρούσε πως υπήρχε η πιθανότητα να γίνει αποδεκτό και από τις δύο κοινότητες και αυτό θα ήταν καταστροφικό για τους Ε/Κ, θα ήταν πολύ καλύτερα να πάρει ο ίδιος την ευθύνη και να μην το θέσει σε δημοψήφισμα, έστω παραβιάζοντας τη συμφωνία που έκανε πριν λίγους μήνες με τον Γ.Γ. των Η.Ε., παρά να μετακυλήσει το βάρος της ευθύνης της απόρριψης και στους Ε/Κ. Στην πρώτη περίπτωση η διεθνής κοινότητα θα εμέμφετο τον Ε/Κ πρόεδρο, ο οποίος στο κάτω-κάτω είναι αιρετός, ενώ έτσι η ευθύνη της απόρριψης μεταφέρθηκε και σε όλους τους Ε/Κ.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η αποδοχή της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ, που έγινε λίγες μέρες μετά το δημοψήφισμα, είχε συνδεθεί άμεσα από ολόκληρη τη διεθνή κοινότητα (Η.Ε., Ε.Ε., Η.Π.Α. κ.α.) με την επίλυση του Κυπριακού στη βάση του σχεδίου Ανάν. Γι’ αυτό η διεθνής κοινότητα θεώρησε ότι τους κοροϊδέψαμε και από εκείνη τη μέρα και μετά αντιστράφηκε η άποψη του διεθνούς παράγοντα σχετικά με το ποια κοινότητα δεν θέλει λύση. Είναι δε σημαντικό ότι η λύση με βάση το σχέδιο Ανάν συνδέονταν άμεσα και με τη δυναμική της ένταξης ολόκληρης της Κύπρου στην ΕΕ, πράγμα που τότε αποτελούσε σημαντικό δέλεαρ και προοπτική.
Νομίζω πως όλες οι μέχρι τώρα προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού ναυάγησαν γιατί οι όποιες προσπάθειες συμφιλίωσης έγιναν θεωρήθηκαν από πολλούς ως ανεπίτρεπτη και απαράδεκτη υποχωρητικότητα που οδηγεί σε ολοκληρωτική ήττα. Είναι γεγονός ότι σε τέτοιες περιπτώσεις η πιο αδύναμη πλευρά θεωρεί σχεδόν πάντα ευκολότερο (στο εσωτερικό της δικής της κοινότητας) να υποκύψει σε μια λύση την οποία θα την εξαναγκάσουν να αποδεχθεί, παρά να διαπραγματευτεί και να συμφωνήσει μια λύση που τελικά θα αποβεί καλύτερη. Κι αυτό γιατί έτσι η ηγεσία της απαλλάσσεται της ευθύνης και των κατηγοριών ότι θα μπορούσε να πετύχει κάτι καλύτερο και δεν το έκανε και επομένως διέπραξε “προδοσία”.
Δεν πρέπει να παραβλέπουμε και τα αντικειμενικά στοιχεία στην αντιπαράθεσή μας με την Τουρκία αναφορικά με την επίλυση του Κυπριακού. Δηλ. τα γεωπολιτικά συμφέροντα όλων των ενδιαφερομένων πλευρών (Κύπρου, Ελλάδας, Τουρκίας, Μ. Βρετανίας, Η.Π.Α., Ρωσίας, Ισραήλ, Ε.Ε. κ.α.) στην Αν. Μεσόγειο και στην Κύπρο, τη σχετική γεωστρατηγική βαρύτητα Κύπρου, Ελλάδας, Τουρκίας, τη σχετική στρατιωτική ισχύ Κύπρου, Ελλάδας, Τουρκίας, το σχετικό “δυναμικό” Κύπρου, Ελλάδας, Τουρκίας (έκταση εδάφους και γεωγραφική θέση, μέγεθος πληθυσμού και προοπτική, συμμαχίες, οικονομική ευρωστία και προοπτικές), τα αντικειμενικά δεδομένα όπως έχουν διαμορφωθεί επί του εδάφους της Κύπρου από το 1974.
Πολλοί θεωρούν ότι το Κυπριακό είναι ένα ξεκάθαρο πρόβλημα εισβολής και κατοχής και ότι είναι εφικτή μια απόλυτα “δημοκρατική” λύση του Κυπριακού, που να στηρίζεται στο λεγόμενο “ευρωπαϊκό κεκτημένο” και τα ανθρώπινα δικαιώματα, η οποία να αφορά ένα ενιαίο πλήρως ανεξάρτητο κράτος, με μία διεθνή προσωπικότητα, μια ιθαγένεια, με πλήρη κυριαρχία της κυβέρνησης σε όλη την επικράτεια του εδάφους του, με απεριόριστο δικαίωμα όλων των πολιτών, εγκατάστασης, ιδιοκτησίας, με επιστροφή όλων των προσφύγων του 1974 στις εστίες τους, με αποχώρηση όλων των εποίκων Τούρκων που εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο μετά το 1974, με ίσο δικαίωμα ψήφου όλων των πολιτών κ.τ.λ. Θεωρούν ότι τόσα χρόνια οι διαδοχικές κυβερνήσεις Κύπρου και Ελλάδας ενώ είχαν τη δυνατότητα εντούτοις δεν πίεσαν όσο θα έπρεπε την Τουρκία και τη διεθνή κοινότητα για την επίτευξη μιας τέτοιας “δίκαιης” λύσης. Πιστεύουν ότι έδειξαν ασυγχώρητη υποχωρητικότητα, ακόμα και ότι “ξεπούλησαν” τα δίκαια του Ελληνισμού και των Ε/Κ.
Θεωρώ μια τέτοια “ιδανική” για εμάς λύση, ανέφικτη. Το Κυπριακό δεν ξεκίνησε με την εισβολή του 1974 αλλά ενωρίτερα. Δεν μπορούμε να παραγνωρίζουμε ότι έχουμε και εμείς μεγάλο μερίδιο ευθύνης για τις κρίσεις του 1963 και του 1974, ότι ηττηθήκαμε στον πόλεμο του 1974, ότι το βόρειο κομμάτι της Κύπρου πρακτικά κατέχεται από την Τουρκία και δεν κατοικείται από Ε/Κ εδώ και πάνω από 40 χρόνια, ότι οι συμφωνίες με τις οποίες ιδρύθηκε και υπάρχει η Κ.Δ. αναφέρονται σε ένα συνεταιριστικό κράτος με πλήρη αναγνώριση της Τ/Κ μειοψηφίας, ότι η εις βάρος μας διαφορά ισχύος μεταξύ Κύπρου/Ελλάδας και Τουρκίας σε όλους τους τομείς (οικονομικό, πληθυσμιακό, στρατιωτικό, γεωπολιτικό, διπλωματικό, συμμαχιών κ.τ.λ.) είναι τεράστια, ότι πολλά κράτη της διεθνούς κοινότητας αποδίδουν πλέον και σε εμάς την ευθύνη της μη λύσης. Επί πλέον, είναι γεγονός ότι στη “φύση” αλλά και στη διεθνή σκηνή δεν υπάρχει απόλυτο “δίκαιο”. Η ιστορία δείχνει ότι επικρατεί το δίκαιο του ισχυρού και είναι βέβαιο ότι ο «ισχυρός» στην αντιπαράθεσή μας με την Τουρκία δεν είμαστε εμείς. Η ρήση του Θουκυδίδη “Ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμη του και ο αδύναμος υποχωρεί τόσο όσο του επιβάλλει η αδυναμία του” ισχύει πάντα.
Θεωρητικά, μια λύση του Κυπριακού προβλήματος μπορεί να επέλθει με έναν από τους παρακάτω πέντε τρόπους:
α. Συμφωνημένη “Ιδανική Λύση” για τους Ε/Κ.
Απολύτως δημοκρατική λύση με βάση το (λεγόμενο) “ευρωπαϊκό κεκτημένο” και τα (λεγόμενα) ανθρώπινα δικαιώματα, η οποία θα αφορά ένα ενιαίο κράτος με μία διεθνή προσωπικότητα, μία ιθαγένεια κ.τ.λ., όπως αυτή που περιγράφεται πιο πάνω. Είναι προφανές ότι μια τέτοια λύση εξαρτάται από τη συναίνεση της Τουρκίας. Είναι εφικτή; Τι είναι αυτό που θα εξαναγκάσει την Τουρκία να την αποδεχτεί; Όλα δείχνουν ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση αποδοχής μιας τέτοιας λύσης από την άλλη πλευρά. Μόνο με ένα νικηφόρο πόλεμο πιθανώς θα μπορέσουμε να την πετύχουμε.
β. Πόλεμος.
Με πόλεμο, να εκδιώξουμε την Τουρκία και να επαναλειτουργήσουμε την Κυπριακή Δημοκρατία, με βελτιωμένους για τους Ε/Κ όρους ή και με τους ίδιους όρους του Συντάγματος του 1960. Είμαστε διατεθειμένοι να τον επιδιώξουμε; Και εάν ναι, μπορούμε να το διεξάγουμε; Έχουμε την απαιτούμενη οικονομική/στρατιωτική ισχύ, τις συμμαχίες, το ηθικό κλπ; Μπορούμε να τις αποκτήσουμε στο προβλεπτό μέλλον; Θα έχουμε την απαραίτητη διεθνή υποστήριξη; Στο προβλεπτό μέλλον, πόσες πιθανότητες έχουμε να κερδίσουμε και πόσες να χάσουμε ένα τέτοιο πόλεμο; Τι συνέπειες θα έχει μια νέα ενδεχόμενη ήττα;
γ. Διαιώνιση της παρούσας κατάστασης.
Αυτή η περίπτωση ευνοεί καταφανώς την τουρκική πλευρά. Αργά ή γρήγορα κάποια κράτη θα αναγνωρίσουν την υπό κατοχή Τ/Κ περιοχή σαν κράτος. Θα είναι πολύ πιθανή η πλήρης απορρόφηση/ένωση της με την Τουρκία, ενώ τα δικαιώματα της Τουρκίας που πηγάζουν από τις συμφωνίες Ζυρίχης Λονδίνου πιθανόν θα εξακολουθούν να ισχύουν, έστω θεωρητικά. Η κατάσταση θα εξελιχθεί αργά ή γρήγορα σε διχοτόμηση με βάση τις παρούσες συνθήκες και προβλήματα (προβλήματα οριοθέτησης Α.Ο.Ζ., FIR, περιοχής Έρευνας και Διάσωσης κ.τ.λ.) και μάλιστα χωρίς να μας δοθεί η ευκαιρία να τη διαπραγματευτούμε.
δ. Συμφωνημένη Διχοτόμηση.
Με μια συμφωνία διχοτόμησης, μέσω της οποίας, με κατάλληλη διαπραγμάτευση, να πετύχουμε επιστροφή εδαφών και πλήρη αυτονομία. Δηλαδή τη δημιουργία ενός πλήρως ανεξάρτητου ελληνικού κράτους στο Νότο. Στην περίπτωση αυτή ποια θα είναι η θέση της Τουρκίας; Θα δεχθεί να έχει στην νότια Κύπρο σύνορα (το Τ/Κ κράτος μάλλον θα ενωθεί με την Τουρκία) με ένα ελληνικό ή με ένα πλήρως ανεξάρτητο κράτος, εγκαταλείποντας τα ισχύοντα (ακόμα) δικαιώματα που τις δίνουν οι συμφωνίες του 1959/60; Ποια είναι τα πλεονεκτήματα και ποια τα μειονεκτήματα μιας τέτοιας λύσης;
ε. Συνεταιριστικό κράτος.
Με μια συμφωνία ομοσπονδίας. Δηλαδή, με αμοιβαίες συμφωνημένες υποχωρήσεις, κάτι σαν το σχέδιο Ανάν, λίγο καλύτερο ή λίγο χειρότερο. Ποιες είναι οι ελάχιστες προϋποθέσεις για να λειτουργήσει ομαλά ένα τέτοιο κράτος; Ποιες είναι οι ελάχιστες προϋποθέσεις ασφάλειας; Πόσο μεγάλη είναι η πιθανότητα δημιουργίας ταραχών από ακραία στοιχεία στην άλλη (της προέλευσής τους) πλευρά, οι οποίες πιθανόν να οδηγήσουν σε νέα κρίση; Ποια είναι τα πλεονεκτήματα και ποια τα μειονεκτήματα μιας τέτοιας λύσης;
Κατά τη δική μου αντίληψη οι τρεις πρώτες λύσεις (δηλ. η Ιδανική, του Πολέμου και της Διαιώνισης της παρούσας κατάστασης) θα πρέπει να αποκλειστούν. Επομένως παραμένουν προς αξιολόγηση η λύση της Συμφωνημένης Διχοτόμησης και η λύση του Συνεταιριστικού Κράτους.
Νοουμένου ότι η κυβέρνηση θα συμφωνήσει με την άλλη πλευρά σε ένα τελικό σχέδιο λύσης, το οποίο θα φέρει για έγκριση σε δημοψήφισμα, αυτό που κυρίως και επί της ουσίας με ενδιαφέρει και θα ήθελα να ακούσω, τόσο από αυτούς που θα το υποστηρίξουν όσο και από αυτούς που θα το απορρίψουν, είναι εάν το υπόψη σχέδιο θα είναι καλύτερο (από πλευράς ασφάλειας, λειτουργικότητας, πάσης φύσης προοπτικών κ.τ.λ.), πιο βιώσιμο και με λιγότερους απρόβλεπτους κινδύνους, από μια συμφωνημένη λύση Διχοτόμησης. Δεν με ενδιαφέρει να ακούσω επιχειρήματα υπέρ μιας “ιδανικής” λύσης, όπως την περιέγραψα παραπάνω, την οποία πολλοί υποστηρίζουν, γιατί τη θεωρώ ανέφικτη.
Δεν διεκδικώ το αλάθητο στην κρίση μου, το ίδιο όμως αναμένω και από όσους έχουν άλλη άποψη. Η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη, πολύπλοκη και εξαιρετικά κρίσιμη, τουλάχιστον ας προσπαθήσουμε να συζητήσουμε με ψυχραιμία, χωρίς φανατισμό και εξαλλοσύνες, αφήνοντας κατά μέρος τους χαρακτηρισμούς προδότης, ενδοτικός, … από τη μια και εθνικιστής, απορριπτικός …. από την άλλη.
Πηγή: https://tzirkotis.wordpress.com/2016/01/10
Ο χάρτης είναι από εδώ: https://el.wikipedia.org/wiki/
Pingback: Προβληματισμοί για το Κυπριακό: Μέρος 2ο