3 Νοεμβρίου 2016 at 22:15

Ο Πωλ Κρούγκμαν και η φούσκα των ακινήτων στην Αμερική

από

Ο Πωλ Κρούγκμαν και η φούσκα των ακινήτων στην Αμερική

Γράφει ο Θανάσης Μπαντές

Ο Πωλ Κρούγκμαν διερευνώντας τα αίτια που οδήγησαν στη φούσκα των στεγαστικών δανείων παίρνει τα πράγματα από την αρχή. Στο βιβλίο του «Η κρίση του 2008 και η επιστροφή των οικονομικών της ύφεσης» αναφέρει: «Γνωρίζουμε γιατί άρχισαν να αυξάνονται οι τιμές των σπιτιών: τα επιτόκια ήταν χαμηλά στα πρώτα χρόνια της τρέχουσας δεκαετίας […] κάτι που καθιστούσε ελκυστική την αγορά σπιτιών. Και αναμφίβολα αυτό δικαιολογούσε κάποια άνοδο των τιμών. Ωστόσο, δε δικαιολογούσε την πεποίθηση ότι όλοι οι παλιοί κανόνες δεν ίσχυαν πλέον. Τα σπίτια είναι σπίτια». (σελ. 157).

Κι όταν μιλάει για «παλαιούς κανόνες» εννοεί τα αυτονόητα: «Γνωρίζουμε, λόγω μακροχρόνιας εμπειρίας, ότι οι αγοραστές σπιτιών δεν πρέπει να βάζουν υποθήκες που δεν μπορούν να αποπληρώσουν και ότι πρέπει να συμμετέχουν με αρκετά χρήματα στο κόστος αγοράς, ώστε να αντέξουν μια μέτρια πτώση στις τιμές των σπιτιών και να έχουν θετική καθαρή αξία [της οικίας μετά την αφαίρεση των δανείων]. Τα χαμηλά επιτόκια άλλαξαν τις δόσεις των υποθηκών που σχετίζονταν με μια ορισμένη ποσότητα δανεισμού, αλλά όχι πολλά άλλα». (σελ. 157).

Ο Πωλ Κρούγκμαν
Ο Πωλ Κρούγκμαν

Με δυο λόγια, η πτώση των επιτοκίων, όσο δελεαστική κι αν έκανε την αγορά του σπιτιού, δεν μπορεί να δικαιολογήσει από μόνη της την ασύδοτη παροχή στεγαστικών δανείων: «Οι Αμερικανοί είχαν επί μακρόν τη συνήθεια να αγοράζουν σπίτια με δανεικά, αλλά δύσκολα κατανοούμε γιατί θα έπρεπε να πιστέψει κάποιος, στα 2003, ότι οι βασικές αρχές του δανεισμού είχαν αναιρεθεί». (σελ. 157). Όμως, όσο κι αν δεν υπήρχε κανένας λόγος αθέτησης των παραδοσιακών κανόνων, αυτό τελικά έγινε επιφέροντας τις οδυνηρές συνέπειες, που όλοι γνωρίζουν: «Αυτό που συνέβη, ωστόσο, ήταν η πλήρης εγκατάλειψη των παραδοσιακών κανόνων». (σελ. 157).

 Ο ανεξέλεγκτος δανεισμός πραγματοποιήθηκε τόσο από την υπεραισιόδοξη εκτίμηση του δανειζόμενου, που θεώρησε ότι μπορεί να αντεπεξέλθει, όσο και από την όλο και μεγαλύτερη ελαστικότητα (στα όρια του ξεχειλώματος) των κριτηρίων από την πλευρά του δανειστή: «Σε κάποιο βαθμό αυτό επήλθε ως αποτέλεσμα της παράλογης ευφορίας μεμονωμένων οικογενειών που είδαν τις τιμές να αυξάνονται όλο και πιο πολύ και αποφάσισαν να κάνουν σάλτο στην αγορά, χωρίς να ανησυχούν πώς θα εξοφλούσαν. Σε μεγαλύτερο βαθμό όμως, ήταν αποτέλεσμα μιας μεταβολής στις μεθόδους των δανειστών. Χορηγούνταν δάνεια σε αγοραστές χωρίς καμιά ή με ελάχιστη απαίτηση συμμετοχής εκ μέρους τους στην αγορά του οικήματος, και με μηνιαίες πληρωμές που υπερέβαιναν κατά πολύ την οικονομική αντοχή τους – ή που δεν μπορούσαν να τις αντέξουν όταν προσαρμοζόταν το αρχικό, πολύ χαμηλό επιτόκιο. Το μεγαλύτερο μέρος, όχι το σύνολο, αυτού του αμφίβολου δανεισμού ονομάστηκε “ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια υψηλού κινδύνου”, το φαινόμενο όμως ήταν πολύ ευρύτερο. Και δεν ήταν μόνο οι αγοραστές σπιτιών με χαμηλό εισόδημα ή οι προερχόμενοι από μειονότητες που δανείζονταν περισσότερα από όσα μπορούσαν να εξοφλήσουν· αυτές οι μέθοδοι ήταν γενικευμένες». (σελ. 157 – 158).

Στο ερώτημα, γιατί οι δανειστές χαλάρωσαν τόσο πολύ τα κριτήριά τους, ο Κρούγκμαν ξεκαθαρίζει: «Πρώτον, γιατί κατέληξαν να πιστεύουν ότι οι τιμές των ακινήτων θα αυξάνονταν εσαεί. Όσο ανέβαιναν οι τιμές, το δανειστή δεν τον ένοιαζε εάν ο δανειζόμενος μπορεί να πληρώσει ή όχι: εάν η πληρωμή της υποθήκης έφτανε σε υψηλά επίπεδα, ουδέν πρόβλημα, ο αγοραστής θα μπορούσε να πάρει ένα δάνειο με βάση την καθαρή αξία του σπιτιού του για να έχει περισσότερο ρευστό ή, αν χειροτέρευαν τα πράγματα, θα μπορούσε απλώς να πουλήσει το σπίτι και να εξοφλήσει την υποθήκη. Δεύτερον, οι δανειστές δε νοιάζονταν για την ποιότητα των δανείων τους, επειδή δεν τα κρατούσαν αυτοί. Αντίθετα, τα πουλούσαν σε επενδυτές, οι οποίοι δεν αντιλαμβάνονταν τι αγόραζαν». (σελ. 158).

Βρισκόμαστε στη στιγμή που τα «ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια υψηλού κινδύνου» τιτλοποιούνται, γίνονται δηλαδή προϊόν προς πώληση προσελκύοντας επενδυτές, που είναι πρόθυμοι να αγοράσουν: «Η “τιτλοποίηση” των στεγαστικών υποθηκών – η συνένωση των υποθηκών σε μεγάλες ομάδες και η πώληση, στη συνέχεια, σε επενδυτές μεριδίων από τις πληρωμές που κατέβαλαν οι δανειζόμενοι – δεν είναι καινούρια πρακτική. [… …] Ωστόσο, μέχρι τη μεγάλη στεγαστική φούσκα, η τιτλοποίηση περιοριζόταν σχεδόν πλήρως στις “υψηλής φερεγγυότητας” υποθήκες: στα δάνεια προς εκείνους που μπορούσαν να συμμετέχουν με σημαντικό ποσό στην αγορά και είχαν επαρκές εισόδημα για να ανταποκριθούν στην αποπληρωμή της υποθήκης. Πού και πού ακόμη και αυτοί οι δανειζόμενοι αθετούσαν τις υποχρεώσεις τους, όταν έχαναν τη δουλειά τους ή αντιμετώπιζαν επείγον πρόβλημα υγείας, αλλά τα ποσοστά αθέτησης πληρωμών ήταν χαμηλά και οι αγοραστές των εν λόγω χρεογράφων ήξεραν λίγο πολύ τι αγόραζαν». (σελ. 158 – 159).

Η παροχή στεγαστικών δανείων σε ανθρώπους, οι οποίοι ήταν αδύνατο να τα αποπληρώσουν, αύξησε τόσο πολύ τη ζήτηση στα ακίνητα, που έκανε την τιμή τους να εκτιναχθεί στα ύψη – απολύτως δυσανάλογα σε σχέση με την πραγματική τους αξία.
Η παροχή στεγαστικών δανείων σε ανθρώπους, οι οποίοι ήταν αδύνατο να τα αποπληρώσουν, αύξησε τόσο πολύ τη ζήτηση στα ακίνητα, που έκανε την τιμή τους να εκτιναχθεί στα ύψη – απολύτως δυσανάλογα σε σχέση με την πραγματική τους αξία.

Το ζήτημα είναι ότι τα κέρδη μιας τέτοιας ελεγχόμενης αγοράς δεν κρίνονταν ικανοποιητικά. Η επιβολή κανόνων περιορίζει τις δραστηριότητες. Έπρεπε να βρεθεί η κατάλληλη χρηματοπιστωτική καινοτομία, που θα βάλει στο παιχνίδι όλες τις περιπτώσεις, ακόμη και τις πιο επίφοβες. Έτσι κι αλλιώς το ρίσκο θα το αναλάμβανε ο ανυποψίαστος επενδυτής: «Η χρηματοπιστωτική καινοτομία που κατέστησε δυνατά τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια υψηλού κινδύνου ήταν οι Τίτλοι Εγγυημένων Δανειακών Υποχρεώσεων (Collateralized Debt Obligation – CDO). Ένας CDO προσέφερε μερίδια στις πληρωμές από μια ομάδα υποθηκών – αλλά δεν ήταν όλα τα μερίδια ίσα. Κάποια ήταν “ανώτερης αξιολόγησης”, δηλαδή προηγούνταν στις αξιώσεις επί των πληρωμών υποθηκών. Μόνο όταν ικανοποιούνταν αυτές οι αξιώσεις αποδίδονταν τα χρήματα σε άλλα κατώτερης αξιολόγησης μερίδια. Υποτίθεται ότι οι πρώτες ήταν πολύ ασφαλείς επενδύσεις: ακόμη κι αν κάποιοι ενυπόθηκοι δανειζόμενοι αθετούσαν τις πληρωμές τους, πόσο πιθανό ήταν να αθετήσουν αρκετοί ώστε να δημιουργήσουν πρόβλημα ροής μετρητών προς αυτά τα ανώτερης αξιολόγησης μερίδια; (Πολύ πιθανό, όπως αποδείχτηκε – αλλά εκείνη την εποχή δε γινόταν αντιληπτό)». (σελ. 159).

Όσο για την αξιολόγηση αυτών των μετοχικών σκευασμάτων, δε χρειάζεται να γίνει ιδιαίτερος λόγος: «… οι οργανισμοί αξιολόγησης φερεγγυότητας ήταν πρόθυμοι να κατατάξουν τα ανώτερα μερίδια των CDO ως AAA, ακόμη κι αν οι υποκείμενες υποθήκες ήταν εξαιρετικά αμφίβολης φερεγγυότητας. Με αυτό τον τρόπο αναπτύχθηκε σε πλήρη κλίμακα η χορήγηση στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου, επειδή υπάρχουν πολλοί θεσμικοί επενδυτές, όπως τα συνταξιοδοτικά ταμεία, που δεν ήθελαν να αγοράσουν τίποτε άλλο πλην χρεογράφων ΑΑΑ, αλλά ήταν πολύ πρόθυμοι να αγοράσουν τίτλους που αποτιμώνται ως ΑΑΑ και είχαν πολύ υψηλότερες αποδόσεις από ό,τι τα συνηθισμένα ομόλογα». (σελ. 159).

Το σκηνικό της απορρύθμισης έχει ήδη στηθεί. Δάνεια χωρίς κανόνες, αξιολόγηση χωρίς έλεγχο, τυφλή πίστη στη διαιώνιση των τιμών στη στέγη, ομόλογα – σκουπίδια που κυκλοφορούν ως ΑΑΑ, συνταξιοδοτικά ταμεία που αγοράζουν φύκια για μεταξωτές κορδέλες και σεβαστές προσωπικότητες που διαβεβαιώνουν την χρηματοπιστωτική ομαλότητα: «Κάποιοι οικονομολόγοι […] προειδοποιούσαν ότι αναπτυσσόταν μια μεγάλη στεγαστική φούσκα και πως όταν θα έσκαγε θα δημιουργούσε σοβαρούς κινδύνους για την οικονομία. Όμως, σεβαστές προσωπικότητες έλεγαν άλλα. Ο Άλαν Γρίνσπαν» (διοικητής της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας) «δήλωσε ότι ήταν “πολύ απίθανη” μια μεγάλη πτώση στις τιμές των σπιτιών. Μπορεί, είπε κάνοντας λίγο πίσω, να υπάρξει κάποια “επουσιώδης” μείωση στις τοπικές αγορές στέγης, αλλά δεν επρόκειτο περί φούσκας εθνικών διαστάσεων». (σελ. 159 – 160).

Η παροχή στεγαστικών δανείων σε ανθρώπους, οι οποίοι ήταν αδύνατο να τα αποπληρώσουν, αύξησε τόσο πολύ τη ζήτηση στα ακίνητα, που έκανε την τιμή τους να εκτιναχθεί στα ύψη – απολύτως δυσανάλογα σε σχέση με την πραγματική τους αξία. Κι αυτός είναι ο ορισμός της φούσκας. Η υπέρ – αύξηση της τιμής ενός αγαθού, που γίνεται για λόγους τεχνητούς και δεν ανταποκρίνεται στην αντικειμενική του αξία. Τα χρέη που δημιουργούνται από την αγορά τέτοιων υπέρ – κοστολογημένων προϊόντων είναι η έκρηξη που θα επέλθει με το σκάσιμο της φούσκας. Κι όσο πιο μαζική είναι η ανάληψη τέτοιων χρεών, τόσο πιο ισχυρή γίνεται και η έκρηξη. Πολύ περισσότερο, όταν τα χρέη έχουν ήδη διανεμηθεί, ως χρηματιστηριακά προϊόντα, σε τράπεζες και ασφαλιστικά ταμεία. Βεβαίως αυτό δε γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη: «Τα σπίτια δεν είναι σαν τις μετοχές, με μια ενιαία τιμή αγοράς που αλλάζει από λεπτό σε λεπτό. Κάθε σπίτι είναι μοναδικό και οι πωλητές περιμένουν λίγο πριν βρουν αγοραστή. Συνεπώς, οι τιμές τείνουν να βασίζονται στο αντίτιμο πώλησης άλλων σπιτιών κατά το πρόσφατο παρελθόν: οι πωλητές δεν αρχίζουν να μειώνουν τις τιμές πριν γίνει οδυνηρά εμφανές ότι δεν πρόκειται να πουλήσουν στην πλήρη τιμή. Το 2005, μετά από μια μακριά περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας οι τιμές αυξάνονταν ραγδαία κάθε έτος, οι πωλητές περίμεναν πως αυτή η τάση θα συνεχιστεί, και έτσι οι τιμές που ζητούσαν ήταν πιο αυξημένες για κάποιο διάστημα μετά την πτώση των πωλήσεων». (σελ. 176).

Η φούσκα βρίσκεται πλέον στα όριά της. Οι τιμές δεν μπορούν να ανεβαίνουν επ’ άπειρο, όταν δεν ανταποκρίνονται στην πραγματική αξία του προϊόντος. Η ασύδοτη  στεγαστική δανειοδότηση σε συνδυασμό με την πτώση των επιτοκίων δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας αγοράς, όπου το χρήμα, στην ουσία, δεν υπήρχε και κατ’ επέκταση η τιμή του προϊόντος δεν αφορούσε τις πραγματικές δυνατότητες της αγοράς, αλλά τις πλασματικές εντυπώσεις που γέννησε η απορρύθμιση. Το χρήμα στην αγορά ακινήτων ήταν εικονικό – σε αντίθεση με τα μπόνους των μεγαλοστελεχών από τα τοξικά χρηματιστηριακά προϊόντα που ήταν αληθινότατα: «… στο τέλος της άνοιξης του 2006, η αναιμική αγορά άρχισε να καταβαραθρώνεται. Οι τιμές έπεφταν, αργά στην αρχή, μετά όλο και πιο γρήγορα. Το δεύτερο τρίμηνο του 2007, σύμφωνα με τον ευρέως χρησιμοποιούμενο δείκτη τιμών κατοικίας Κέις – Σίλερ, οι τιμές είχαν μειωθεί περίπου 3% από το υψηλότερο σημείο τους ένα χρόνο πριν. Στην πορεία του επόμενου χρόνου έπεσαν πάνω από 15%. Βεβαίως οι τιμές έπεσαν περισσότερο στις περιοχές που είχαν αναπτυχθεί οι μεγαλύτερες φούσκες, όπως στην παράκτια Φλόριντα». (σελ. 176).

George Osborne's property bubble will lead to disaster
George Osborne’s property bubble will lead to disaster

Κι αυτά στην αρχή. Γιατί αμέσως μετά το πράγμα πήρε άλλες διαστάσεις: «Σε εθνικό επίπεδο, η στέγη ήταν πιθανώς υπερτιμημένη πάνω από 50% το καλοκαίρι του 2006, πράγμα που σήμαινε ότι για να εξαλειφθεί η υπερτίμηση, οι τιμές έπρεπε να μειωθούν κατά το ένα τρίτο. Σε κάποιες μητροπολιτικές περιοχές, η υπερτίμηση ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Στο Μαϊάμι, για παράδειγμα, οι τιμές των σπιτιών εμφανίζονταν διπλάσιες τουλάχιστον από όσο μπορούσαν να δικαιολογήσουν θεμελιώδη οικονομικά στοιχεία. Έτσι σε ορισμένες περιοχές οι τιμές θα μειώνονταν κατά 50% ή και περισσότερο». (σελ. 178 – 179).

Το ντόμινο των αλληλεπιδράσεων έχει ήδη ξεκινήσει: «Μόλις, όμως, οι τιμές άρχισαν να πέφτουν αντί να ανεβαίνουν, και τα σπίτια δεν μπορούσαν να πουληθούν εύκολα, άρχισαν να αυξάνονται και οι αθετήσεις πληρωμών». (σελ. 177). Ο δανειζόμενος που αποπληρώνει την υπέρογκη αρχική τιμή γίνεται όλο και πιο απρόθυμος, όταν διαπιστώνει ότι οι δόσεις δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Πολύ περισσότερο, αν έτσι κι αλλιώς δεν έχει τα χρήματα να το κάνει. Τα σχέδια που ήθελαν το δανειζόμενο, αν χρειαστεί, να προβαίνει σε νέα δανειοδότηση προκειμένου να μη χάσει το εξέχον περιουσιακό του στοιχείο (που διαρκώς ανεβαίνει σε αξία καθιστώντας την κατοχή του όλο και πιο συμφέρουσα), αποδείχθηκαν χίμαιρες, πολύ περισσότερο η τελική λύση της πώλησης του ακινήτου, που με τη διαρκή άνοδο της τιμής του, θα εξοφλούσε τις δανειακές υποχρεώσεις: «… στην πράξη όποιος είχε αγοράσει ένα σπίτι κατά τη διάρκεια των χρόνων κορύφωσης της φούσκας, ακόμη κι αν είχε καταβάλει το 20% πέραν του δανείου,  θα κατέληγε με αρνητική καθαρή αξία – αφού είχε μια αξία υποθήκης μεγαλύτερη από την αξία του σπιτιού. […] Και οι ιδιοκτήτες σπιτιών με αρνητική καθαρή αξία είναι οι πρώτοι υποψήφιοι για αθέτηση πληρωμών και κατάσχεση, ανεξάρτητα από το ιστορικό τους». (σελ. 179).

Η ουσιαστική διαχείριση των δανείων αφέθηκε σε ειδικούς οργανισμούς που συλλέγουν τις πληρωμές τόκων και κεφαλαίων, οι οποίοι δεν είχαν ούτε τους πόρους ούτε, εν πολλοίς, το κίνητρο για να εμπλακούν σε μια αναδόμηση του δανείου. Και ακόμη κάτι: η πολυπλοκότητα των χρηματοπιστωτικών μεθοδεύσεων που στήριζαν τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια υψηλού κινδύνου, διασπείροντας την ιδιοκτησία των υποθηκών μεταξύ πολλών επενδυτών οι αξιώσεις των οποίων ποίκιλλαν ως προς την προτεραιότητα, δημιούργησε τρομερά νομικά εμπόδια σε οποιοδήποτε είδος παραγραφής χρέους».

Αν αυτό δεν είναι αρκετό, ο Κρούγκμαν διατίθεται να γίνει ακόμη σαφέστερος: «… ορισμένοι από αυτούς» (τους αποπληρωτές δανείων για σπίτια «με αρνητική καθαρή αξία») «απλώς επιλέγουν να “την κάνουν” – να αποφύγουν να πληρώσουν το δάνειό τους, υπολογίζοντας ότι οικονομικά θα είναι κερδισμένοι ακόμη και μετά την απώλεια του σπιτιού. Ποτέ δεν είναι σαφές πόση σημασία έχει πραγματικά αυτό το φαινόμενο, αλλά υπάρχει πληθώρα άλλων διαδρομών που οδηγούν στην αθέτηση πληρωμής. Κάποιος χάνει τη δουλειά του, άλλος αντιμετωπίζει έκτακτα ιατρικά έξοδα ή ένα διαζύγιο – όλα αυτά καθιστούν έναν ιδιοκτήτη σπιτιού ανίκανο να πληρώσει τις δόσεις για την υποθήκη. Και εάν το σπίτι αξίζει λιγότερο απ’ ό,τι η υποθήκη, δεν υπάρχει τρόπος να εισπράξει ο δανειστής το σύνολο του ποσού». (σελ. 179).

Και οι παρενέργειες συνεχίζονται: «… σε εκείνο το σημείο φάνηκε άλλη μια αποκρουστική αλήθεια: η άσκηση του δικαιώματος κατάσχεσης λόγω υποθήκης δεν είναι μόνο μια τραγωδία για τους ιδιοκτήτες των σπιτιών, είναι και μια πολύ κακή δοσοληψία για το δανειστή. Στο χρόνο που μεσολαβεί μέχρι να επανέλθει στην αγορά το κατασχεμένο σπίτι, τα δικαστικά έξοδα, η υποβάθμιση που παρατηρείται στα εξοχικά σπίτια και άλλες συνέπειες συνήθως έχουν ως αποτέλεσμα να παίρνουν οι πιστωτές από τον δανειζόμενο μόνο μέρος, π. χ. το μισό, της αρχικής αξίας του δανείου». (σελ. 177).

Όμως, σ’ αυτή την περίπτωση τα πράγματα είχαν περιπλεχθεί τόσο πολύ, που δεν υπήρχε δυνατότητα διαπραγμάτευσης με την τράπεζα για το ύψος της αποπληρωμής: «Τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια υψηλού κινδύνου δε χορηγήθηκαν, ως επί το πλείστον, από τράπεζες που στη συνέχεια τα κράτησαν και τα παρακολουθούσαν· χορηγήθηκαν από μια πηγή η οποία πούλησε γρήγορα τα δάνεια σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τα οποία, με τη σειρά τους, τεμάχισαν και συνδύασαν ομάδες υποθηκών σε Τίτλους Εγγυημένων Δανειακών Υποχρεώσεων (CDO) που πουλήθηκαν σε επενδυτές. Η ουσιαστική διαχείριση των δανείων αφέθηκε σε ειδικούς οργανισμούς που συλλέγουν τις πληρωμές τόκων και κεφαλαίων, οι οποίοι δεν είχαν ούτε τους πόρους ούτε, εν πολλοίς, το κίνητρο για να εμπλακούν σε μια αναδόμηση του δανείου. Και ακόμη κάτι: η πολυπλοκότητα των χρηματοπιστωτικών μεθοδεύσεων που στήριζαν τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια υψηλού κινδύνου, διασπείροντας την ιδιοκτησία των υποθηκών μεταξύ πολλών επενδυτών οι αξιώσεις των οποίων ποίκιλλαν ως προς την προτεραιότητα, δημιούργησε τρομερά νομικά εμπόδια σε οποιοδήποτε είδος παραγραφής χρέους». (σελ. 177).

Από κει και πέρα δε θα μπορούσε να υπάρξει επιστροφή: «Η στιγμή της αλήθειας ήρθε στις αρχές του 2007, καθώς τα προβλήματα με τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια υψηλού κινδύνου έγιναν για πρώτη φορά εμφανή. Θυμηθείτε ότι οι Τίτλοι Εγγυημένων Δανειακών Υποχρεώσεων δημιούργησαν βαθμό προτεραιότητας για τα μερίδια των χρεογράφων: οι ιδιοκτήτες των μεριδίων με υψηλότερη αξιολόγηση, ΑΑΑ σύμφωνα με τους οργανισμούς αξιολόγησης φερεγγυότητας, προηγούνταν στις αξιώσεις πληρωμών, ενώ όσοι είχαν στα χέρια τους μερίδια χαμηλότερης αξιολόγησης πληρώνονταν μόνο αφού λάμβαναν οι πρώτοι τα οφειλόμενα. Περί το Φεβρουάριο του 2007, συνειδητοποιήθηκε ότι τα μερίδια χαμηλότερης αξιολόγησης πιθανώς θα υφίσταντο σοβαρές απώλειες και οι τιμές τους καταποντίστηκαν. Αυτή η εξέλιξη τερμάτισε σχεδόν όλη τη διαδικασία χορήγησης ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου: επειδή κανείς δεν ήθελε να αγοράσει κατώτερα μερίδια, δεν ήταν πλέον δυνατόν να δημιουργηθούν ξανά πακέτα και να πουληθούν τίτλοι επί των δανείων αυτών και έτσι η χρηματοδότηση έκανε φτερά. Και από τη στιγμή που είχε χαθεί μια σημαντική πηγή ζήτησης στέγης, η κρίση του στεγαστικού τομέα επιδεινώθηκε». (σελ. 178).

Αυτό που εντυπωσιάζει είναι η ανένδοτη εμπιστοσύνη των επενδυτών στις διαβεβαιώσεις των ειδικών και στους αξιολογητές των τραπεζικών προϊόντων: «Παρόλα αυτά, επί πολύ καιρό οι επενδυτές πίστευαν ότι τα ανώτερης αξιολόγησης μερίδια των Τίτλων Εγγυημένων Δανειακών Υποχρεώσεων ήταν άριστα προστατευμένα. Τόσο αργά όσο το Σεπτέμβριο του 2007, μερίδια με αξιολόγηση ΑΑΑ ανταλλάσσονταν ακόμη σε τιμή που πλησίαζε την ονομαστική τους. Τελικά όμως, έγινε καθαρό πως τίποτε από όσα είχαν σχέση με τη στέγη δεν ήταν ασφαλές – ούτε τα μερίδια ανώτατης αξιολόγησης ούτε τα δάνεια προς ανθρώπους φερέγγυους που είχαν καταβάλει μεγάλες προκαταβολές για την αγορά κατοικίας». (σελ. 178).

Η έλλειψη ελέγχου τόσο στα κριτήρια των τραπεζικών δανειοδοτήσεων, όσο και στην ποιότητα των χρηματοπιστωτικών προϊόντων που κατασκευάζονταν προς πώληση είναι το κύριο αίτιο της τραγωδίας που επήλθε. Όμως, η έλλειψη ελέγχου δεν είναι παρά έλλειψη κανόνων. Και η έλλειψη κανόνων είναι που μετατρέπει το τοπίο σε ζούγκλα προς μεγάλη χαρά των λύκων που θα χιμήξουν στα πρόβατα: «… το πνεύμα της εποχής – και η ιδεολογία της κυβέρνησης του Τζωρτζ Γ. Μπους – ήταν βαθιά εχθρικό έναντι της αναγκαίας επιβολής κανόνων. Αυτή η στάση συμβολίστηκε με ένα φωτογραφικό στιγμιότυπο του 2003, στο οποίο απεικονίζονται αντιπρόσωποι διαφόρων υπηρεσιών που παίζουν ρόλο στην εποπτεία των τραπεζών να χρησιμοποιούν κλαδευτήρια και ένα πριόνι για να κόψουν στοίβες κανόνων. Πιο συγκεκριμένα, η κυβέρνηση Μπους χρησιμοποίησε την ομοσπονδιακή εξουσία, και τις αφανείς δραστηριότητες της Υπηρεσίας Ελεγκτή του Νομίσματος, για να μπλοκάρει τις κρατικές προσπάθειες να επιβληθεί κάποια εποπτεία στα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια υψηλού κινδύνου». (σελ. 173 – 174).

Κι αυτό ακριβώς είναι το φιλελεύθερο πνεύμα της απορρύθμισης. Τεράστια μπόνους για να ανεξέλεγκτα τραπεζικά στελέχη και επαχθή δάνεια για υπερκοστολογημένα ακίνητα, που παρουσιάζονταν ως ευκαιρίες ζωής. Οι πενιχρές οικονομίες φτωχών ανθρώπων εξανεμίστηκαν από την αφέλεια (ή την ανευθυνότητα) ότι θα μπορούσαν να αποπληρώσουν δάνεια, που ήταν δεδομένο ότι δε θα μπορούσαν. Οι τράπεζες έκαναν ό,τι ήταν δυνατό για να τους πείσουν να μπουν στο στεγαστικό παιχνίδι. Αφού μαζεύτηκε το χρήμα, τα χρέη πουλήθηκαν σε άλλους και οι τιμές των ακινήτων έπεσαν με αποτέλεσμα ο εύπιστος δανειολήπτης να είναι αδύνατο να απεγκλωβιστεί, έστω πουλώντας το. Ούτε η δυνατότητα διαπραγμάτευσης του χρέους δεν του δόθηκε. Το μόνο που έμενε ήταν να του πάρουν το σπίτι χάνοντας ό,τι είχε δώσει ως εκείνη τη στιγμή (προκαταβολές και δόσεις χρόνων), που για ένα βιοπαλαιστή είναι το βιός του. Οι αποταμιεύσεις των φτωχών αποδεικνύονται ιδιαιτέρως ευάλωτες στο σύγχρονο νεοφιλελεύθερο πνεύμα σε αντίθεση με τα κέρδη των τραπεζιτών που δε χάνονται με τίποτε.

Αυτό που μένει είναι οι διαβεβαιώσεις των ειδικών για την ομαλότητα και τη φερεγγυότητα του συστήματος: «… οι άνθρωποι που θα έπρεπε να ανησυχούν για την τρωτότητα του συστήματος έψελναν ύμνους στη “χρηματοπιστωτική καινοτομία”. Ο Άλαν Γκρινσπαν διακήρυξε το 2004: “Δεν έχουν γίνει μόνο τα μεμονωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα λιγότερο ευάλωτα στους κλονισμούς που προκαλούν οι υποκείμενοι παράγοντες επικινδυνότητας, αλλά και όλο το χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει γίνει πιο εύκαμπτο”». (σελ. 174).

Πωλ Κρούγκμαν: «Η κρίση του 2008 και η επιστροφή των οικονομικών της ύφεσης», εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, Αθήνα 2009.

http://www.spectator.co.uk/2013/05/osbornes-bubble/

(Εμφανιστηκε 1,311 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Ένα σχόλιο

  1. Pingback: Ο Πωλ Κρούγκμαν και η φούσκα των ακινήτων στην Αμερική… « απέραντο γαλάζιο

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.