13 Οκτωβρίου 2016 at 00:05

Ο Βενιαμίν Φρανκλίνος για τους Ινδιάνους

από

Ο Βενιαμίν Φρανκλίνος για τους Ινδιάνους

Μετάφραση και σχόλια: Κωνσταντίνος Σαπαρδάνης

Ο Μπέντζαμιν Φράνκλιν, εκτός από ένας από τους ιδρυτές των Ηνωμένων Πολιτειών, υπήρξε συγγραφέας, επιστήμονας, εφευρέτης και διπλωμάτης. Παρήγαγε πληθώρα γραπτών, και εδώ μεταφράζω δύο κείμενα σχετικά με τους Ινδιάνους (ή, όπως επίσης τους αποκαλούσαν εκείνη την εποχή, τους άγριους της βόρειας Αμερικής). Το σύνολο των γραπτών του μπορείτε να το βρείτε στα αγγλικά εδώ.

Πηγή
Πηγή

Το πρώτο είναι απόσπασμα από κείμενο που αναφέρεται σε μια πρόσφατη σφαγή Ινδιάνων από άγνωστους (επρόκειτο για κάποιο έγκλημα ανταπόδοσης), στην Πενσυλβανία το 1763.

Αν ένας Ινδιάνος με βλάψει, σημαίνει μήπως αυτό πως εγώ μπορώ να πάρω εκδίκηση γι’ αυτήν τη βλάβη προς όλους τους Ινδιάνους; Είναι γνωστό πως οι Ινδιάνοι διαφέρουν κατά Φυλή, Έθνος και Γλώσσα, όπως οι Λευκοί. Στην Ευρώπη, αν οι Γάλλοι, που είναι Λευκοί, βλάψουν τους Ολλανδούς, μπορούν να εκδικηθούν τους Άγγλους, επειδή είναι κι αυτοί Λευκοί; Το μόνο έγκλημα αυτών των κακόμοιρων, φαίνεται να ήταν πως είχαν κοκκινωπό καφέ δέρμα, και μαύρα μαλλιά· και κάποιοι άνθρωποι αυτού του τύπου, φαίνεται, είχαν δολοφονήσει κάποιους που ήταν συγγενικοί με εμάς. Αν είναι σωστό να σκοτώσεις ανθρώπους για τέτοιο λόγο, τότε αν οποιοσδήποτε που έχει φακίδες και κόκκινα μαλλιά σκοτώσει τη γυναίκα ή το παιδί μου, θα ήταν σωστό για μένα να πάρω εκδίκηση σκοτώνοντας όλους τους κοκκινομάλληδες που έχουν φακίδες, άντρες, γυναίκες και παιδιά, όπου κι αν τους συναντούσα.

Αλλά φαίνεται πως αυτοί οι άνθρωποι νομίζουν πως έχουν μια καλύτερη δικαιολογία· τίποτα λιγότερο από τον Λόγο του Θεού. Με τις Γραφές στα χέρια και στο στόμα τους, μπορούν να μηδενίσουν τη ρητή εντολή ου φονεύσεις· και δικαιολογούν τη μοχθηρία τους, μέσω της εντολής που δόθηκε στον Ιησού του Ναυή να εξολοθρεύσει τους άπιστους. Φρικτή διαστροφή της Γραφής και της θρησκείας, για την ανατροφή των χειρότερων εγκλημάτων προς τον θεό της ειρήνης και της αγάπης! Ακόμα και οι Εβραίοι, προς τους οποίους εκείνη η συγκεκριμένη εντολή απευθυνόταν, έδειξαν έλεος στους Γαβαωνίτες, λόγω της συμβουλής τους. Αυτή η κυβέρνηση έχει συχνά συμβουλέψει τους Ινδιάνους· αλλά αυτό δεν τους χάρισε ανθρώπους που περιφρονούν την κυβέρνηση[1].

Παριστάνουμε πως είμαστε Χριστιανοί, και, με το ανώτερο φως που απολαμβάνουμε, θα έπρεπε να υπερβαίνουμε των άπιστων, των Τούρκων, των Σαρακηνών, των Μαυριτανών, των Νέγρων και των Ινδιάνων, με τη γνώση και πρακτική του τί είναι σωστό. Θα επιχειρήσω να δείξω, με μερικά παραδείγματα από βιβλία και από την ιστορία, τη λογική που εκείνοι οι άνθρωποι επιδείκνυαν σχετικά με τέτοιες πράξεις.

Ο Όμηρος έγραψε το ποίημά του, την Οδύσσεια, μερικές εκατοντάδες χρόνια πριν τη γέννηση του Ιησού. Συχνά μιλάει για αυτά που αποκαλεί όχι μόνο καθήκοντα, αλλά ιερά έθιμα φιλοξενίας, (που ασκούνται προς ξένους που βρίσκονται είτε στο σπίτι μας είτε στην περιοχή μας) ως να περιλαμβάνουν, εκτός από τις κοινές περιστάσεις ψυχαγωγίας, πλήρη ασφάλεια και προστασία του ατόμου από όλους τους κινδύνους της ζωής, από κάθε βλάβη, ακόμα και από προσβολές. Τα έθιμα φιλοξενίας καλούνταν ιερά, επειδή ο ξένος, ο φτωχός και ο αδύναμος, όταν ζητούσαν προστασία και αρωγή, θεωρούνταν, στα πλαίσια της θρησκείας εκείνων των καιρών, απεσταλμένοι της θεότητας για να βάλει σε δοκιμασία την καλοσύνη των ανθρώπων, και θα εκδικούνταν για τις βλάβες που ενδεχομένως θα λάμβαναν εκεί που θα έπρεπε να προστατευτούν. Αυτά τα συναισθήματα, λοιπόν, επηρέασαν τα ήθη λαών όλων των ειδών, ακόμα και τους πιο κακούς· γιατί βλέπουμε πως όταν ο Οδυσσέας έφτασε, ως φτωχός ξένος, στην καλύβα του Εύμαιου, του χοιροβοσκού, και τα φοβερά σκυλιά του έτρεξαν για να ξεσκίσουν τον κουρελιασμένο άντρα, ο Εύμαιος τα έδιωξε με πέτρες, και

«Οι σκύλοι παραλίγο, γέροντα, να σ᾿ έκαναν κομμάτια, ξάφνου ως σου χίμιξαν, και θα ‘ριχνες και τη ντροπή σε μένα. Τα όσα οι θεοί τυράννια μου ‘δωκαν και βάσανα δε φτάνουν; — που τον ισόθεο κλαίω το ρήγα μου και μύρουμοα όπου κάτσω,  κι οι ολόπαχοί μου χοίροι θρέφουνται για ξένους, να ‘χουν πάντα  να τρων μα εκείνος λέω σε αλλόγλωσσων ανθρώπων πολιτείες  και χώρες παραδέρνει αδιάκοπα, και το ψωμί του λείπει — αν είναι στη ζωή και χαίρεται του ήλιου το φως ακόμα. Ακλούθα τώρα, στο καλύβι μου να  φάμε, κι ως ευφράνεις  με το ψωμί τα σπλάχνα, γέροντα, και το κρασί, σειρά σου  να πεις πούθε είσαι και τι τράβηξες ως τώρα στη ζωή σου.» Είπε, και μπήκε ο θείος χοιροβοσκός μπροστά για το καλύβι, κι ως φτάσαν, αποκάτω του ‘βαλε φουντόκλαρα να κάτσει, κι έστρωσε απάνω τους αδρόμαλλο τομάρι αγριογιδίσιο,  παχύ, μεγάλο, εκεί που πλάγιαζε κι ατός του᾿ κι ο Οδυσσέας χαιρόταν που έτσι, τον προσδέχτηκε κι αυτά τα λόγια του ‘πε: «Ο Δίας μακάρι κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί να σου χαρίσουν ό,τι ποθεί η καρδιά σου, ξένε μου, που έτσι καλά με δέχτης!» (Ραψωδία ξ)

Αυτοί οι άπιστοι άνθρωποι πίστευαν πως μετά από παράβαση των εθίμων φιλοξενίας, θα έπεφτε κατάρα από τον ουρανό προς όλα όσα έκαναν, και ακόμα και η έντιμη εργασία τους στο κάλεσμά τους θα αποτύγχανε. Έτσι, όταν ο Οδυσσέας λέει στον Εύμαιο, ο οποίος αμφισβήτησε την αλήθεια των λόγων του, «Αν σε εξαπατώ, μου αξίζει θάνατος, και συναινώ να με θανατώσεις εσύ», ο Εύμαιος απορρίπτει την προσφορά, καθώς θα συνεπάγονταν κακοφημία και κακή τύχη.

Το κείμενο στα αγγλικά

If an Indian injures me, does it follow that I may revenge that Injury on all Indians? It is well known that Indians are of different Tribes, Nations and Languages, as well as the White People. In Europe, if the French, who are White-People, should injure the Dutch, are they to revenge it on the English, because they too are White People? The only Crime of these poor Wretches seems to have been, that they had a reddish brown Skin, and black Hair; and some People of that Sort, it seems, had murdered some of our Relations. If it be right to kill Men for such a Reason, then, should any Man, with a freckled Face and red Hair, kill a Wife or Child of mine, it would be right for me to revenge it, by killing all the freckled red-haired Men, Women and Children, I could afterwards any where meet with.

But it seems these People think they have a better Justification; nothing less than the Word of God. With the Scriptures in their Hands and Mouths, they can set at nought that express Command, Thou shalt do no Murder; and justify their Wickedness, by the Command given Joshua to destroy the Heathen. Horrid Perversion of Scripture and of Religion! to father the worst of Crimes on the God of Peace and Love! Even the Jews, to whom that particular Commission was directed, spared the Gibeonites, on Account of their Faith once given. The Faith of this Government has been frequently given to those Indians; but that did not avail them with People who despise Government.

We pretend to be Christians, and, from the superior Light we enjoy, ought to exceed Heathens, Turks, Saracens, Moors, Negroes, and Indians, in the Knowledge and Practice of what is right. I will endeavour to show, by a few Examples from Books and History, the Sense those People have had of such Actions.

Homer wrote his Poem, called the Odyssey, some Hundred Years before the Birth of Christ. He frequently speaks of what he calls not only the Duties, but the sacred Rites of Hospitality, (exercised towards Strangers, while in our House or Territory) as including, besides all the common Circumstances of Entertainment, full Safety and Protection of Person, from all Danger of Life, from all Injuries, and even Insults. The Rites of Hospitality were called sacred, because the Stranger, the Poor and the Weak, when they applied for Protection and Relief, were, from the Religion of those Times, supposed to be sent by the Deity to try the Goodness of Men, and that he would avenge the Injuries they might receive, where they ought to have been protected. These Sentiments therefore influenced the Manners of all Ranks of People, even the meanest; for we find that when Ulysses came, as a poor Stranger, to the Hut of Eumaeus, the Swineherd, and his great Dogs ran out to tear the ragged Man, Eumaeus drave them away with Stones; and

Unhappy Stranger! (thus the faithful Swain

Began, with Accent gracious and humane)

What Sorrow had been mine, if at my Gate

Thy rev’rend Age had met a shameful Fate?

—— But enter this my homely Roof, and see

Our Woods not void of Hospitality.

He said, and seconding the kind Request,

With friendly Step precedes the unknown Guest.

A shaggy Goat’s soft Hide beneath him spread,

And with fresh Rushes heap’d an ample Bed.

Joy touch’d the Hero’s tender Soul, to find

So just Reception from a Heart so kind:

And oh, ye Gods! with all your Blessings grace

(He thus broke forth) this Friend of human Race!

The Swain reply’d. It never was our guise

To slight the Poor, or aught humane despise.

For Jove unfolds the hospitable Door,

Tis Jove that sends the Stranger and the Poor.

These Heathen People thought, that after a Breach of the Rites of Hospitality, a Curse from Heaven would attend them in every thing they did, and even their honest Industry in their Callings would fail of Success. Thus when Ulysses tells Eumaeus, who doubted the Truth of what he related, If I deceive you in this, I should deserve Death, and I consent that you should put me to Death; Eumaeus rejects the Proposal as what would be attended with both Infamy and Misfortune

Το δεύτερο είναι ένα αδημοσίευτο κείμενο, το οποίο αναφέρεται πιο γενικά στις διαφορές μεταξύ των θρησκειών και των τρόπων συμπεριφοράς των Ινδιάνων και των Λευκών. Ο τίτλος του είναι «Παρατηρήσεις αναφορικά με τους Άγριους της Βόρειας Αμερικής»[2].

Πηγή
Πηγή

 

Τους αποκαλούμε άγριους, επειδή τα έθιμά τους διαφέρουν από τα δικά μας, τα οποία θεωρούμε ως την τελειότητα της πολιτισμένης συμπεριφοράς. Αυτοί θεωρούν το ίδιο για τα δικά τους.

Ίσως αν μπορούσαμε να εξετάσουμε τα έθιμα διάφορων εθνών με αμεροληψία, δε θα βρίσκαμε κανένα λαό τόσο αγενή που να ζει χωρίς κανόνες ευγενείας, ούτε κανέναν τόσο ευγενικό που να μην έχει κάποια υπολείμματα αγένειας.

Οι Ινδιάνοι είναι κυνηγοί και πολεμιστές όταν είναι νέοι· όταν είναι ηλικιωμένοι είναι σύμβουλοι· καθώς ολόκληρη η κυβερνητική τους δραστηριότητα γίνεται μέσω συμβουλών από τους σοφούς· δεν υπάρχει εξαναγκασμός, δεν υπάρχουν φυλακές, ούτε αρμόδιοι να υποχρεώνουν υπακοή ή να επιβάλλουν τιμωρία. Έτσι, μελετάνε γενικά τη ρητορική· ο καλύτερος ομιλητής αποκτά τη μεγαλύτερη επιρροή. Οι Ινδιάνες καλλιεργούν τη γη, ετοιμάζουν το φαγητό, φροντίζουν και μεγαλώνουν τα παιδιά, και συντηρούν και μεταβιβάζουν στις επόμενες γενιές τη μνήμη των δημόσιων δοσοληψιών. Αυτές οι ασχολίες των αντρών και των γυναικών θεωρούνται φυσικές και αξιότιμες. Έχοντας λίγες πλαστές επιθυμίες, έχουν άφθονο ελεύθερο χρόνο για βελτίωση μέσω συζητήσεων. Τον κοπιώδη μας τρόπο ζωής συγκρινόμενο με τον δικό τους, τον θεωρούν δουλοπρεπή και ευτελή· και την εκπαίδευση, πάνω στην οποία εμείς αξιολογούμε τους εαυτούς μας, αυτοί την θεωρούν επιπόλαιη και άχρηστη. Ένα παράδειγμα αυτού έλαβε χώρα κατά τη σύναψη της Συνθήκης του Λάνκαστερ στην Πενσυλβανία, το 1774 μ.Χ., μεταξύ της κυβέρνησης της Βιρτζίνια και των Έξι Εθνών[3]. Μετά τη διευθέτηση των κύριων ζητημάτων, οι επίτροποι της Βιρτζίνια γνωστοποίησαν στους Ινδιάνους με την εκφώνηση λόγου πως υπήρχε στο Williamsburg ένα Κολλέγιο που διέθετε ένα κονδύλι για την εκπαίδευση νεαρών Ινδιάνων· και ότι αν τα Έξι Έθνη έστελναν μισή ντουζίνα νέων σ’ αυτό το Κολλέγιο, η κυβέρνηση θα μεριμνούσε για τις ανάγκες τους και για να διδαχτούν ό,τι ακριβώς διδάσκονταν και οι λευκοί. Είναι ένας από τους κανόνες ευγενείας των Ινδιάνων να μην απαντούν την ίδια μέρα σε μια πρόταση που τους γίνεται δημοσίως· θεωρούν ότι, με αυτόν τον τρόπο, θα ήταν σαν να την αντιμετωπίζουν ως ένα ζήτημα ελάσσονος σημασίας, και πως θα έδειχναν ότι την αντιμετωπίζουν με σεβασμό αν αφιερώσουν κάποιο χρόνο για να την εξετάσουν, ως ένα σημαντικό ζήτημα. Έτσι, ανέβαλαν την απάντησή τους για την επόμενη μέρα· όταν ο εκπρόσωπός τους άρχισε την ομιλία του εκφράζοντας τη βαθιά τους εκτίμηση για την καλοσύνη που έδειχνε η κυβέρνηση της Βιρτζίνια κάνοντάς τους μια τέτοια προσφορά, «γιατί γνωρίζουμε», λέει, «ότι τρέφετε μεγάλη εκτίμηση για το είδος της εκπαίδευσης που προσφέρεται σ’ αυτό το Κολλέγιο και ότι η εξασφάλιση των αναγκαίων για τους νέους μας θα σας κοστίσει πολύ. Έχουμε επομένως πεισθεί ότι με την πρότασή σας θέλετε να μας κάνετε καλό και σας ευχαριστούμε γι’ αυτό από καρδιάς. Όμως εσείς που είστε σοφοί πρέπει να γνωρίζετε ότι τα διάφορα έθνη έχουν διαφορετικές αντιλήψεις για τα πράγματα και ότι, επομένως, δεν θα το παρεξηγήσετε αν οι ιδέες μας γι’ αυτό το είδος της εκπαίδευσης τυχαίνει να μην είναι ίδιες με τις δικές σας. Έχουμε αποκτήσει κάποια εμπειρία πάνω σ’ αυτό: Μερικοί από τους νέους μας πήγαν παλαιότερα σε Κολλέγια των βόρειων επαρχιών· διδάχτηκαν όλες σας τις επιστήμες· όμως, όταν ξαναγύρισαν πίσω σ’ εμάς ήταν κακοί στο τρέξιμο, αγνοούσαν όλα τα μέσα επιβίωσης στα δάση, ήταν ανίσχυροι να αντέξουν το κρύο ή την πείνα, δεν ήξεραν ούτε πώς να φτιάξουν ένα καλύβι, ούτε να πιάσουνε ένα ελάφι ή να σκοτώσουν τον εχθρό, δε μιλούσαν καλά την γλώσσα μας και, επομένως, δεν ήταν κατάλληλοι για κυνηγοί, πολεμιστές ή σύμβουλοι, δεν ήταν καλοί σε τίποτα απολύτως. Παρόλα αυτά υποχρεωνόμαστε από την ευγενική σας προσφορά, παρότι αρνούμαστε να την δεχτούμε· και για να σας δείξουμε πόσο ευγνώμονες είμαστε, αν οι κύριοι από τη Βιρτζίνια μας στείλουν μια ντουζίνα από τους γιους τους, θα αναλάβουμε κάθε φροντίδα για την εκπαίδευσή τους, θα τους διδάξουμε όλα όσα γνωρίζουμε και θα τους κάνουμε άνδρες».

Έχοντας συχνά αφορμές να συγκαλούν δημόσιες συνελεύσεις, έχουν αποκτήσει σπουδαίες ικανότητες τάξης και κοσμιότητας στη διεξαγωγή τους. Οι ηλικιωμένοι κάθονται στην πρώτη αράδα, οι πολεμιστές στην επόμενη, και οι γυναίκες και τα παιδιά, στην τελευταία. Το καθήκον των γυναικών είναι να αποκτούν σαφή αντίληψη για τα όσα λαμβάνουν χώρα, να τα εντυπώνουν στη μνήμη τους, γιατί δεν διαθέτουν γραφή, και να τα μεταβιβάζουν στα παιδιά τους. Αποτελούν τα αρχεία της συνέλευσης, και συντηρούν τις παραδόσεις αναφορικά με όρους συμφωνιών που έγιναν 100 χρόνια πριν, τα οποία αν τα συγκρίνουμε με τα δικά μας γραπτά, τα βρίσκουμε πάντοτε ακριβή. Αυτός που πρόκειται να μιλήσει, σηκώνεται όρθιος. Οι υπόλοιποι τηρούν άκρα σιγή. Όταν τελειώνει και κάθεται, του αφήνουν 5 με 6 λεπτά για να συγκεντρωθεί ώστε, αν παρέλειψε να πει κάτι που ήθελε, ή αν έχει κάτι να προσθέσει, να σηκωθεί ξανά για να το πει. Το να διακόπτεται κάποιος, ακόμα και σε απλή συζήτηση, θεωρείται εξαιρετικά ανάρμοστο. Πόσο πολύ διαφέρει αυτό από τον τρόπο που συνεδριάζει ένα εξευγενισμένο Βρετανικό Κοινοβούλιο, όπου σπανίως περνά μέρα χωρίς φασαρία, η οποία κάνει τον ομιλητή να βραχνιάζει από τις εκκλήσεις του για τάξη και πόσο πολύ διαφέρει από τον τρόπο με τον οποίο συζητάνε μεταξύ τους πολλές πολιτισμένες παρέες στην Ευρώπη, στις οποίες, αν δεν διατυπώσεις γρήγορα αυτό που θέλεις να πεις, διακόπτεσαι από την ανυπόμονη φλυαρία των συνομιλητών σου και ποτέ δεν καταφέρνεις ούτε να ολοκληρώσεις.

Η ευγένεια των άγριων κατά τη συζήτηση τείνει πράγματι στην υπερβολή, αφού δεν τους επιτρέπει να αντικρούσουν ή να αρνηθούν την αλήθεια των όσων υποστηρίζονται ενώπιών τους. Μ’ αυτόν τον τρόπο αποφεύγουν πράγματι τις λογομαχίες, έτσι όμως γίνεται δύσκολο να μάθεις τον τρόπο σκέψης τους, ή τι εντύπωση τους αφήνεις. Οι ιεραπόστολοι που προσπάθησαν να τους προσηλυτίσουν στον Χριστιανισμό, όλοι παραπονούνται γι’ αυτό, ως μία από τις μεγαλύτερες δυσκολίες της αποστολής τους. Οι Ινδιάνοι ακούνε με υπομονή να τους εξηγούν τις αλήθειες του Ευαγγελίου, και δείχνουν τα συνήθη σημάδια συγκατάνευσης και επιδοκιμασίας· Θα νόμιζες πως πείστηκαν. Καθόλου όμως. Είναι απλώς μια πολιτισμένη συμπεριφορά. Ένας Σουηδός ιερέας, αφού συγκέντρωσε τους αρχηγούς των Ινδιάνων Susquehanah, τους έκανε κήρυγμα,  εξοικειώνοντάς τους με τα κύρια ιστορικά γεγονότα πάνω στα οποία θεμελιώθηκε η θρησκεία μας, όπως η πτώση των προπατόρων μας επειδή έφαγαν ένα μήλο· την έλευση του Χριστού για την άρση της τιμωρίας· τα θαύματά του και τη δοκιμασία του κλπ. Όταν τελείωσε, ένας Ινδιάνος ομιλητής σηκώθηκε όρθιος για να τον ευχαριστήσει. «Όσα μας είπατε», είπε, «είναι όλα πολύ ωραία. Είναι πράγματι κακό να τρώει κανείς μήλα. Είναι προτιμότερο να τα μετατρέπεις σε μηλίτη. Σας είμαστε βαθειά υποχρεωμένοι για την καλοσύνη σας να έλθετε από τόσο μακριά για να μας πείτε τα πράγματα που ακούσατε από τις μητέρες σας· σε ανταπόδοση θα σας πω μερικά απ’ όσα ακούσαμε από τις δικές μας. Στην αρχή οι πρόγονοί μας δεν είχαν παρά μόνο το κρέας των ζώων για να συντηρηθούν, και αν το κυνήγι τους δεν είχε επιτυχία, λιμοκτονούσαν. Δύο νεαροί κυνηγοί μας, έχοντας σκοτώσει ένα ελάφι, άναψαν φωτιά στο δάσος για να ψήσουν μερικά κομμάτια από το κρέας του. Όταν κόντευαν να ικανοποιήσουν την πείνα τους, είδαν μια όμορφη νεαρή γυναίκα να κατεβαίνει από τα σύννεφα, και να κάθεται σ’ εκείνον τον λόφο που βλέπετε πέρα εκεί ανάμεσα στα γαλάζια βουνά. Είπαν ο ένας στον άλλο, «είναι ένα πνεύμα που μυρίστηκε το ψημένο ελάφι μας και θέλει να φάει απ’ αυτό. Ας της προσφέρουμε ένα κομμάτι». Της πρόσφεραν τη γλώσσα, εκείνη ευχαριστήθηκε απ’ τη νοστιμιά της και είπε, «Η καλοσύνη σας θα ανταμειφθεί. Ελάτε σ’ αυτό το μέρος μετά από 13 φεγγάρια και θα βρείτε κάτι που θα ωφελήσει πολύ την δική σας διατροφή και την διατροφή των παιδιών σας μέχρι τελευταίας γενιάς». Έτσι έκαναν και, προς μεγάλη τους έκπληξη, αντίκρισαν φυτά που δεν τα είχαν ξαναδεί, τα οποία όμως από εκείνη την αρχαία εποχή φυτρώνουν στιγμιαία δίπλα μας, προς μεγάλο μας όφελος. Εκεί όπου το δεξί της χέρι είχε ακουμπήσει το έδαφος βρήκαν αραβόσιτο· εκεί όπου ακούμπησε το αριστερό της βρήκαν φασόλια, και εκεί όπου ακουμπούσε η πλάτη της, βρήκαν καπνό». Ο καλός ιεραπόστολος, αηδιασμένος απ’ αυτήν την ανάλαφρη ιστοριούλα, είπε, «Ό,τι σας ανέφερα ήταν ιερές αλήθειες, όμως όσα μου λέτε είναι απλός παραμύθι, μυθοπλασία, ψέμα». Ο Ινδιάνος, προσβεβλημένος, απάντησε: «Αδερφέ μου, φαίνεται ότι οι φίλοι σου δεν σου έδωσαν την σωστή εκπαίδευση, δεν σου έμαθαν καλά τους κοινούς κανόνες της πολιτισμένης συμπεριφοράς. Όπως είδες, εμείς, που καταλαβαίνουμε και κάνουμε πράξη αυτούς τους κανόνες, πιστέψαμε όλες τις ιστορίες σας, εσύ γιατί αρνείσαι να πιστέψεις τις δικές μας;»

[εδώ παρεμβάλλεται μία σελίδα χωρίς κείμενο, με ένα σκίτσο αερόστατου]

Όταν κάποιοι απ’ αυτούς έρχονται στις πόλεις μας, οι δικοί μας συνηθίζουν να μαζεύονται γύρω τους, να τους περιεργάζονται με επίμονο βλέμμα και να τους παρενοχλούν τόσο που επιθυμούν να αφεθούν ήσυχοι· αυτό το θεωρούν μεγάλη αγένεια και ως αποτέλεσμα της έλλειψης εκπαίδευσης σχετικά με τους κανόνες της πολιτισμένης συμπεριφοράς και των καλών τρόπων. «Έχουμε», λένε, «όση περιέργεια όση κι εσείς, και όταν εσείς έρχεστε στις πόλεις μας, γυρεύουμε ευκαιρίες για να σας περιεργαστούμε· γι’ αυτόν όμως τον σκοπό κρυβόμαστε πίσω από θάμνους απ’ όπου δίπλα τους θα περάσετε, και ποτέ δεν επιβάλλουμε την παρουσία μας κοντά σας».

Ο τρόπος που έχουν για να εισέρχονται ο ένας στο χωριό του άλλου έχει επίσης τους κανόνες του. Θεωρείται αγένεια οι ξένοι ταξιδιώτες να εισέρχονται σ’ ένα χωριό απροειδοποίητα, δίχως να γνωστοποιήσουν την επικείμενη άφιξή τους. Έτσι, όταν πλησιάζουν σε απόσταση που μπορεί ν’ ακουστεί η φωνή τους, σταματούν και φωνάζουν, περιμένοντας εκεί μέχρι να προσκληθούν για να εισέλθουν. Δύο ηλικιωμένοι άνδρες συνήθως πηγαίνουν να τους βρουν και να τους οδηγήσουν στο χωριό. Σε κάθε χωριό υπάρχει μια άδεια σκηνή, η οποία ονομάζεται ‘το σπίτι του ξένου’. Εγκαθίστανται εκεί, ενώ οι ηλικιωμένοι άντρες πηγαίνουν από σκηνή σε σκηνή, γνωστοποιώντας στους κατοίκους του χωριού την άφιξη των ξένων, οι οποίοι ίσως είναι πεινασμένοι και καταπονημένοι· και όλοι στέλνουν ό,τι τους περισσεύει από προμήθειες και δέρματα για να αναπαυτούν. Αφού οι ξένοι ξεκουραστούν, τους φέρνουν πίπες και καπνό, και μετά, αλλά όχι πιο πριν, αρχίζει η συζήτηση, με ερωτήσεις για το ποιοι είναι, ποιος είναι ο προορισμός τους, τι νέα φέρνουν κλπ. και η συζήτηση συνήθως τελειώνει με κάποιες εξυπηρετήσεις που προθυμοποιούνται να κάνουν στους ξένους, στην περίπτωση που χρειάζονται οδηγό ή ό,τι άλλο απαραίτητο για την συνέχιση του ταξιδιού τους, και τίποτα δεν απαιτείται για την φιλοξενία.

Το ίδιο πνεύμα φιλοξενίας, που μεταξύ τους το θεωρούν ως πρωταρχική αρετή, χαρακτηρίζει και τα άτομα, κάτι για το οποίο ο Conrad Weiser, ο διερμηνέας μας, μου έδωσε το ακόλουθο παράδειγμα. Είχε εξοικειωθεί με τα Έξι Έθνη και μιλούσε καλά τη γλώσσα των Mohock. Διασχίζοντας την Ινδιάνικη χώρα για να μεταφέρει ένα μήνυμα του Κυβερνήτη μας στο Συμβούλιο στην Onondaga, σταμάτησε στο μέρος όπου ζούσε ο Κανασετέγκο, μια παλιά γνωριμία, ο οποίος τον αγκάλιασε, του έστρωσε γούνες για να καθίσει, του πρόσφερε τηγανητά φασόλια και κρέας ελαφιού, και ρούμι ανακατεμένο με νερό για να πιει. Αφού ξεκουράστηκε καλά και κάπνισε την πίπα του, ο Κανασετέγκο άρχισε να συζητά μαζί του, τον ρώτησε πώς τα πέρασε όλα αυτά τα χρόνια από τότε που ειδώθηκαν, από πού έρχεται, πού πηγαίνει κλπ κλπ. Ο Conrad απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις του, κι όταν η συζήτηση άρχισε να φθίνει, ο Ινδιάνος για να τη συνεχίσει, είπε: «Conrad, έζησες πολύ καιρό ανάμεσα στους λευκούς και ξέρεις κάποια πράγματα για τα έθιμά τους. Έχω πάει μερικές φορές στο Albany και παρατήρησα ότι μια φορά στις επτά μέρες κλείνουν τα μαγαζιά τους, και μαζεύονται όλοι στο μεγάλο σπίτι· πες μου, γιατί γίνεται αυτό; Τι κάνουν εκεί;» «Πάνε εκεί», λέει ο Conrad, «για να ακούσουν και να μάθουν καλά πράγματα». «Δεν αμφιβάλλω», λέει ο Ινδιάνος, «ότι έτσι σου είπαν· το ίδιο είπαν και σε μένα. Όμως αμφιβάλλω για την αλήθεια των όσων λένε, και θα σου πω τους λόγους μου. Πήγα τώρα τελευταία στο Albany για να πουλήσω τα δέρματά μου και για να αγοράσω κουβέρτες, μαχαίρια, μπαρούτι, ρούμι κλπ. Ξέρεις ότι συνήθως παζάρευα με τον Hans Hanson, όμως τη φορά αυτή προτίμησα να δοκιμάσω με κάποιον άλλο έμπορο· πάντως σταμάτησα πρώτα στου Hans και τον ρώτησα τι μου δίνει για δέρμα κάστορα. Μου είπε ότι δεν μπορούσε να μου δώσει πάνω από 4 σελίνια τη λίβρα, «όμως», είπε, «δεν μπορώ να μιλήσω τώρα για δουλειές· σήμερα είναι η μέρα που μαζευόμαστε για να μάθουμε καλά πράγματα, και πηγαίνω στη συγκέντρωση». Έτσι σκέφτηκα ότι «αφού δεν μπορούμε να κάνουμε σήμερα τις δουλειές μας, ας πάω κι εγώ στη συγκέντρωση»· και πήγα μαζί του. Εκεί σηκώθηκε ένας μαυροντυμένος άνδρας και άρχισε να μιλά στον κόσμο πολύ οργισμένος. Δεν καταλάβαινα τί έλεγε, όμως, αφού τον είδα που κοιτούσε συχνά προς τα μένα και τον Hanson, σκέφτηκα ότι ήταν θυμωμένος επειδή έβλεπε εμένα εκεί· έτσι, βγήκα έξω, κάθισα κάτω κοντά στο σπίτι και άναψα την πίπα μου, περιμένοντας να τελειώσει η συγκέντρωση. Σκέφτηκα επίσης ότι ο άντρας αυτός ανέφερε κάτι για το δέρμα κάστορα και υποπτεύθηκα ότι αυτό ήταν το θέμα της συγκέντρωσης. Έτσι, όταν βγήκαν από το σπίτι, πλησίασα τον έμπορό μου. «Λοιπόν Hans», είπα, «ελπίζω να συμφωνείς να μου δώσεις κάτι παραπάνω από 4 σελίνια τη λίβρα». «Όχι», είπε, «δεν μπορώ να δώσω τόσα πολλά, δεν μπορώ να δώσω πάνω από 3 σελίνια και 6 πέννες». Τότε μίλησα με διάφορους άλλους εμπόρους, όμως όλοι τραγουδούσαν τον ίδιο σκοπό: 3,6 σελίνια, 3,6 σελίνια. Για μένα ήταν πια φανερό ότι η υποψία μου ήταν σωστή και όσο κι αν προσποιούνταν ότι συγκεντρώθηκαν για να μάθουν καλά πράγματα, ο πραγματικός λόγος ήταν να συνεννοηθούν για να εξαπατήσουν τους Ινδιάνους σχετικά με την τιμή του δέρματος κάστορα. Σκέψου το λίγο, Conrad, και θα συμφωνήσεις μαζί μου. Αν συγκεντρώνονται τόσο συχνά για να μάθουν καλά πράγματα, σίγουρα θα είχαν μάθει μερικά εδώ και πάρα πολύ καιρό. Όμως παραμένουν ανίδεοι. Ξέρεις την πρακτική μας. Αν ένας λευκός ταξιδεύει διαμέσου της χώρας μας και μπει σε μια σκηνή, του φερόμαστε όπως και σ’ εσένα· τον στεγνώνουμε αν είναι βρεγμένος, τον ζεσταίνουμε αν κρυώνει, του δίνουμε να φάει και να πιει για να πάψει να πεινάει και να διψάει, και του στρώνουμε μαλακές γούνες για να ξαποστάσει πάνω τους και να κοιμηθεί. Δεν ζητάμε τίποτα γι’ ανταμοιβή. Αν όμως πάω εγώ στο σπίτι ενός λευκού στο Albany, και του ζητήσω προμήθειες και νερό, θα πουν: «Πού ‘ναι τα λεφτά σου;» και αν δεν έχω, λένε: «Έξω από ‘δω, Ινδιάνικο σκυλί!» Βλέπεις, δεν έμαθαν ακόμα εκείνα τα καλά πραγματάκια, τα οποία εμείς δεν χρειαζόμαστε συγκεντρώσεις για να τα διδαχτούμε, γιατί οι μανάδες μάς τα έμαθαν όταν ήμασταν παιδιά. Έτσι, είναι αδύνατο οι συγκεντρώσεις τους να είναι τέτοιες που λένε, για τέτοιους σκοπούς, ή να έχουν τέτοια αποτελέσματα. Γίνονται μόνο για να κανονίσουν την εξαπάτηση των Ινδιάνων σχετικά με την τιμή του δέρματος κάστορα.

Το κείμενο στα αγγλικά

Savages we call them, because their Manners differ from ours, which we think the Perfection of Civility. They think the same of theirs.

Perhaps if we could examine the Manners of different Nations with Impartiality, we should find no People so rude as to be without Rules of Politeness, nor any so polite as not to have some Remains of Rudeness

The Indian Men when young are Hunters and Warriors; when old, Counsellors; for all their Government is by Counsel of the Sages; there is no Force there are no Prisons, no Officers to compel Obedience, or inflict Punishment.—Hence they generally study Oratory; the best Speaker having the most Influence. The Indian Women till the Ground, dress the Food, nurse and bring up the Children, & preserve & hand down to Posterity the Memory of public Transactions. These Employments of Men and Women are accounted natural & honorable, Having few artificial Wants, they have abundance of Leisure for Improvement by Conversation. Our laborious Manner of Life compar’d with theirs, they esteem slavish & base; and the Learning on which we value ourselves, they regard as frivolous & useless. An Instance of this occurr’d at the Treaty of Lancaster in Pensilvania, anno 1744, between the Government of Virginia and the Six Nations. After the principal Business was settled, the Commissioners from Virginia acquainted the Indians by a Speech, that there was at Williamsburg a College, with a Fund for Educating Indian youth; and that if the Six Nations would send down half a dozen of their young Lads to that College, the Government would take Care that they should be well provided for, and instructed in all the Learning of the White People. It is one of the Indian Rules of Politeness not to answer a public Proposition the same day that it is made; they think it would be treating it as a light matter, and that they show it Respect by taking time to consider it, as of a Matter important. They therefore deferr’d their Answer till the Day following; when their Speaker began by expressing their deep Sense of the Kindness of the Virginia Government in making them that Offer, for we know, says he, that you highly esteem the kind of Learning taught in those Colleges, and that the Maintenance of our young Men while with you, would be very expensive to you. We are convinc’d therefore that you mean to do us Good by your Proposal, and we thank you heartily. But you who are wise must know, that different Nations have different Conceptions of Things, and you will therefore not take it amiss if our Ideas of this kind of Education happen not to be the same with yours. We have had some Experience of it: Several of our young People were formerly brought up at the Colleges of the Northern Provinces; they were instructed in all your Sciences; but when they came back to us they were bad Runners ignorant of every means of living in the Woods, unable to bear either Cold or Hunger, knew neither how to build a Cabin, take a Deer or kill an Enemy, spoke our Language imperfectly, were therefore neither fit for Hunters Warriors, or Counsellors, they were totally good for nothing. We are however not the less oblig’d by your kind Offer tho’ we decline accepting it; and to show our grateful Sense of it, if the Gentlemen of Virginia will send us a Dozen of their Sons, we will take great Care of their Education, instruct them in all we know, and make Men of them.—

Having frequent Occasions to hold public Councils, they have acquired great Order and Decency in conducting them. The old Men sit in the foremost Ranks, the Warriors in the next, and the Women & Children in the hindmost. The Business of the Women is to take exact Notice of what passes, imprint it in their Memories, for they have no Writing, and communicate it to their Children. They are the Records of the Councils, and they preserve Traditions of the Stipulations in Treaties 100 Years back, which when we compare with our Writings we always find exact. He that would speak rises. The rest observe a profound Silence. When he has finish’d and sits down; they leave him 5 or 6 Minutes to recollect, that if he has omitted any thing he intended to say, or has any thing to add, he may rise again and deliver it. To interrupt another, even in common Conversation, is reckon’d highly indecent. How different this is, from the Conduct of a polite British House of Commons where scarce every person without some confusion, that makes the Speaker hoarse in calling to Order and how different from the Mode of Conversation in many polite Companies of Europe, where if you do not deliver your Sentence with great Rapidity, you are cut off in the middle of it by the Impatients Loquacity of those you converse with, and never suffer’d to finish it—

The Politeness of the Savages in Conversation is indeed carried to Excess, since it does not permit them to contradict or deny the Truth of what is asserted in their Presence; By this means they indeed avoid Disputes, but then it becomes difficult to know their Minds, or what Impression you make upon them. The Missionaries who have attempted to convert them to Christianity, all complain of this as one of the great difficulties of their Mission: The Indians hear with Patience the Truths of the Gospel explain’d to them, and give their usual Tokens of Assent & Approbation: You would think they were convinc’d. No such Matter. It is mere Civility. A Suedish Minister, having assembled the Chiefs of the Saquehanah Indians, made a Sermon to them, acquainting them with the principal historical Facts on which our Religion is founded, such as the Fall of our first Parents by eating an Apple; the Coming of Christ, to repair the Mischief; his Miracles & Suffering, &c. When he had finished, an Indian Orator stood up to thank him. What you have told us, says he, is all very good. It is indeed a bad Thing to eat Apples. It is better to make them all into Cyder. We are much oblig’d by your Kindness in coming so far to tell us these Things which you have heard from your Mothers; in return I will tell you some of those we have heard from ours. In the Beginning our Fathers had only the Flesh of Animals to subsist on, and if their Hunting was unsuccessful, they were starving. Two of our young Hunters having kill’d a Deer, made a Fire in the Woods to broil some Part of it. When they were about to satisfy their Hunger, they beheld a beautiful young Woman descend from the Clouds, and seat herself on that Hill which you see yonder among the blue Mountains. They said to each other, It is a Spirit that perhaps has smelt our broiling Venison & wishes to eat of it: Let us offer some to her. They presented her with the Tongue, She was pleas’d with the Taste of it, and said, Your Kindness shall be rewarded: Come to this Place after thirteen Moons, and you shall find something that will be of great Benefit in nourishing you and your Children to the latest Generations. They did so, and to their Surprise found Plants they had never seen before, but which from that antique time have been instantly cultivated among us to our great Advantage. Where her right Hand had touch’d the Ground they found Maize; Where her left hand had touch’d it, they found Kidney Beans, and where her Backside had rested on it, they found Tobacco.—The good Missionary disgusted with this idle Tale, said, What I delivered to you were sacred Truths, but what you tell me is mere Fable, Fiction and Falshood. The Indian offended, reply’d, My Brother, it seems your Friends have not done you Justice in your Education, they have not well instructed you in the Rules of common Civility. You saw that we who understand and practise those Rules, believ’d all your Stories: Why do you refuse to believe ours?— [interleaved is a sheet with no writing, but a sketch of what appears to be a hot air balloon]

When any of them come into our Towns, our People are apt to croud round them, gaze upon them, & incommode them where they desire to be private; this they esteem great Rudeness, the Effect of & Want of Instruction in the Rules of Civility & good Manners. We have, say they, as much Curiosity as you, and when you come into our Towns, we wish for Opportunities of looking at you; but for this purpose we hide our Selves behind Bushes where you are to pass, and never intrude ourselves into your Company.—

Their Manner of entring one anothers villages has likewise its Rules. It is reckon’d uncivil in travelling Strangers to enter a Village abruptly, without giving Notice of their Approach. Therefore as soon as they arrive within Hearing, they stop & hollow, remaining there till invited to enter. Two old Men usually come out to them, and lead them in. There is in every Village a vacant Dwelling called the Strangers House. Here they are plac’d, while the old Men go round from Hut to Hut, acquainting the Inhabitants that Strangers are arriv’d who are probably hungry & weary; and every one sends them what he can spare of Victuals & Skins to repose on. When the Strangers are refresh’d, Pipes & Tobacco are brought, and then, but not before, Conversation begins, with Enquiries who they are, whither bound, what News, &c. and it usually ends with Offers of Service if the Strangers have occasion of Guides or any Necessaries for continuing their Journey, and nothing is exacted for the Entertainment.

The same Hospitality esteem’d among them as a principal Virtue, is practic’d by private Persons, of which Conrad Weiser, our Interpreter gave me the following Instance. He had been naturaliz’d among the Six Nations, & spoke well the Mohock Language. In going thro’ the Indian Country to carry a Message from our Governor to the Council at Onondaga, he call’d at the Habitation of Canasetego an old Acquaintance, who embrac’d him, spread Furs for him to sit on, plaid before him some boil’d Beans & Venison, and mix’d some Rum & Water for his Drink. When he was well refresh’d, and had lit his Pipe, Canassetego began to converse with him, ask’d how he had fard the many Years since they had seen each other, whence he then came, what occasion’d the Journey, &c. &c. Conrad answer’d all his Questions, & when the Discourse began to flag, the Indian to continue it, said, Conrad, you have lived long among the white People and know something of their Customs. I have been sometimes at Albany, and have observed that once in Seven Days they shut up their Shops, and assemble all in the great House; tell me, what is it for? what do they do there?—They meet there, says Conrad, to hear and learn good Things. I do not doubt says the Indian, that they tell you so: They have told me the same; But I doubt the Truth of what they say, and I will tell you my Reasons. I was lately to Albany to sell my Skins, & buy Blankets, Knives, Powder &c Rum &c You know I us’d generally to deal with Hans Hanson, but I was a little inclin’d this time to try some other Merchant; however, I call’d first upon Hans, & ask’d him what he would give for Beaver. He said he could not give more than four Shillings a Pound; but says he I cannot talk on Business now; this is the Day when we meet together to learn good Things, and I am going to the Meeting. So I thought to my self, since we cannot do any Business to day, I may as well go to the Meeting too; and I went with him. There stood up a Man in Black, and began to talk to the People very angrily. I did not understand what he said; but perceiving that he look’d much at me, and at Hanson, I imagin’d he was angry at seeing me there, so I went out, sat down near the House, struck Fire and lit my Pipe, waiting till the Meeting should break up. I thought too that the Man had mention’d something of Beaver, & I suspected it might be the Subject of their Making. so when they came out, I accosted my Merchant, Well, Hans, says I, I hope you have agreed to give more than four Shillings a Pound. No, says he, I cannot give so much; I cannot give more than three shillings & sixpence. I then spoke to several other Dealers, but they all sung the same Song. Three & sixpence, Three & sixpence. This made it clear to me that my Suspicion was right; and that whatever they pretended of meeting to learn Good Things, the real purpose was to consult how to cheat Indians on the Price of Beaver. Consider but a little, Conrad, and you must be of my Opinion. If they met so often to learn Good Things, they would certainly have learnt some before this time. But they are still ignorant. You know our Practice. If a white Man in travelling thro’ our Country, enters one of our Cabins, we all treat him as I treat you; we dry him if he is wet, we warm him if he is cold, we give him Meat & Drinks that he may allay his Thirst and Hunger, and spread soft Furs for him to rest & sleep on: We demand nothing in return. But if I go into a white Man’s House at Albany, and ask for Victuals & Drink, they say, where is your Money? and if I have none; they say, Get out you Indian Dog. You see they have not yet learnt those little Good Things, that we need no Meetings to be instructed in, because our Mothers taught them to us when we were Children: And therefore, it is impossible their Meeting, Should be as they say, for any such purpose, or have any such Effect. They are only to contrive the Cheating of Indians in the Price of Beaver.

[1] Αναφέρεται στο κεφάλαιο της Παλαιά Διαθήκης Ιησούς του Ναυή 11

[2] Υπάρχει μια έκδοση στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, η οποία είναι κάκιστη. Εκτός του ότι το μέγεθος του κειμένου δε δικαιολογεί την έκδοση βιβλίου σε οποιαδήποτε ρεαλιστική τιμή που να έχει ανταπόδοση στο όφελος της ανάγνωσης, η μετάφραση είναι, τουλάχιστον, πρόχειρη. Π.χ., η φράση «unable to bear either cold or hunger» μεταφράζεται ως «ήταν ανίσχυροι απέναντι στην αρκούδα, το κρύο ή την πείνα». “Bear”, φυσικά, σημαίνει «αντέχω» ως ρήμα και «αρκούδα» ως ουσιαστικό. Η σωστή μετάφραση είναι «ήταν ανίσχυροι να αντέξουν το κρύο ή την πείνα».

[3] Συνασπισμός Ινδιάνων

(Εμφανιστηκε 1,248 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.