Ποιοι ήταν οι δωσίλογοι – Οι γερμανοτσολιάδες
Γράφει ο Γιάννης Σιατούφης
Οι δωσίλογοι ή «γερμανοτσολιάδες» στην Ελλάδα την περίοδο της γερμανικής κατοχής διακρίνονται σε 4 κατηγορίες: 1) οι πρωθυπουργοί και υπουργοί των δωσιλογικών κυβερνήσεων, 2) τα τάγματα ασφαλείας και άλλες άτακτες ομάδες εξοπλισμένες από τους Γερμανούς, 3) πράκτορες και καταδότες Έλληνες ναζί και 4) οι μειονότητες της χώρας μας π.χ. τσάμηδες, σλαβόφωνοι. Ας τα πάρουμε από την αρχή:
Η κυβέρνηση Τσολάκογλου, η πρώτη από τις τρεις δωσιλογικές κυβερνήσεις, ορκίστηκε στις 30 Απριλίου 1941. Λίγες μέρες πριν, στις 20 Απριλίου 1941, ο αντιστράτηγος και διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού Γ. Τσολάκογλου, παραβαίνοντας τις οδηγίες του Γενικού Επιτελείου, υπογράφει συνθηκολόγηση στο Βοτονόσι Ιωαννίνων με τον Γερμανό υποστράτηγο Γιόζεφ Ντήτριχ. Ο ίδιος αργότερα δικαιολόγησε την παραπάνω ενέργεια ως μια κίνηση που θα απέτρεπε να χυθεί περισσότερο ελληνικό αίμα. Ο ειδικός στη στρατιωτική ιστορία Τζον Κίγκαν θεωρεί ότι παραδόθηκε στους Γερμανούς για να μη δώσει στους Ιταλούς τη χαρά ότι νίκησαν την Ελλάδα.
Τέλος πάντων η κυβέρνηση Τσολάκογλου στην αρχή είχε την ανοχή της κοινής γνώμης και ενός μέρους του πολιτικού κόσμου, γιατί μια κυβέρνηση με Έλληνες έδινε μια ανάσα ανακούφισης μέσα στη μαυρίλα της γερμανικής κατοχής και θα απέτρεπε να οδηγηθεί η χώρα στο χάος. Μάλιστα τις πρώτες μέρες προχώρησε σε εκκαθαρίσεις στελεχών του Μεταξά από το δημόσιο, διέλυσε τις μεταξικές οργανώσεις και σύστησε ειδικό δικαστήριο για τη δίκη όσων εμπλέκονταν σε οικονομικά σκάνδαλα στην περίοδο της δικτατορίας Μεταξά. Επιπλέον κατήργησε τη βασιλεία και εγκαθίδρυσε την «Ελληνική Πολιτεία» για να κερδίσει έτσι τη συμπάθεια των βενιζελικών.
Όμως απέτυχε να αποτρέψει την τριχοτόμηση της χώρας μεταξύ Γερμανών-Ιταλών-Βουλγάρων και το λιμό που έπληξε την πατρίδα μας το χειμώνα του 1941-1942 που στοίχισε χιλιάδες ζωές. Αυτά σε συνδυασμό με τα οικονομικά προβλήματα, τον υψηλό πληθωρισμό και τον βρετανικό αποκλεισμό έφεραν την αντικατάσταση της κυβέρνησης τον Δεκέμβριο του 1942 με αυτή του καθηγητή Ιατρικής και αντιπροέδρου στην προηγούμενη κυβέρνηση Κ. Λογοθετόπουλου. Η νέα κυβέρνηση είχε πλέον εναντίον της την κοινή γνώμη, γιατί ο Τσολάκογλου είχε αποτύχει να μετριάσει τις συνέπειες της Κατοχής. Οι κινητοποιήσεις, οι απεργίες, η πολιτική επιστράτευση που συνέβησαν τους επόμενους μήνες έφεραν νέο πρωθυπουργό τον Απρίλιο του 1943, τον βασιλόφρονα πολιτικό Ι. Ράλλη.
Η νέα κυβέρνηση, βλέποντας ότι αργά ή γρήγορα οι Γερμανοί θα έχαναν τον πόλεμο, στράφηκε στη διασφάλιση της τάξης στην κατεχόμενη χώρα, στην οποία είχε ξεσπάσει το αντιστασιακό κίνημα. Στις 18 Ιουνίου 1943 ιδρύθηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας, στα οποία κατατάχθηκαν χιλιάδες ένοπλοι. Ο Ράλλης προέβη σε αυτή την κίνηση γιατί ήθελε να επιβιώσει στο μεταπολεμικό σκηνικό δημιουργώντας έναν τρίτο πόλο μεταξύ της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης και του ΕΑΜ-ΚΚΕ. Με τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας ήθελε να δείξει στους Εγγλέζους ότι αυτός ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει την κομμουνιστική απειλή του ΕΑΜ. Μάλιστα μεταπολεμικά ο Ράλλης υποστήριξε ότι η δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας έγινε σε συνεννόηση με τους Βρετανούς.
Τα Τάγματα Ασφαλείας ήταν ευζωνικά σώματα που συγκροτήθηκαν τελικά τον Δεκέμβριο του 1943 και προστέθηκαν κι άλλα το 1944. Ήταν όργανα του κατοχικού κράτους, που έδρασαν σε συγκεκριμένες πόλεις (Αθήνα, Ναύπακτος, Κόρινθος, Πύργος, Χαλκίδα, Αγρίνιο). Ιδρύθηκαν συνολικά 9 Τάγματα Ασφαλείας που περιλάμβαναν 5.725 άνδρες. Υπήρχαν όμως κι άλλες εθελοντικές ομάδες που δημιουργήθηκαν από αξιωματικούς του ελληνικού στρατού, κυρίως σε περιοχές της Πελοποννήσου, όπως Τρίπολη, Σπάρτη, Γύθειο, με σύνολο δύναμης περίπου 10.000 άνδρες. Επιπλέον υπήρχαν τοπικές ομάδες ενόπλων, στη Μακεδονία κυρίως, μειονοτικά σώματα Τσάμηδων και Σλαβομακεδόνων και ομάδες ενταγμένες στο γερμανικό στρατό περίπου 20.000 ανδρών στο σύνολό τους.
Οι αριθμοί αυτοί δείχνουν μια μαζικότητα που συγκρίνεται με τις αντιστασιακές οργανώσεις του ΕΑΜ, του ΕΔΕΣ και άλλων οργανώσεων και μάλιστα, όσο πλησίαζε το τέλος της Κατοχής, τόσο αυξανόταν. Οι Γερμανοί σίγουρα χρησιμοποίησαν τα Τάγματα αυτά για να γλιτώσουν γερμανικό αίμα στις συγκρούσεις που είχαν με τις ελληνικές αντιστασιακές οργανώσεις. Αλλά οι δυνάμεις κατοχής φοβόντουσαν να εξοπλίσουν μεγάλο αριθμό Ελλήνων και απαίτησαν ο αριθμός των ενόπλων να είναι περιορισμένος και να μη χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση συμμαχικής απόβασης στην Ελλάδα. Οι ταγματασφαλίτες αποτέλεσαν έτσι πολύτιμο σύμμαχο των Γερμανών στον περιορισμό του ΕΑΜ-ΕΛΛΑΣ και συνέβαλαν στην όξυνση των αντιθέσεων στην ελληνική κοινωνία.
Σύμφωνα με τους Μαραντζίδη-Καλύβα η μαζικότητα του δωσιλογισμού και η απουσία μεγάλου φασιστικού κινήματος στην Ελλάδα, όπως υπήρχε για παράδειγμα στη Γαλλία, δύσκολα το κατατάσσει κανείς στην κατηγορία του φασισμού. Στα Τάγματα Ασφαλείας πρωταγωνίστησαν βενιζελικοί αξιωματικοί όπως ο Γονατάς και ο Πάγκαλος, συμμετείχαν βασιλόφρονες, βενιζελικοί πρόσφυγες, άνεργοι Αθηναίοι, επιστρατευμένοι αγρότες, τουρκόφωνοι Πόντιοι, μουσουλμάνοι Τσάμηδες και σλαβόφωνοι χωρικοί. Πολλοί από αυτούς ανήκαν πριν σε αντιστασιακές οργανώσεις και είτε αυτές διαλύθηκαν είτε οι ίδιοι απογοητεύτηκαν από τη δράση τους.
Σύμφωνα με όσα περιέγραψε ένας βρετανός δημοσιογράφος υπήρχαν 4 κατηγορίες οπλιτών στα Τάγματα Ασφαλείας της Πάτρας: α) άνθρωποι που μισούν τους Γερμανούς αλλά παράλληλα φοβούνται τους κουμουνιστές ή επιζητούσαν εκδίκηση ή προστασία από το ΕΑΜ, β) άνθρωποι που πεινούν, γ) άνθρωποι που δεν είχαν άλλη επιλογή και δ) «αλήτες». Παρατηρήθηκε επίσης προσχώρηση στο δωσιλογισμό ολόκληρων χωριών είτε λόγω τοπικών ανταγωνισμών με γειτονικά χωριά είτε λόγω εθνοτικών διαφορών είτε λόγω αφυκτικών πιέσεων των Γερμανών είτε λόγω κακής συμπεριφοράς του ΕΑΜ απέναντί τους.
Επίσης η ανάγκη επιβίωσης οδηγούσε κάποιον να γίνει ταγματασφαλίτης. Σε απομνημονεύματα αναφέρονται τα εξής: «… πρέπει να βαδίζεις … με τη διπλωματία. Μόνο αυτοί έζησαν … . Αυτούς που πηγαίναν με το Ευαγγέλιο τους εκκαθάρισαν και οι δύο παρατάξεις. … είχαν το ένα πόδι στη μία παράταξη και το άλλο στην άλλη και εκοίταζαν πούθε θα γείρει η παλάντζα».
Η επίκληση του κομμουνιστικού κινδύνου και ο φόβος ότι έρχονται οι κομμουνιστές ήταν ένας άλλος παράγοντας. Στα απομνημονεύματα ο Γονατάς αναφέρει: «ο πολύς κόσμος … βλέπει τρομερόν κίνδυνον για τον τόπον την επικράτησιν των κομμουνιστών έστω και προσωρινώς μετά την Απελευθέρωση και προτιμά να συμμαχήσει και με τον διάβολον ακόμη δια να τους αποκλείσει την πιθανότητα επικρατήσεως».
Αυτός μάλλον ήταν και ο λόγος που οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις δεν τιμώρησαν όσους πήραν μέρος στα Τάγματα Ασφαλείας. Όπως το ΕΑΜ είχε μια διπλή ιδιότητα, αντιστασιακή και κομμουνιστική, έτσι και οι ταγματασφαλίτες ήταν και δωσίλογοι και αντικομμουνιστές. Στο αντικομμουνιστικό κλίμα που επικράτησε μετά τον Εμφύλιο οι συμμετέχοντες στα Τάγματα Ασφαλείας στη μεγάλη τους πλειονότητα δεν τιμωρήθηκαν. Μόνο οι πρωθυπουργοί των κατοχικών κυβερνήσεων, πράκτορες της Γκεστάπο, μειονοτικοί πληθυσμοί παραμεθόριων περιοχών, συνεργάτες των Βουλγάρων αντιμετωπίστηκαν με αυστηρότητα και μάλιστα ελάχιστοι εκτελέστηκαν. Το μεγαλύτερο μέρος των συμμετεχόντων αξιοποιήθηκε σε διάφορες υπηρεσίες ή ενσωματώθηκε στον εθνικό κορμό.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Στ. Ν. Καλύβας, Ν. Μαραντζίδης, «Εμφύλια πάθη. 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον εμφύλιο», εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2015.
John Keegan, The Second World War, Λονδίνο: Penguin, 2005.
Stathis N. Kalyvas, Armed collaboration in Greece, 1941-1944, European Review of History, 15, 2008.
Γ. Ι. Μαντάς ή Χόνδρος, Απομνημονεύματα από το 1876 έως το 1966, Τρίπολη 1996.
Στ. Γονατάς, Απομνημονεύματα 1897-1957, Αθήνα 1958.
2 Σχόλια