Η μουσική στην αρχαία Ελλάδα από την 3η έως την 1η χιλιετία
Μη ζώην μετ’ αμουσίας
Κείμενο: Δημήτρης Ρίγγος*
Σήμερα ο πολιτισμός και η τέχνη των αρχαίων Ελλήνων, δυστυχώς, ταυτίζεται κυρίως με τις εικαστικές τέχνες και καθόλου με τη μουσική, την οποία οι αρχαίοι θεωρούσαν ως αναπόσπαστο μέρος της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής τους. Αυτή η άποψη για την απουσία της μουσικής των αρχαίων Ελλήνων επικράτησε επειδή σε μεγάλο βαθμό είναι σε μας απροσπέλαστη. Ωστόσο, παρά την απουσία ηχητικών πηγών, τα κατάλοιπα των μουσικών οργάνων, ο πλούτος των αρχαίων απεικονίσεων και των γραπτών πηγών που έφτασαν ως εμάς αφήνουν να διαφανεί η θέση και η σημασία της μουσικής στην αρχαία Ελλάδα, από την προϊστορική εποχή ως το τέλος της ελληνικής αρχαιότητας.
Εκείνο που μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο είναι ότι η λέξη «μουσική», τουλάχιστον πριν από τον 4ο αιώνα π.Χ., είχε πολύ ευρύτερη έννοια για τους αρχαίους Έλληνες από αυτήν που έχει σήμερα.
Σήμαινε την τέχνη των μουσών και περιλάμβανε όχι μόνο την τέχνη των ήχων, αλλά και την ποίηση και το χορό, δηλαδή την όρχηση. Ο όρος «μουσικός ανήρ» τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ. δηλώνει το μορφωμένο άνδρα που κατανοεί την ποιητική τέχνη στην ολότητά της, διαθέτοντας διαμέσου της μουσικής και της σωματικής άσκησης του χορού την ολοκληρωμένη παιδεία ενός ελεύθερου πολίτη.
Στη διάρκεια των προϊστορικών χρόνων υπήρχαν μουσικά όργανα και μουσική. Ο πρώτος αυλός, που αποτελεί το αρχαιότερο μουσικό τεκμήριο στον ελλαδικό χώρο, είναι ένας νεολιθικός οστέινος αυλός, που βρέθηκε πρόσφατα στο Δισπηλιό της Καστοριάς.
Συστηματικές μαρτυρίες για έναν αναπτυγμένο μουσικό πολιτισμό εμφανίζονται κατά τη λεγόμενη «πρώιμη εποχή του χαλκού», δηλαδή την 3η χιλιετία π.Χ. στο χώρο του Αιγαίου. Στη διάρκεια της 2ης χιλιετίας (1.500 π.Χ.), σε μια λίθινη σαρκοφάγο που βρέθηκε σε τάφο στην Κρήτη, απεικονίζεται αυλητής που παίζει φρυγικού τύπου αυλό. Έτσι, επιβεβαιώνεται η χρήση της μουσικής στη λατρεία των νεκρών και μάλιστα αυλού.
Στη διάρκεια των ιστορικών χρόνων, πολύ συχνά σε στίχους ομηρικών επών στην Οδύσσεια, δηλαδή, και την Ιλιάδα, γίνεται μνεία των αοιδών που τραγουδάνε μύθους θεών και άθλους ηρώων, παίζοντας άλλοτε φόρμιγγα, δηλαδή κιθάρα, και άλλοτε αυλό, δηλαδή φλογέρα. Στην ομηρική κοινωνία οι αοιδοί κατατάσσονται στην τάξη των δημιουργών μαζί με το μάντη, τον τέκτονα και το θεραπευτή.
Η γνώση μας για τη θέση της μουσικής στη ζωή των αρχαίων Ελλήνων κατά την αρχαϊκή περίοδο είναι πιο ολοκληρωμένη, εξαιτίας του μεγαλύτερου πλούτου των πηγών, γραπτών και εικονιστικών. Αυτή την περίοδο υπάρχουν μαρτυρίες για μεγάλες συγκεντρώσεις, που ονομάζονταν πανηγύρια, στη διάρκεια των οποίων τελούνταν μουσικοί αγώνες, όπου αγωνίζονταν μουσικοί και ποιητές.
Ο όρος «μουσικός αγώνας» στην αρχαιότητα είχε ευρύτερη σημασία, εφόσον στους αγώνες συμμετείχαν όχι μόνο εκτελεστές οργάνων και τραγουδιστές, αλλά και ποιητές, ραψωδοί, κήρυκες.
Σχεδόν σε όλους τους μουσικούς αγώνες υπήρχαν τα αγωνίσματα της κιθαριστικής (μόνο κιθάρα), της κιθαρωδίας (κιθάρα και τραγούδι), της αυλητικής (μόνο αυλός) και συχνά της ραψωδίας (απαγγελίας επικών έργων).
Οι σπουδαιότεροι μουσικοί αγώνες της αρχαιότητας ήταν τα «Κάρνεια», τα «Υακίνθεια» και οι «γυμνοπαιδιές» στη Σπάρτη, τα μεγάλα «Παναθήναια» και «Διονύσια» στην Αθήνα, αλλά και αλλού, όπως στο Άργος, στην Αρκαδία, στη Μεσσήνη, στους Δελφούς κ.α.
Η ποιμενική φλογέρα
Η ποιμενική φλογέρα ανήκει στα πνευστά όργανα που ήταν γνωστά από την αρχαιότητα.
Τα πνευστά όργανα της αρχαιότητας ήταν κατασκευασμένα είτε από ξύλο ή καλάμι ή κόκαλο, όπως τα διάφορα είδη αυλών, είτε από χαλκό, όπως η σάλπιγξ, είτε, τέλος, από διάφορα υλικά, όπως η υδραυλίς του Κτησίβιου και ο άσκαυλος.
Τα είδη του αυλού χωρίζονται ως εξής: ο μονός ή διπλός αυλός (ή δίαυλος), η σύριγξ, γνωστή και ως αυλός του πανός, η μονοκάλαμος σύριγξ, όπως η σημερινή φλογέρα των βοσκών και το επιτόνιο, που ήταν ένας μικρός αυλός, ο οποίος έδινε τον τόνο στη χορωδία.
Η σάλπιγγα δε χρησιμοποιήθηκε για μουσικούς σκοπούς. Η υδραυλίς του Κτησίβιου (285 – 222 π.Χ.) είναι ο πρόδρομος του εκκλησιαστικού οργάνου και ο άσκαυλος ο πρόδρομος της δικής μας τσαμπούνας και της σκωτσέζικης γκάιντας.
Το σημαντικότερο και το διασημότερο πνευστό όργανο των Ελλήνων ήταν ο δίαυλος. Είτε μαζί με τη φωνή (αυλωδία) είτε μόνος του (αυλητική) έπαιξε ξεχωριστό ρόλο στην κοινωνική ζωή, τις τελετές, ιδιαίτερα προς τιμήν του Διονύσου και του Βάκχου, στους εθνικούς αγώνες, όπως τα Πύθια, τα Παναθήναια, τα Ίσθμια, τα Νέμεα, στην τραγωδία, στις πομπές, στα συμπόσια και στο χορό.
Η καταγωγή του αυλού φαίνεται ότι είναι φρυγική. Ως πρώτος αυλητής φέρεται ο Υάγνις, ο οποίος δίδαξε την τέχνη στο γιο του, το Μαρσύα, που με τη σειρά του δίδαξε τον Όλυμπο. Άλλοι λένε ότι ο αυλός εφευρέθηκε από τη θεά Αθηνά. Όταν, όμως, η θεά είδε το πρόσωπό της να καθρεφτίζεται στα νερά μιας λίμνης παραμορφωμένο από το φύσημα του αυλού, πέταξε το όργανο μακριά, αυτό έπεσε στη Φρυγία, όπου το βρήκε ο βοσκός Μαρσύας. Κατά το Διόδωρο Σικελιώτη, ο αυλητής Μαρσύας ήταν τόσο αισιόδοξος για το παίξιμο του αυλού, αλλά και υπερόπτης, που προκάλεσε το θεό Απόλλωνα σε αγώνα με την κιθάρα του. Ο Απόλλων, εκφραστής της ελληνικής παράδοσης και της εθνικής τέχνης της κιθάρισης, νίκησε και έγδαρε το Μαρσύα, εκπρόσωπο της ξένης πολιτιστικής επίδρασης και διείσδυσης. Ο αυλός ήταν συνδεδεμένος με τη διονυσιακή λατρεία και λόγω του «οργιαστικού» του χαρακτήρα δε χρησιμοποιήθηκε στην εκπαίδευση των νέων. Παρ’ όλα αυτά, η αυλητική τέχνη ήταν πολύ σεβαστή και περιζήτητη.
Στην κλασική εποχή ο δίαυλος αποτελείται από δύο καλαμένιους ή ξύλινους ή κοκάλινους – από το μηριαίο ελαφιού – κυλινδρικούς σωλήνες, τους «βόμβυκες», τρυπημένους με πέντε τρύπες ο καθένας, μια για κάθε δάχτυλο. Στο επάνω μέρος του σωλήνα προσαρμοζόταν ένας διαμπερής βολβός, «όλμος», και το «υφόλμιον», που συγκρατούσε τον όλμο.
Στην επάνω οπή του όλμου έμπαινε η γλωττίδα, απ’ όπου φύσαγε αέρα ο εκτελεστής. Η γλωττίδα ήταν φτιαγμένη από δυο λεπτά καλάμια, τα οποία ο εκτελεστής δάγκωνε μέσα από τα χείλη του, όπως το σημερινό όμποε. Το φύσημα απαιτούσε αρκετή δύναμη και προκαλούσε παραμόρφωση του προσώπου, οπότε ο αυλητής φορούσε γύρω από το κεφάλι του ένα δερμάτινο ιμάντα με μια τρύπα μπροστά από το στόμα, τη φορβειά. Τα ονόματα των αυλών ποικίλλανε ανάλογα με την προέλευσή τους, τη χρήση τους, το ύφος των φθόγγων, το σχήμα κ.ά.
Από τον 6ο αιώνα π.Χ. εμφανίζεται η οργανική μουσική χωρίς τραγούδι.
Ο αυλητής Σακάδας ο Αργείος κέρδισε τους τρεις πρώτους Πυθικούς αγώνες (586, 582, 578 π.Χ.) με την εκτέλεση του Πυθικού Νόμου για σόλο αυλό, που έκτοτε έγινε έργο κλασικό.
*Πηγή: Λαογραφικό Αρχείο Γρεβενών – Δημήτρης Ρίγγος.