Marc Roche εναντίον Goldman Sachs
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Το βιβλίο του Marc Roche «Η Τράπεζα, πώς η Goldman Sachs κυβερνά τον κόσμο» είναι καθαρά δημοσιογραφικό. Ως εκ τούτου δεν μπαίνει σε θεωρητικές εξηγήσεις ούτε για τον τρόπο που κινείται η οικονομία ούτε για το τι πρεσβεύει ο νεοφιλελευθερισμός ούτε για τις διαφορές του νεοφιλελευθερισμού με το κεϊνσιανό μοντέλο. Ο Roche παραμένει στα γεγονότα καθιστώντας περιττές όλες τις ερωτήσεις.
Όταν ο Ρόμπερτ Ρούμπιν αποχώρησε από την ηγεσία της Goldman, για να γίνει υπουργός οικονομικών στην κυβέρνηση Κλίντον, στην κούρσα της διαδοχής επικράτησαν ο Τζον Κόρτζιν κι ο Χένρι Πόλσον. Ο Πόλσον κατόρθωσε να βγάλει από τη μέση τον αντίπαλό του, το 1999, και στη συνέχεια να απαλλαχτεί από το δίδυμο Τζον Θέιν και Τζον Θόρντον, που τον απειλούσε με «εκθρόνιση», κάνοντάς τους να συγκρουστούν μεταξύ τους. Το 2006, όταν και ο Πόλσον έγινε υπουργός οικονομικών – της κυβέρνησης Μπους αυτή τη φορά – διάδοχός του έγινε ο Λόιντ Μπλανκφέιν«… ο πρώτος από τους λοχαγούς του τον διαδέχεται σαν κάτι το απολύτως φυσικό. Ο Λόιντ χάνει 25 κιλά, ξυρίζει το κεφάλι του και σταματά να φορά εκείνες τις φρικτές γραβάτες και τα πολύ φαρδιά κοστούμια που θύμιζαν κομματικά στελέχη της Σοβιετικής Ένωσης». (σελ. 119).
Η Goldman Sachs έως το 1999, όπου μπήκε στο χρηματιστήριο, δεν είχε ιδιαίτερες δραστηριότητες στον τομέα των κερδοσκοπικών κεφαλαίων: «Η επιχείρηση, η οποία ήταν άλλοτε μια ετερόρρυθμη εταιρεία, χρησιμοποιούσε τα ίδια κεφάλαια των εταίρων διαχειριστών ως βασική πηγή χρηματοδότησης. Υπεύθυνοι για τα περιουσιακά τους στοιχεία, αυτοί επένδυαν ξανά το κύριο μέρος των κερδών […] Η εισαγωγή στο Χρηματιστήριο της Νέα Υόρκης αποτέλεσε ιστορική στροφή για την ευυπόληπτη φίρμα. Παγιδευμένοι ανάμεσα σε μια παράδοση που σέβονταν και στο δόλωμα του κέρδους, οι 189 εταίροι της εποχής δίστασαν αρκετά πριν κάνουν το βήμα». (σελ. 55).
Στο ερώτημα: «Πώς η Goldman Sachs πέρασε μέσα σε δύο μόλις δεκαετίες από το καθεστώς της αξιοσέβαστης παραδοσιακής τράπεζας, με καλή φήμη για τις υπηρεσίες της προς τους πελάτες, σε εκείνο ενός απέραντου κερδοσκοπικού καζίνου, όπου όλα τα χτυπήματα επιτρέπονται;» ο Roche απαντά: «Η χρηματιστηριακή δραστηριότητα – για τους πελάτες, καθώς και για την ίδια – επικράτησε μετά την αναχώρηση του συνετού Τζον Γουάινμπεργκ το 1990. Οι διάδοχοί του στην προεδρία της τράπεζας ευνόησαν τις χρηματιστηριακές δραστηριότητες, που είναι αποδοτικότερες από την ανάληψη ρόλου συμβούλου σε επιχειρήσεις. Η μεταμόρφωση της επιχείρησης σε ένα τεράστιο σούπερ μάρκετ των οικονομικών επιταχύνθηκε με το σημερινό πρόεδρο, τον Λόιντ Μπλανκφέιν, πρώην χρηματιστή του κλάδου των μετάλλων, ο οποίος είχε περάσει από το σκληρό σχολείο της εταιρικής μεσιτείας πρώτων υλών J. Aron». (σελ. 89).
Ο Roche γράφει για τον Μπλανκφέιν: «Η αγάπη του για το παιχνίδι και τον κίνδυνο, οι ταχύτατες αντιδράσεις του και τα γερά του νεύρα είναι σημαντικά προτερήματα όταν πρέπει να διαχειριστεί, σε μερικά δευτερόλεπτα, εκατομμύρια δολάρια, που δεν τα βλέπει ποτέ, τηλεφωνώντας στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα για να πάρει την καλύτερη τιμή για τον πελάτη του ή τον εργοδότη του. Η ένταση είναι μεγάλη, η πίεση διαρκής. Ή κολυμπάς ή βουλιάζεις». (σελ. 115 – 116).
Αυτά βέβαια, γινόταν στην αρχή. Πολύ γρήγορα ο Μπλανκφέιν κατάλαβε ότι τα μεγάλα κέρδη έρχονται μέσα από το τζογάρισμα, όπου δεν είναι ανάγκη να εξυπηρετεί τα συμφέροντα του πελάτη του, αλλά μόνο τα δικά του: «Παίζοντας […] διπλό παιχνίδι, η Goldman Sachs δυσχέρανε τη θέση των επιχειρήσεων που ήταν πελάτες της και βρίσκονταν σε κίνδυνο. Τις έχωνε […] ακόμη βαθύτερα, αντί να τις βγάλει από τη δύσκολη θέση, όπως είναι και ο ρόλος της τράπεζας – συμβούλου». (σελ. 190). Πολύ χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της AIG: «Η περίπτωση της AIG αποτυπώνει ακόμη καλύτερα τις μόνιμες συγκρούσεις συμφερόντων. Το νούμερο ένα των αμερικανικών ασφαλιστικών, που έχει 116. 000 εργαζομένους σε 130 χώρες, έχασε το 60% της αξίας του μέσα σε μία και μοναδική ημέρα, στις 16 Σεπτεμβρίου 2008, μέσα στη μεγάλη αναταραχή». (σελ. 192).
Ο κολοσσός της AIG άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα με επισφαλή δάνεια που είχε παραχωρήσει. Η Goldman, ως τράπεζα σύμβουλος και δανειοδότης της AIG γνώριζε απολύτως την κατάστασή της και είχε πλήρη επίγνωση ότι μια χρεοκοπία της AIG θα ήταν σοβαρό πλήγμα και για την ίδια. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο των τραπεζικών – χρηματιστηριακών σχέσεων η Goldman αποφασίζει το χοντρό παιχνίδι: «Παρά τους ισχυρούς αυτούς δεσμούς, η Goldman Sachs στοιχημάτισε, πράγματι, κατά της AIG από το 2007. Κρίνοντας ανεπαρκείς τις εγγυήσεις (τα επισφαλή ενυπόθηκα δάνεια) που κατατέθηκαν ως ενέχυρο των χορηγούμενων δανείων, η τράπεζα δε σταμάτησε να ζητά πρόσθετες πληρωμές σε μετρητά, που επιβάρυναν το ταμείο της. Παράλληλα παίζει στο Χρηματιστήριο κατά της AIG». (σελ. 193).
Τα πράγματα για την Goldman είναι απλά· η γνώση της κατάστασης της AIG και η εξάρτηση της τελευταίας από δάνεια προς την Goldman (η οποία έχει και τη δυνατότητα να πιέζει δυσκολεύοντας ακόμη περισσότερο τη θέση του «πελάτη» της) ήταν το έδαφος για τεράστια κέρδη σε χρηματιστηριακά πονταρίσματα. Γιατί να μην επωφεληθεί; Κι εδώ βέβαια δε γίνεται λόγος μόνο για την καθαρά αντιεπαγγελματική συμπεριφορά της Goldman, αλλά και για το ανύπαρκτο νομικό πλαίσιο που όφειλε να αποτρέπει αυτές τις καταστάσεις. Μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για ασφαλιστική (η Goldman παίζει με τα λεφτά χιλιάδων ασφαλισμένων), που απασχολεί 116. 000 εργαζομένους. (Η ευθύνη της AIG που πόνταρε τα λεφτά των πελατών της σε επισφαλή δάνεια είναι μια άλλη ιστορία νομικής ανεπάρκειας): «… κερδοσκοπώντας για λογαριασμό της και σε βάρος του πελάτη της, αντί μα μένει ουδέτερη, η Goldman Sachs είναι σε θέση να χειραγωγεί τις αγορές. Λόγω του βάρους και της επιρροής της, μπορεί να σκορπά την αμφιβολία». (σελ. 194).
Το αποτέλεσμα ήταν να χαθεί πλήρως ο έλεγχος: «… σε μερικές ημέρες, ο λιθοβολισμός της AIG θα ξεκινήσει. Αυτή τη φορά όμως η Goldman Sachs πιάνεται στο ίδιο της το παιχνίδι. Προβλέποντας τις καταστροφικές για την τράπεζα συνέπειες της χρεοκοπίας της ασφαλιστικής, οι κερδοσκόποι χτυπούν κατά μέτωπο και την Goldman. […] Πανικόβλητα, τα κερδοσκοπικά κεφάλαια αποσύρουν μαζικά τα διαθέσιμά τους που είχαν εμπιστευτεί σε άλλους χρηματιστηριακούς πράκτορες, με πρώτη την Goldman Sachs. Η κρίση εμπιστοσύνης επιδεινώνεται από ώρα σε ώρα. Ανήσυχος για την απότομη πτώση της μετοχής του στο Χρηματιστήριο, ο Λόιντ Μπλανκφέιν καλεί εκτάκτως τον υπουργό Οικονομικών, τον Χένρι Πόλσον, στο κινητό του». (σελ. 194).
Όταν ο υπουργός των Οικονομικών είναι πρώην άνθρωπος της Goldman, τα πράγματα γίνονται πιο φιλικά. Ο Μπλανκφέιν ήξερε απ’ την αρχή που θα απευθυνθεί. Όσο για την ενυπόγραφη δέσμευση του Πόλσον ότι κατά τη θητεία του στο υπουργείο δε θα έχει καμία επαφή με την Goldman, o Roche την αποκαλεί «απόλυτη υποκρισία»: «Ο Πόλσον σκέφτεται την κρισιμότητα της κατάστασης και ακυρώνει την απαγόρευση αυτή. Καθώς δέχεται να μιλήσει στον Μπλανκφέιν, παραβιάζει εν γνώσει του τις δεσμεύσεις του. Στις 17 Σεπτεμβρίου 2008 ο Μπλανκφέιν και ο Πόλσον θα μιλήσουν πέντε φορές…». (σελ. 195).
Η τελική λύση ήταν απλούστατη· το κράτος θα πλήρωνε όλη τη ζημιά και η υπόθεση θα έκλεινε άρον – άρον: «Στις 17 Σεπτεμβρίου 2008 το κράτος αποκτά το 79% του κεφαλαίου της AIG. Η συναλλαγή γίνεται με τη μεγαλύτερη μυστικότητα. Ο λόγος είναι ότι ο Γκάιδνερ και ο Πόλσον ξεπούλησαν τα συμφέροντα του Δημοσίου, μεταφέροντας πάνω από 60 δισεκατομμύρια δολάρια σε ένα κονσόρτσιουμ οκτώ τραπεζών, για να δώσουν τη δυνατότητα στην ασφαλιστική να τηρήσει τις δεσμεύσεις της απέναντί τους. […] Μόλις ελευθερώνονται τα χρήματα, η Goldman Sachs παίρνει, πράγματι, τα 12,9 δισεκατομμύρια δολάρια που της όφειλε η AIG. Το πρόβλημα είναι ότι η τράπεζα επωφελείται με πλήρη αποζημίωση (100 σεντς για ένα δολάριο), αντί να επιβαρυνθεί με ένα μέρος της απώλειας, όπως γίνεται συνήθως σε αυτό το είδος της οικονομικής στήριξης. Στην πραγματικότητα, ο αμερικανός φορολογούμενος έσωσε μια εταιρεία σαν την AIG που είχε τελειώσει, και μετά η Goldman Sachs – μαζί με άλλους – ήρθε για να πάρει μερίδιο. Η Ουάσιγκτον ποτέ δεν έδωσε επαρκείς εξηγήσεις γι’ αυτή την τόσο γενναιόδωρη απόφαση: να αποζημιώσει το ίδρυμα για το σύνολο των απωλειών του». (σελ. 195 – 196).
Το να πληρώνει τελικά ο φορολογούμενος τα σπασμένα είναι μια μάλλον συνηθισμένη κατάσταση. Οι άνθρωποι των τραπεζών, οι διαχειριστές των ασφαλιστικών ταμείων κλπ, μπορούν να ποντάρουν τα λεφτά των πελατών τους κι αν κερδίσουν εισπράττουν τα υπέρογκα μπόνους, αν όχι πληρώνουν οι φορολογούμενοι. Φυσικά, η κατάλληλη ορολογία ευπρεπίζει τις διαδικασίες. Κανείς δεν τζογάρει· όλοι επενδύουν σε τραπεζικά και χρηματιστηριακά προϊόντα, προς όφελος των πελατών πάντα. Ο Roche θα αναφέρει κι άλλες τέτοιου είδους δραστηριότητες της Goldman, μία εκ των οποίων είναι και η περίπτωση της ένταξης της Ελλάδας στο ευρώ, όπου η Goldman ήταν ο κύριος σύμβουλος της χώρας για να φτιασιδωθούν τα νούμερα, ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις.
Η σταγόνα, όμως, που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν η υπόθεση Abacus: «Χάρη στην οικονομική άνθηση, στον αγώνα δρόμου για γιγαντισμό, αλλά κυρίως στην ακραία πολιτική του Άλαν Γκρίνσπαν, του προέδρου της Federal Reserve (της Κεντρικής Τράπεζας της Αμερικής), με την προσφορά φτηνού χρήματος κατά την περίοδο 1987 – 2006, ο αμερικανικός χρηματοοικονομικός κλάδος έγινε μια εκπληκτική μηχανή κερδών. Από μόνος του ο κλάδος αυτός αντιπροσωπεύει το 40% του συνόλου της απόδοσης των αμερικανικών εταιρειών. Μέσα σε αυτή τη χωρίς προηγούμενο άνθηση εντάσσεται η έκρηξη των χρηματοοικονομικών παραγώγων, κυρίως εκείνων που στηρίζονται σε μια αγορά ακινήτων, η οποία αυξάνει με τρελούς ρυθμούς». (σελ. 82 – 83). Όμως, ενώ όλα φαίνονται ρόδινα, αρχίζουν οι επιφυλάξεις σχετικά με τη φερεγγυότητα αυτών των δανείων και κυρίως με όσα σχετίζονται με την αγορά ακινήτων: «… την ίδια ώρα οι πρώτες δυσκολίες εμφανίζονται στην αμερικανική αγορά υποθηκών. Πίσω από την κούρσα της εύκολης απόδοσης αρχίζει να προβάλει η αμφιβολία για τη διαιώνιση της έκρηξης ακινήτων». (σελ. 83).
Είναι η στιγμή που ο Τζόναθαν Έγκολ και ο Φαμπρίς Τουρ θα αναλάβουν δράση για λογαριασμό της Goldman: «Οι δύο αυτές προσωπικότητες αλληλοσυμπληρώνονται. Ο πρώτος, εσωστρεφής, είναι αυτός που συλλαμβάνει· ο δεύτερος, εξωστρεφής, είναι γεννημένος πωλητής. Το 2005 το δίδυμο αυτό φτιάχνει ένα χρηματοοικονομικό προϊόν που βασίζεται σ’ ένα χαρτοφυλάκιο δανείων και περιλαμβάνει κυρίως subprimes, επισφαλή ενυπόθηκα δάνεια. Αυτά τα CDO (Collateralized Debt Obligations) πήραν το λατινικό όνομα “Abacus”. Ο άβακας δηλαδή, το αριθμητήριο…». (σελ. 83).
Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα τοξικό προϊόν, αφού στηρίζεται σε δάνεια που υπολογίζεται ότι μάλλον δε θα αποπληρωθούν, το οποίο είναι έτοιμο να διατεθεί στην αγορά εν αγνοία των επενδυτών: «… στα τέλη του 2006, οι ελεγκτές κινδύνου της Goldman Sachs κρούουν τον κώδωνα: εδώ και δέκα ημέρες το τμήμα ενυπόθηκων δανείων παρουσιάζει απώλειες… δεν τίθεται θέμα να παίζουν με τη φωτιά, εξακολουθώντας να στοιχηματίζουν στην άνοδο, ενώ η αγορά επισφαλών δανείων αρχίζει να πέφτει… Έπειτα από μια σύσκεψη κορυφής το Δεκέμβριο του 2006, η Goldman Sachs αποφασίζει να ξεφορτωθεί σταδιακά ό,τι διαθέτει από δάνεια ακινήτων». (σελ. 83 – 84).
Το αστείο είναι ότι το Abacus πηγαίνει καλά: «… χωρίς να έχουν την παραμικρή υποψία, το τοπικό γερμανικό ταμείο ΙΚΒ, που εξειδικεύεται σε δάνεια σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, και η εμπορική ολλανδική τράπεζα ΑΒΝ Αmro ενδιαφέρονται, χωρίς να το ψάξουν και πολύ, γι’ αυτό το Abacus που φαίνεται ελκυστικό». (σελ. 85). Η χρεοκοπία ενός μικρού ταμείου υποθηκών (Ownit Mortgage) το Δεκέμβρη του 2006 είναι το προανάκρουσμα της πτώσης που θα επακολουθήσει. Η είδηση αυτή δεν πήρε μεγάλη δημοσιότητα, «ωστόσο, για την Goldman Sachs, η οποία βιάζεται να απαλλαγεί απ’ τα τοξικά subprimes, έχει βαρύνουσα σημασία». (σελ. 84). Από την άλλη, πολλά ιδρύματα, απολύτως ανυποψίαστα, πιάνονται στη φάκα: « η Bear Stearns, η Lehman, η Merrill Lynch, η Citigroup και κυρίως η AIG συνεχίζουν να συσσωρεύουν τοξικά χαρτοφυλάκια, που ανέρχονται σε αρκετές εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια, δημιουργώντας έτσι το υπόβαθρο που θα οδηγήσει στην έκρηξη: την παγκόσμια οικονομική κρίση του Σεπτεμβρίου του 2008». (σελ. 84).
Η Goldman Sachs γεμίζει την αγορά με τοξικά χαρτοφυλάκια έχοντας πλήρη γνώση της καταστροφής που προκαλεί. Αυτό όμως δε θα την εμποδίσει να προχωρήσει το παιχνίδι ακόμη παραπέρα. Μέσω ενός πελάτη της στοιχηματίζει ενάντια στα subprimes που η ίδια πουλάει προκειμένου να κερδίσει περισσότερα, ενώ σε συνεργασία με τον Τζον Πόλσον αποκρύπτει το χειρότερο κομμάτι από το χαρτοφυλάκιο Abacus, για να μην κινηθούν υποψίες: «Σύμφωνα με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ήδη το Δεκέμβριο του 2006 το αμερικανικό επενδυτικό κεφάλαιο John Paulson & Co. – βασικό πελάτης της Goldman Sachs – λέει στο νεαρό Γάλλο» (εννοείται τον Φαμπρίς Τουρ, τον δημιουργό του Abacus) «ότι θέλει να στοιχηματίσει εναντίον των subprimes. Σύμφωνα πάντα με το “χωροφύλακα” του αμερικανικού χρηματιστηρίου, ο Φαμπρίς Τουρ πρέπει να έδωσε την άδεια στον Τζον Πόλσον – έναν καρχαρία από τους λίγους – να συγκεντρώσει προσωπικά, και χωρίς να γίνει αντιληπτό, ορισμένες αξίες του χαρτοφυλακίου Abacus, τις πιο σάπιες». (σελ. 84 – 85).
Η συνέχεια είναι λίγο – πολύ γνωστή: «… τον Αύγουστο του 2007, έρχεται ο πρώτος σεισμός: η αγορά των subprimes καταρρέει, προανάκρουσμα της μεγάλης κρίσης… Η Goldman Sachs θα χάσει το ισοδύναμο των 75 εκατομμυρίων ευρώ στην υπόθεση Abacus. Όχι σπουδαία πράγματα για μια αυτοκρατορία όπως η Goldman. Ο Φαμπρίς Τουρ κάνει πάντως χοντρό παιχνίδι: η συνολική αμοιβή του για το 2007 έφτασε 1,5 εκατομμύρια ευρώ… Το Δεκέμβριο του 2009 οι New York Times αποκαλύπτουν το κόλπο Abacus, δηλαδή την πώληση – σε πελάτες – πιστώσεων σε κομμάτια που η Goldman ήθελε να ξεφορτωθεί διακριτικά. Η κατάσταση είναι αρκετά σοβαρή και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παίρνει τον φάκελο και ξεκινά έρευνα το Δεκέμβριο του 2009… Η Goldman Sachs και ο χρηματιστής της γνωρίζουν ότι οι πελάτες που πιστεύουν πως τους κατάκλεψαν θα μπορούσαν να τους πάνε στα αστικά δικαστήρια ως κοινούς απατεώνες. Ο χρηματιστής απαντά με τη σιωπή της υπεροψίας στις κατηγορίες του διεθνούς Τύπου, ενώ ο εργοδότης του τον έστειλε διακοπές». (σελ. 86 – 87).
Ένα μήνυμα που έστειλε από τον υπολογιστή του σε μια φίλη ο Φαμπρίς Τουρ τον Ιανουάριο του 2007 καθιστά σαφές ότι είχε απόλυτη επίγνωση τόσο των πράξεών του, όσο και της κατάστασης που διακυβευόταν. Το μήνυμα έλεγε: «Ολόκληρη η οικοδομή είναι έτοιμη να καταρρεύσει οποιαδήποτε στιγμή». (σελ. 87). Το ντόμινο έχει ήδη ξεκινήσει: «… το σκάνδαλο λειτουργεί σαν χιονοστιβάδα στην Ευρώπη, όπου η θέση της απειλείται σοβαρά. Η Financial Services Authorities (FSA) – η εποπτική αρχή των βρετανικών χρηματαγορών – ξεκινά και εκείνη έρευνα. Ο Φαμπρίς Τουρ, ως χρηματιστής στο Σίτι, χάνει την άδειά του… Η υπόθεση έχει αντίκτυπο και στη Γερμανία, στην οποία η τράπεζα ΙΚΒ ετοιμάζει αγωγή αποζημίωσης, μετά την τεράστια απώλεια που καταγράφηκε με τις αγορές Abacus». (σελ. 88).
Κι αν κάποιος αναρωτιέται για τα κέρδη της Goldman, ο Niall Ferguson στον πρόλογο του πρώτου τόμου από το βιβλίο του «Η εξέλιξη του χρήματος» δίνει τις απαντήσεις: «Το 2007 έλαβε» (ο Λόιντ Μπλανκφέιν εννοείται) «73,7 εκατομμύρια δολάρια ως μισθό, μπόνους και χορηγήσεις μετοχών, μια αύξηση της τάξεως του 25% επί του προηγουμένου έτους και περίπου δύο χιλιάδες φορές μεγαλύτερη από τα κέρδη ενός κοινού ανθρώπου. Την ίδια χρονιά οι καθαρές πρόσοδοι της Goldman Sachs – 46 δισεκατομμύρια δολάρια ξεπέρασαν το συνολικό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) εκατό και πλέον χωρών συμπεριλαμβανομένων της Κροατίας, της Σερβίας, της Σλοβενίας, της Βολιβίας, του Εκουαδόρ, της Γουατεμάλας, της Αγκόλας, της Συρίας και της Τυνησίας. Το σύνολο ενεργητικού της τράπεζας για πρώτη φορά ξεπέρασε το συμβολικό φράγμα του 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων». (σελ. 11 – 12).
Αυτό που μένει είναι η στιχομυθία που παραθέτει ο Marc Roche από το δικαστήριο.
Γερουσιαστής Λιβάιν – Ο υπάλληλός σας ο ίδιος είπε ότι αυτό το προϊόν είναι “σκάρτο”. Το πουλάτε στους πελάτες σας χωρίς να τους ενημερώσετε και μετά ποντάρετε εναντίον. Δεν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων;
Λόιντ Μπλανκφέιν – Στο πλαίσιο των αγορών δεν υπάρχει σύγκρουση. Ο καθένας επιλέγει το ρίσκο που παίρνει.
Marc Roche: «Η τράπεζα, πώς η Goldman Sachs κυβερνά τον κόσμο», εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2010
Niall Ferguson: «Η εξέλιξη του χρήματος, Μια οικονομική ιστορία του κόσμου», τόμος πρώτος, εκδόσεις Αλεξάνδρεια για λογαριασμό της εφημερίδας «Η Καθημερινή», Αθήνα
http://www.occupy.com/article/goldman-sachs-global-coup-detat
Pingback: Marc Roche εναντίον Goldman Sachs | blog it