4 Φεβρουαρίου 2016 at 07:46

Παναγιώτης Κονδύλης: Τα Ηνωμένα Έθνη

από

Τα Ηνωμένα Έθνη

Κείμενο: Παναγιώτης Κονδύλης

Όταν το φθινόπωρο του 1995 γιορτάστηκαν τα 50 χρόνια από την ίδρυση του ΟΗΕ, η δημόσια ρητορική ακολούθησε για μιαν ακόμη φορά την πεπατημένη, διατυπώνοντας ευχές και προτροπές. Ωστόσο το υποκείμενο, στο όποιο αυτές απευθύνονται, παραμένει αόριστο, και όσο πιο αόριστη παραμένει η υπόσταση που ονομάζεται ΟΗΕ τόσο πιο άνετα κινείται κανείς στο ρητορικό επίπεδο. Όμως οι ρητορικές ανάγκες δεν επαρκούν από μόνες τους για να κρατήσουν στη ζωή πλασματικές υποτάσεις. Στην περίπτωση αυτή, η τάση προς την υποστασιοποίηση ή την προσωποποίηση ενός πολυμελέστατου οργανισμού συνδέεται με την παλινδρομική προβολή μιας επιθυμητής μελλοντικής πραγματικότητας στο παρόν. Με άλλα λόγια, ο ΟΗΕ θεωρείται ως σκεπτόμενο και ενεργό υποκείμενο στον βαθμό όπου εκλαμβάνεται ως πυρήνας ενός κυρίαρχου παγκοσμίου κράτους και συνάμα ως μοχλός για την πραγμάτωση του.

Πρόκειται για οπτική άπατη. Δεν τη δημιουργεί το γεγονός ότι ένα παγκόσμιο κράτος είναι θεωρητικά και ιστορικά αδιανόητο, αλλά το ότι συνδέονται, στην καλύτερη περίπτωση με βεβιασμένη αισιοδοξία, δύο πολύ διαφορετικά πράγματα.

ARKAS -The Original Page
ARKAS -The Original Page

Γιατί ούτε η ύπαρξη του ΟΗΕ επιβεβαιώνει τη δυνατότητα του παγκοσμίου κράτους ούτε η έλλειψη του ή η παταγώδης αποτυχία του θα μπορούσαν ν’ αποδείξουν την αδυνατότητα του. Η ύπαρξη του ΟΗΕ εδράζεται στον καταστατικά κατοχυρωμένο σεβασμό της κυριαρχίας των κρατών-μελών, τα όποια αντιλαμβάνονται πρωταρχικά τη συμμετοχή τους όχι ως συμβολή στην ίδρυση ενός παγκοσμίου κράτους, αλλά ακριβώς ως προστασία των κυριαρχικών δικαιωμάτων τους με την πανηγυρική τους αναγνώριση από μέρους ολόκληρης της διεθνούς κοινότητας· όποτε θέλουν ή πρέπει να παραιτηθούν από ένα μέρος αυτών των δικαιωμάτων, το κάνουν, σε όλες τις πρακτικά σημαντικές περιπτώσεις, με συμφωνίες μεταξύ τους και όχι με την άμεση εκχώρηση των δικαιωμάτων στον ΟΗΕ. Ως οργάνωση εκουσίων μελών, ο ΟΗΕ δεν θα επιβίωνε αν απεμπολούσε την αρχή της κρατικής κυριαρχίας, η οποία και αποτελεί τον γενικά αποδεκτό ελάχιστο κοινό παρονομαστή, πέρα από τις επιδόσεις κάθε μέλους στον τομέα των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» κ.τ.λ. κ.τ.λ. Τα όποια δικαιώματα συμμετοχής και συναπόφασης δεν θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν την απώλεια της κρατικής κυριαρχίας προ παντός στα μάτια των ασθενέστερων εθνών, για τα όποια η ίση κυριαρχία όλων αποτελεί την πιο τελεσφόρα μορφή νομικής και πραγματικές ισοτιμίας.

Εφόσον τώρα, γι’ αυτούς και για άλλους λόγους, δεν μπορεί να αναμένεται η αυθόρμητη και ταυτόχρονη παραίτηση όλων από τα κρίσιμα κυριαρχικά τους δικαιώματα, γι’ αυτό η ίδρυση ενός παγκοσμίου κράτους δια μέσου του ΟΗΕ θα ήταν δυνατή μόνον αν η ηγεμονία μιας Δύναμης ή η συγκυριαρχία μερικών Δυνάμεων εντός του ΟΗΕ θα ανέστρεφε έμπρακτα τις ισχύουσες σήμερα αρχές. Με την έννοια αυτή είπαμε ότι μια αποτυχία του ΟΗΕ διόλου δεν αποδεικνύει την αδυνατότητα του παγκοσμίου κράτους, και μάλιστα θα μπορούσε να προωθήσει την πραγμάτωση του. Γιατί το παγκόσμιο κράτος -όπως και αν δομηθεί- θα μπορούσε να δημιουργηθεί με μεθόδους διαφορετικές από την εκούσια παραίτηση όλων από την κρατική κυριαρχία, και επίσης με σκοπούς διαφορετικούς από όσους διακηρύσσει τυπικά ο ΟΗΕ· πραγματική προϋπόθεση για τη δημιουργία του θα ήταν απλώς το ότι μια πλανητική Δύναμη ή μια συμμαχία τέτοιων Δυνάμεων θα διέθετε το οικονομικό, στρατιωτικό και δημογραφικό δυναμικό προκειμένου να επιβάλει την ενοποίηση του πλανήτη για τους δικούς της σκοπούς.

Αν λοιπόν ο ΟΗΕ και το παγκόσμιο κράτος αποτελούν δύο πολύ διαφορετικά πράγματα, πώς εξηγείται το γεγονός ότι υφίσταται πράγματι προφανής σχέση ανάμεσα στην ύπαρξη μιας τέτοιας παγκόσμιας οργάνωσης και στην προϊούσα ενοποίηση του κόσμου, δηλ. στην αύξουσα πύκνωση της πλανητικής πολιτικής; Και στο σημείο αυτό θα πρέπει να προφυλαχθούμε από μια δεύτερη διαδεδομένη οπτική απάτη, η οποία άλλωστε συχνά εκτρέφει την πρώτη. Συγχέεται η (πραγματικά) προϊούσα ενοποίηση και ομοιογενοποίηση του πλανητικού πεδίου έντασης με την (υποθετικά) προϊούσα κοινότητα των συμφερόντων των συλλογικών υποκειμένων -με άλλα λόγια: από την αναπόδραστη ενοποίηση των εξελίξεων και των προβλημάτων σε παγκόσμια κλίμακα τεκμαίρεται εσφαλμένα η αναπόδραστη ενοποίηση των σκοπών και των λύσεων. Η εντύπωση αυτή γεννιέται επειδή η αύξουσα πύκνωση της πλανητικής πολιτικής στον 20ο αι. εξαναγκάζει τα καθοριστικά της υποκείμενα να διατυπώνουν τις επιδιώξεις τους στο λεξιλόγιο οικουμενικών σκοπών και οικουμενικών κοινωνικών μοντέλων. Αυτό ήταν το βασικό γνώρισμα και συνάμα η βασική αντίφαση της πλανητικής πολιτικής ιδίως μετά το 1917, όταν ήλθαν στο παγκόσμιο προσκήνιο οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση. Τις οικουμενικές ιδεολογίες τις εκπροσωπούσαν ειδικά τα μεγάλα έθνη, θέλοντας έτσι να εξασφαλίσουν για τον εαυτό τους το πλανητικό προβάδισμα και συνάμα το μονοπώλιο της ερμηνείας των οικουμενικών ιδεολογιών διαμέσου της ερμηνείας αυτής οι οικουμενικές διακηρύξεις μερικεύονταν και εξειδικεύονταν σύμφωνα με τους σκοπούς και τα συμφέροντα του ερμηνεύοντος. Ώστε η σχέση μεταξύ οικουμενισμού και εθνικισμού δεν μπορεί να συλληφθεί γενικά κι αφηρημένα, αλλά παραλλάσσει ανάλογα με το διεθνές βάρος και τις βλέψεις κάθε συγκεκριμένου έθνους.

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος σήμανε μιαν άνευ προηγουμένου πύκνωση της πλανητικής πολιτικής με την έννοια ότι εδώ διακυβευόταν η κυριαρχία πάνω σ’ ολόκληρη την υδρόγειο – και ο Ψυχρός Πόλεμος που τον ακολούθησε έδειξε επίσης ότι στο εξής το επίζηλο έπαθλο της μεγάλης διεθνούς πολιτικής θα ήταν η παγκόσμια κυριαρχία. Η πρωτοβουλία των Ηνωμένων Πολιτειών για την ίδρυση του ΟΗΕ υποδήλωνε την επιθυμία του ηγετικού έθνους της Δύσης να συνεχίσει να παίζει ενεργό παγκόσμιο ρόλο στο όνομα οικουμενικών αρχών και η σύμπραξη της Σοβιετικής Ένωσης εξέφραζε την απόφαση της να είναι κι αυτή παρούσα πάνω στο παγκόσμιο τούτο βήμα και να επιβάλλει τις απόψεις της διαμορφώνοντας την παγκόσμια πολιτική από τη δική της οικουμενική σκοπιά. Δεν είναι διόλου παράδοξο ότι δημιουργήθηκε ένα κοινό βήμα ακριβώς σε μια χρονική στιγμή όπου ήδη είχαν αρχίσει να διαγράφονται οι εντάσεις μεταξύ των πρωταγωνιστών στο γεγονός αυτό κρυβόταν μάλλον ο αληθινός χαρακτήρας του ΟΗΕ. Στην αμφιπλευρικότητα μιας παγκόσμιας κατάστασης, όπου οι οικουμενικές αρχές δεν ξεχώριζαν πιά από τις παγκόσμιες πολιτικές επιδιώξεις των ηγετικών εθνών, αντιστοιχούσε ο αμφίπλευρος χαρακτήρας μιας παγκόσμιας οργάνωσης, η οποία πρόσφερε ένα κοινό έδαφος υπό μορφή (ερμηνευτέων) αρχών και συνάμα ένα πλαίσιο για βολιδοσκοπήσεις, ελιγμούς και προπαγανδιστικές εμφανίσεις. Ασφαλώς, αυτό το έδαφος και αυτό το πλαίσιο αποτελούσαν πάντοτε έναν τόπο συνάντησης – όμως τόπος συνάντησης είναι το πανηγύρι, τόπος συνάντησης είναι και το πεδίο μάχης, και ο ΟΗΕ εξυπηρέτησε μέχρι τώρα, ως θεσμοθετημένος τόπος συνάντησης, τους πιο ποικίλους σκοπούς. Λειτουργία του ήταν να συνιστά τον καθρέφτη όπου έβλεπε κανείς συσχετισμούς δυνάμεων οι όποιοι διαμορφώνονταν έξω από το πλαίσιο του. Η απόδειξη είναι προφανής:  ο ΟΗΕ ελάχιστα επηρέασε την πορεία και την έκβαση του Ψυχρού Πολέμου, απεναντίας, οι τροπές του τελευταίου σφράγισαν τη δική του ιστορία.

Το ερώτημα είναι τώρα αν ο ΟΗΕ μετά τον Ψυχρό Πόλεμο θα μεταβληθεί από έναν καθρέφτη σε έναν μοχλό ικανό να συμβάλει ιδιαίτερα στη δημιουργία μιας παγκόσμιας τάξης. Εννοούμε βέβαια μια τάξη σύμφωνη με τις αρχές του 1945, γιατί μια τάξη διαφορετική θα υποδήλωνε ότι ο ΟΗΕ είναι περιττός, έστω κι αν οι δημιουργοί της νέας παγκόσμιας τάξης χρησιμοποιούσαν τις παραπάνω αρχές απλώς ως μέσα. Αν το ερώτημα το διατυπώσουμε έτσι, τότε είναι αναπόφευκτη -και διδακτική- η υπόμνηση ότι ο ΟΗΕ ποτέ δεν εξάρτησε την ύπαρξη του από την τήρηση των αρχών, στο όνομα των οποίων ιδρύθηκε. Ποτέ δεν σκέφθηκε κανείς να απαιτήσει τον αποκλεισμό ενός κράτους-μέλους λόγω της βαρείας παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, λόγω κάποιας κραυγαλέας καταπάτησης του διεθνούς δικαίου ή ακόμη και λόγω περιφρόνησης των αποφάσεων του ίδιου του ΟΗΕ. Όποιος πιστεύει ότι η κατάσταση αυτή θ’ αλλάξει μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, απατάται. Όπου βέβαια τα πνεύματα τρέφονται με τη ρητορική των οικουμενικών ιδεολογιών, εκεί ξεχνιέται η κοινοτοπία ότι οι αρχές των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και του διεθνούς δικαίου μετατρέπονται σε αρχές της πράξης μονάχα όταν είναι εγγυημένη η τήρηση τους. Το δίκαιο γίνεται δίκαιο όχι χάρη στη διακήρυξη του, αλλά χάρη στην έμπρακτη και αδιάλειπτη δυνατότητα να απαιτηθεί και να επιβληθεί η εφαρμογή του. Γι’ αυτό και ίσαμε σήμερα δεν υφίστανται, πράγματι ανθρώπινα, παρά μόνο πολιτικά δικαιώματα. Ανθρώπινα δικαιώματα θα μπορούσε να εξαγγείλει και να εκχωρήσει μονάχα ένα παγκόσμιο κράτος, του οποίου όλοι οι άνθρωποι θα ήσαν άμεσοι υπήκοοι, ήτοι θα έπαιρναν τα δικαιώματα τους απ’ αυτό άμεσα κι όχι με τη διαμεσολάβηση ενός ξεχωριστού κράτους· γιατί μόνον όποιος εκπροσωπεί ολόκληρη την ανθρωπότητα μπορεί να θεωρήσει τον άνθρωπο απλώς με την ιδιότητα του ανθρώπου, πέρα από κάθε εθνικό γνώρισμα.

Με τα παραπάνω συναρτάται και ένας δεύτερος λόγος, για τον οποίο οι οικουμενικές αρχές του ΟΗΕ δεν ενδείκνυνται ως μοχλοί μιας πρακτικής με σκοπό μια γενικά αποδεκτή παγκόσμια τάξη: η ανάγκη ερμηνείας τους, ήτοι η αοριστία τους μεγαλώνει ακριβώς στο μέτρο της εξάπλωσης και της (ονομαστικής) εφαρμογής τους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα λεγόμενα ανθρώπινα δικαιώματα, η ερμηνεία των οποίων καθίσταται τόσο περισσότερο ελαστική και τόσο λιγότερο δεσμευτική όσο πιο πολύ κυριαρχούν στον λόγο της παγκόσμιας πολιτικής. Προ παντός η υλική (οικονομική και οικολογική) τους ερμηνεία καθιστά εκ νέου ορατή την απόσταση μεταξύ φτωχών και πλουσίων κατόχων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οπότε αποδεικνύεται ως επίμαχο σημείο ό,τι ακριβώς θα έπρεπε ν’ αποτελέσει τη βάση της συνεννόησης. Η παγκόσμια περιβαλλοντολογική διάσκεψη στο Βερολίνο (1995) ήταν συναφώς εξαιρετικά διδακτική για όποιον επιθυμεί να διδαχθεί.

Κάτι διαφορετικό από την περιφρόνηση ή την αυθαίρετη ερμηνευσιμότητα των αρχών, ωστόσο εξ ίσου διαδεδομένο και ανασταλτικό για τη δράση του ΟΗΕ, είναι η επιλεκτική εφαρμογή των ίδιων αυτών αρχών, ήτοι η δράση σύμφωνα με δύο μέτρα και σταθμά. Αποτελεί βέβαια δικαίωμα των Ηνωμένων Πολιτειών να ανησυχούν πολύ περισσότερο για τα υποθετικά ατομικά όπλα της Βορείου Κορέας και του Ιράν παρά για τα πραγματικά ατομικά όπλα του Ισραήλ· ωστόσο μια τέτοια συμπεριφορά ελάχιστα ενδείκνυται στα μάτια τρίτων προκειμένου να εμφανίσει κάποιον ως αμερόληπτο εκτελεστή οικουμενικών αρχών. Αναμφίβολα, η μεροληψία των μικρών δεν είναι μικρότερη από τη μεροληψία των μεγάλων, ωστόσο η τελευταία χτυπά πιο δυσάρεστα στο μάτι, καθώς οι μεγάλοι, επικαλούμενοι (αυτόκλητα) τη δική τους παγκόσμια πολιτική ευθύνη, διεκδικούν για τον εαυτό τους προνόμια τα όποια αρνούνται σε άλλους. Σε σχέση με τη δυνατότητα να λαμβάνονται και να εκτελούνται αποφάσεις, ο ΟΗΕ είχε την ευτυχή έμπνευση να παραμερίσει την αρχή της ομοφωνίας, όπως αυτή ίσχυε στην Κοινωνία των Εθνών, και να δώσει ειδικές αρμοδιότητες στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Μεγάλων Δυνάμεων. Αυτό, καθώς και το δικαίωμα αρνησικυρίας κάθε Μεγάλης Δύναμης, υποδηλώνει βέβαια την ομολογία ότι οι οικουμενικές αρχές είναι πρωτίστως υπόθεση των Μεγάλων Δυνάμεων, ωστόσο από την άλλη πλευρά με τον θεσμό του Συμβουλίου Ασφαλείας γινόταν ένα βήμα προς την κατεύθυνση μιας παγκόσμιας κυβέρνησης. Όσοι σήμερα συνηγορούν υπέρ της ανάθεσης του μονοπωλίου της βίας στον ΟΗΕ (ήτοι στο Συμβούλιο Ασφαλείας) ασπάζονται παρόμοιες απόψεις, που με τη σειρά τους ανάγονται στην ιδέα του παγκοσμίου κράτους. Σε παρόμοια λογική θεμελιώνεται και η επιδίωξη να περιορισθεί η κατοχή ατομικών όπλων στα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας. Όμως τα έργα, τα οποία κατά τον Locke αποτελούν την καλύτερη ερμηνεία των λόγων, δείχνουν ότι ο περιορισμός αυτός δεν πρέπει να γίνει οπωσδήποτε αντιληπτός ως πτυχή μιας ευρύτερης στρατηγικής προς τη μονοπώληση της βίας και προς τον αφοπλισμό. Η απόδειξη είναι προφανής. Στο Συμβούλιο Ασφαλείας τις μόνιμες έδρες τις κατέχουν, σε σχέση ταυτοπροσωπίας, οι μόνοι κάτοχοι ατομικών όπλων και οι μεγαλύτεροι εξαγωγείς όπλων.

ΟΗΕ
ΟΗΕ

Η επισήμανση τούτης της υποκρισίας δεν γίνεται εδώ με πρόθεση ηθικής μομφής. Δεν πρόκειται για αμάρτημα που θα μπορούσε να ξεπεραστεί με άσκηση και μετάνοια, αλλά για αναπόδραστη λειτουργική συνέπεια του θεμελιώδους δεδομένου, το οποίο σημαδεύει την ύπαρξη του ΟΗΕ: εννοώ τη συνύφανση οικουμενικών άρχων και ιδιοτελών επιδιώξεων στο επίπεδο της δράσης εθνών με πλανητικά συμφέροντα και πλανητικό βεληνεκές. Ταύτη η συνύφανση και οι παραλλαγές της διαφαίνονται τόσο σε ό,τι θεωρείται «αποτυχία» του ΟΗΕ όσο και σε ό,τι καταγράφεται ως «επιτυχία» του. Ως επιτυχία χαρακτηρίζονται προ παντός επεμβάσεις για την εδραίωση της ειρήνης ή για την επανόρθωση αδικιών στις σχέσεις μεταξύ κρατών. Αλλά και σε τέτοιες περιπτώσεις ο ΟΗΕ δρα όχι ως αυτοδύναμος μοχλός, ο οποίος εν ανάγκη μπορεί να αναδιατάξει ορισμένη διάταξη δυνάμεων, αλλά ως καθρέφτης της υφιστάμενης διάταξης δυνάμεων, προ παντός στον κύκλο των Μεγάλων. Επεμβάσεις σαν κι αυτές καρποφόρησαν στο παρελθόν μόνον όποτε μια Μεγάλη Δύναμη, από δικό της συμφέρον, πήρε την υπόθεση στα χέρια της και την έφερε εις πέρας, χωρίς κάποια άλλη να έχει ζωτικό συμφέρον η πραγματική δυνατότητα να την εμποδίσει (π.χ. πόλεμος του Περσικού Κόλπου). Κοινή δράση μπορεί να αναληφθεί και όταν δεν θίγονται άμεσα τα συμφέροντα καμμιάς πλευράς ή όταν καμμιά τους δεν φοβάται το αποφασιστικό προβάδισμα της άλλης· τότε δείχνεται κατά το δυνατόν περισσότερη καλή θέληση με κατά το δυνατόν λιγότερη δαπάνη προκειμένου να δικαιωθεί ο ρόλος του πρωταγωνιστή στην παγκόσμια πολιτική (π.χ. Κύπρος). Η ικανότητα δράσης προσκρούει γρήγορα στα όρια της εκεί όπου υπό την πίεση αυτού του ρόλου κάτι πρέπει μεν να γίνει, αλλά ελλείψει ζωτικών συμφερόντων δεν υφίστανται σαφείς σκοποί και σαφή σχέδια (π.χ. Σομαλία, Ρουάντα) κι επιπλέον οι συμμετέχοντες έχουν κατά νουν εξ ίσου αόριστες όσο και διαφορετικές ιδέες ή συμπάθειες (π.χ. Βοσviα, όπου στο τέλος επαναλήφθηκε ό,τι είπαμε για την περίπτωση του Περσικού Κόλπου).

Στο μεταξύ όλοι γνωρίζουν ότι η ικανότητα προς δράση συνάπτεται με την προθυμία να καταβληθεί ο ανάλογος φόρος αίματος. Ωστόσο η Δύση δεν γνωρίζει με βάση ποιά νομιμοφροσύνη μπορεί να κάμει στον κόσμο κατανοητή την αναγκαιότητα καταβολής αυτού του φόρου. Όποιος δεν αισθάνεται πλέον την παραμικρή διάθεση να πεθάνει για το δικό του το έθνος, θα το κάμει ακόμα λιγότερο για την ειρήνη άλλων εθνών ή για την ακόμα πιο αφηρημένη ειρήνη μιας ακόμα πιο αφηρημένης ανθρωπότητας, προ παντός όταν συναντά την πεισματική αντίσταση ανθρώπων οι όποιοι, ενάντια στην καταναλωτική εκλέπτυνση, θέλουν να παραμείνουν αρκετά πρωτόγονοι ώστε να θυσιάζουν τη ζωή τους για ό,τι θεωρούν εθνική τους υπόθεση. Οι ιδεολογικές και πρακτικές δυσκολίες της Δύσης στο σημείο αυτό προκύπτουν από το γεγονός ότι ακόμα και στην εποχή του χρήματος ορισμένα πράγματα εξακολουθούν να μετριούνται με αίμα.

Οπωσδήποτε, η ελλιπής ικανότητα του ΟΗΕ προς δράση δεν οφείλεται πρωτίστως στον λόγο αυτό, αλλά, όπως αναφέραμε, στη συνύφανση οικουμενισμού και εθνικισμού σ’ ό,τι άφορα τις Μεγάλες Δυνάμεις. Έτσι καθίσταται αναγκαία η εναρμόνιση των συμφερόντων τούτων των τελευταίων προτού αναληφθεί δράση σε πλανητικό επίπεδο μέσω της επίκλησης οικουμενικών αρχών. Τον γόρδιο αυτό δεσμό μπορεί βέβαια να τον κόψει η στιγμιαία υπεροχή μιας Μεγάλης Δύναμης ενδιαφερόμενης ειδικά για μιαν ορισμένη περίπτωση ή περιοχή, όμως δεν είναι δυνατό να τον λύσει κανείς. Αν λέγοντας ικανότητα προς δράση εννοούμε όχι πρόσκαιρες και ιδιοτελείς πυρετώδεις ενέργειες, αλλά συντονισμένη μακροπρόθεσμη δραστηριότητα προς εφαρμογή κεκηρυγμένων αρχών, τότε δεν πρέπει να αναμένεται ότι η μελετώμενη οργανωτική μεταρρύθμιση του ΟΗΕ θα επιτύχει κάτι προς αυτήν την κατεύθυνση. Απλώς θα κατέγραφε τη μετάβαση από τον διπολισμό στον πολυπολισμό, και από την άποψη αυτή θα εκδημοκράτιζε τα Ηνωμένα Έθνη. Όμως ο εκδημοκρατισμός και η ικανότητα προς δράση είναι δύο διαφορετικά πράγματα, προ παντός αν, μαζί με τις νέες Μεγάλες Δυνάμεις, στα ανώτατα όργανα του ΟΗΕ παρεισφρύσουν και οι ανταγωνισμοί τους προς τις παλαιές ή μεταξύ τους.

Όποιος στοχάζεται πιο μακροπρόθεσμα, πρέπει να μη λησμονεί ότι ο κόσμος του 1998 βρίσκεται ακόμα σε κατάσταση αμηχανίας και αποπροσανατολισμού μετά το απροσδόκητο τέρμα του Ψυχρού Πολέμου. Η αμηχανία αυτή συχνά εμφανίζεται ως ειρηνική διάθεση, η οποία όμως θα υποχωρήσει στον βαθμό όπου θα διαμορφωθούν νέοι πόλοι έλξεως και σαφείς εναλλακτικές λύσεις με βάση σαφείς αντιθέσεις συμφερόντων. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι όψη θα έχει ένας πολυπολικός Ψυχρός Πόλεμος· βέβαιο είναι μόνον ότι ο ΟΗΕ απλώς θα τον καθρεφτίσει και δεν θα τον εμποδίσει. Τέτοιες σκέψεις και προγνώσεις συχνότατα απωθούνται, λόγω ηθικών και ανθρωπιστικών ενδοιασμών. Όποιος όμως παρακολουθεί από κοντά τα εγκυρότερα πολιτικά και στρατηγικά έντυπα γνωρίζει ότι δεν είναι οι πάντες στον κόσμο πρόθυμοι να περιπέσουν στον πολιτικό επαρχιωτισμό επικαλούμενοι τον ηθικό οικουμενισμό. Επειδή όσοι είναι όντως πρόθυμοι για κάτι τέτοιο συχνότατα τονίζουν τον ρόλο και τις δυνατότητες του ΟΗΕ, γι’ αυτό οφείλουμε να επαναλάβουμε: ο ΟΗΕ είναι καθρέφτης, όχι μοχλός. Κάθε πολιτική κατάσταση δημιουργεί τους θεσμούς που την καθρεφτίζουν, και η άνευ προηγουμένου πύκνωση της πλανητικής πολιτικής μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αποτυπώθηκε σε έναν παγκόσμιο οργανισμό. Τούτο δεν αποτελεί ευλογία, αλλά ούτε και βλάπτει. Σε καθρέφτες βλέπει κανείς μονάχα ό,τι καθρεφτίζεται εντός τους.

Το παρόν και το μέλλον του κόσμου αποφασίζονται από τις σχέσεις των μεγάλων (και μεσαίων) Δυνάμεων μεταξύ τους, και το παλαιόθεν γνωστό μυστικό της ειρήνης είναι το ισοζύγιο των συμφερόντων τους. Αν αυτό υπάρχει, τότε βρίσκουν και οι οικουμενικές αρχές τη γενικά αποδεκτή τους ερμηνεία -αν δεν υπάρχει, τότε οι ίδιες αυτές αρχές μετατρέπονται σε σημεία αντιλεγόμενα και σε όπλα. Η νωθρή σκέψη αρέσκεται στην απλοϊκή παράσταση μιας υπέρτερης Δύναμης, η οποία δημιουργεί οιονεί την τάξη εκ των άνω, καθοδηγούμενη από ευγενείς προθέσεις και αρχές. Όμως το χτίσιμο δεν αρχίζει ποτέ από τη στέγη. Η τάξη, στον βαθμό όπου είναι δυνατή μέσα στα ανθρώπινα πράγματα, έγκειται στα θεμέλια και μπορεί να την διαμορφώσει μονάχα όποιος πατά ο ίδιος πάνω σε γερά θεμέλια. Τα ηγετικά ευρωπαϊκά έθνη δεν θα έκαναν λοιπόν καθόλου καλά αν προσπαθούσαν να χρησιμοποιήσουν την επιμελή συμμετοχή τους σε επιχειρήσεις του ΟΗΕ ως υποκατάστατο και ως άλλοθι της δικής τους ανικανότητας προς συγκρότηση στέρεων πλανητικών θεμελίων.

*Το κείμενο είναι από το βιβλίο: Παναγιώτης Κονδύλης – Από τον 20ο προς τον 21ο αιώνα, Τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000,  εκδ. Θεμέλιο, 1998, σελ. 125 – 135.

(Εμφανιστηκε 1,415 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Ένα σχόλιο

  1. Pingback: Τα Ηνωμένα Έθνη…Παναγιώτης Κονδύλης… « απέραντο γαλάζιο

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.