Ο Κλαούζεβιτς, ο πόλεμος και η τρομοκρατία
Τόσο απρόθυμοι είναι οι περισσότεροι άνθρωποι να υποβάλλονται σε κόπο προς αναζήτηση της αλήθειας και τρέπονται μάλλον προς ό,τι ευρίσκουν έτοιμο.
Θουκυδίδης
Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουμε, μετά το 1945 και σε χώρες εκτός της Ευρώπης, έγιναν συνολικά 146 πόλεμοι με περισσότερους από τριάντα εκατομμύρια νεκρούς· τα τρία τέταρτα έως τέσσερα πέμπτα αυτών των νεκρών ήταν άμαχοι. ([1]. Παραθέτοντας τέτοια ιστορικά δεδομένα, δεν θέλουμε καθόλου να μετριάσουμε την οργή και τη θλίψη για τα θύματα της πρόσφατης τρομοκρατικής επίθεσης στο Παρίσι, αλλά να επισημάνουμε απλώς, ότι ο πόλεμος ήταν και παραμένει μια συνεχής κατάσταση σε μια σειρά περιοχές της υδρογείου. Όποιος λοιπόν θέλει να στοχαστεί σοβαρά και νηφάλια πάνω στο φαινόμενο του πολέμου, χρειάζεται να κρατήσει τις απαραίτητες αποστάσεις από τις ειρηνιστικές ή πολεμοχαρείς απόψεις που κυκλοφορούν «δεξιά» κι «αριστερά», καθώς και σε ποικίλα δημοσιογραφικά έντυπα και ιστοσελίδες· όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε και στη συνέχεια, το αιματηρό τρομοκρατικό χτύπημα στην καρδιά της Γαλλίας, παρά τον αιφνιδιαστικό του χαρακτήρα, δεν είναι παρά ένα ακόμη επεισόδιο ενός κηρυγμένου και πολύνεκρου πολέμου χωρίς σαφή έκβαση, που μαίνεται εδώ και δεκαετίες στις λεγόμενες χώρες της μέσης Ανατολής και αλλού. Οι άμαχοι Γάλλοι πολίτες που δολοφονήθηκαν είναι θύματα μιας τρομοκρατίας που ασκείται ως υποκατάστατο «πολεμικής πράξης» ενάντια σε μια μεγάλη ευρωπαϊκή Δύναμη.
Ο Κλαούζεβιτς, με τις περίφημες διατυπώσεις του για τη σχέση ανάμεσα στον πόλεμο και την πολιτική, έδειξε καθαρά ότι ο πόλεμος δεν είναι κάτι ριζικά διαφορετικό και ανεξάρτητο από το πεδίο της πολιτικής, αλλά η συνέχισή της με άλλα μέσα· ειδοποιός διαφορά μεταξύ της ειρήνης και του πολέμου είναι η χρήση ένοπλης βίας, φυσικά με την επιστράτευση «ενόπλων ανδρών»: «Ο πόλεμος είναι μια σύγκρουση μεγάλων συμφερόντων, η οποία λύεται αιματηρά και μόνον ως προς τούτο διαφέρει από τι άλλες συγκρούσεις.»· όπως βλέπουμε, ο Πρώσσος στρατιωτικός και συγγραφέας διόλου δεν θεωρεί την περίοδο της «ειρήνης» απαλλαγμένη από συγκρούσεις, οικονομικές, κοινωνικές, οικονομικές ή άλλες, πάντως χωρίς τη χρήση ένοπλης βίας· αντιθέτως: στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, στις διεθνείς σχέσεις μεταξύ των κρατών, κυριαρχεί απροκάλυπτα σχεδόν το δίκιο του ισχυρότερου, όπως αποδεικνύεται και στις πιο απλές εμπορικές συμφωνίες που υπογράφονται καθημερινά μεταξύ των κρατών. Τόσους αιώνες μετά τον Θουκυδίδη, χρειάζεται ακόμα να επαναλαμβάνονται αλήθειες που επιβεβαιώθηκαν χιλιάδες φορές· οι λεγόμενοι «φιλειρηνιστές», ξεχνούν συχνά ή αγνooύν ότι το «δικαίωμα» να είναι Ευρωπαίοι ή Αμερικανοί «πολίτες», όπως και το «δικαίωμα» στην προνομιακή κατανάλωση υλικών αγαθών και την περιβόητη «αυτοπραγμάτωση», οικοδομήθηκαν πάνω στα συντρίμμια της παλιάς αποικιοκρατίας και την στυγνή εκμετάλλευση τρίτων χωρών. Όπως πιστεύω, ελάχιστοι είναι αυτοί που για ανθρωπιστικούς ή άλλους «ιδεολογικούς» λόγους θα δέχονταν σήμερα να θυσιάσουν στ’ αλήθεια το όποιο βιοτικό και καταναλωτικό τους επίπεδο, για χάρη των αναξιοπαθούντων της ανθρωπότητας· η αλληλεγγύη των λαών και ο θρυλούμενος ευρωπαϊκός ανθρωπισμός θα δοκιμαστούν σκληρά μπροστά στις δεκάδες εκατομμυρίων που θα κατακλύσουν τις δυτικές ανεπτυγμένες χώρες στο προσεχές μέλλον (εκτός από τους πρόσφυγες λόγω πολέμων, πρέπει να υπολογίσουμε και μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων που θα μετακινηθούν λόγω περιβαλλοντικών αλλαγών)· διότι άλλο πράγμα είναι να δίνεις ρούχα και φαγητό στους φτωχούς, κι εντελώς άλλο να θέλεις να ζήσεις σε μια κοινωνία ριζικά διαφορετική από τη σημερινή, «συνυπάρχοντας» μ’ εκατομμύρια φανατικούς μουσουλμάνους που θέλουν να επιβάλλουν τον «ισλαμικό νόμο» ή τέλος πάντων έχουν άλλη θρησκευτική πίστη και είναι φορείς άλλων ηθών και πολιτισμών, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Είναι αφελής ή ανιστόρητος όποιος πιστεύει πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα ενταχθούν με οποιοδήποτε «ομαλό» τρόπο στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, εκστασιασμένοι από τον δυτικό πολιτισμό και τα επιτεύγματά του· συχνά, οι θρησκευτικές και πολιτισμικές διαφορές μοιάζουν αγεφύρωτες: ακόμα και σήμερα λ.χ. εκατομμύρια μουσουλμάνοι της Ευρώπης, δεύτερης ή τρίτης γενιάς, αρνούνται να στείλουν τα παιδιά τους στην υποχρεωτική δημόσια εκπαίδευση, έναν βασικό θεσμό του δυτικού πολιτισμού, μετά τον Διαφωτισμό· το παράδειγμα των μουσουλμάνων Τούρκων στη Γερμανία είναι χαρακτηριστικό, ενώ αντίστοιχα Έλληνες, Αλβανοί, Ιταλοί, Ισπανοί, κλπ. εντάσσονται κατά κανόνα χωρίς προβλήματα ή και αφομοιώνονται στις χώρες που μεταναστεύουν· οι λόγοι είναι πολλοί και δεν είναι του παρόντος, όμως αυτή είναι η πραγματικότητα. Ασφαλώς, όλες οι εκδοχές του Ισλάμ δεν συνεπάγονται αυτομάτως την τρομοκρατία ή τον ιερό πόλεμο («τζιχάντ»)· ωστόσο, δεν μπορεί να μη βλέπουμε ότι πλήθος μουσουλμανικά ιδρύματα που λειτουργούν σε δυτικές χώρες (τζαμιά με θρησκευτικά σχολεία – «μεντρεσέδες») λειτούργησαν ως φυτώρια των μαχητών του Αλλάχ και ιδρύθηκαν με τέτοιον ακριβώς σκοπό από πλούσια μουσουλμανικά κράτη όπως η Σαουδική Αραβία· τέτοιοι σκληροί ιδεολογικοί μηχανισμοί προπαγάνδας, χρηματοδοτούμενοι αδρά και αξιοποιώντας τις όποιες αστικές δημοκρατικές ελευθερίες, είναι πρακτικά μάλλον ανεξέλεγκτοι από τις κυβερνήσεις των χωρών που τους φιλοξενούν, ενώ σε κάθε περίπτωση, κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι στο άμεσο μέλλον θα επικρατήσει μια υποτιθέμενη ή πραγματική ειρηνική εκδοχή του ισλάμ. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει: όσο τέτοιοι πληθυσμοί επιβιώνουν στο περιθώριο μιας κοινωνίας, οικονομικά υποβαθμισμένοι και συχνά γκετοποιημένοι, τόσο κερδίζουν έδαφος οι πιο ριζοσπαστικές αντιλήψεις περί «πολέμου» εναντίον των «απίστων» και των «πλούσιων» Ευρωπαίων που βομβαρδίζουν τις χώρες τους – τα μυαλά των ποικιλόχρωμων φανατικών δε συνηθίζουν τις λεπτές θεωρητικές διακρίσεις, κι αν είναι αλήθεια ότι οι γαλλικές αρχές εξάρθρωσαν κι άλλες ομάδες που ετοίμαζαν παρόμοια δολοφονικά τρομοκρατικά χτυπήματα, βρισκόμαστε ήδη μπροστά σε μια καινούρια πραγματικότητα.
Ο Παναγιώτης Κονδύλης, μεταξύ άλλων, θεωρεί την «ελλιπή γνώση του περιβάλλοντος» ως ανασταλτικό παράγοντα για την «εξαγωγή» της τρομοκρατικής δραστηριότητας σε αστικά κέντρα της Αμερικής ή της Ευρώπης: «Το μεγάλο μειονέκτημα μικρών, και μάλιστα μη δυτικών χωρών, οι οποίες θα επιθυμούσαν να κάμουν εξαγωγή τρομοκρατικών ενεργειών στις δυτικές μητροπόλεις, είναι η ελλιπής γνώση τού περιβάλλοντος και η οργανωτική αδεξιότητα, ιδιαίτερα σε σύνθετα και φιλόδοξα εγχειρήματα, όπως επίσης και η σχετική ανικανότητα άριστου συσχετισμού μέσων και σκοπών, έτσι ώστε να επιτευχθεί το μέγιστο πολιτικό και ψυχολογικό αποτέλεσμα· άλλωστε η πρόκληση γενικής υστερίας σε κοινωνίες εθισμένες στην ευημερία και στην ασφάλεια δεν αποτελεί καθ’ εαυτήν δύσκολη υπόθεση, απεναντίας μάλιστα: φαίνεται ότι ακριβώς σε τέτοιες κοινωνίες η ροπή προς την υστερία είναι ιδιαίτερα έντονη.» Ωστόσο, όπως φάνηκε, η σημερινή γενιά τρομοκρατών επιστρατεύει και μουσουλμάνους πολίτες που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Ευρώπη, οι οποίοι μπορούν φυσικά να γνωρίζουν σαν την παλάμη τους σχεδόν κάθε είδους περιβάλλοντα. Σύμφωνα με δημοσιεύματα των εφημερίδων, 0 Αμπντελαχίμ Αμπαπούντ, που φέρεται ως εγκέφαλος των επιθέσεων στο Παρίσι, φοιτούσε στο λύκειο Σεν Πιέρ των Βρυξελλών, ένα από τα καλύτερα σχολεία της πόλης. «Ήταν ένας από εμάς. Δεν ήταν εξοστρακισμένος, ούτε είχε πέσει θύμα ρατσιστικών διακρίσεων» ανέφερε ένας άλλος συμμαθητής του. «Φλέρταρε τα κορίτσια και έπαιζε ποδόσφαιρο» και θα μπορούσε, αν ήθελε, να έχει μια επιτυχημένη σταδιοδρομία. Αντίστοιχη ήταν και η περίπτωση του Σαμί Ανιμούρ, ενός εκ των δραστών της επίθεσης στο Bataclan. Αλγερινής καταγωγής, με μητέρα φεμινίστρια και πατέρα που δεν πήγαινε στο τζαμί. Ο ίδιος, απόφοιτος θεωρητικής κατεύθυνσης γαλλικού λυκείου, δεν σπούδασε αλλά επέλεξε να γίνει οδηγός λεωφορείου. Σύμφωνα με τη Le Monde πιθανώς εκεί να έγινε η ριζοσπαστικοποίησή του, δεδομένου ότι πολλοί μουσουλμάνοι εργαζόμενοι στα παρισινά μέσα μαζικής μεταφοράς (RATP) έχουν στραφεί τα τελευταία χρόνια στον φονταμενταλισμό. [4]
Είναι γνωστό και προφανές σήμερα, ότι η κατοχή ατομικών όπλων και βαλλιστικών διηπειρωτικών πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς πολλαπλασιάζει τη στρατιωτική και γεωπολιτική ισχύ ενός κράτους· Εδώ και πολλές δεκαετίες, οι δυτικοί, και κυρίως οι Αμερικανοί, ως ισχυρή ή και κυρίαρχη πλανητική δύναμη, επιχειρούν στρατιωτικά σε τρίτες χώρες κάνοντας χρήση υψηλής τεχνολογίας, η οποία, εκτός των άλλων, εξασφαλίζει μια σχετικά ασφαλή απόσταση των επιτιθεμένων από το πραγματικό πεδίο της μάχης. Σε τέτοιες συνθήκες, η παλικαριά των στρατιωτών του αντιπάλου πάει συχνά περίπατο και ο αμυνόμενος φτάνει στα όρια της απελπισίας: πώς μπορείς ν’ αντιμετωπίσεις εκατοντάδες σύγχρονα βομβαρδιστικά αεροπλάνα και πώς μπορούν να καταρριφθούν διηπειρωτικοί πύραυλοι με μάλλον «πρωτόγονα» στρατιωτικά μέσα; Αναφερόμαστε κυρίως σε συγκρούσεις χωρών με σημαντική διαφορά ισχύος και στρατιωτικού εξοπλισμού, σε μια ποιοτική δηλαδή διαφορά, κι αφήνουμε προς το παρόν στην άκρη άλλα σημαντικά «ηθικά μεγέθη» που καθορίζουν επίσης την «χαμαιλεοντική» φύση του πολέμου και την έκβαση των συγκρούσεων.
Με τέτοια δεδομένα, μια πιθανή πολεμική απάντηση των φτωχών των ανίσχυρων ή των λιγότερο ισχυρών είναι η τρομοκρατία και οι δολιοφθορές στις μητροπόλεις του «εχθρού», και σίγουρα δεν είναι καθόλου απλό να προστατευτούν οι περίπλοκες δυτικές κοινωνίες από τέτοιους κινδύνους· επιπλέον, η παγκόσμια κατάσταση γίνεται όλο και πιο περίπλοκη, αν σκεφτούμε ότι όλο και περισσότερες χώρες και άλλοι ενδιαφερόμενοι κατέχουν ήδη ή θα κατέχουν στο άμεσο μέλλον οπλικά συστήματα τελευταίας τεχνολογίας. Όπως σημειώνει ο Παναγιώτης Κονδύλης, «ως προς τη διαμόρφωση της σχέσης των μεσαίων και μείζονων Δυνάμεων προς την πλανητική ηγεμονική Δύναμη κεντρικό εμφανίζεται το ζήτημα της διάδοσης των βαλλιστικών πυραύλων και των πυρηνικών ιδιαίτερα όπλων, ενώ οι μικρές Δυνάμεις δεν φαίνονται ικανές να πλήξουν την ηγεμονική στην ίδια της τη βάση με μέσα άλλα έκτος από όσα προσφέρει σήμερα η τρομοκρατία. Μια μεγάλη πλανητική Δύναμη δεν έχει λόγους να καταφεύγει σε τρομοκρατικές ενέργειες ή σε ήσσονες πράξεις δολιοφθοράς· όποιος μπορεί να βομβαρδίσει (σχεδόν) ανεμπόδιστα στρατιωτικούς στόχους ή και ολόκληρες περιοχές, δεν χρειάζεται τα ούτως ή άλλως περιορισμένα μέσα της τρομοκρατίας για να προξενήσει βλάβες ή για να πτοήσει τον άμαχο πληθυσμό. Όμως τα χρειάζεται συχνά ο κατά τα άλλα ανίσχυρος, ακόμα και ο λιγότερο ισχυρός, δηλαδή όχι μόνον οι μικρές, αλλά ενίοτε και οι μεσαίες Δυνάμεις. Γενική επιδίωξη του κάθε εμπολέμου είναι να διεξαχθεί η σύγκρουση πάνω στο πολιτικό και τεχνολογικό εκείνο πεδίο, όπου ο ίδιος πλεονεκτεί ή τουλάχιστον δεν υστερεί. Όταν λοιπόν χώρες λίγο-πολύ καθυστερημένες τεχνολογικά βρίσκονται αντιμέτωπες με χώρες τεχνολογικά προηγμένες, αναγκαστικά θα προσπαθήσουν να εμπλέξουν τις τελευταίες αυτές σε πιο «πρωτόγονες» μορφές πολέμου.» (οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας)
Οι κοινωνίες της Ευρώπης, παρά την τεχνολογική πρόοδο, είναι τρωτές και μπορούν να χτυπηθούν με σχετικά απλά μέσα, εφόσον ένα ικανό «κέντρο» είναι σε θέση να οργανώσει τις επιθέσεις: «Αν όμως οι τρομοκρατικές ενέργειες κατευθύνονται από ένα εξωτερικό κέντρο και σκοπεύουν να βλάψουν μια ξένη Δύναμη, ει δυνατόν όσο θα την έβλαπτε και ένας κανονικός πόλεμος, τότε πρέπει ν’ αναζητήσουν άλλο πεδίο. Αυτό το προσφέρει η ίδια η ύφη της υψηλά εκτεχνικευμένης κοινωνίας, η οποία από πρώτη όψη είναι απείρως περίπλοκη, διακλαδωμένη και κατακερματισμένη, ενώ στην πραγματικότητα η λειτουργία της εξαρτάται από σχετικά ολιγάριθμα ενεργειακά και πληροφορικά κέντρα. Γι’ αυτό και είναι στο σύνολο της τόσο τρωτή όσο δεν ήταν καμμία κοινωνία του παρελθόντος.»[2]
Αν κάπως έτσι έχουν τα πράγματα, μπορούμε να δούμε την συγκεκριμένη τρομοκρατική δράση των ισλαμιστικών ομάδων, και ειδικά του Ισλαμικού Κράτους, ως μια πιθανή εξέλιξη της μορφής του πολέμου, όπως διαμορφώθηκε κυρίως στις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. (Άλλες μορφές τρομοκρατίας έχουν άλλα αίτια, και δε θα μας απασχολήσουν εδώ: π.χ. δολοφονίες προσώπων, εσωτερικά χτυπήματα οργανώσεων εναντίον του «καθεστώτος», αντάρτικο, «αντάρτικο πόλης», διαρπαγή, πολιτικές απαγωγές, αεροπειρατείες κλπ. [3]). Ο πόλεμος με τη μορφή της τρομοκρατίας και της δολιοφθοράς δεν έρχεται λοιπόν από το παρελθόν, επειδή πράγματι οι θεωρητικές του βάσεις και πολλές πρακτικές του παραπέμπουν σε θεοκρατικά καθεστώτα, αλλά από το μέλλον, γιατί γεννήθηκε σε συνθήκες και καταστάσεις που ενδεχομένως θα γενικευτούν το επόμενο διάστημα. Ο Παναγιώτης Κονδύλης γράφει σχετικά: «Πολύ μεγαλύτερο πρακτικό ενδιαφέρον για το προβλεπτό μέλλον παρουσιάζουν δύο άλλες περιπτώσεις: οι συγκρούσεις της πλανητικής υπερδύναμης αφ’ ενός με μικρές και αφ’ ετέρου με μεσαίες και μείζονες Δυνάμεις, προ παντός στη συνάφεια τους με δύο φλέγοντα ζητήματα, το ζήτημα της τρομοκρατίας και εκείνο της διάδοσης των πυρηνικών όπλων. Το γενικό κριτήριο της διάκρισης ανάμεσα σε μικρές και μεσαίες ή μείζονες Δυνάμεις είναι, προφανώς, το εκάστοτε γεωπολιτικό, δημογραφικό και οικονομικό δυναμικό τους. Ωστόσο σε σχέση με το ειδικότερο ενδιαφέρον μας για τη φυσιογνωμία των μελλοντικών πολέμων θα ξεκινήσουμε εδώ από ένα κριτήριο όχι εντελώς άσχετο με το παραπάνω, πάντως όμως αρκετά στενότερο: την κατοχή ή μη βαλλιστικών πυραύλων (με πυρηνικές, βιολογικές ή χημικές κεφαλές). Η ικανότητα μιας Δύναμης να πλήξει οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη είναι κρίσιμη όταν η πλανητική πολιτική έχει γίνει τόσο πυκνή όσο στις ημέρες μας· γιατί μία ουσιώδης έποψη τού γεγονότος, ότι η υφήλιος ενοποιείται, είναι και η ικανότητα όλων (ή πάντως αρκετών) να πλήττουν με στρατιωτικά μέσα όλους (ή πάντως αρκετούς).»
Όποιος λοιπόν επιθυμεί πραγματικά την ειρήνη -στον πραγματικό κόσμο και όχι σε μια φανταστική κατάσταση- πρέπει να είναι σε θέση να υπερασπίσει αποτελεσματικά την πατρίδα του, δηλαδή και με όπλα -και μάλιστα τελευταίας τεχνολογίας- εφόσον παραστεί ανάγκη. Διότι η πατρίδα, στην περίπτωσή της Ελλάδας το ελληνικό έθνος – κράτος, είναι βασική και απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρχουν ελεύθεροι πολίτες, με ότι μπορεί να σημαίνει αυτό. Πρακτικά και προς το παρόν, μόνον το οργανωμένο κράτος –με όλα τα προβλήματα του- μπορεί να εγγυηθεί στοιχειωδώς την «ανθρωπιά» και την ασφάλεια για τους πολίτες του ή για όσους βρίσκονται στην επικράτειά του· μια ενδεχόμενη κατάρρευση της «οργανωμένης πολιτείας» θα ήταν ολέθρια για τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών. Φυσικά, κανενός είδους δημοκρατία δεν μπορεί να υπάρξει, αν δεν υπάρχει στοιχειωδώς ισχυρή κρατική οντότητα· υπό καθεστώς ξένης στρατιωτικής κατοχής ή σκληρού οικονομικού πολέμου και «ήττας», το κράτος μεταβάλλεται ανοιχτά σε «άθυρμα», σε παιχνίδι των ισχυρών, δηλαδή σε προτεκτοράτο. Οι άνθρωποι, ειδικά τα χαμηλότερα και μεσαία στρώματα, έξω από την πατρίδα τους, δεν είναι πολίτες δηλαδή «φορείς δικαιωμάτων», απλώς επειδή καμιά δύναμη –ακόμα και να θέλει- δεν μπορεί να επιβάλλει τον οικουμενικό σεβασμό αυτών των δικαιωμάτων, όπως απέδειξε για χιλιοστή φορά η τραγωδία των προσφύγων και των μεταναστών που θαλασσοπνίγονται στη Μεσόγειο – βεβαίως, οι πλούσιες και μορφωμένες ελίτ, ειδικά στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, έχουν κι άλλες πρακτικές επιλογές «πατρίδας» και μπορούν ίσως άνετα να μεταναστεύσουν σ’ ένα πιο «ασφαλές» περιβάλλον· οι υπόλοιποι δεν έχουν παρά «τις πεζούλες τους», έχουν συνδέσει δηλαδή τη μοίρα τους με την τύχη της χώρας που γεννήθηκαν· με άλλα λόγια, στο σημερινό κόσμο, το «κεφάλαιο» μπορεί και να μην έχει «πατρίδα», οι «προλετάριοι» όμως την χρειάζονται, έστω κι αν είναι το τελευταίο τους καταφύγιο. Όσο κι αν επιθυμούμε οι άνθρωποι να έχουν «ανθρώπινα δικαιώματα» όπου γης, κάτι τέτοιο δε συμβαίνει, ούτε ποτέ συνέβη στο ιστορικό παρελθόν. Οι μετανάστες «χωρίς χαρτιά» και οι πρόσφυγες αντιμετωπίστηκαν διαχρονικά με σκληρά και απάνθρωπα μέτρα, τόσο στα λεγόμενα δυτικά καπιταλιστικά κράτη όσο και στις πρώην κομμουνιστικές χώρες, για διαφορετικούς κάθε φορά λόγους. Είναι ίσως περιττό να καταδείξουμε την υποκρισία των κρατών και να μιλήσουμε για την «ολοκληρωτική» φύση πολλών καθεστώτων σ’ ολόκληρο τον κόσμο: ακόμα και οι πιο «φιλάνθρωπες ψυχές» καταλαβαίνουν ότι συλλογικά υποκείμενα όπως τα έθνη ή τα κράτη ζουν σ’ έναν απολύτως ανταγωνιστικό κόσμο και είναι αναγκασμένα να παλέψουν κυριολεκτικά με όλα τα μέσα για να επιβιώσουν. Ας πούμε, τι είναι πιο «φυσικό» και αναμενόμενο για ένα κράτος από το να θέλει να εκμεταλλευθεί τις πλουτοπαραγωγικές πηγές άλλων κρατών; Αυτό ακριβώς συνέβη στην ιστορία και είναι γνωστό ότι οι πολεμικές συγκρούσεις κάθε είδους δεν γεννήθηκαν μόνον στον καπιταλισμό, ο οποίος άλλωστε είναι φαινόμενο των τελευταίων αιώνων, αλλά σε όλες τις κοινωνίες που εμφανίστηκαν μέχρι σήμερα.
Σύμφωνα με τον Κονδύλη, που γράφει με βάση τη διεθνή κατάσταση πριν από είκοσι περίπου χρόνια, ο κόσμος είναι κατά βάση «μονοπολικός», δηλαδή ηγεμονεύεται από μια μεγάλη δύναμη, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής: «Ως συνέχεια της πολιτικής, ο πόλεμος του μέλλοντος θα πάρει λοιπόν ποικίλες μορφές προκειμένου ν’ αποτυπώσει (εχθρικές) σχέσεις ποικίλων πολιτικών υποκείμενων. Για να συλλάβουμε στην πλήρη του έκταση το φάσμα των πολιτικών αυτών υποκείμενων και για να προσεγγίσουμε πιο συγκεκριμένα τη φυσιογνωμία τους, πρέπει, όπως τονίσαμε ήδη σε άλλη συνάφεια, να αφήσουμε στην άκρη την τρέχουσα πεποίθηση ότι τον διπολικό κόσμο τού Ψυχρού Πολέμου τον διαδέχθηκε ένας κόσμος πολυπολικός. Η σημερινή πλανητική συγκυρία δεν προσδιορίζεται από ένα ισοζύγιο τριών, τεσσάρων ή πέντε λίγο-πολύ ισοσθενών πόλων, δηλαδή μείζονων χώρων γύρω από ισάριθμες μεγάλες Δυνάμεις, αλλά το χαρακτηριστικό και πρακτικά αποφασιστικό της γνώρισμα είναι η αδιαμφισβήτητη υπεροχή μιας και μόνης μεγάλης Δύναμης, η οποία δεν περιορίζεται στον δικό της μείζονα χώρο, αλλά παρευρίσκεται ή επεμβαίνει ή θα επιθυμούσε να επέμβει σε κάθε σημείο της υδρογείου.»
Έχει παρατηρηθεί πολλές φορές, ότι οι μεγάλες δυνάμεις επιδιώκουν να φέρουν σε πέρας έναν πόλεμο χρησιμοποιώντας και δυνάμεις των λεγόμενων συμμάχων ή ακόμα και χτεσινών «εχθρών», κι αυτό φαίνεται να συνέβη και στην περίπτωση της ισλαμικής τρομοκρατίας, αν αληθεύουν όσα γράφονται για την χρηματοδότηση, τη στρατιωτική εκπαίδευση και τον εξοπλισμό αυτών των ομάδων από μεγάλες δυτικές και άλλες χώρες.
Όπως και νάχει, μικρές χώρες όπως η Ελλάδα θα κληθούν εκ των πραγμάτων να πληρώσουν το τίμημα της συμμετοχής τους στις συμμαχίες του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης· η Ελλάδα, μια χώρα στα σύνορα με την «ανατολή», δέχεται ήδη ισχυρές πιέσεις από την είσοδο εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων, ενώ ταυτόχρονα είναι αναγκασμένη να διατηρεί ικανές μάχιμες στρατιωτικές δυνάμεις, προκειμένου ν’ αντιμετωπίσει την διαγραφόμενη απειλή της Τουρκίας· κατά την εκτίμησή μου, η συμμετοχή της χώρας σε διεθνείς συμμαχίες και προπαντός η ικανότητα του στρατού της ν’ ανταποδώσει τυχόν στρατιωτικά χτυπήματα είναι οι βασικότεροι παράγοντες που συντέλεσαν στη μεταπολεμική ειρήνη· ας θυμηθούμε τον Μακιαβέλι: ως «εχθρός» πρέπει να λογαριάζεται όχι μόνον αυτός που εκδηλώνει πολλαπλώς την εχθρική του πρόθεση, αλλά κι εκείνος που απλώς και μόνο έχει τη δυνατότητα να σε πλήξει· φυσικά, όσοι γνωρίζουν την ελληνική και την ευρωπαϊκή ιστορία, μπορούν εύκολα να «μαντέψουν» ποιά θα είναι η μελλοντική πορεία της χώρας, αν δεν καταφέρει ν’ ανασυγκροτήσει άμεσα την οικονομία της και ν’ αναβαθμίσει τη γεωπολιτική της ισχύ· όλες οι συμμαχίες είναι «λυκοσυμμαχίες», όταν ένα κράτος δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του και αρχίζουμε ήδη να καταλαβαίνουμε τι είδους «εργατικά λαϊκά δικαιώματα» και «ελευθερίες» μπορούν να υπάρξουν πάνω στα ερείπια μιας κοινωνίας· σε τούτη τουλάχιστον την κρίσιμη συγκυρία, ο δρόμος της σκληρής οικονομίας και της παραγωγικής ανασυγκρότησης είναι μονόδρομος για να σωθεί το ρωμέικο, όσο υπάρχει ακόμα καιρός· ο λαός, που συχνά σκέφτεται πιο σοφά από τους ηγέτες του, το είπε πιο απλά: «Των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν μαγειρεύουν.»
Πηγές και παραπομπές
- Ο Παναγιώτης Κονδύλης, στο εξαιρετικό βιβλίο του «Θεωρία του Πολέμου» (Εκδ. Θεμέλιο, 1998) σημειώνει: Ενώ η Ευρώπη απολάμβανε την ειρήνη του πυρηνικού τρόμου, χωρισμένη στις σφαίρες της αμερικανικής και της σοβιετικής ηγεμονίας, στην Ασία, στην Αφρική και στη Λατινική Αμερική μαίνονταν αντιαποικιακοί κι εθνικοαπελευθερωτικοί πόλεμοι, και επί πλέον πόλεμοι εμφύλιοι και φυλετικοί, αλλά και εθνικοί (π.χ. ο πόλεμος μεταξύ Κίνας και Ινδιών, μεταξύ Ινδιών και Πακιστάν ή μεταξύ Ισραήλ και Αράβων).
- «Ένας αξιωματούχος της Αμερικανικής ‘Υπηρεσίας Πληροφοριών είπε πρόσφατα ότι αν είχε στη διάθεση του ένα δισ. δολλάρια και 20 ικανούς hackers θα μπορούσε να παραλύσει τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σίγουρα δεν πρόκειται για κομπορρημοσύνη, αλλά για δήλωση βασιζόμενη σε βαθειά γνώση των πραγμάτων και των συσχετισμών τους. Εάν οι τρομοκρατικές ενέργειες επικεντρωθούν με την ίδια γνώση και με την ανάλογη επίμονη σε τέτοιους κρίσιμους κόμβους, τότε είναι βέβαιο ότι μπορούν να γονατίσουν μια σύγχρονη δυτική κοινωνία. Και κρίσιμοι κόμβοι δεν είναι μόνον τα παντοειδή ηλεκτρονικά συστήματα, αλλά και οι μεγάλοι ενεργειακοί σταθμοί ή τα αποθέματα νερού, που προσβάλλονται εύκολα με ιούς· η χρήση χημικών και βιολογικών μέσων μπορεί επίσης να έχει σαρωτικά αποτελέσματα, αν σκεφθούμε λ.χ. ότι με 30 κιλά άνθρακος σκοτώνονται 30.000 άνθρωποι.» Παναγιώτης Κονδύλης, «Θεωρία του Πολέμου». εκδ. Θεμέλιο, 1998.
- Ο Παναγιώτης Κονδύλης σημειώνει: «Ωστόσο κάθε γενικός ορισμός της τρομοκρατίας είναι επισφαλής, όχι μόνον εξ αιτίας του πλήθους των μορφών και των πηγών της, άλλα και γιατί δύσκολα αποφεύγει κανείς, ως φίλος, τον εξωραϊσμό ή, ως εχθρός, το ανάθεμα. Ας μείνουμε λοιπόν σε κριτήρια πιο χειροπιαστά κι ας παρατηρήσουμε ότι τρομοκρατία ασκούμενη ως υποκατάστατο πολεμικής πράξης ενάντια σε μια μεγάλη Δύναμη δεν είναι πιθανό να προσλαμβάνει τη μορφή της δολοφονικής απόπειρας κατά μεμονωμένων προσώπων, όπως γινόταν τον 19ο αί. και στις αρχές του 20οϋ στη Ρωσσία, αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη, και όπως εν μέρει ξανάγινε κατά τη δεκαετία του 1970 και του 1980, κυρίως στη Γερμανία και στην Ιταλία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, φορείς των τρομοκρατικών πράξεων ήσαν μικρές ομάδες εξεγειρόμενες εναντίον του εσωτερικού καθεστώτος της χώρας τους, το οποίο στα μάτια τους το συμβόλιζαν κατά τον ένα η τον άλλο τρόπο τα δολοφονούμενα πρόσωπα.» «Θεωρία του Πολέμου». εκδ. Θεμέλιο, 1998.
- http://www.capital.gr/story/3082593
- http://time.com/3657246/paris-charlie-hebdo-shooting/
Pingback: Ο Κλαούζεβιτς, ο πόλεμος και η τρομοκρατία… « απέραντο γαλάζιο