Η δραχμοφαντασία ως εξουδετέρωση των κινημάτων
Του Γιώργου Ρακκά*
Με την κατάρρευση των προεκλογικών βεβαιοτήτων και διαβεβαιώσεων, των κυβερνώντων κομμάτων, ότι αρκεί ένας πρώτος σφοδρός γύρος «δυναμικής διαπραγμάτευσης» ώστε να απαλλαγούμε από τα μνημόνια, άρχισαν ξανά να πολλαπλασιάζονται οι φωνές που υποστηρίζουν ότι η λύση της ελληνικής τραγωδίας θα επέλθει μόνο κατόπιν ολικής ρήξης της χώρας μας με την ευρωζώνη και επιστροφής της σε εθνικό νόμισμα.
Για άλλη μια φορά, αυτό που επί της ουσίας αποτελεί σχέδιο Β΄ και βαθύτερη επιθυμία των γερμανικών ελίτ, η άμεση έξωση της χώρας μας από το ευρώ, κατατίθεται ως υποτιθέμενη «εναλλακτική λύση», και μάλιστα φιλολαϊκής κοπής.
Κι όμως, παρά τις κωλοτούμπες της κυβέρνησης, η πραγματικότητα είναι μία και δεν αμφισβητείται: Κάθε νόμισμα είναι γενικό ισοδύναμο ενός συνόλου παραμέτρων που διέπουν την παραγωγική δυνατότητα, τη θεσμική κατάσταση και τη γεωπολιτική ισχύ μιας χώρας και, επομένως, οποιαδήποτε άμεση επιστροφή στη δραχμή θα επαναφέρει ένα νόμισμα το οποίο θα είναι απείρως πιο αδύναμο από τη δραχμή του 2001 και άρα έρμαιο των εκβιαστικών πιέσεων της διεθνούς δικτατορίας των αγορών. Το ευρώ, σίγουρα, συνιστά μια γερμανική φυλακή για την ελληνική οικονομία, κανείς όμως δεν σκέφτεται πώς θα επιβιώσει ένα ελληνικό εθνικό νόμισμα στη ζούγκλα των διεθνών αγορών, δίχως να υπάρχουν οι πολιτικές και παραγωγικές προϋποθέσεις για να το προστατέψουν. Και, βέβαια, εάν η Ελλάδα βρεθεί σε μια τέτοια οικονομική περιδίνηση, είναι κάτι πέρα από βέβαιο ότι θα αποτελέσει γεωπολιτική βορά, μάλιστα όχι μόνον των Γερμανών ή των Αμερικάνων, αλλά και της νεοθωμανικής Τουρκίας. Για να μη μιλήσουμε για το κοινωνικό σοκ που θα προκαλέσει μια απότομη αλλαγή νομίσματος, την ίδια στιγμή που η κοινωνία παραμένει ανοργάνωτη και το κράτος δεν μπορεί να κινητοποιήσει καν τους ίδιους τους υπαλλήλους του.
Για να τα αντιμετωπίζαμε όλα αυτά επιτυχώς θα χρειαζόταν να υπάρχει ένα ώριμο πολιτικό μέτωπο κάποιων εκατοντάδων χιλιάδων ή εκατομμυρίων μελών, το οποίο θα ήταν έτοιμο να καλύψει το θεσμικό και οικονομικό κενό, με την κινητοποίηση μιας επαναστατημένης κοινωνίας κι όλα αυτά πριν προλάβουν οι ξένες δυνάμεις.
Επί της ουσίας, δηλαδή, η όλη συζήτηση γίνεται σ’ ένα matrix: Έναν υποθετικό χωροχρόνο, όπου όλες αυτές οι προϋποθέσεις ικανοποιούνται διά μιας και ο ελληνικός λαός αυτόματα εξυψώνεται σε τιμωρό των δυτικών καθαρμάτων με τα κοστούμια, που σήμερα πίνουν το αίμα του και τσαλαπατούν την αξιοπρέπειά του.
Στην πραγματικότητα, η μοναδική έλξη που ασκεί αυτό το αίτημα έχει να κάνει ακριβώς με το ότι εκφράζει αυτή την ανάγκη της καταπατημένης αξιοπρέπειας να εκραγεί έστω και ως… ρητορική. Από εκεί και πέρα, αυτό το αίτημα, που τόσο πολύ ταλάνισε τις πλατείες, και το λεγόμενο «αντιμνημονιακό κίνημα», έχει κάνει μόνο κακό στην ίδια την εξέλιξή του, καθώς εγκλώβισε τις λιγότερο εξαρτημένες από την αδράνεια της ύστερης μεταπολίτευσης δυνάμεις σε μια ονειροφαντασία, παραδίδοντας την πρωτοβουλία κινήσεων στις δυνάμεις της «ανάθεσης», δηλαδή στον τυχοδιωκτισμό της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Κατά τα άλλα, αυτή η χώρα στερείται εξίσου τις αντικειμενικές προϋποθέσεις ώστε να πραγματοποιήσει μια επιτυχημένη σύγκρουση εντός ή εκτός ευρώ προκειμένου να αποκαταστήσει την αξιοπρέπειά της. Το δε «κίνημα», το οποίο δυστυχώς γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να το αποκαλούμε έτσι, γιατί στερείται ολοένα και περισσότερο τα προσδιοριστικά γνωρίσματα που μεταβάλλουν μια κοινωνική κινητοποίηση σε κίνημα, δηλαδή την ιδεολογική συγκρότηση και την πολιτική ωρίμανση, από το 2009 και μετά δεν έχει σχεδόν τίποτα για να αντιμετωπίσει αυτές τις παθογένειες που μας έχουν φέρει χειροπόδαρα δεμένους μπροστά στους θρόνους των Γερμανών επικυρίαρχων της Ευρώπης.
Δεν έχει γίνει παρά ελάχιστα, και εντελώς στοιχειωδώς, κάποια συστηματική δουλειά για την αποκατάσταση όλων εκείνων των μεταβλητών που θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν μια πορεία χειραφέτησης και απόκτησης αυτοδυναμίας της χώρας μας. Δεν υπάρχει ούτε καν σοβαρή συζήτηση για την ανασυγκρότηση του κράτους, που λειτουργεί σήμερα από γραφειοκρατική αδράνεια, για την παραγωγική ανασυγκρότηση, για μια σύγχρονη κοινωνική πολιτική, για την αναζήτηση αποτελεσματικών μορφών κινητοποίησης της κοινωνίας, όχι για διαμαρτυρία, αλλά για την παραγωγή κοινωνικού πλούτου υπό τη μορφή νέων ενάρετων δημοκρατικών θεσμών, συνεργατικής οικονομίας, πολιτιστικής και εκπαιδευτικής αναγέννησης.
Απέναντι σε αυτό το επιχείρημα, πολλοί «δραχμικοί» απαντούν ότι όλα αυτά υπονομεύονται από τη «γερμανική φυλακή» στο ευρώ. Ορθόν σε μακροεπίπεδο, και σε τελευταία ανάλυση. Σε τοπικό, όμως, και περιφερειακό μικρο-επίπεδο, δεν υπάρχει καμία δύναμη που να εκφράζει τέτοιου είδους υγιείς πραγματικότητες εντός της χώρας, άρα δεν υπάρχει η υλική, πραγματική φάση ολικής και τελικής αμφισβήτησης της γερμανικής φυλακής. Υπάρχει μόνο η προοπτική για αντάρτικο που, όπως στην εποχή του ΕΑΜ, δίνει την ευκαιρία για τη συγκρότηση πολλών «Ελεύθερων Ελλάδων» στο μικρο-επίπεδο, οι οποίες έπειτα θα περικυκλώσουν τους περικυκλωτές τους στο κεντρικό πεδίο της σύγκρουσης.
Η ίδια η συλλογική μας πείρα από την τοπική αυτοδιοίκηση μας έχει δείξει ότι είναι απολύτως εφικτή μια εναλλακτική πολιτική για την Ελλάδα όχι μόνο στο πεδίο της στρατηγικής σύλληψης, αλλά και σε αυτό της υλοποίησης. Και δεν υπάρχει παρά μόνον μικρή υπονόμευση από το «μνημόνιο», πολύ απλά γιατί οι δυνάμεις της γερμανικής Ευρώπης δεν έχουν εξασφαλίσει τον απόλυτο έλεγχο των τοπικών μικροκόσμων της χώρας μας, παρά την ψήφιση του Καλλικράτη. Αλλά αυτό θέλει πραγματικό συλλογικό μόχθο, και οι περισσότεροι προτιμούν να φωνάζουν για την μεγάλη αλλαγή από το να προχωρήσουν σε μικρές ουσιαστικές επαναστάσεις, που εν τέλει θα μεταβάλουν και την γενική μας θέση.
Κατά τα άλλα, η δραχμή ως από μηχανής θεός θα μεταμορφώσει την σημερινή κοιλάδα των δακρύων που λέγεται Ελλάδα, και θα μετατρέψει το βατράχι-νεοέλληνα σε πριγκηπόπουλο τον αντιστασιακών μας ονείρων. Δηλαδή… «και επαναστάσεις στα όνειρά του αναζητεί…», καταπώς έλεγε και ο Βολφ Μπίρμαν. Ε ναι, «τους έχω βαρεθεί!».
*Πηγή: εφημερίδα Ρήξη, φ.112.