Η Μαρξική θεωρία του Κράτους και της Ιδεολογίας
Γράφει ο Γεώργιος Α. Κωστόπουλος*
Ο Καρλ Μαρξ (1818-1883) ήταν Γερμανός κοινωνιολόγος και φιλόσοφος και θεωρείται ο θεμελιωτής του κομμουνισμού. Ο μαρξισμός, που γεννήθηκε εξαιτίας των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων που επέφερε η βιομηχανική επανάσταση στην ευρωπαϊκή κοινωνία, αποτελεί το σοσιαλιστικό κίνημα του 19ου αιώνα. Στο πλαίσιο του ιστορικού υλισμού, ο Μαρξ εξαλείφει τις διαχωριστικές γραμμές που θέτουν οι ιδεαλιστικές προσεγγίσεις ανάμεσα στην ιστορία και στην πολιτική οικονομία και δίνει το στίγμα στην ιστορία της παραγωγής των υλικών αγαθών, εμφανίζοντας στο προσκήνιο την εργασία και τις μορφές οργάνωσής της (Μαρξ, 1997:11-12, 68). Με αφετηρία την αντίληψη ότι η οικονομική δομή μιας κοινωνίας καθορίζει το νομικό, πολιτικό και ιδεολογικό της στερέωμα, ο Μαρξ αντιλαμβάνεται το κράτος ως <<όργανο>> ταξικής κυριαρχίας και την ιδεολογία ως μέσο κατανόησης, αλλά και παρερμηνείας της κοινωνικής πραγματικότητας, καθώς υπαγορεύεται από τους όρους κυριαρχίας της άρχουσας τάξης (Μαρξ, 1997:18). Δίνοντας έμφαση στη νεωτερική καπιταλιστική κοινωνία, ο Μαρξ εστιάζει στο γεγονός ότι οι καταστατικές αρχές της ελευθερίας και της χειραφέτησης που διέπουν τον Διαφωτισμό, λειτουργούν στην ουσία ως προστασία των συμφερόντων της αστικής τάξης, εφόσον εφαρμόζονται αποκλειστικά στο πεδίο αγοράς, αποκρύπτοντας την οικονομική ανισότητα στις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής. Σύμφωνα με τον Γερμανό φιλόσοφο, το σύγχρονο κράτος διαφυλάττει τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, ενώ οι ιδεολογικοί του μηχανισμοί μετατρέπονται σε μηχανισμούς πολιτικής ισχύος, διαπλάθοντας μια διαστρεβλωμένη συνείδηση που διαιωνίζει αλλά και αναπαράγει τις εδραιωμένες εξουσιαστικές σχέσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι στον ιστορικό υλισμό του Μαρξ, η αλλοτριωτική πολιτική οργάνωση και ιδεολογία της καπιταλιστικής κοινωνίας δύναται να αρθούν μέσω της πολιτικής πράξης, καθώς εφαλτήριο της ανατροπής δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων, αλλά η κοινωνική πραγματικότητα από την οποία απορρέει η ανθρώπινη συνείδηση (Μαρξ, 1997:13).
- Θεωρητική διάκριση βάσης-εποικοδομήματος στον ιστορικό υλισμό του Μαρξ
Με εφαλτήριο μια υλιστική ανάγνωση τόσο της ιστορικής όσο και της κοινωνικής πραγματικότητας, ο Μαρξ αντιτίθεται στον ιδεαλισμό, που προτάσσει την ανάδειξη των διαφόρων μορφών της κοινωνικής συνείδησης ως κύριο μέσο ερμηνείας των ιστορικών κοινωνιών και υπογραμμίζει ότι η κοινωνική σκέψη και δράση μιας κοινωνίας εξαρτάται από τον τρόπο παραγωγής και τον αντίστοιχο καταμερισμό της εργασίας (Ρωμανός, 2010:64). Στη μαρξική σκέψη, η παραγωγή ιδεών, εννοιών και εκτενέστερα της συνείδησης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις υλικές δραστηριότητες και σχέσεις των ανθρώπων. Η πνευματική πρόοδος μιας κοινωνίας, όπως εκφράζεται μέσω της πολιτικής, των νόμων και της ηθικής, αποτελεί προϊόν ενεργών ανθρώπων, οι οποίοι δρουν ανεξάρτητα από τη βούλησή τους, κάτω από ορισμένους υλικούς περιορισμούς, σε συγκεκριμένες φάσεις της εξέλιξης των παραγωγικών δυνάμεων αλλά και των αντίστοιχων κοινωνικών παραγωγικών σχέσεων (Craib, 2012:189-190 / Μαρξ, 1997:66). Σύμφωνα με τον Μαρξ, η οικονομική <<βάση>> μιας κοινωνίας, που συγκροτείται από το σύνολο των αντιφατικών κοινωνικών σχέσεων, δηλαδή των σχέσεων υποταγής, ιδιοκτησίας ή τάξεων, στην αντιστοιχία τους με τις παραγωγικές δυνάμεις, όπως ο τεχνικός εξοπλισμός, οι πρώτες ύλες και η ανθρώπινη εργατική δύναμη, καθορίζει το <<οικοδόμημα>> της παραγωγικής δραστηριότητας, το οποίο συνοψίζει το σύνολο των ιδεών και των νομικών και πολιτικών θεσμών (Ρωμανός, 2010:64). Συνεπώς, <<δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει την ύπαρξή τους, αλλά η κοινωνική τους ύπαρξη που καθορίζει τη συνείδησή τους>> (Μαρξ, 1997: 8-9).
Κατά τον Μαρξ, σε ορισμένες ιστορικές περιόδους εμφανίζεται μια αντίθεση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και στις παραγωγικές σχέσεις. Αναλυτικότερα, όταν οι παραγωγικές δυνάμεις μιας ιστορικής κοινωνίας αναπτυχθούν σε ένα συγκεκριμένο βαθμό, συγκρούονται με τις παραγωγικές σχέσεις ή σχέσεις ιδιοκτησίας οι οποίες αντί να λειτουργούν πλέον ως μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, λειτουργούν ως δεσμά τους, σηματοδοτώντας κοινωνικές επαναστάσεις (Μαρξ, 1997: 8-9). Στον διαλεκτικό ιστορικό υλισμό του Μαρξ, η ιστορία της ανθρωπότητας ταυτίζεται με την ιστορία της <<πάλης των τάξεων>> (Πουλαντζάς, 1990:187). Το συγκεκριμένο πεδίο της ταξικής πάλης δομείται από τα ανταγωνιστικά συμφέροντα των αντιτιθέμενων κοινωνικών τάξεων. Στο οικονομικό πεδίο, οι ταξικές διαφορές εκφράζονται μέσω της οικονομικής πάλης των τάξεων σε ανταγωνιστικές οικονομικές πρακτικές. Στο πολιτικό πεδίο, οι ταξικές αντιθέσεις και ανταγωνισμοί, που αφορούν την εξουσία και το μηχανισμό του κράτους, απορρέουν από τις σχέσεις πολιτικής κυριαρχίας εφόσον το κράτος θωρακίζει τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Στο ιδεολογικό πεδίο, ιδεολογική πάλη πηγάζει από τη σχέση ιδεολογικής ηγεμονίας και ιδεολογικού εμποτισμού, με την άρχουσα τάξη να έχει υπό τον έλεγχο της τις λαϊκέ μάζες, οι οποίες καθυποτάσσονται στην κυρίαρχη ιδεολογία της (Πουλαντζάς, 1990:187, 200-201).
Ο Γερμανός φιλόσοφος, στην ιστορική πορεία διακρίνει τέσσερις σημαντικούς σταθμούς, οι οποίοι διέπονται κάθε φορά από μια νέα προσαρμογή των παραγωγικών σχέσεων στις παραγωγικές δυνάμεις: την πρωτόγονη κοινωνία, τον αρχαίο κόσμο, τη φεουδαρχία και τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής (Μαρξ, 1997:14). Οι αστικές παραγωγικές σχέσεις συνιστούν την τελευταία αντιφατική όψη της διαδικασίας της κοινωνικής παραγωγής. Ο αντιφατικός χαρακτήρας της νεωτερικής καπιταλιστικής κοινωνίας οφείλεται, σύμφωνα με τον Μαρξ, στους όρους της κοινωνικής συνύπαρξης των ατόμων και στην επιλεκτική εφαρμογή των κανονιστικών αιτημάτων του Διαφωτισμού αποκλειστικά στις οικονομικές σχέσεις και την αγορά, ως αποτέλεσμα της έλευσης του εμπορευματικού καπιταλισμού (Μαρξ, 1997:9 / Ρωμανός, 2010:61). Με την δυναμική του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που περιβάλλεται από την απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων, τη γενίκευση της εμπορευματικής παραγωγής, την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, την κεφαλαιοποίηση του τρόπου παραγωγής και την εξαγωγή υπεραξίας, μέσω της εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας ατόμων που δεν κατέχουν τα μέσα παραγωγής, η καπιταλιστική κοινωνία βρίσκεται σταδιακά αντιμέτωπη με μια συνολική εμπορευματοποίηση των κοινωνικών σχέσεων, των θεσμών και της πολιτικής οργάνωσης. Ως αποτέλεσμα προκύπτει η παραγωγή μιας στρεβλής συνείδησης, που από τη μια οδηγεί στον περιορισμό της ανθρώπινης χειραφέτησης και από την άλλη υποθάλπει την <<πάλη των τάξεων>> (Ρωμανός, 2010:61,64-69).
Εκτενέστερα, ο Μαρξ εστιάζεται στον επιβεβλημένο χαρακτήρα του καταμερισμού της εργασίας, λειτουργώντας ως μια αντικειμενική εξωτερική δύναμη. Έτσι, η συνολική παραγωγική δύναμη, που πηγάζει από τη συνεργασία των ατόμων και είναι στον ίδιο βαθμό επιβεβλημένη, δεν παρουσιάζεται ως δική τους ενωμένη δύναμη αλλά ως μια ξένη, εξωτερική και ανεξέλεγκτη δύναμη, που διευθύνει τη βούληση και την πορεία των ανθρώπων (Μαρξ, 1997:80-81). Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής , όπου ο εργάτης όσο περισσότερο πλούτο παράγει, πολλαπλασιάζοντας την παραγωγή, τόσο φτωχότερος γίνεται, εφόσον ο ίδιος καθίσταται ολοένα και πιο φτηνό εμπόρευμα, η εργασία δεν παράγει απλώς εμπορεύματα, αλλά παράγει αναλόγως και τον εαυτό της και τους εργάτες ως εμπορεύματα. Συνεπώς, η πραγμάτωση της εργασίας ταυτίζεται με τη μετατροπή της ίδιας της εργασίας σε αντικείμενο, γεγονός που στις δεδομένες οικονομικές συνθήκες μεταφράζεται στην πράξη απώλεια της πραγμάτωσης για τους εργάτες, δηλαδή απώλεια του αντικειμένου της εργασίας τους και υποδούλωση σε αυτό. Σύμφωνα με τον Μαρξ, αυτή η ιδιοποίηση του αντικειμένου παρουσιάζεται ως αποξένωση και αλλοτρίωση (Μαρξ, 1975:85-86). Ο εργάτης δεν αλλοτριώνεται μόνο από το προϊόν της εργασίας του, αλλά από την ίδια τη δραστηριότητα της εργασίας, εφόσον δεν εκπληρώνει τις δικές του προσδοκίες και τελικά από την ίδια του τη φύση, εφόσον αλλοτριώνεται από τους συνανθρώπους του, με τους οποίους βρίσκεται σε ένα διαρκή ανταγωνισμό για εργασία (Craib, 2012:158-159).
Είναι εμφανές, ότι ο απρόσωπος χαρακτήρας που λαμβάνει η εργασία, εξαιτίας του πολύπλοκου καταμερισμού της καθώς και η διεκπεραίωση του συντονισμού μόνο στο στάδιο της κυκλοφορίας και της αγοράς, η οποία στο πλαίσιο του καπιταλισμού ανάγεται σε οικουμενική μορφή κοινωνικής επαφής, σημαίνει ταυτόχρονα ότι και ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής, δηλαδή η συλλογική, διαπροσωπική σχέση μεταξύ των παραγωγών εκφράζεται μόνο κατά τη διαδικασία της ανταλλαγής, λαμβάνοντας τη μορφή μιας σχέσης πραγμάτων. Στο παραπάνω φαινόμενο, που χαρακτηρίζεται από τον Μαρξ ως φετιχισμός του εμπορεύματος, οι κοινωνικές σχέσεις <<αντικειμενοποιούνται>> ενώ τα προϊόντα <<υποκειμενοποιούνται>>, με αποτέλεσμα τη συνολική <<πραγμοποίηση>> του αστικού κόσμου και την υποταγή των ανθρώπων στη διαδικασία της ανταλλαγής (Ρωμανός, 2010:73-74 / Μπαλιμπάρ, 1996:96). Τα εμπορεύματα σταματούν να αποτελούν απλώς υλικά αντικείμενα, προορισμένα να ικανοποιούν τις ατομικές ή συλλογικές ανάγκες και αποκτούν ανταλλακτική αξία, η οποία δεν καθορίζεται από τον τομέα της παραγωγής, αλλά από τους αντικειμενικούς νόμους της κυκλοφορίας στην αγορά, ενσωματώνοντας το κέρδος του καπιταλιστή. Επομένως, το χρήμα καθίσταται το κυρίαρχο οικονομικό φετίχ, ο εργάτης δεν αναγνωρίζει τα μέσα παραγωγής ως υλικά στοιχεία της παραγωγικής του δραστηριότητας, αλλά καθίσταται μέσο της δικής τους <<αυτοπραγμοποίησης>>, ενώ οι αποφάσεις των ατόμων δεν ρυθμίζουν τη διακύμανση των τιμών, αλλά η διακύμανση των τιμών προσδιορίζει τις συνθήκες στις οποίες τα άτομα αποκτούν πρόσβαση στα εμπορεύματα (Ρωμανός, 2010:76 / Μπαλιμπάρ, 1996:97).
- Ο ρόλος των κρατικών και ιδεολογικών μηχανισμών στη νεωτερική καπιταλιστική κοινωνία
Αντίθετα με τους Λοκ, Ρουσσώ, Χέγκελ και Σμιθ, που πρεσβεύουν ότι ο πολιτικός μηχανισμός του κράτους αντιπροσωπεύει το συλλογικό συμφέρον, ως πεδίο συναίρεσης των συγκρούσεων που πηγάζουν από τα αντιφατικά ιδιωτικά συμφέροντα, ο Μαρξ θεωρεί ότι στο πλαίσιο της αλλοτριωτικής νεωτερικής κοινωνίας, το σύγχρονο κράτος αντιπροσωπεύει την <<ειδική θέληση>> και τα συμφέροντα της άρχουσας αστικής τάξης (Ρωμανός, 2010:78). Η ανάπτυξη της αστικής τάξης, σύμφωνα με τον γερμανό κοινωνιολόγο, υπήρξε σε σημαντικό βαθμό συνδεδεμένη με την αύξηση της πολιτική της δύναμης, ώστε με την επικράτηση της σύγχρονης βιομηχανίας αλλά και της παγκόσμιας αγοράς, η αστική τάξη είχε κατακτήσει, μέσω του σύγχρονου αντιπροσωπευτικού κράτους, τον απόλυτο πολιτικό έλεγχο, μετατρέποντας την εκτελεστική εξουσία σε επιτροπή διαχείρισης των υποθέσεών της και τη νομοθεσία, πολιτική ή αστική, σε μέσο διακήρυξης της βούλησης των οικονομικών σχέσεων (Craib, 2012:187-190). Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το σύγχρονο κράτος ως <<όργανο>> ταξικής κυριαρχίας, ο Καρλ Μαρξ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η νεωτερική κοινωνία είναι αλλοτριωτική και ως προς την πολιτική της οργάνωση, εφόσον η <<συλλογικότητα>> ως κράτος εμφανίζεται ως μια ψευδεπίγραφη κοινότητα, που αν και βασίζεται στους πραγματικούς δεσμούς που χαρακτηρίζουν κάθε οικογενειακό και φυλετικό σύνολο, είναι διαχωρισμένη από τη <<γενική θέληση>> της λαϊκής-πολιτικής κοινωνίας από την οποία και απορρέει (Ρωμανός, 2010:7879).
Σύμφωνα με τον Μαρξ, το κράτος επισφραγίζει ένα καθεστώς αδικίας, αφενός διότι παρέχει το νομικό υπόβαθρο που νομιμοποιεί την ατομική ιδιοκτησία και αφετέρου διότι θεσπίζει φορολογικούς μηχανισμούς, που μεθοδεύουν μια μεροληπτική κατανομή του παραγόμενου πλούτου. Μέσω του νόμου, ρυθμίζει τον αθέμιτο ανταγωνισμό για να αποτρέψει τη σύσταση μονοπωλίων και να περιφρουρήσει την ελεύθερη αγορά, ενώ επιβάλλοντας, μέσω κατασταλτικών μηχανισμών, τη συνολική ομαλότητα, καθίσταται εγγυητής της αέναης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Έτσι, διευκολύνει την ηγεμονία της άρχουσας τάξης, καλλιεργώντας την ψευδαίσθηση μαζικής συμμετοχής στην εξουσία, μέσω πολιτικών θεσμών και διαδικασιών, όπως οι εκλογές, που εξασφαλίζουν μια τυπική έκφραση ελευθερίας και ισότητας (Ρωμανός, 2010:78-79). Προσθέτοντας, το κράτος διαθέτει και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς, όπως ο μηχανισμός του σχολείου, της θρησκείας, ο πολιτικός μηχανισμός και ο μηχανισμός των μέσων ενημέρωσης που επιτελούν το ρόλο του ιδεολογικού εμποτισμού. Παρά τη σχετική αυτονομία των κρατικών μηχανισμών το καπιταλιστικό κράτος σφραγίζεται από την ιδιαίτερη εσωτερική ενότητα της ταξικής εξουσίας της ηγεμονικής τάξης. Η λειτουργία του κρατικού συστήματος κατοχυρώνεται μέσω της επικράτησης ορισμένων μηχανισμών επί των υπολοίπων, ενώ ο κυρίαρχος μηχανισμός αποτελεί την έδρα της εξουσίας της ηγεμονικής τάξης. Ωστόσο, οι μεταβολές στους μηχανισμούς δεν καθορίζονται από θεσμικές ρυθμίσεις, αλλά από την ταξική πάλη (Πουλαντζάς, 1990:211-215).
Η θεωρία του Μαρξ για την ιδεολογία, που συνοψίζει το σύνολο των ιδεών, νοημάτων και αξιακών κανόνων που διατρέχουν το εποικοδόμημα της νεωτερικής κοινωνίας, συνδέεται άμεσα με τη θεωρία του για την εξουσία (Ρωμανός, 2010:80). Κατά τον Μαρξ, οι κυρίαρχες ιδέες κάθε εποχής, ως ιδεατή έκφραση των υλικών σχέσεων, συνιστούν προϊόντα της άρχουσας τάξης, η οποία έχει υπό την κατοχή της όχι μόνο τα μέσα παραγωγής αλλά και τα μέσα της πνευματικής παραγωγής (Μαρξ, 1997:64). Η ιδεολογική κυριαρχία μιας τάξης βασίζεται στην αναγκαστική ψευδαίσθηση ότι εκπροσωπεί τα συμφέροντα όλης της κοινωνίας (Μαρξ, 1997:18). Κατά τον Δεμερτζή, η ιδεολογία λειτουργεί καταρχάς ως δικαίωση και νομιμοποίηση των σχέσεων εξουσίας και κυριαρχίας. Στο πλαίσιο της διαπλοκής αντιτιθέμενων κυριαρχικών στρατηγικών, οι ιδεολογίες διαμορφώνονται και λειτουργούν ως <<εξουσιαστικοί πόροι>> που εξασφαλίζουν τα αποτελέσματα με τη μέγιστη δυνατή συναίνεση. Εκτός από τις πολιτικές ιδεολογίες, σημαντικό νομιμοποιητικό ρόλο στη σφαίρα της οικονομίας, της επιστήμης και της οικογένειας κατέχουν και οι <<ήπιες>> ιδεολογίες, όπως ο φετιχισμός του εμπορεύματος, ο καταναλωτισμός, ο επιστημονισμός και ο ατομικισμός. Επίσης, η ιδεολογία λειτουργεί ως μηχανισμός κινητοποίησης, καθώς ήδη από το 18ο και 19ο αιώνα, οι κοινωνικές αντιδικίες σφραγίζονται νοηματικά από αντιμαχόμενες ιδεολογίες. Καταλήγοντας, η ιδεολογία συμβάλλει στη δημιουργία ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων (Δεμερτζής, 1998:92-98).
Σύμφωνα με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, ο καταμερισμός της εργασίας δυναμιτίζει την αντίφαση μεταξύ του ατομικού συμφέροντος και του συμφέροντος της κοινότητας, που αναφέρεται στην αμοιβαία αλληλεξάρτηση των ατόμων στα οποία κατανέμει η εργασία. Το συμφέρον της κοινότητας αποκομίζει την ανεξάρτητη μορφή του κράτους, το οποίο αντιτίθεται στα ατομικά συμφέροντα και της κοινότητας, λειτουργώντας ως ψευδαίσθηση κοινοτικής ζωής και οδηγώντας τον άνθρωπο στην εθελούσια υποταγή του στην κυριαρχική εντολή. Με αυτόν τον τρόπο, το έθνος, παρότι στη νεωτερική του σύλληψη εκπροσωπεί τη συλλογική ταυτότητα, ουσιαστικά συγκαλύπτει τις κοινωνικές αντιφάσεις, προβάλλοντας τη σύγχρονη πραγματικότητα ως ένα ενιαίο πεδίο που υπερβαίνει τις επιμέρους ταξικές διαφορές (Craib, 2012:190 / Ρωμανός, 2010:79-81). Ταυτόχρονα, η κοινωνική ζωή και πρακτική διαχωρίζεται και επιμερίζεται σε διάφορους τομείς και τα άτομα υποδύονται διαφορετικούς ρόλους, περνώντας από τη μία λειτουργία στην άλλη. Οι παραπάνω συνθήκες εντυπώνονται στη συνείδηση των ανθρώπων και επισφραγίζουν τη θεωρητική διάκριση της οικονομικής <<βάσης>> από το κοινωνικό, πολιτικό και ιδεολογικό «εποικοδόμημα» (Αντωνοπούλου, 2008:156157). Επίσης, η αναβάθμιση της έννοιας της ατομικής ελευθερίας στοχεύει, σύμφωνα με τον Μαρξ, στην επιβολή της ατομικής ιδιοκτησίας σε εκείνους που δεν έχουν ανάλογα δικαιώματα και ως εκ τούτου η συλλογική δράση συνιστά μοναδική διέξοδο για όσους δεν κατέχουν ατομική ιδιοκτησία ( Craib, 2012:182-183).
Στη μαρξική σκέψη, τόσο η ιδεολογία όσο και η θρησκεία, ως συστήματα αναπαράστασης της πραγματικότητας, προβάλλουν μια διαστρεβλωμένη και συγκεχυμένη εικόνα της κοινωνίας, καθώς όπως οι μεσαιωνικές αξίες του χριστιανισμού συγκάλυπταν τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα του φεουδαλικού συστήματος, έτσι και οι νεωτερικές αξίες περί ελευθερίας, ισότητας και ατομικότητας αποκρύπτουν την επιβεβλημένη φύση της εργασίας του σύγχρονου προλετάριου. Έτσι, η ιδεολογία, ως ψεύτικη αναπαράσταση του κόσμου, που συνοψίζει μεροληπτικές, στρεβλές και παραπλανητικές ιδέες, οι οποίες, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, εξυπηρετούν τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, αντιτίθεται στην αλήθεια και την επιστήμη και συνάδει με τη φιλοσοφία της επιστήμης και κυρίως με την επιστημολογία, δηλαδή τη θεωρία της γνώσης (Craib, 2012:187). Συνεπώς, η νεωτερικότητα, αντί να εξορθολογίζει τον κόσμο, σηματοδοτεί μια εκμάγευση, όπου το άτομο βιώνει την πραγματικότητα μέσα από τον απατηλό κόσμο των ιδεών, χωρίς να αντιλαμβάνεται τον εκμεταλλευτικό κόσμο της υλικής ζωής. Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί τελούν συγχρόνως ως μηχανισμοί πολιτικής ισχύος, καθώς αυτή η διάπλαση της συνείδησης διαιωνίζει και αναπαράγει τις εδραιωμένες εξουσιαστικές σχέσεις (Ρωμανός, 2010:80-81).
Σύμφωνα με τον γερμανό φιλόσοφο, η αλλοτριωμένη ιδεολογία μπορεί να εξαλειφθεί μόνο μέσω της πολιτικής πράξης και όχι μέσω των αναπαραστάσεων της ζωής, δηλαδή μέσω της συλλογικής κατάληψης της εξουσίας και του κράτους, ώστε το κράτος να πάψει να αποτελεί έναν θεσμό που αντιδιαστέλλεται προς την κοινωνία (Craib, 2012:193 / Μαρξ, 1997:13). Η απελευθέρωση του ανθρώπου δύναται να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω του επαναστατικού μετασχηματισμού της αστικής κοινωνίας σε κομμουνιστική κοινωνία, στο πλαίσιο της οποίας θα τερματιστεί η ατομική ιδιοκτησία, ο επιβεβλημένος καταμερισμός της εργασίας, αλλά και η ίδια η ταξική δομή. Όπως τονίζει ο Μαρξ, μέσω της κομμουνιστικής επανάστασης, το προλεταριάτο δεν θα αντικαταστήσει την κυριαρχία της αστικής τάξης, αλλά θα καταργήσει την κυριαρχία όλων των τάξεων, καταργώντας τις ίδιες τις τάξεις (Μαρξ, 1997:14). Στη μελλοντική κομμουνιστική κοινωνία θα επιβληθεί ένας νέος τρόπος παραγωγής, που θα διέπεται από τη συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και την εφαρμογή ενός αυθόρμητου, οικιοθελούς και ισότιμου καταμερισμού της εργασίας, που θα επιτρέπει στο άτομο να καλλιεργήσει όλες τις ικανότητες του και να απασχοληθεί σε όλες τις σφαίρες της ανθρώπινης δραστηριότητας (Ρωμανός, 2010:83).
Συμπεράσματα
Συνοψίζοντας, στον διαλεκτικό ιστορικό υλισμό του Μαρξ, κινητήρια δύναμη της ιστορίας δεν είναι η σκέψη και η συνείδηση των ανθρώπων, αλλά οι μεταβολές στο εσωτερικό των τρόπων παραγωγής των κοινωνιών και στον αντίστοιχο καταμερισμό της εργασίας, που καθορίζουν το σύνολο της κοινωνικής ζωής. Η υλική βάση μιας κοινωνίας καθορίζει το νομικό, πολιτικό και ιδεολογικό της εποικοδόμημα. Οι ιστορικές μεταβολές επέρχονται μέσω της πάλης των τάξεων και της εκδήλωσης κοινωνικών επαναστάσεων. Η νεωτερική καπιταλιστική κοινωνία σφραγίζεται από την επικράτηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και του διευρυμένου και καταναγκαστικού καταμερισμού της εργασίας, καθώς και από την εξάπλωση της εμπορευματικής παραγωγής, που οδηγεί στη συνολική αλλοτρίωση και φετιχοποίηση των κοινωνικών σχέσεων. Το σύγχρονο κράτος λειτουργεί ως <<όργανο>> ταξικής κυριαρχίας, εφόσον προασπίζεται τα συμφέροντα της αστικής τάξης, ενώ η κυρίαρχη ιδεολογία νομιμοποιεί και αναπαράγει τις νεωτερικές σχέσεις κυριαρχίας, εφόσον συνιστά προϊόν της άρχουσας τάξης, η οποία έχει υπό τον έλεγχο της όχι μόνο τα μέσα παραγωγής, αλλά και τα μέσα της διανοητικής παραγωγής. Σύμφωνα με τον Μαρξ, η απελευθέρωση του νεωτερικού ανθρώπου μπορεί να επέλθει μέσω του επαναστατικού μετασχηματισμού της αστικής κοινωνίας σε κομμουνιστική και την εφαρμογή της καταστατικής αρχής της ελευθερίας σε όλα τα πεδία της ζωής.
Βιβλιογραφία
Μ. Αντωνοπούλου (2008), Οι Κλασικοί της Κοινωνιολογίας, Κοινωνική θεωρία και νεότερη κοινωνία, Αθήνα: εκδόσεις Σαββάλας
http://library.panteion.gr:8080/dspace/bitstream/123456789/552/1/antonopoulou.
Craib (2012), Κλασική Κοινωνική Θεωρία: Μία εισαγωγή στη σκέψη των Μαρξ, Βέμπερ, Ντυρκέμ και Ζίμμελ, μτφρ. Μ. Καρασαρίνης – Π. Λέκκας, Αθήνα: Παπαζήσης
Ν.Δεμερτζής (1998), <<Οι ιδεολογίες και η αναπαραγωγή της κοινωνίας» στο Θάνος Λίποβατς – Νίκος Δεμερτζής, Δοκίμιο για την Ιδεολογία, Αθήνα: Οδυσσέας.
Κ. Μαρξ (1997), Γερμανική Ιδεολογία, τόμος Α’ , μτφρ. Κώστα Φιλίνη, Αθήνα: Gutenberg.
Κ. Μαρξ (1975), Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα 1844, μτφρ. Α. Λυκούργος, Αθήνα: Γλάρος.
Ε. Μπαλιμπάρ (1996), Η Φιλοσοφία του Μαρξ, μτφρ. Α.Στυλιανού, Αθήνα: Νήσος.
Ν. Πουλαντζάς (1990), <<Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς>> στο Φ. Σατελέ (επιμ.) Η
φιλοσοφία. Από τον Καντ ως τον Husserl, τόμος Γ’, μετάφραση Κ. Παπαγιώργης, Αθήνα: Γνώση.
Β. Ρωμανός (2010), <<Η Μαρξιστική Κριτική της Νεωτερικότητας και το Πρόβλημα της Ορθολογικότητας της Ιστορίας», στο Σ. Μ. Κονιόρδος (επιμ.)
Κοινωνική Σκέψη και Νεωτερικότητα, Αθήνα, Gutenberg
*ο Γ.Α.Κ είναι τελειόφοιτος στον τμήμα Ευρωπαϊκού Πολιτισμού (ΕΑΠ)