Αρβανίτες: Οι Δωριείς του Νέου Ελληνισμού
Κείμενο: Βασίλης Ραφαηλίδης
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Έθνος (17.5.87)
ΜΙΑ σειρά κειμένων για τους ‘Ελληνες και την ελληνικότητα που δημοσιεύτηκαν σ’ αυτή τη σελίδα με αφορμή τη σχετικά πρόσφατη έκδοση του βιβλίου του Γεράσιμου Κακλαμάνη «Επί της δομής του νεοελληνικού Κράτους», δημιούργησαν πάρα πολλές αντιδράσεις, θετικές και αρνητικές.
Για να υπάρξει, στο μέτρο του δυνατού, ένας στοιχειώδης έστω διάλογος, κυρίως με τους αντιφρονούντες, θα δημοσιεύσουμε σχολιασμένα τα πιο ενδιαφέροντα γράμματα που έφτασαν στα χέρια μας, με την ελπίδα πως ο αναγνώστης θα σχηματίσει έτσι μια σαφέστερη εικόνα για την άποψη που έχουν οι Νεοέλληνες για τον εαυτό τους.
Άποψη που, όπως θα αντιληφθείτε, είναι περισσότερο συναισθηματική παρά επιστημονική, ή έστω απλά λογική. Πιστεύουμε πως η «αγάπη για την πατρίδα», όταν δεν είναι λογικά τεκμηριωμένη, είναι μια οιονεί ερωτική κατάσταση που δεν εξυπηρετεί ούτε την πατρίδα, ούτε τους ερωτευμένους με την πατρίδα. ‘Αλλωστε, σύμφωνα με τον Βίλχελμ Ράιχ, τέτοιες ερωτικές καταστάσεις που δεν έχουν σαν αντικείμενο ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά ένα κοινωνικό μόρφωμα, όπως λέμε τις υπερπροσωπικές συσσωματώσεις ανθρώπων, οδηγούν κατ’ ανάγκην στον φασισμό, του οποίου αποτελούν το ψυχολογικό υπόβαθρο. Γιατί, όπως είναι γνωστό, ο φασισμός δεν είναι κοινωνικό σύστημα, αλλά μια ψυχοπαθολογική κατάσταση που περιβάλλει ένα συγκεκριμένο κοινωνικό σύστημα, τον καπιταλισμό. Πιστεύουμε πως από τα κείμενα που προηγήθηκαν έγινε αντιληπτό πως ο άκριτος εθνικισμός δεν είναι παρά το σπέρμα του φασισμού, σε όλες του τις παραλλαγές.
ΠΡΟΣΕΞΤΕ λοιπόν καλά το γράμμα ενός Αρβανίτη από την Ελευσίνα που δημοσιεύουμε στη συνέχεια για να επισημάνετε από την αρχή μια μορφή σοβινισμού, πολύ διαφορετική ωστόσο από την κρατούσα, αλλά εξίσου καταδικαστέα μ’ αυτήν παρά τα πάμπολλα ιστορικά άλλοθι που θα μπορούσε να επικαλεσθεί ο φίλος Ντίνος Ρούσσης.
– Αγαπητέ Ραφαηλίδη, είμαι Αρβανίτης και φίλος του κινηματογράφου. Διαβάζω αρκετές φορές τα άρθρα σου στο κυριακάτικο «Έθνος». (Μια φορά έτυχε και να συζητήσουμε στην Ελευσίνα που είχες έρθει πριν μερικά χρόνια, προσκεκλημένος της τοπικής κινηματογραφικής λέσχης.) Διάβασα τα άρθρα σου που έγραψες με αφορμή το βιβλίο του Γερ. Κακλαμάνη. Έμπλεξες και τους Αρβανίτες εκεί μέσα, έδειξες ότι μας συμπαθείς. (Την έρευνα για τους Αρβανίτες εννοώ ότι δείχνεις να συμπαθείς.)
Αισθάνθηκα την ανάγκη να απαντήσω σε ένα γνωστό μου (γνωστό από τον κινηματογράφο, βέβαια) με την πεποίθηση ότι δε λάθεψα στην εκτίμησή μου ότι πράγματι υπάρχει ενδιαφέρον για μελέτη σ’ αυτό το ζήτημα από την πλευρά σου, και όχι για «να βάλω τα πράγματα στη θέση τους». 1 Γράφεις: «Γιατί οι Βλάχοι, οι Αρβανίτες, οι Σλάβοι, οι Πομάκοι, οι Τούρκοι, οι Αρμένιοι και οι Εβραίοι που κατοικούν σ’ αυτήν την χώρα να συνεχίζουν να αισθάνονται οιονεί φιλοξενούμενοι σ’ έναν τόπο που είναι και δικός τους;» Περιορίζομαι και απαντώ (δικαιωματικά) για τους Αρβανίτες: Το ρήμα φιλοξενώ προϋποθέτει δύο πρόσωπα, ή ομάδες προσώπων, το φιλοξενούντα και το φιλοξενούμενο. Οι Αρβανίτες-φιλοξενούμενοι από ποιον φιλοξενούνται; Από τους ‘Ελληνες; Ποιους Έλληνες; Τους αρχαίους ή τους σημερινούς; Μα, οι Αρβανίτες είναι αναπόσπαστο (και ουσιώδες) συστατικό του νέου Ελληνισμού. Η ειρηνική κάθοδος τους στα νότια μέρη της ελληνικής χερσονήσου συμπίπτει (και συντείνει) με την αρχή της δημιουργίας της ελληνικής λαότητας. Έτσι, γίνεται απ’ τα κύρια (και το πιο δυναμικό) συστατικό της. Το ομόαιμον με τους ‘Ελληνες, νοούμενον ως αδιάλειπτος συνέχεια των αρχαίων ημών προγόνων είναι πρόβλημα που απασχολεί άλλους.
Οι αγώνες τους κατά του τούρκικου επεκτατισμού, με την πτώση της Κωνσταντινούπολης, είναι φοβεροί και αιματηρότατοι. Ονόματα μεγάλων ανδρών υπάρχουν πολλά. Η ιστορία που διδασκόμαστε στα σχολεία, σταματάει με την πτώση της Πόλης και αφήνει (σκόπιμα) ένα τεράστιο κενό, αυτό της ιστορίας της Μεσαιωνικής Ελλάδας, και αρχίζει λίγο μετά την Επανάσταση του ‘ 21. Και είναι ακριβώς σ’ αυτό το τμήμα της Ιστορίας που αρχίζει να διαμορφώνεται, μέσα από μια πανσπερμία φυλών, η νεοελληνική λαότητα (…). Η οθωμανική επικράτηση σε όλα τα Βαλκάνια ανάγκασε πολλούς Αρβανίτες να καταφύγουν στη Νότια Ιταλία και τη Σικελία, όπου οι ορθόδοξοι υπάρχουν και σήμερα, διατηρώντας τη γλώσσα τους, τη θρησκεία τους, το χαρακτήρα τους (οι καθολικοί Αρβανίτες διαλύθηκαν στην ιταλική κοινωνία, και χάσανε την ιδιαιτερότητά τους). Ερώτηση: Να αισθάνονται άραγε φιλοξενούμενοι αυτοί της ορθόδοξης νησίδας μέσα στον ωκεανό του καθολικισμού; Το κομμάτι αυτό του νεοελληνισμού, που έχει καθημερινή γλώσσα την αρβανίτικη, έπαιξε τον κύριο ρόλο στη δημιουργία του κράτους αυτού που ζούμε σήμερα από στρατιωτική και οικονομική άποψη. Γιατί λοιπόν η πολιτική πρωτιά ανήκει, σε άλλα κομμάτια; (Ο Φαλμεράιερ, αφού πολύ τον γουστάρετε, γράφει ότι η Ελληνική Επανάσταση υπήρξε στην πραγματικότητα έργο των Αλβανών.) Μάλιστα, στο κράτος που προέκυψε αμέσως μετά το ’21 (του Καποδίστρια και του ‘Οθωνα) σχεδόν η πλειοψηφία των κατοίκων του μιλούσε αρβανίτικα. Και το πιο σημαντικό (ποσοτικά και ποιοτικά) κομμάτι της άρχουσας τάξης του ήταν Αρβανίτες.
ΑΝΤΙΓΡΑΦΩ απ’ το βιβλίο του Φίνλεΐ «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης», γραμμένο στα μέσα του 19ου αιώνα, τόμος Α, σελ. 45: «Σήμερα, οι Αλβανοί έποικοι κατοικούν σ’ όλη την Αττική και τη Μεγαρίδα, εκτός απ’ την Αθήνα και τα Μέγαρα, όπου μέρος μόνο του πληθυσμού τους είναι Αλβανοί. Κατέχουν επίσης το μεγαλύτερο τμήμα της Βοιωτίας και μια μικρή περι- οχή της Λοκρίδος, κοντά στην Αταλάντη. Αλβανούς συναντά, επίσης, κανείς στη Νότια Εύβοια και στα βόρεια της νήσου Άνδρου, σ’ ολόκληρη τη Σαλαμίνα και σε ένα τμήμα της Αίγινας. Πολλοί περισσότεροι εξακολουθούν ακόμα να είναι στην Πελοπόννησο, όπου κατέχουν ολόκληρη την Αργολιδοκορινθία και φτάνουν ως τα βόρεια της Αρκαδίας και τα ανατολικά της Αχαΐας. Στη Λακωνία, είναι εγκαταστημένοι στις πλαγιές του Ταϋγέτου, τα Βαρδούσια, που καταλήγουν στην πεδιάδα του ‘Ελους. Πέρα απ’ τον Ευρώτα ποταμό, Αλβανούς βρίσκουμε σε μια μεγάλη έκταση γύρω απ’ τη Μονεμβασία ως και στα νότια της Τσακωνιάς και στη βόρεια πλευρά του Κάβο – Μαλιά, εκεί όπου υπάρχει ολιγάριθμη εγκατάσταση Ελλήνων, στην περιοχή με τ’ όνομα Βάτικα. Στα δυτικά της Πελοποννήσου εξουσιάζουν σημαντική ορεινή έκταση από το Λάλα ως τη βορειοανατολική ακτή της Μεσσηνίας, στα νότια του Νέδοντος». Αρβανίτικο αίμα (και ως κάποια ιστορική στιγμή και αρβανίτικη γλώσσα) υπάρχει στα νησιά Κέα, Κύθνος, Ιος, Σάμος, Ψαρά, Κάσος, Σκόπελος (Βλ. Απ. Βακαλόπουλου «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού» τ. Β, σ. 131), καθώς και στη Ζάκυνθο, Κεφαλληνία, Ιθάκη, Λευκάδα, Κέρκυρα, Κύπρο, (Βλ. Κ. Μπίρη «Αρβανίτες, οι Δωριείς του νεώτερου ελληνισμού», σ. 156).
ΣΗΜΕΡΑ, πέρα απ’ αυτές τις περιοχές, Αρβανίτες υπάρχουν στο Νομό Θεσπρωτίας. (Άξιο να σημειωθεί ο βίαιος ξεριζωμός από δω το 1945 των μουσουλμάνων Αρβανιτών Τσιάμηδων και ο εξαναγκασμός τους να περάσουν στο Αλβανικό κράτος, αφού δεν είχαν προηγούμενα κατορθώσει να τους στείλουν στην Τουρκία με την ανταλλαγή των πληθυσμών: Κάθε ορθόδοξος ‘Ελληνας, κάθε μουσουλμάνος, Τούρκος!!).
Επίλογος: Αν επιμένουμε στο ρήμα φιλοξενώ, οι Αρβανίτες είναι φιλοξενούντες. Και έτσι αισθάνονται. Είναι δυνατό στην Αθήνα οι Πλακιώτες να αισθάνονται φιλοξενούμενοι;
_ Υστερόγραφο: Στον κατάλογο των φιλοξενουμένων που παραθέτεις ξεχνάς τους Γύφτους – Τσιγγάνους. Γιατί; Μήπως αυτοί είναι χειρότερα και από φιλοξενούμενοι;
2 Γράφεις: «Διότι, για να φτιαχτεί «Ελλάδα» πρέπει προς τούτο να υπάρχουν «’ Ελληνες», το πλάσμα δηλαδή που έβλεπαν οι φιλελεύθεροι ιστορικοί του περασμένου αιώνα στις αρχαιοελληνικές σπουδές τους». Και αφού δεν υπήρχαν τέτοιοι, έπρεπε να φτιαχτούν.
Δε φταίνε, βέβαια, μόνο οι φιλελεύθεροι ιστορικοί.
Φταίνε και οι Φαναριώτες, αυτό το καρκίνωμα του νέου Ελληνισμού. Φταίνε και οι Βαυαροί. Φταίει και ο Φαλμεράιερ που είπε μερικές αλήθειες. Φταίνε και τα δάνεια. Όλοι αυτοί στράφηκαν καταπάνω στο λαό, στις δημοκρατικές και λαϊκές παραδόσεις του. Και πρώτα απ’ όλα στράφηκαν ενάντια στη γλώσσα του (δημοτική και αρβανίτικη). Γιατί το μόνο επιχείρημα που απόμεινε στους λογιότατους, στις περί άμεσα εκ των αρχαίων θεωρίες τους για τη γέννηση του νέου Ελληνισμού, ήταν η γλώσσα. Τα αρβανίτικα κυνηγήθηκαν επίσημα και από τους ίδιους τους Αρβανίτες, αφού ένα σημαντικό κομμάτι της άρχουσας τάξης ήταν Αρβανίτες. Με την πάροδο των δεκαετιών πείστηκαν, ή εξαναγκάστηκαν να πειστούν, (η αλήθεια είναι ότι «πείστηκαν») ότι πρέπει να εγκαταλείψουν τη γλώσσα τους, αν θέλουν να γίνουν γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων και άξιοι πολίτες του ελληνικού κράτους. Η επίθεση αυτή ήταν ολομέτωπη και σε όλα τα επίπεδα. Άλλαξαν τα ονόματα των χωριών. Έτσι τα Κόκλα γίνανε Πλαταιές, τα Παραπούγγια γίνανε Λεύκτρα, το Μπράτσι έγινε Τανάγρα, και καυχιώνται οι δύσμοιροι, σε αντίθεση με εμάς από το Νταριμάρι που έγινε Δάφνη, που δεν έχουμε τέτοιους ενδόξους προγόνους. Γιατί, δεν πρέπει να είμαστε αυτό που είμαστε. Άλλαξαν, λοιπόν, τα ονόματα των τοπωνυμίων. Και οι δάσκαλοι κυνηγούσαν τα παιδιά μη μάθουν αρβανίτικα. Οι «μορφωμένοι» Αρβανίτες, οι υπάλληλοι, οι «κυριλέδες και δοξαπατρίδες» συμβούλευαν τους συγχωριανούς τους να μη μάθουν τα παιδιά τους αρβανίτικα.
Απ’ αυτή την «κοσμογονία» δεν μπορούσε, βέβαια, να λείψει και η Εκκλησία μας. Αντιγράφω από το βιβλίο του Γ.Ν. Σαχίνη «Υδραϊκή ψυχή», σελ. 39:
«Έτσι, μέχρι εδώ και λίγες δεκάδες χρόνια (1900) στα βουνά του νησιού ομιλείτο μόνο η αρβανίτικη γλώσσα, άλλη δεν εγνώριζαν, και μόνο όταν άρχισε η ακατάπαυτη καταπολέμησή της από το μητροπολίτη ‘Υδρας κλπ. Προκόπιο Καραμάνο σιγά σιγά επεκράτησε η ελληνική. Σήμερα, αρβανίτικα γνωρίζουν στην Ύδρα όσοι έχουν περάσει τα 75 τους χρόνια, απ’ αυτούς όχι όλοι, και θεωρείται σαν γλώσσα της παλιάς ‘Υδρας». Σημείωση: Το εθνικό έργο επετελέσθη, και η ‘Υδρα άγει την οδό των πεπρωμένων της, ήτοι της ερημώσεως και της τουριστικοποιήσεως. Αμήν.
3 Γράφεις: «Γιατί δε μας δίδαξαν στο σχολείο ότι το κράτος του Αλή Πασά ήταν ελληνικό; Οι Αλβανοί ιστορικοί Ροllο-Ρυtο στην «Ιστορία της Αλβανίας» πολύ σωστά μιλάνε για το μεγάλο αλβανικό πασαλίκι των Ιωαννίνων, για τον Αλβανό Αλή Πασά και «… τη φυλή των Σουλιωτών, που είχαν χριστιανική θρησκεία και αποτελούνταν από ελεύθερους βουνίσιους Αλβανούς με πολεμική παράδοση».
Για μένα δεν υπάρχει στις δύο θέσεις αντίθεση. Συμφωνώ απόλυτα με σένα και με ενθουσίασε η τόσο ρητή σου διατύπωση.
Θα μπορούσα να σου γράψω και άλλα. ‘Ομως, τι θα πούμε στην Ελευσίνα, όπου κατοικώ, όταν έρθεις προσκεκλημένος της Κινηματογραφικής Λέσχης μας για να αναλύσουμε καμιά ταινία; Οι Αρβανίτες είναι φιλόξενοι άνθρωποι και μπεσαλήδες (μπέσα: αρβανίτικη λέξη). 10 Μαρτίου 1987, Ντίνος Ρούσσης.
Το παραπάνω γράμμα – κείμενο του φίλου Ντίνου Ρούσση είναι πραγματικά αποκαλυπτικό. Καταρχήν γιατί τοποθετεί το πρόβλημα των Αρβανιτών στη σωστή του βάση, με ενάργεια και σαφήνεια. Κι ύστερα διότι μας δίνει πολύτιμες πληροφορίες για τη δύσκολη μοίρα των Αρβανιτών σ’ έναν τόπο που είναι και δικός τους, δεδομένου ότι κατοικούν σ’ αυτόν απ’ τον 14ο αιώνα, πριν καταλάβουν την Ελλάδα οι Τούρκοι. Οι Αλβανοί προωθήθηκαν προς Νότον σε διαδοχικά κύματα, και εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα ειρηνικά και χωρίς να συναντήσουν καμιά απολύτως αντίσταση απ’ τους γηγενείς, που εξαρχής τους υποδέχτηκαν σαν δικούς τους. Ο μεγάλος εποικισμός ωστόσο έγινε το 1380 όταν δύο ισχυρές φυλές Αλβανών με επικεφαλής τον Μπούα Σπάτα και τον Πέτρο Λιόσια ήρθαν και εγκαταστάθηκαν καταρχήν στην Αττική. Τα σημερινά τοπωνύμια Σπάτα και Λιόσια διαιωνίζουν τη μνήμη των δύο Αλβανών φυλάρχων – ηγετών που οδήγησαν τους πεινασμένους ορεσίβιους σε πιο εύφορες περιοχές.
Σήμερα, το ένα τέταρτο τουλάχιστον των Ελλήνων είναι αλβανικής καταγωγής – κι’ όποιος αμφισβητεί τη συμβολή των Αρβανιτών στο γράψιμο της νεοελληνικής ιστορίας είναι τουλάχιστον μωρός, όταν δεν είναι είτε ολικά αγράμματος, είτε υποδειγματικά κακοήθης.
ΟΜΩΣ, στο κατά τα άλλα έξοχο κείμενο του Ντίνου Ρούσση λανθάνει, εκτός απ’ τη δίκαιη πίκρα για την αποσιώπηση του ρόλου των Αρβανιτών, στην οποία συνέβαλαν και οι ίδιοι, στις περιπτώσεις που περνούσαν στην άρχουσα τάξη. ‘Οπως πολύ σωστά τονίζει ο επιστολογράφος μας, στο κείμενο λοιπόν του Ρούσση λανθάνει ένα είδος «αρβανίτικου σοβινισμού». Είναι φανερό πως ο Ρούσσης αισθάνεται υπερήφανος που είναι Αρβανίτης. Και τούτη ακριβώς η υπερηφάνεια είναι που μας κάνει να πιστεύουμε πως η πίκρα και ο καημός του Ρούσση κάπου έχουν μπερδευτεί με την αρβανίτικη μπέσα του, που σημαίνει αξιοπρέπεια και μαζί εντιμότητα και πείσμα. Μα, φίλε Ρούσση, δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς Αρβανίτης για να είναι μπεσαλής – και δεν είναι μπεσαλήδες όλοι οι Αρβανίτες. Υπάρχουν και ανάμεσά σας τόσα καθαρματάκια και τόσοι ψοφοδεείς, όσοι και σε οποιαδήποτε άλλη εθνότητα, απ’ αυτές που συναποτελούν τους Νεοέλληνες. Αρβανίτες δεν ήταν μόνο ο Μιαούλης και η Μπουμπουλίνα, αλλά και ο Κωλέττης, αν δεν κάνω σοβαρό λάθος. Και οι Αρβανίτες Μποτσαραίοι, μετά τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους, γίνανε κι αυτοί καταπιεστές και εκμεταλλευτές.
Πέραν τούτων, δεν έχει κανένα σοβαρό νόημα να αισθάνεται κανείς υπερήφανος διότι κάποιοι πρόγονοι του έχουν την Α και όχι τη Β φυλετική ρίζα. Άλλωστε, όπως δεν υπάρχουν «καθαρόαιμοι» ‘ Ελληνες, έτσι δεν υπάρχουν και «καθαρόαιμοι» Αρβανίτες.
Και όπως δε δικαιολογείται η φυλετική υπερηφάνεια για τους Έλληνες, άλλο τόσο δε δικαιολογείται και για τους Αρβανίτες.
10 Σχόλια