[Η εθνική γλώσσα]
Κείμενο: Eric J. Hobsbawm*
Μετάφραση: Χρυσ. Νάντρις
[…] Αλλά αν η ταύτιση του κράτους με ένα έθνος κινδύνευε να δημιουργήσει έναν αντι-εθνικισμό, η ίδια η πορεία του εκσυγχρονισμού αύξησε αυτή την πιθανότητα, επειδή προϋπέθετε την ομοιογενειοποίηση και τυποποίηση των κατοίκων του, βασικά μέσω μιας γραπτής «εθνικής γλώσσας». Τόσο η άμεση διοίκηση ενός τεράστιου αριθμού πολιτών από τις σύγχρονες κυβερνήσεις, όσο και η τεχνική και οικονομική ανάπτυξη απαιτούσαν κάτι τέτοιο, διότι καθιστούσαν επιθυμητή τη βασική εκπαίδευση όλων και σχεδόν υποχρεωτική τη μαζική ανάπτυξη της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το πρόβλημα δημιουργείται από την κλίμακα δράσης των λειτουργιών του κράτους, καθώς και από την ανάγκη του για άμεση επαφή με τους πολίτες του. Έτσι, Η μαζική εκπαίδευση πρέπει, για πρακτικούς λόγους, να γίνεται σε μια δημοτική γλώσσα, ενώ η εκπαίδευση για μια περιορισμένη ελίτ μπορεί να χρησιμοποιεί μια γλώσσα που δεν είναι κατανοητή ή δεν ομιλείται από το σύνολο του πληθυσμού ή, στην περίπτωση των «κλασικών γλωσσών» όπως η λατινική, η κλασική περσική ή η κλασική γραπτή κινεζική, από κανέναν άλλον. Οι διοικητικές ή οι πολιτικές συναλλαγές στην κορυφή μπορούν να διεξάγονται σε μια γλώσσα ακατανόητη για τις μάζες του λαού, ακριβώς όπως η ουγγρική αριστοκρατία διεξήγε τις κοινοβουλευτικές της εργασίες πριν το 1840 στη λατινική γλώσσα, ή -ακόμα- στην αγγλική γλώσσα στην Ινδία, ενώ η προεκλογική εκστρατεία πρέπει να διεξάγεται σ’ ένα δημοκρατικό καθεστώς, με δικαίωμα ψήφου στο λαό, στην καθομιλουμένη γλώσσα. Πράγματι, οι οικονομικές λειτουργίες, η πολιτική και η τεχνολογία όλο και περισσότερο καθιστούν ζωτική την ανάγκη μιας γλώσσας για τη μαζική προφορική επικοινωνία -μια αναγκαιότητα που ενίσχυσε η εμφάνιση του κινηματογράφου, του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης- ούτως ώστε οι γλώσσες που αρχικά είχαν σχεδιαστεί ή λειτουργούσαν ως lingua francas για τους ομιλούντες αμοιβαία ακατανόητες καθομιλούμενες γλώσσες ή ως πολιτισμικά ιδιώματα για τους μορφωμένους, αναγκάζονται να λειτουργήσουν ως μέσα για την εθνική ομιλία: η κινεζική γλώσσα των Μανδαρίνων, η Μπαχάσα της Ινδονησίας, η Φιλιπίνο.
Αν η επιλογή της «επίσημης» εθνικής γλώσσας ήταν απλώς θέμα πρακτικής διευκόλυνσης, θα ήταν σχετικά εύκολη• θα έπρεπε να επιλέξει κάποιος το ιδίωμα που ήταν περισσότερο πιθανό να ομιλείται και ή να κατανοείται από τους περισσότερους πολίτες, ή εκείνο που θα διευκόλυνε περισσότερο την επικοινωνία μεταξύ τους. Η επιλογή της γερμανικής γλώσσας, από τον Ιωσήφ Β’, ως της διοικητικής γλώσσας της πολυεθνούς αυτοκρατορίας του ήταν εντελώς πραγματιστική μ’ αυτή την έννοια, όπως και η επιλογή της Hindi από τον Γκάντι για τη μελλοντική ανεξάρτητη Ινδία -ο ίδιος είχε μητρική του γλώσσα τη Gujarati- και μετά το 1947, η επιλογή της αγγλικής γλώσσας ως μέσου της εθνικής επικοινωνίας, που ήταν η περισσότερο αποδεκτή από τους Ινδούς. Στα πολυεθνικά κράτη το πρόβλημα θα μπορούσε να λυθεί στη θεωρία, όπως επεδίωξαν οι Αψβούργοι να το λύσουν από το 1848 και εξής, με την επινόηση να δοθεί στη «γλώσσα κοινής χρήσης» (Umgangsprache) κάποια επίσημη αναγνώριση σε ένα αρμόζον διοικητικό επίπεδο. Όσο πιο περιορισμένοι τοπικά και αγράμματοι παρέμειναν οι κάτοικοι ενός κράτους, δηλαδή πλησιέστερα στην παραδοσιακή αγροτική ζωή, τόσο λιγότερες πιθανότητες για σύγκρουση υπήρχαν μεταξύ ενός γλωσσικού επιπέδου, ενός γεωγραφικού συνόλου και κάποιου άλλου. Ακόμα και στο αποκορύφωμα της διαμάχης μεταξύ Γερμανών και Τσέχων στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων, ήταν δυνατόν να γράφουν:
«Σε ένα πολυεθνικό κράτος μπορεί να θεωρήσουμε δεδομένο ότι ακόμα και εκείνοι που δεν καταλαμβάνουν καμία επίσημη θέση, αποδέχονται το ερέθισμα, και στην πραγματικότητα, την υποχρέωση, να μάθουν τη δεύτερη γλώσσα -π.χ. οι έμποροι, οι τεχνίτες, οι εργάτες. Οι χωρικοί θίγονται λιγότερο από αυτή τη de facto ανάγκη. Διότι η αυτο-απομόνωση (Abgeschlossenheit) και η αυτάρκεια της ζωής στο χωριό, που διατηρείται μέχρι σήμερα, σημαίνουν ότι αυτοί σπάνια συνειδητοποιούν πόσο κοντά βρίσκεται μια κοινότητα που ομιλεί διαφορετική γλώσσα, τουλάχιστον στη Βοημία και τη Μοραβία, όπου οι άνθρωποι της υπαίθρου, και των δύο εθνοτήτων, απολαμβάνουν το ίδιο κοινωνικό και οικονομικό καθεστώς. Σε περιοχές όπως αυτές, το γλωσσικό σύνορο μπορεί να παραμείνει αμετάβλητο για αιώνες, ειδικά εφόσον η ενδογαμία που ισχύει στο χωριό και το δικαίωμα προτεραιότητας που έχουν τα μέλη της κοινότητας στις αγορές ακινήτων, περιορίζουν την επάνδρωση του χωριού με ξένους. Αυτοί οι ελάχιστοι ξένοι που έρχονται, γρήγορα αφομοιώνονται και ενσωματώνονται».
Η «εθνική γλώσσα» σπάνια αντιμετωπίζεται ως ένα πρακτικό πρόβλημα και ακόμα περισσότερο ως ένα ζήτημα ανεπηρέαστο από προκαταλήψεις• έτσι εξηγείται η απροθυμία των ανθρώπων να τις αναγνωρίσουν ως «κατασκευάσματα» και η προσπάθεια τους να επινοήσουν κάποια παράδοση γι’ αυτές, ανατρέχοντας στην ιστορία. Σε τελευταία ανάλυση η «εθνική γλώσσα» δεν ήταν, ακόμη και για τους ιδεολόγους του εθνικισμού, ένα πρακτικό και ανεπηρέαστο από προκαταλήψεις ζήτημα, όπως αυτό εξελίχθηκε μετά το 1830 και μετασχηματίστηκε προς το τέλος του αιώνα. Γι’ αυτούς η γλώσσα ήταν η ψυχή του έθνους, και, όπως θα δούμε, όλο και περισσότερο το κρίσιμο κριτήριο της εθνικότητας. Το ποια γλώσσα ή γλώσσες επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν στα δευτεροβάθμια σχολεία της Celje (Cilli), όπου συνυπήρχαν Γερμανόφωνοι και Σλαβόφωνοι, ήταν ένα ζήτημα που ξεπερνούσε τα όρια της διοίκησης. (Πράγματι αυτό το συγκεκριμένο ζήτημα συντάραξε την αυστριακή πολιτική ζωή το 1895). Όλοι, εκτός από τις εξαιρετικά τυχερές κυβερνήσεις πολύγλωσσων χωρών, ήξεραν πόσο εκρηκτικό ήταν το γλωσσικό πρόβλημα.
Αυτό που το έκανε ακόμα πιο εκρηκτικό ήταν ότι κάτω από ορισμένες περιστάσεις, όλοι οι εθνικισμοί που δεν είχαν ήδη ταυτισθεί με ένα κράτος, έγιναν αναγκαστικά πολιτικοί. Διότι το κράτος ήταν η μηχανή που έπρεπε να χειραγωγηθεί εάν μια «εθνότητα» επρόκειτο να μετατραπεί σε «έθνος», ή έστω αν έπρεπε να διαφυλαχθεί η υπάρχουσα θέση της από την ιστορική διάβρωση και αφομοίωση. Όπως θα δούμε, ο γλωσσικός εθνικισμός αφορούσε και αφορά ουσιαστικά στη γλώσσα της δημόσιας εκπαίδευσης και της επίσημης χρήσης της. Είναι για τα «γραφεία και τα σχολεία» όπως οι Πολωνοί, οι Τσέχοι και οι Σλοβένοι επαναλαμβάνουν ακούραστα από το 1848• είναι για το αν τα σχολεία στην Ουαλία θα έπρεπε να διδάσκουν στην ουαλική μαζί με την αγγλική γλώσσα, ή ακόμα και μόνον στην ουαλική• για την αναγκαιότητα να δίδουν ουαλικά ονόματα σε τοποθεσίες του πριγκηπάτου τους οι οποίες, επειδή δεν είχαν οικισθεί από ουαλόφωνους, δεν τα είχαν ποτέ• πρόκειται για τη γλώσσα των οδικών σημάτων και των ονομάτων των οδών για τις δημόσιες επιχορηγήσεις προς ένα τηλεοπικό κανάλι στην Ουαλία• για τη γλώσσα στην οποία διεξάγονται οι συζητήσεις στα δημοτικά συμβούλια και καταγράφονται στα πρακτικά• για τη γλώσσα στις αιτήσεις για άδεια οδήγησης ή τους λογαριασμούς του ηλεκτρισμού, ή ακόμα για το αν θα έπρεπε να διανέμονται δίγλωσσα έντυπα αιτήσεων ή ξεχωριστά έντυπα σε κάθε γλώσσα, ή ίσως, κάποια μέρα, μόνον έντυπα στην ουαλική γλώσσα. Διότι, όπως το τοποθέτησε ένας εθνικιστής συγγραφέας:
«κάποια εποχή όταν η ουαλική γλώσσα ήταν ακόμα αρκετά ασφαλής, ο Emrys ο γιος Iwan είδε την αναγκαιότητα να γίνει και πάλι επίσημη γλώσσα και γλώσσα της εκπαίδευσης, εάν ήθελαν να επιβιώσει».
Έτσι τα κράτη βρέθηκαν αναγκασμένα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να συμφιλιωθούν με τη νέα «αρχή των εθνοτήτων» και τις συνέπειές της, ανεξάρτητα από το αν ήταν ικανά να τη χρησιμοποιήσουν για τους δικούς τους σκοπούς. Ο καλύτερος τρόπος να κλείσουμε αυτό το κεφάλαιο είναι να κοιτάξουμε εν συντομία την εξέλιξη των απόψεών τους στα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα για το πρόβλημα του έθνους και της γλώσσας. Μπορούμε να παρακολουθήσουμε το ζήτημα μέσα από τις συζητήσεις ειδικευμένων τεχνικών, συγκεκριμένα των στατιστικολόγων της κυβέρνησης που επεχείρησαν να συντονίσουν και να τυποποιήσουν τις περιοδικές εθνικές απογραφές που, από τα μέσα αυτού του αιώνα, έγιναν ένα κανονικό τμήμα του μηχανισμού τεκμηρίωσης που χρειάζονταν όλα τα «προηγμένα» ή σύγχρονα κράτη. Το πρόβλημα που εμφανίστηκε στο Πρώτο Διεθνές Συνέδριο Στατιστικής το 1853 ήταν αν θα έπρεπε σε τέτοιες απογραφές να συμπεριληφθεί μια ερώτηση για την «ομιλούμενη γλώσσα» και τι σημασία θα είχε, αν είχε κάποια, για το έθνος και την εθνότητα.
Το ζήτημα δημιουργήθηκε αρχικά, και όχι προς έκπληξη, από τον Βέλγο Quetelet, ο οποίος δεν ήταν μόνο ο ιδρυτής της κοινωνικής στατιστικής, αλλά προερχόταν από ένα κράτος όπου η σχέση μεταξύ της γαλλικής γλώσσας και της φλαμανδικής ήταν ήδη ένα πρόβλημα με κάποια πολιτική σημασία. Το Διεθνές Στατιστικό Συνέδριο του 1860 αποφάσισε ότι μια ερώτηση για τη γλώσσα θα έπρεπε να είναι προαιρετική στις απογραφές, και κάθε κράτος να αποφασίζει αν θα είχε ή δεν θα είχε κάποια «εθνική» σπουδαιότητα. Το Συνέδριο του 1873 όμως, συνέστησε ότι μια τέτοια ερώτηση θα έπρεπε εφεξής να συμπεριλαμβάνεται σε όλες τις απογραφές.
Η αρχική άποψη των ειδικών ήταν ότι η «εθνικότητα» ενός ατόμου δεν θα έπρεπε να συμπεραίνεται από τις ερωτήσεις των απογραφών, εκτός αν επρόκειτο για την έννοια που είχαν δώσει οι Γάλλοι στη λέξη, δηλαδή την πολιτογράφηση του ατόμου σε ένα κράτος. Μ’ αυτή την έννοια η γλώσσα ήταν ανεξάρτητη από την «εθνικότητα», αν και πρακτικά αυτό απλώς σήμαινε ότι οι Γάλλοι, και οποιοσδήποτε άλλος αποδεχόταν αυτό τον ορισμό, όπως οι Μαγυάροι, αναγνώριζαν επίσημα μόνο μια γλώσσα, μέσα στα σύνορά τους. Οι Γάλλοι απλώς αγνοούσαν τους άλλους, ενώ οι Μαγυάροι, που δύσκολα θα μπορούσαν να κάνουν το ίδιο, εφόσον λιγότεροι από τους μισούς των κατοίκων του βασιλείου τους μιλούσαν αυτή τη γλώσσα, βρέθηκαν υποχρεωμένοι να τους περιγράψουν δικανικώς ως «Μαγυάρους που δεν μιλούσαν τη μαγυαρική γλώσσα», σχεδόν όπως οι Έλληνες αργότερα περιέγραψαν τους κατοίκους των τμημάτων της Μακεδονίας που ενώθηκαν με την Ελλάδα, ως «σλαβόφωνους Έλληνες». Συνοπτικά, ένα γλωσσικό μονοπώλιο μεταμφιεζόταν σε μη-γλωσσικό ορισμό του έθνους.
Ήταν προφανές ότι η εθνικότητα ήταν κάτι εξαιρετικά πολύπλοκο για να ορισθεί μόνον από τη γλώσσα. Οι στατιστικολόγοι των Αψβούργων, που είχαν σ’ αυτό το θέμα μεγαλύτερη εμπειρία από οποιονδήποτε άλλο, είχαν την άποψη ότι α) δεν επρόκειτο για ιδιότητα ατόμων αλλά κοινοτήτων, και β) ότι απαιτούσε μελέτη «της τοποθεσίας της οριοθέτησης και των κλιματικών συνθηκών, καθώς και ανθρωπολογικές και εθνολογικές μελέτες για τα φυσικά και πνευματικά, εξωτερικά και εσωτερικά χαρακτηριστικά ενός λαού, για τα ήθη και τα έθιμά του, κ.λπ.». Ο Dr. Glatter, πρώην διευθυντής του Στατιστικού Ινστιτούτου της Βιέννης, προχώρησε ακόμα περισσότερο και, ακολουθώντας αυστηρά το πνεύμα του δεκάτου ενάτου αιώνα, αποφάσισε ότι δεν ήταν η γλώσσα που καθόριζε την εθνικότητα αλλά η φυλή.
Οπωσδήποτε, η εθνικότητα ήταν ένα πολύ μεγάλο πολιτικό ζήτημα για να το παραβλέπουν οι απογραφείς. Είχε σαφώς κάποια σχέση με την ομιλούμενη γλώσσα, και μόνον επειδή η γλώσσα από τη δεκαετία του 1840 είχε αρχίσει να παίζει σημαντικό ρόλο στις διεθνείς εδαφικές συγκρούσεις ¬ιδιαίτερα αξιοσημείωτο στο ζήτημα του Schleswig-Holstein, το οποίο διεκδικούσαν οι Δανοί και οι Γερμανοί -παρόλο που πριν από το δέκατο ένατο αιώνα τα γλωσσικά επιχειρήματα δεν είχαν χρησιμοποιηθεί για να υποστηρίξουν τις εδαφικές αξιώσεις των κρατών. Το 1842, όμως, η Revue des Deux Mondes ήδη παρατήρησε ότι «τα πραγματικά φυσικά σύνορα δεν καθορίζονταν από τα βουνά και τα ποτάμια, αλλά μάλλον από τη γλώσσα, τα έθιμα, τις αναμνήσεις, όλα όσα διακρίνουν ένα έθνος από ένα άλλο», επιχείρημα που ομολογουμένως χρησιμοποιήθηκε για να εξηγήσει γιατί η Γαλλία δεν έπρεπε απαραιτήτως να έχει φιλοδοξίες για το σύνορο του Ρήνου• ακριβώς όπως το επιχείρημα ότι «το ιδίωμα που ομιλείται στη Νίκαια έχει μια μακρινή μόνον ομοιότητα με την ιταλική γλώσσα» έδωσε στον Cavour μιαν επίσημη δικαιολογία για να εκχωρήσει αυτό το μέρος του Βασιλείου της Σαβοΐας στον Ναπολέοντα Γ’. Το γεγονός παραμένει ότι η γλώσσα είχε γίνει τώρα ένας παράγοντας στη διεθνή διπλωματία. Ήδη αποτελούσε φανερά έναν παράγοντα στην εσωτερική πολιτική μερικών κρατών. Επιπλέον, όπως επισημάνθηκε στο Συνέδριο της Αγίας Πετρούπολης, ήταν η μοναδική πλευρά της εθνικότητας που μπορούσε τουλάχιστον να μετρηθεί αντικειμενικά και να ταξινομηθεί σε πίνακες.
Αποδεχόμενο τη γλώσσα ως ένδειξη της εθνικότητας, το συνέδριο όχι μόνον ακολούθησε μια διοικητική αντίληψη, αλλά επίσης ακολούθησε τα επιχειρήματα ενός γερμανού στατιστικολόγου ο οποίος υποστήριζε, στις σημαίνουσες δημοσιεύσεις του το 1866 και 1869, ότι η γλώσσα ήταν ο μόνος επαρκής δείκτης της εθνικότητας. Αυτή ήταν η άποψη που επικρατούσε από παλιά μεταξύ των γερμανών διανοούμενων και εθνικιστών για την εθνικότητα με δεδομένη την απουσία ενός ενιαίου γερμανικού έθνους – κράτους και την ευρεία διασπορά ανά την Ευρώπη κοινοτήτων που μιλούσαν γερμανικές διαλέκτους, τα μορφωμένα μέλη των οποίων έγραφαν και διάβαζαν την επίσημη γερμανική γλώσσα. Αυτό δεν συνεπαγόταν απαραιτήτως την αξίωση για ένα ενιαίο γερμανικό έθνος – κράτος, που να περικλείει όλους αυτούς τους Γερμανούς -μια τέτοια αξίωση ήταν και παρέμεινε εντελώς ουτοπική – και, κατά την καθαρά φιλολογική εκδοχή του Böckh, δεν είναι καθόλου σαφές πόσο κοινή συνείδηση και κουλτούρα υποδήλωνε• διότι, όπως έχουμε δει, αυτός εύλογα συμπεριέλαβε, για γλωσσικούς λόγους, μεταξύ των Γερμανών και τους ομιλούντες τη Yiddish, τη μεσαιωνική γερμανική διάλεκτο που είχε μεταβληθεί σε καθολική γλώσσα των Εβραίων της Ανατολής. Πάντως, όπως επίσης είδαμε, οι εδαφικές αξιώσεις με επιχείρημα τη γλώσσα ήταν τώρα μία πραγματικότητα -η γερμανική εκστρατεία του 1840 είχε απορρίψει το γαλλικό αίτημα για σύνορα στο Ρήνο, ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους- και, οποιαδήποτε κι αν ήταν ακριβώς η σημασία της γλώσσας, δεν μπορούσε πλέον κανείς να την παραβλέπει πολιτικά.
Αλλά τι ακριβώς έπρεπε να καταμετρηθεί; Η εκ πρώτης όψεως αναλογία, όπως έδειχναν τα αποτελέσματα της απογραφής, μεταξύ της γλώσσας και του τόπου γέννησης, της ηλικίας, ή του γάμου, δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Η γλώσσα σήμαινε μια πολιτική επιλογή. Ο Ficker, ο αυστριακός στατιστικολόγος, ως λόγιος, απέρριπτε την επιλογή της γλώσσας που χρησιμοποιούνταν στο δημόσιο βίο, που θα μπορούσε να επιβληθεί στους ιδιώτες από το κράτος ή το κόμμα, παρόλο που αυτό το κριτήριο ήταν απόλυτα αποδεκτό από τους γάλλους και ούγγρους συναδέλφους του. Για τον ίδιο λόγο απέρριψε τη γλώσσα της εκκλησίας και του σχολείου. Πάντως, οι στατιστικολόγοι των Αψβούργων, ακολουθώντας το πνεύμα του φιλελευθερισμού του δεκάτου ενάτου αιώνα, προσπάθησαν να ανοίξουν το δρόμο για τη ροή και τη μεταβολή της γλώσσας, και κυρίως για τη γλωσσική αφομοίωση, ρωτώντας τους πολίτες όχι για τη μητρική τους γλώσσα (Muttersprache) ή (στην κυριολεξία) για τη γλώσσα που πρωτοέμαθαν από τις μητέρες τους, αλλά για την «οικογενειακή τους γλώσσα», δηλαδή τη γλώσσα που συνήθως μιλούσαν στο σπίτι και η οποία πιθανόν να ήταν διαφορετική.
Κανένας δεν ήταν ικανοποιημένος μ’ αυτή την εξίσωση γλώσσας και εθνικότητας: οι εθνικιστές, επειδή εμπόδιζε άτομα που μιλούσαν μια γλώσσα στο σπίτι να επιλέξουν μιαν άλλη εθνικότητα, οι κυβερνήσεις -και βεβαίως η κυβέρνηση των Αψβούργων- επειδή μπορούσαν να αναγνωρίσουν μια «καυτή πατάτα» χωρίς να χρειάζεται να τη δοκιμάσουν. Κι όμως όλοι τους υποτίμησαν την αυτοθερμαινόμενη ικανότητά της. Οι Αψβούργοι ανέβαλαν την ερώτηση για τη γλώσσα, μέχρις ότου να καταλαγιάσουν όπως νόμιζαν οι εθνικές εκρήξεις, που τόσο αισθητά είχαν αναζωπυρωθεί στη δεκαετία του 1860. Αυτοί θα άρχιζαν τις μετρήσεις το 1880. Αυτό που κανείς δεν εξετίμησε επαρκώς ήταν ότι η ύπαρξη μιας τέτοιας ερώτησης θα δημιουργούσε από μόνη της το γλωσσικό εθνικισμό. Κάθε απογραφή θα γινόταν ένα πεδίο μάχης ανάμεσα στις εθνικότητες, και οι όλο και πιο περίτεχνες προσπάθειες των αρχών να ικανοποιήσουν τους αντιμαχόμενους θα αποτύγχαναν• θα παρήγαγε μόνο μνημεία αμερόληπτης επιστημοσύνης, όπως η αυστριακή και βελγική απογραφή του 1910, που θα ικανοποιούσαν τους ιστορικούς. Στην πραγματικότητα, οι απογραφές θέτοντας την ερώτηση για τη γλώσσα εξανάγκασαν για πρώτη φορά όλους να επιλέξουν όχι μόνο μια εθνικότητα, αλλά μια γλωσσική εθνικότητα. […]
*Απόσπασμα από το βιβλίο Eric J. Hobsbawm, Έθνη και Εθνικισμός Από το 1780 μέχρι σήμερα. Πρόγραμμα, μύθος, πραγματικότητα
Μετάφραση: Χρυσ. Νάντρις ΑΘΗΝΑ 1994