Ο Θουκυδίδης, ο στρατιωτικός χάρτης μετά τα σικελικά και οι βασικοί κανόνες της διπλωματίας
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Όταν τα νέα της σικελικής συμφοράς έφτασαν στην Αθήνα, για αρκετό διάστημα δεν γίνονταν πιστευτά. Ακόμη κι όταν άρχισαν να καταφτάνουν κάποιοι στρατιώτες που διασώθηκαν από τον όλεθρο, οι Αθηναίοι δεν ήθελαν να το παραδεχτούν. Γιατί η συνείδηση της ολοκληρωτικής καταστροφής χρειάζεται χρόνο. Πόσο μάλλον όταν αφορά ανθρώπους που είναι παντελώς απροετοίμαστοι. Γιατί οι Αθηναίοι δεν πίστευαν ότι μπορούσαν να ηττηθούν στη Σικελία και μάλιστα με τόσο απόλυτο τρόπο. Γι’ αυτό κι όταν πια ήταν αδύνατο να κρύβονται άλλο πίσω από το δάχτυλό τους, ξέσπασε μεγάλη οργή ενάντια σ’ όλους αυτούς που τους παρέσυραν στο σικελικό εγχείρημα, τόσο τους ρήτορες που τους χόρτασαν με υποσχέσεις, όσο και τους μάντεις που έπεσαν έξω στις ευοίωνες προφητείες τους. Είναι ίδιον των ανθρώπων που ξεμυαλίζονται από τον εκάστοτε επίφοβο μεγαλοϊδεατισμό να μην αναγνωρίζουν καμία προσωπική ευθύνη κατόπιν εορτής (συνήθως τραγικής). Ο δημαγωγός είναι ο άνθρωπος που διαβλέπει τις λαϊκές αδυναμίες και καταφέρνει να αναρριχηθεί μέσα απ’ αυτές. Οι ολέθριες αποφάσεις γίνονται λαϊκή βούληση μόνο μέσα από το μηχανισμό των υποσχέσεων και οι υποσχέσεις έχουν νόημα μόνο εφόσον ανταποκρίνονται στις επιθυμίες της πλειοψηφίας. Υπό αυτή την έννοια, αυτός που θα μπορέσει να κατευθύνει τις επιθυμίες των μαζών είναι και αυτός που θα ελέγξει και τις πολιτικές αποφάσεις. Κι αυτά είναι τα πιο επικίνδυνα παιχνίδια της πολιτικής σκηνής. Ο λαϊκισμός δεν είναι παρά η έκφραση της όλης δυναμικής. Ο λαός που άγεται και φέρεται στο επίπεδο των προσωπικών επιθυμιών είναι ο λαός που έχει χάσει την ταυτότητά του. Κι ο λαός που δεν έχει ταυτότητα δεν έχει ούτε πολιτική σκέψη. Κι αυτές ακριβώς είναι οι συνθήκες που καθιστούν την κυριαρχία του δημαγωγού σχεδόν νομοτελειακή. Μετά το δημαγωγό έρχεται η Σικελία: «Αποφάσισαν, ωστόσο, και με τα περιορισμένα μέσα που είχαν, ότι όφειλαν να μην υποχωρήσουν, αλλά και στόλο να ετοιμάσουν, παίρνοντας ξυλεία απ’ όπου μπορέσουν, και χρήματα να βρουν, και να εξασφαλίσουν την υπακοή των συμμάχων τους, ιδιαίτερα της Εύβοιας, και τις δαπάνες της πόλης κάπως να μειώσουν με συνετές οικονομίες, και να εκλέξουν ένα συμβούλιο από ηλικιωμένους, οι οποίοι θα προετοίμαζαν τις αποφάσεις που η περίσταση απαιτούσε να παρθούν. (Επρόκειτο για την αρχή των προβούλων, που προβούλευε, δηλαδή προετοίμαζε αποφάσεις, περιορίζοντας τα δικαιώματα της βουλής). Ο φόβος της στιγμής, όπως συμβαίνει συχνά στις δημοκρατίες, τους έκαμε πρόθυμους να ‘ναι φρόνιμοι σε όλα. Οι αποφάσεις που πάρθηκαν μπήκαν αμέσως σ’ εφαρμογή, και το καλοκαίρι τέλειωσε». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 1).
Από την άλλη μεριά, οι Λακεδαιμόνιοι τρέφανε αισιοδοξία χωρίς προηγούμενο. Η συντριβή των Αθηναίων στη Σικελία ήταν η μεγαλύτερη υποθήκη της τελικής τους νίκης. Θεωρούσαν ότι πλέον ήταν θέμα χρόνου να ξεκινήσουν οι αποστασίες στην αθηναϊκή συμμαχία και κυρίως ελπίζανε ότι θα έρχονταν από τη Σικελία ναυτικές δυνάμεις που θα τους ενίσχυαν πολύ. Για τους λόγους αυτούς, η μόνη τους σκέψη ήταν να ξαναρχίσουν τον πόλεμο. Ο βασιλιάς Άγης κατευθύνθηκε από τη Δεκέλεια προς το Μαλιακό κόλπο αρπάζοντας από τους Οιταίους, όχι μόνο τα περισσότερα ζωντανά τους, αλλά και αρκετά χρήματα. Εξανάγκασε επίσης και τους Αχαιούς της Φθιώτιδας κι άλλους υπηκόους των Θεσσαλών να δώσουν χρήματα και ομήρους, παρά τις διαμαρτυρίες και τις αντιδράσεις τους: «Τους ομήρους τους έστειλε για φύλαξη στην Κόρινθο και προσπάθησε να πείσει τους συμπατριώτες τους να προσχωρήσουν στη συμμαχία των Λακεδαιμονίων. Οι αρχές της Σπάρτης, εξάλλου, πρόσταξαν τις πόλεις της συμμαχίας να ναυπηγήσουν εκατό πολεμικά καράβια. Όρισαν να ετοιμάσουν οι ίδιοι κι οι Βοιωτοί από είκοσι πέντε, οι Φωκείς κι οι Λοκροί μαζί δεκαπέντε, οι Κορίνθιοι δεκαπέντε, οι Αρκάδες, οι Πελληνείς κι οι Σικυώνιοι μαζί δέκα, οι Μεγαρίτες, οι Τροιζήνιοι, οι Επιδαύριοι κι οι Ερμιονίτες, όλοι μαζί, άλλα δέκα». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 3). Κι όσο οι Σπαρτιάτες καταγίνονταν μ’ αυτά, οι Αθηναίοι ναυπηγούσαν καράβια κι οχύρωναν το Σούνιο για να πλέουν με ασφάλεια τα πλοία που προμήθευαν την πόλη με σιτάρι: «……κι οι δυο πλευρές ασχολούνταν μ’ αυτά τόσο δραστήρια που θα νόμιζε κανείς ότι κείνη τη στιγμή ετοιμάζονταν να πρωταρχίσουν τον πόλεμο……» (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 5).
Αυτοί που άνοιξαν το χορό των αποστασιών ήταν οι Ευβοείς, όπως άλλωστε υποπτεύονταν και οι Αθηναίοι. Έστειλαν πρέσβεις στον Άγη προτείνοντας ανοιχτά την αποστασία από τους Αθηναίους κι ο Άγης κάλεσε από τη Σπάρτη τον Αλκαμένη και το Μέλανθο για να τους στείλει ως άρχοντες στην Εύβοια, οι οποίοι και έφτασαν πάραυτα με τριακόσιους άντρες. Αμέσως μετά όμως έφτασαν πρέσβεις από τη Λέσβο ζητώντας επίσης να αποστατήσουν κι έχοντας την υποστήριξη των Βοιωτών. Ο Άγης αποφάσισε να αναβάλει την αποστασία της Εύβοιας και να στείλει τον Αλκαμένη ως αρμοστή στη Λέσβο υποσχόμενος είκοσι καράβια, δέκα από τον ίδιο και δέκα από τους Βοιωτούς. Έπαιρνε όλες τις αποφάσεις χωρίς να ζητά τη συγκατάθεση των αρχών στη Σπάρτη. Θα έλεγε κανείς ότι εκείνο το διάστημα όλοι υπάκουαν περισσότερο σ’ αυτόν, αφού ως διαχειριστής του στρατού ενέπνεε το φόβο, δίνοντας την εντύπωση ότι μπορούσε να δράσει ανά πάσα στιγμή. Κι ενώ εξελίσσονταν οι διαπραγματεύσεις που αφορούσαν την αποστασία της Λέσβου, οι Χιώτες κι οι Ερυθραίοι έστειλαν πρέσβεις όχι στον Άγη, αλλά στη Σπάρτη, επιδιώκοντας (τι άλλο;) τη σπαρτιατική συνδρομή προκειμένου να αποστατήσουν. Ταυτόχρονα μ’ αυτούς έφτασε στη Σπάρτη κι ένας πρέσβης του Τισσαφέρνη: «Ο Τισσαφέρνης επιζητούσε επίσης την ανάμειξη των Πελοποννησίων στις υποθέσεις της Ιωνίας κι υποσχόταν ότι θα τους συντηρούσε. Ο βασιλιάς είχε απαιτήσει πρόσφατα από τον Τισσαφέρνη να πληρώσει τους φόρους της περιοχής που διοικούσε, και τους οποίους καθυστερούσε, επειδή, εξ’ αιτίας των Αθηναίων, δεν μπορούσε να τους εισπράξει από τις ελληνικές πόλεις. Νόμιζε, λοιπόν, πως αν εξασθένιζε τους Αθηναίους, θα εισέπραττε ευκολότερα φόρους και, ταυτόχρονα, θα έκανε τους Λακεδαιμονίους συμμάχους του βασιλιά. Θα κατόρθωνε έτσι να εκτελέσει και τη διαταγή του Δαρείου που ήταν να του παραδώσει, ζωντανό ή νεκρό, το νόθο γιο του Πισσούνθη Αμόργη, ο οποίος είχε επαναστατήσει στην Καρία». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 5). Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, εκείνο περίπου το διάστημα κατέφτασαν στη Σπάρτη και ο Καλλίγειτος με τον Τιμαγόρα, εκπροσωπώντας το Φαρνάβαζο, για να ζητήσουν από τους Σπαρτιάτες να στείλουν καράβια στον Ελλήσποντο, ώστε να αποστατήσουν από τους Αθηναίους οι ελληνικές πόλεις της περιοχής και να εισπράττονται οι φόροι με τη μεγαλύτερη δυνατή ευκολία. Ο Φαρνάβαζος έτρεφε επίσης τη φιλοδοξία – όπως και ο Τισσαφέρνης – να είναι αυτός που θα πετύχει τη συμμαχία των Λακεδαιμονίων με το βασιλιά.
Ο περσικός επεκτατισμός δε θα μπορούσε να βρει μεγαλύτερη ευκαιρία για να επανέλθει στο προσκήνιο επιβάλλοντας, επί της ουσίας, φόρο υποτέλειας στις ελληνικές πόλεις. Το ζήτημα ήταν τόσο φλέγον για τα συμφέροντα του καθενός, που οι πρέσβεις έδειξαν μεγάλο ανταγωνισμό προκειμένου να επιτευχθούν οι επιδιώξεις του ενός ή του άλλου. Από τη μια οι άνθρωποι του Τισσαφέρνη πίεζαν να σταλεί πρώτα στρατιωτική βοήθεια στη Χίο και την Ιωνία και από την άλλη οι άνθρωποι του Φαρνάβαζου υποστήριζαν διακαώς ότι η πρώτη προτεραιότητα έπρεπε να είναι ο Ελλήσποντος. Οι Λακεδαιμόνιοι τάχθηκαν με τη μεριά του Τισσαφέρνη, κυρίως επειδή αυτό υποστήριζε ο Αλκιβιάδης, που εξακολουθούσε να παίζει σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωση των αποφάσεων, κυρίως λόγω της στενής συγγένειας που είχε με τον έφορο Ένδιο. (Σ’ αυτή τη συγγένεια οφειλότανε και το όνομά του, αφού Αλκιβιάδη λέγανε τον πατέρα του Ένδιου). Αμέσως έστειλαν στη Χίο τον περίοικο Φρύνη για να διαπιστώσει, αν τα όσα λέγανε οι Χιώτες για τη ναυτική τους δύναμη ήταν αληθινά. Όταν, με την επιστροφή του Φρύνη, έλαβαν τις απαραίτητες διαβεβαιώσεις έκλεισαν συμμαχία με τη Χίο και ψήφισαν να στείλουν εκεί σαράντα καράβια. Για αρχή θα τους έστελναν δέκα με ναύαρχο το Μελαγχρίδα, απόφαση όμως που μεταβλήθηκε, λόγω ενός σεισμού, και τελικά ετοίμασαν πέντε κι αντικαταστήσανε το Μελαγχρίδα με το Χαλκιδέα. Με την αρχή του καλοκαιριού, και κάτω από τις έντονες πιέσεις που ασκούσαν οι Χιώτες για άμεση αποστολή των καραβιών, οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν απεσταλμένους στην Κόρινθο «…..ώστε, όλα τα καράβια που βρίσκονταν στη θάλασσα του Κορινθιακού, να συρθούν, όσο γινόταν πιο γρήγορα, πάνω από τον Ισθμό στη θάλασσα του Σαρωνικού και να διαταχτούν ν’ αρμενίσουν για τη Χίο, μαζί μ’ εκείνα που ετοίμαζε ο Άγης για τη Λέσβο. Όλα τα συμμαχικά καράβια που συγκεντρώθηκαν στον Ισθμό έφτασαν τα τριάντα εννιά». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 7).
Όταν ο Άγης αντιλήφθηκε ότι η πρώτη προτεραιότητα των Λακεδαιμονίων ήταν η αποστολή στη Χίο, δεν έφερε καμία αντίρρηση. Το τελικό σχέδιο που αποφασίστηκε στη σύσκεψη των συμμάχων στην Κόρινθο ήταν πρώτα να πλεύσουν στη Χίο με αρχηγό τον Χαλκιδέα, έπειτα στη Λέσβο με αρχηγό τον Αλκαμένη και τέλος στον Ελλήσποντο: «Τις ετοιμασίες για τ’ αρμένισμά τους τις έκαναν εκεί (ο Γεωργοπαπαδάκος εξηγεί ότι πρόκειται για τις Κεγχρεές, λιμάνι της Κορίνθου στη θάλασσα του Σαρωνικού) φανερά, καταλογίζοντας, καταφρονητικά, στους Αθηναίους αδυναμία, μια και κανένας αξιόλογος στόλος τους δεν είχε παρουσιαστεί ως τη στιγμή κείνη πουθενά. Μόλις πήραν την απόφαση, αμέσως κι έσυραν πάνω απ’ τον Ισθμό είκοσι ένα καράβια». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 8). Ο λόγος που δεν έβγαλαν αμέσως όλη τη ναυτική τους δύναμη ήταν να στρέψουν την προσοχή των Αθηναίων στα πλοία που θα ακολουθούσαν, ώστε τα πρώτα να περάσουν ανενόχλητα.
Το πρόβλημα ήταν ότι οι Κορίνθιοι, παρά τη βιασύνη των άλλων συμμάχων, αρνούνταν ν’ ακολουθήσουν πριν ολοκληρωθούν τα Ίσθμια που γιορτάζονταν τότε. Παρά τις πιέσεις ήταν αδύνατο να μεταπειστούν. Η καθυστέρηση που επήλθε επέτρεψε στους Αθηναίους να μαζέψουν πληροφορίες για τα τεκταινόμενα στη Χίο. Έστειλαν αμέσως το στρατηγό Αριστοκράτη στο νησί να βολιδοσκοπήσει την κατάσταση. Οι Χιώτες αρνήθηκαν κάθε συνωμοσία και γιατί οι περισσότεροι στ’ αλήθεια την αγνοούσαν και γιατί οι ολιγαρχικοί που ετοίμαζαν τη συνωμοσία είχαν αποθαρρυνθεί από τη μεγάλη καθυστέρηση των Λακεδαιμονίων. Προς ένδειξη καλής πίστης μάλιστα, πρόσφεραν εφτά πλοία επανδρωμένα στην αθηναϊκή συμμαχία. Από την άλλη, οι αντιπρόσωποι των Αθηναίων στις γιορτές για τα Ίσθμια (οι γιορτές αυτές συνοδεύονταν από ανακωχή) αντιλήφθηκαν πλήρως όλες τις ετοιμασίες σχετικά με τη Χίο. Όταν οι Πελοποννήσιοι, αμέσως μετά τις γιορτές, σάλπαραν για τη Χίο με αρχηγό τον Αλκαμένη, δέχτηκαν επίθεση από αθηναϊκά καράβια κι αναγκάστηκαν να καταφύγουν στο Σπείραιο, ένα ερημικό λιμάνι στα σύνορα της Κορινθίας με την Επίδαυρο. Οι Αθηναίοι κάνοντας απόβαση προκάλεσαν μεγάλες φθορές στα περισσότερα καράβια και σκότωσαν πολλούς, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο ίδιος ο Αλκαμένης.
Όταν τα νέα αυτά έφτασαν στη Σπάρτη, προκάλεσαν τρομερή αμηχανία. Οι Λακεδαιμόνιοι αποθαρρύνθηκαν πολύ. Ο ιωνικός πόλεμος δεν ξεκινούσε με τους καλύτερους οιωνούς. Αποφάσισαν όχι μόνο να μη στείλουν τα καράβια που είχαν έτοιμα στη Λακωνία, αλλά και να ανακαλέσουν κι άλλα που είχαν φύγει ήδη. Κι αυτή ήταν η ώρα του Αλκιβιάδη: «Όταν τα ‘μαθε αυτά ο Αλκιβιάδης προσπάθησε να πείσει τον Ένδιο και τους άλλους εφόρους να μη διστάσουν να πραγματοποιήσουν την εκστρατεία, υποστηρίζοντας ότι θα προλάβουν να φτάσουν στη Χίο προτού μάθουν εκεί το πάθημα του υπόλοιπου στόλου τους, κι ότι ο ίδιος, όταν θα έφτανε στην Ιωνία, εύκολα θα ‘πειθε τις πόλεις ν’ αποστατήσουν, εκθέτοντάς τους την αδυναμία των Αθηναίων και το ζήλο των Λακεδαιμονίων. Θα τον πίστευαν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Στον ίδιο τον Ένδιο έλεγε, ιδιαιτέρως, πως θα ‘ταν μεγάλη τιμή γι’ αυτόν να πετύχει ν’ αποστατήσει η Ιωνία και να γίνει ο βασιλιάς σύμμαχος των Λακεδαιμονίων, κι όχι ν’ αφήσει στον Άγη το κατόρθωμα αυτό. Ο Ένδιος είχε προσωπικές διαφορές με τον Άγη». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 12). Φυσικά, ο Ένδιος δεν ήταν δύσκολο να πειστεί, αλλά και κανείς από τους άλλους εφόρους δεν πρόβαλλε ουδεμία αντίρρηση.
Όλο αυτό το ντελίριο των διπλωματικών επαφών δεν αφορά τίποτε άλλο, παρά την τελική μοιρασιά, καθώς η Αθήνα πνέει τα λοίσθια. Είναι νομοτελειακό η ισχύς που καταρρέει να αφήνει ένα κενό πίσω της. Κι είναι επίσης νομοτελειακό να σπεύδουν όλοι προς ίδιον όφελος. Ο Τισσαφέρνης επιχειρεί να εδραιώσει την κυριαρχία του στις πόλεις που του στερούσαν οι Αθηναίοι. Τα ίδια και ο Φαρνάβαζος. Οι Χιώτες θέλουν αποστασία. Οι Σπαρτιάτες φαίνονται να είναι οι νέοι διαχειριστές. Γι’ αυτό τα γεγονότα στη Σικελία έχουν τόσο μεγάλη σημασία. Γιατί έφεραν τα πάνω κάτω σε όλα τα επίπεδα. Στρατιωτικά, πολιτικά, οικονομικά, συμμαχικά και φυσικά διπλωματικά, ο χάρτης αλλάζει κι αυτό είναι καλό να το καταλάβει κανείς εγκαίρως. Γιατί μόνο όποιος δράσει ακαριαία θα επωφεληθεί. Κι αυτός είναι ένας βασικός κανόνας της διπλωματίας. Η άμεση τοποθέτηση του εαυτού μέσα στο νέο κόσμο που γεννιέται ή, για να το πούμε απλούστερα, το ξεκαθάρισμα των προσδοκιών και η ακαριαία δραστηριοποίηση προς την επίτευξή τους. Όμως αυτού του είδους οι προσδοκίες δεν μπορούν παρά να είναι προσωπικές. Να πλάθονται δηλαδή ερήμην των λαών, σαν να μην τους αφορά η δίνη της ιστορίας. Οι ολιγαρχικοί Χιώτες ετοιμάζουν συνωμοσία για την αποστασία του νησιού από την αθηναϊκή συμμαχία χωρίς ο λαός να γνωρίζει τίποτε. Αν πετύχουν, θα ισχυριστούν ότι είναι πατριώτες και ότι δρουν για την ελευθερία. Επί της ουσίας παίζουν το παιχνίδι του Τισσαφέρνη:«……οι περισσότεροι Χιώτες αγνοούσαν όσα μαγειρεύονταν, ενώ οι ολιγαρχικοί, που γνώριζαν το μυστικό, δεν ήθελαν να ‘χουν το λαό εναντίον τους προτού πάρουν κάποια σημαντική ενίσχυση». (βιβλίο όγδοο, παράγραφος 9). Η σημαντική ενίσχυση που περίμεναν δεν είναι τίποτε άλλο από την παρουσία της καινούργιας ισχύος που θα υπέτασσε το λαό στη δική τους βούληση. Ποιος θα τολμούσε να κουνηθεί με το σπαρτιατικό στρατό στο νησί; Τελικά, η αποστασία που οργανώνεται, δεν έχει γνώμονα την ελευθερία, αλλά την αλλαγή του αφεντικού, που θα φέρει τους ίδιους στο πολιτικό προσκήνιο. Υπό αυτούς τους όρους είναι απολύτως αδιάφορο αν παίζουν το παιχνίδι του Τισσαφέρνη. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, οι διαμεσολαβητές των αφεντικών, όταν αυτά αλλάζουν σκυτάλη, βγαίνουν πάντα κερδισμένοι. Κι αυτός είναι άλλος ένας βασικός κανόνας της διπλωματίας. Ο λαός – τελώντας εν αγνοία – έρχεται πάντα προ τετελεσμένων. Κι ενώ μάχεται για το ένα, τελικά προκύπτει το άλλο. Γιατί τελικά αυτός που θα ρυθμίσει την κατάσταση είναι πάντα ο ισχυρός. Και οι ζώνες επιρροής θα μοιραστούν αναλόγως. (Αυτόν τον κανόνα τον γνωρίζουν και τα παιδιά του νηπιαγωγείου). Ο ανίσχυρος – στην καλύτερη περίπτωση – διαλέγει αφεντικό ελπίζοντας καλή μεταχείριση. Ο διορατικός πολιτικός του προτεκτοράτου είναι αυτός που την κρίσιμη στιγμή θα διαλέξει το αφεντικό που θα προσφέρει τα περισσότερα. Ο κοντόφθαλμος τα λιγότερα. Ο αμοραλιστής θα κάνει τα κέφια του οποιουδήποτε αρκεί να είναι στην εξουσία. Αυτή είναι η μοίρα όλων των προτεκτοράτων. Όσο για την πολιτική σκηνή των ισχυρών, δεν απαλλάσσεται σχεδόν ποτέ από το πλέγμα των προσωπικών φιλοδοξιών των διαχειριστών της. Ο Ένδιος θέλει να καρπωθεί τη δόξα της συμμαχίας με τον Πέρση βασιλιά, μην αφήνοντας στον Άγη το περιθώριο μιας τέτοιας επιτυχίας. Η διπλωματία δεν ασχολείται με συναισθηματισμούς που αφορούν την εθνικότητα ή την ιστορία. Κι αυτός είναι ακόμη ένας πολύ βασικός κανόνας της διπλωματίας. Δεν υπάρχει τίποτε πιο ψυχρό από τα συμφέροντα της ισχύος ή αλλιώς, η ισχύς που κινείται με συναισθηματισμούς δεν είναι ισχύς. Και βέβαια, δεν υπάρχει πιο κατάλληλο έδαφος για τη δράση του τυχοδιώκτη, από την αστάθεια που επιφέρει η διαδοχή της ισχύος. Γιατί η ρευστότητα ανοίγει όλα τα ενδεχόμενα και η αναμπουμπούλα είναι η μόνιμη χαρά του λύκου. Με άλλα λόγια, ο Αλκιβιάδης πλέει ολοταχώς προς την Ιωνία.
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, μετάφραση Α. ΓΕΩΡΓΟΠΑΠΑΔΑΚΟΥ, εκδόσεις ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ – ΠΑΙΔΕΙΑ, Ά έκδοση 1985