3 Μαΐου 2014 at 21:46

Ο Θουκυδίδης και η στρατιωτική αποτυχία των Αθηναίων στη Σικελία

από

Ο Θουκυδίδης και η στρατιωτική αποτυχία των Αθηναίων στη Σικελία

Γράφει ο Θανάσης Μπαντές

Ο Θουκυδίδης
Ο Θουκυδίδης

Όταν οχυρωνόταν η Δεκέλεια στην Αττική από τους Λακεδαιμονίους, φέρνοντας την Αθήνα σε πολύ δύσκολη θέση, οι εξελίξεις στη Σικελία ήταν επίσης οδυνηρές: «…. ο Γύλιππος γύρισε στις Συρακούσες, οδηγώντας όσους περισσότερους μπόρεσε να συγκεντρώσει από κάθε πόλη που πέτυχε να πείσει. Σύναξε αμέσως τους Συρακουσίους και τους είπε πως ήταν ανάγκη να επανδρώσουν όσο γινόταν περισσότερα καράβια και να δοκιμάσουν να ναυμαχήσουν. Έλπιζε, πρόστεσε, πως με την ενέργεια αυτή θα πετύχαινε κάτι το σημαντικό για την έκβαση του πολέμου, αντάξιο του κιντύνου στον οποίο επρόκειτο να εκτεθούν». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 21). Η προτροπή του Γύλιππου να χτυπήσουν το ναυτικό των Αθηναίων – που ως τότε θεωρούταν ανίκητο – δεν είναι παρά η πεποίθηση της υπεροχής που πλέον γίνεται χειροπιαστή. Γιατί το αθηναϊκό ναυτικό δεν μπορεί να περιοριστεί μέσα στις αυστηρές στρατιωτικές ορολογίες, αφού εδώ δε μιλάμε απλά για ένα στρατιωτικό αντίπαλο, αλλά για ένα αξεπέραστο σύμβολο ισχύος. Η πρόταση που θέτει επί τάπητος την άμεση δράση της ευθείας αναμέτρησης, είναι η στιγμή που ξεπερνιούνται όλοι οι φόβοι, δηλαδή η έσχατη απομυθοποίηση που μόνο η αυτοπεποίθηση μπορεί να γεννήσει. Η αποδοχή της πρότασης αυτής από το λαό είναι η μαζική ψυχολογία του ανίκητου. Ο Γύλιππος έκανε τους Συρακουσίους να πιστέψουν ότι τίποτε δε θα μπορούσε να τους αντισταθεί. Κι αυτή η πίστη είναι τα προεόρτια της νίκης: «Οι Συρακούσιοι, ύστερα από τα πειστικά λόγια του Γύλιππου, του Ερμοκράτη και μερικών άλλων, ήταν πολύ πρόθυμοι να ναυμαχήσουν κι άρχισαν να επανδρώνουν τα καράβια» (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 21).

Όταν ετοιμάστηκε ο στόλος έγινε συντονισμένη επίθεση στο Πλημμύριο και με το ναυτικό και με το πεζικό. Τα πλοία των Συρακουσίων προσπάθησαν να μπουν στο λιμάνι του Πλημμυρίου (και κάποια το κατάφεραν) όμως τελικά ηττήθηκαν από τους Αθηναίους και απωθήθηκαν: «Τούτο έγινε, γιατί τα καράβια των Συρακουσίων που ναυμαχούσαν μπροστά στο στόμιο του μεγάλου λιμανιού, όταν απώθησαν τα αθηναϊκά, εισόρμησαν με μεγάλη αταξία και με τη σύγχυση που δημιούργησαν μεταξύ τους, χάρισαν τη νίκη στους Αθηναίους, οι οποίοι έτρεψαν σε φυγή όχι μόνο τα σκάφη αυτά, αλλά και κείνα που τους είχαν νικήσει πρωτύτερα μέσα στο λιμάνι». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 23). Ο Γύλιππος όμως, οδηγώντας το πεζικό, εκμεταλλευόμενος την ολιγωρία των Αθηναίων που είχαν κατέβει στην ακροθαλασσιά και παρακολουθούσαν την έκβαση της ναυμαχίας «πρόλαβε και χτύπησε αιφνιδιαστικά τα οχυρά τους, κυρίεψε πρώτα το μεγαλύτερο απ’ αυτά κι έπειτα και τα δυο μικρότερα, μια και οι φρουροί τους δεν τα υπερασπίστηκαν, όταν είδαν πως το μεγαλύτερο είχε εύκολα κυριευτεί». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 23). Η κατοχή των οχυρών του Πλημμυρίου από τους Συρακουσίους άλλαξε εντελώς το στρατιωτικό χάρτη, αφού οι Αθηναίοι – πέρα από την καθοριστικής στρατηγικής σημασίας απώλεια των θέσεων – έχασαν αποθήκες με τρόφιμα και με ναυτικό εξοπλισμό, που πέρασε στα χέρια του εχθρού. Εξάλλου, και η ήττα του ναυτικού, περισσότερο αναπτέρωσε τις ελπίδες των Συρακουσίων, αφού συνειδητοποίησαν ότι ηττήθηκαν περισσότερο από τα δικά τους λάθη κι όχι από την αξεπέραστη ανωτερότητα του εχθρού. Το πιο σπουδαίο όμως όφελος ήταν ότι πλέον όλες οι δυνάμεις της Σικελίας που δεν επιθυμούσαν καμία αθηναϊκή παρέμβαση στο νησί, αναθάρρεψαν κι άρχισαν να στέλνουν δυνάμεις για να βοηθήσουν τις Συρακούσες: «Τις ίδιες σχεδόν μέρες έφτασαν στους Συρακουσίους ενισχύσεις κι απ’ την Καμάρινα, πεντακόσιοι οπλίτες, τριακόσιοι ακοντιστές και τριακόσιοι τοξότες. Έστειλαν και οι Γελώοι πέντε πολεμικά καράβια, τριακόσιους ακοντιστές και διακόσιους ιππείς. Ολόκληρη σχεδόν η Σικελία (εκτός απ’ τους Ακραγαντίνους οι οποίοι έμεναν ουδέτεροι), ακόμη κι οι πόλεις που ως τότε ήταν διστακτικές, συνενώθηκε εναντίον των Αθηναίων και βοηθούσε τους Συρακουσίους». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 33).  Από την άλλη, ο Δημοσθένης κι ο Ευρυμέδοντας, που ηγούνταν των ενισχύσεων που έστειλαν οι Αθηναίοι για το μέτωπο της Σικελίας, είχαν πια φτάσει στην περιοχή του Ρηγίου.

Οι Συρακούσιοι, όταν πληροφορήθηκαν τον ερχομό των αθηναϊκών δυνάμεων, αποφάσισαν να κάνουν νέα επίθεση και με το ναυτικό και με το πεζικό, πριν φτάσουν οι ενισχύσεις: «Ετοίμασαν και τα υπόλοιπα καράβια τους, σύμφωνα με την πείρα τους από την προηγούμενη ναυμαχία, έτσι ώστε να ‘χουν εκείνοι μερικά ακόμη πλεονεκτήματα. Κόντυναν τις πλώρες, για να τις κάμουν πιο γερές, κι έβαλαν πάνω τους παχιές ξύλινες επενδύσεις σαν αφτιά, τις οποίες στήριξαν στα τοιχώματα των καραβιών, μέσα κι έξω, με εγκάρσια δοκάρια, που είχαν μάκρος έξι πήχες. (Ο Γεωργοπαπαδάκος με υποσημείωσή του διευκρινίζει ότι οι έξι πήχες είναι περίπου τρία μέτρα, αφού ο πήχης ισοδυναμούσε με 0,46 του μέτρου). ………….. Οι Συρακούσιοι έκριναν πως έτσι δε θα μειονεχτούν απέναντι στα αθηναϊκά καράβια, που δεν είχαν ναυπηγηθεί με τον ίδιο τρόπο, αλλά είχαν λεπτές πλώρες, επειδή τούτοι τον εμβολισμό δεν τον έκαναν πλώρη με πλώρη, αλλά από τα πλάγια. Ακόμη το ότι η ναυμαχία θα γινόταν μέσα στο μεγάλο λιμάνι, όπου σε στενό χώρο θα μάχονταν πολλά καράβια, θα ‘ταν πλεονέκτημα γι’ αυτούς, γιατί, εμβολίζοντας τα εχθρικά καράβια πλώρη με πλώρη, θα τα ‘σπαζαν στο μέρος αυτό, αφού θα χτυπούσαν με στέρεα και παχιά έμβολα σημεία κούφια κι αδύναμα σε κείνα. Οι Αθηναίοι, αντίθετα, εξαιτίας του στενού χώρου, δε θα ‘ταν σε θέση να τους χτυπούν από τα πλάγια ούτε να διασπούν μ’ ελιγμούς την παράταξη των καραβιών τους. Κι ακριβώς πάνω σ’ αυτά βασίζονταν πιο πολύ οι Αθηναίοι». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 36).

Πρώτο βγήκε το πεζικό των Συρακουσίων, οδηγούμενο από το Γύλιππο και από τη θέση που βρισκόταν το Ολυμπιείο θα έκανε επίθεση στην άλλη πλευρά του τείχους. Αμέσως μετά ξεπρόβαλαν και τα καράβια αιφνιδιάζοντας αρχικά τους Αθηναίους που θεώρησαν ότι θα αναμετρηθούν μόνο στη στεριά: «Οι Αθηναίοι, που στην αρχή νόμισαν ότι οι εχθροί θα δοκίμαζαν να τους χτυπήσουν μόνο με το πεζικό, όταν ξαφνικά είδαν και τα καράβια να έρχονται καταπάνω τους θορυβήθηκαν, κι άλλοι ανέβαιναν στα τείχη, άλλοι παρατάσσονταν μπροστά σ’ αυτά για ν’ αποκρούσουν τον εχθρό που ζύγωνε, άλλοι έσπευδαν να αντιμετωπίσουν τους πολλούς ιππείς κι ακοντιστές που κατάφταναν από το Ολυμπιείο κι απέξω, κι άλλοι, τέλος, έμπαιναν στα καράβια ή έτρεχαν να υπερασπίσουν την παραλία. Όταν μπήκαν τα πληρώματα, ανοίχτηκαν να χτυπηθούν με τον εχθρό εβδομήντα πέντε καράβια. Οι Συρακούσιοι είχαν περίπου ογδόντα». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 37). Η ναυμαχία που κράτησε μεγάλο διάστημα της ημέρας, θα λέγαμε ότι ήταν περισσότερο αναγνωριστική. Δεν σημειώθηκαν σφοδρές συγκρούσεις και οι απώλειες ήταν ελάχιστες. Ταυτόχρονα οι Συρακούσιοι αποσύρθηκαν κι από τα τείχη. Η επόμενη μέρα δεν έφερε καμία σύγκρουση. Ο Νικίας βλέποντας ότι η ναυμαχία της πρώτης μέρας ήταν μάλλον ισόπαλη περίμενε νέα επίθεση των Συρακουσίων και γι’ αυτό κρατούσε τους άντρες του σε ετοιμότητα, «υποχρέωσε τους τριηράρχους να επισκευάσουν τα καράβια που είχαν πάθει ζημιές κι έστειλε φορτηγά ν’ αγκυροβολήσουν μπροστά από τους πασσάλους που είχαν μπήξει στη θάλασσα για να δημιουργήσουν κλειστό λιμάνι. Τα φορτηγά τ’ αγκυροβόλησαν σ’ απόσταση δυο πλέθρων (περίπου 70 μέτρα) το ένα από το άλλο, ώστε, αν κανένα καράβι βρισκόταν σε δύσκολη θέση, να βρίσκει σίγουρο καταφύγιο και να μπορεί να ξαναβγεί χωρίς ενόχληση». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 38). Με το ξημέρωμα της άλλης μέρας οι Συρακούσιοι ξανάρχισαν την επίθεση με τα πλοία και καθώς και πάλι οι δυνάμεις κινούνταν ισόπαλα ο Αρίστωνας από την Κόρινθο έπεισε τους αρχηγούς του στόλου να ειδοποιήσουν τους αρμοδίους στη στεριά να μεταφέρουν στην παραλία την αγορά τροφίμων με σκοπό να γευματίσουν τα πληρώματα το γρηγορότερο δυνατό και να επιστρέψουν αμέσως στη ναυμαχία. Το τέχνασμα του Αρίστωνα ήταν καταλυτικό. Οι Αθηναίοι, βλέποντας τα πλοία των αντιπάλων να οπισθοχωρούν προς την πόλη και τους άντρες να αποβιβάζονται, θεώρησαν ότι η ναυμαχία είχε τελειώσει κι εγκατέλειψαν με τη σειρά τους τα πλοία απασχολούμενοι με την ετοιμασία του φαγητού. Όταν οι Συρακούσιοι επάνδρωσαν και πάλι τα πλοία και βγήκαν για επίθεση επήλθε μεγάλη σύγχυση. Οι Αθηναίοι ανέβαιναν στα πλοία νηστικοί και χωρίς καμία τάξη. Τα πλοία παρατάχτηκαν χωρίς όμως κανείς να ξεκινά τις εχθροπραξίες. Οι Αθηναίοι αντιλαμβανόμενοι ότι η καθυστέρηση δεν τους συμφέρει, αφού νηστικοί και κουρασμένοι θα εξαντλούνταν γρήγορα, επιτέθηκαν πρώτοι: «Οι Συρακούσιοι κράτησαν στην επίθεση και χρησιμοποιώντας, όπως το είχαν αποφασίσει, την ταχτική της σύγκρουσης πλώρη με πλώρη, έσπαζαν, χάρη στη διασκευή των εμβόλων τους, τα μπροστινά μέρη των αθηναϊκών καραβιών σε αρκετή έκταση πάνω από τις σειρές των κουπιών, ενώ οι ακοντιστές τους, από τα καταστρώματα, ρίχνοντας αδιάκοπα, προξενούσαν μεγάλες ζημιές στους Αθηναίους, κι ακόμη μεγαλύτερες οι Συρακούσιοι που με μικρά σκάφη χώνονταν κάτω από τα κουπιά των αθηναϊκών καραβιών ή έπλεαν μαζί τους και χτυπούσαν τους ναύτες με ακόντια» (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 40). Οι Αθηναίοι μην έχοντας πολλές επιλογές υποχώρησαν δια μέσου των φορτηγών καραβιών που είχε παρατάξει ο Νικίας, αφήνοντας στους Συρακουσίους να επικρατήσουν για πρώτη φορά και στη θάλασσα: «Είχαν πια τώρα ακλόνητη πεποίθηση πως στη θάλασσα είναι πολύ πιο δυνατοί από τους Αθηναίους, πίστευαν όμως πως θα νικήσουν και το πεζικό του εχθρού». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 41).

Σ’ αυτήν ακριβώς την κατάσταση βρήκε τις αθηναϊκές δυνάμεις ο Δημοσθένης, όταν έφτασε με τις ενισχύσεις. Το σχέδιό του ήταν να δράσει άμεσα: «Ο Δημοσθένης, όταν είδε πώς είχε η κατάσταση, έκρινε ότι δεν επιτρεπόταν να χρονοτριβήσει ούτε ν’ αφήσει να πάθει ό,τι έπαθε ο Νικίας. Γιατί όταν είχε φτάσει, στην αρχή, ο Νικίας είχε προκαλέσει μεγάλο φόβο. Επειδή όμως δεν επιτέθηκε αμέσως ενάντια στις Συρακούσες, αλλά ξεχειμώνιασε στην Κατάνη, καταφρονήθηκε και πρόλαβε να φτάσει ο Γύλιππος από την Πελοπόννησο με στρατό, τον οποίο οι Συρακούσιοι ούτε και θα ‘χαν ζητήσει, αν εκείνος τους είχε επιτεθεί αμέσως». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 42). Αρχικά λεηλάτησε τη γη των Συρακουσίων γύρω από τον ποταμό Άναπο χωρίς να συναντήσει την παραμικρή αντίσταση. Οι Συρακούσιοι δεν έβγαιναν να τον αντιμετωπίσουν, αφού οι στρατιωτικές αναλογίες είχαν και πάλι αλλάξει. Οι Αθηναίοι υπερείχαν κατάφορα και στη στεριά και στη θάλασσα και οι Συρακούσιοι περιορίστηκαν σε σποραδικές επιδρομές που έκαναν οι ιππείς από το Ολυμπιείο: «Κατόπιν ο Δημοσθένης αποφάσισε να δοκιμάσει να κυριέψει το αντιτείχισμα με πολιορκητικές μηχανές. Όταν όμως τις έφερε κοντά στο τείχος, οι εχθροί, που αμύνονταν απ’ αυτό, τις έκαψαν. Κι οι επιθέσεις που έκαμε ο υπόλοιπος στρατός σε πολλά σημεία του τείχους αποκρούστηκαν». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 43). Το μόνο που έμενε ήταν η άμεση επίθεση στο σημαντικότερο οχυρό της πόλης, τις Επιπολές, η οποία αποφασίστηκε να γίνει τη νύχτα, αφού με το φως της μέρας θα ήταν αδύνατο να ανεβούν ως εκεί χωρίς να γίνουν αντιληπτοί. Ο Νικίας έδωσε κι αυτός τη συγκατάθεσή του για το εγχείρημα και ο Δημοσθένης έδρασε αστραπιαία: «Έδωσε λοιπόν εντολή να εφοδιαστούν όλοι με τρόφιμα για πέντε μέρες, πήρε μαζί του όλους τους χτίστες και τους μαραγκούς, καθώς και βέλη κι όσα άλλα χρειάζονταν – ώστε, αν νικήσουν, να τα έχουν και να χτίσουν το τείχος – και, την ώρα του πρώτου ύπνου, ο ίδιος, με τον Ευρυμέδοντα και το Μένανδρο, πήρε όλο το στρατό και προχώρησε προς τις Επιπολές, ενώ ο Νικίας έμεινε πίσω στα τείχη». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 43).

Κινούμενοι στο σκοτάδι έφτασαν στον Ευρύηλο χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τους φρουρούς και κυρίεψαν το οχύρωμα που υπήρχε εκεί με μεγάλη ευκολία. Όσοι φρουροί κατάφεραν να γλυτώσουν κατέφυγαν στα οχυρωμένα στρατόπεδα που υπήρχαν στις Επιπολές αναγγέλλοντας την επίθεση. Η ταχύτητα της αθηναϊκής προέλασης αιφνιδίασε τους Συρακουσίους σε τέτοιο βαθμό, που οι Αθηναίοι κυρίευσαν – σχεδόν ανενόχλητοι – αρκετά σημεία από το εγκάρσιο τείχος των εχθρών (οι φρουροί δεν πρόβαλαν καμία αντίσταση), γκρέμισαν τις πολεμίστρες και οι Συρακούσιοι με τους συμμάχους και το Γύλιππο, που έσπευσαν σε βοήθεια, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν: «Καθώς, ωστόσο, οι Αθηναίοι προχωρούσαν με κάποιαν αταξία, γιατί νόμιζαν πως είχαν πια νικήσει κι ήθελαν με κάθε τρόπο να περάσουν, όσο γινόταν γρηγορότερα, ανάμεσα από τα εχθρικά τμήματα που ακόμη δεν είχαν πάρει μέρος στη μάχη, για να μην μπορέσουν αυτά, όταν θα χαλάρωνε η επίθεσή τους, να συνενωθούν με τους άλλους, οι Βοιωτοί τους αντιστάθηκαν πρώτοι και κάνοντας αντεπίθεση τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν και να το βάλουν στα πόδια». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 43).

Σικελία
Σικελία

Το τι ακριβώς συνέβη μέσα στο σκοτάδι είναι αδύνατο να ξεκαθαριστεί. Ακόμη και οι στρατιώτες που διασώθηκαν δεν είχαν αντίληψη των γεγονότων, πέρα από τα επί μέρους επεισόδια που συμμετείχαν προσωπικά. Το σίγουρο είναι ότι οι Αθηναίοι βρέθηκαν σε τρομακτική σύγχυση, αφού τα τμήματά τους είχαν αποκοπεί καθώς άλλοι βρίσκονταν πολύ μπροστά, μέσα στις τάξεις των εχθρών, κι άλλοι πίσω.  Όταν άρχισε η οπισθοχώρηση, τα τμήματα των Αθηναίων που υποχωρούσαν άτακτα, έπεφταν πάνω στα τμήματα που ακολουθούσαν και ήταν αδύνατο, μέσα στη νύχτα, να καταστεί σαφές ποιοι ήταν οι εχθροί και ποιοι οι δικοί τους: «Από τους Αθηναίους άλλοι είχαν κιόλας νικηθεί κι άλλοι, ανίκητοι, συνέχιζαν την προέλασή τους με την αρχική ορμή. Ένα μεγάλο μέρος από τον υπόλοιπο στρατό τους μόλις είχε ανεβεί, ενώ το άλλο ανέβαινε ακόμη, έτσι που δεν ήξεραν προς τα πού έπρεπε να προχωρήσουν. Γιατί τα πρώτα τμήματα, που είχαν κιόλας υποχωρήσει, βρίσκονταν σε μεγάλη σύγχυση κι ήταν δύσκολο, μέσα στη βουή της μάχης, να ξεχωρίσουν τις διαταγές που δίνονταν». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 44). Οι Συρακούσιοι, ως αμυνόμενοι, αντιμετώπιζαν μικρότερο πρόβλημα ως προς την αναγνώριση, αφού αναγκαστικά κινούνταν μαζικότερα. Με κραυγές και ιαχές ενθάρρυναν ο ένας τον άλλο, φέρνοντας στους Αθηναίους πανικό: «Οι Αθηναίοι αναζητούσαν τους δικούς τους και καθέναν που ερχόταν απ’ τ’ αντίθετα τον νόμιζαν εχθρό, ακόμη και τους δικούς τους που το είχαν κιόλας βάλει στα πόδια. Ρωτώντας συνέχεια για το σύνθημα – αφού δεν υπήρχε άλλος τρόπος να αναγνωρίζονται μεταξύ τους – και στις τάξεις τους δημιουργούσαν μεγάλη σύγχυση, με το να το ζητούν όλοι μαζί, και στους εχθρούς το έκαμαν γνωστό. Εκείνοι, αντίθετα, δεν είχαν την ίδια ευκαιρία να μάθουν το σύνθημα των αντιπάλων τους, επειδή αυτοί, με το να είναι νικητές και συγκεντρωμένοι, είχαν λιγότερη δυσκολία να αναγνωρίζονται μεταξύ τους. Έτσι, αν τύχαινε οι Αθηναίοι να συναντήσουν κάποιο εχθρικό τμήμα απ’ το οποίο υπερείχαν, αυτό τους ξέφευγε, επειδή ήξερε το σύνθημα το δικό τους, ενώ εκείνοι, σε παρόμοια περίπτωση, επειδή δε γνώριζαν το σύνθημα των εχθρών, ήταν χαμένοι. Περισσότερο όμως από κάθε άλλο τους έβλαψε το τραγούδι του παιάνα, το οποίο, παρόμοιο και στις δύο παρατάξεις, δημιουργούσε σαστιμάρα……… Τελικά, όταν πια διαλύθηκε η παράταξή τους, σε πολλά σημεία του πεδίου της μάχης συνέβηκε να πέσουν φίλοι πάνω σε φίλους και συμπολίτες πάνω σε συμπολίτες κι όχι μόνο φοβόταν ο ένας τον άλλο, αλλά έρχονταν και στα χέρια μεταξύ τους και με δυσκολία χώριζαν. Κυνηγημένοι από τους εχθρούς, πολλοί ρίχνονταν στους γκρεμούς και σκοτώνονταν, γιατί το μονοπάτι απ’ το οποίο μπορούσαν να κατεβούν ξανά από τις Επιπολές ήταν στενό». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 44). Οι μόνοι που γλύτωσαν ήταν αυτοί που κατάφεραν να επιστρέψουν στο στρατόπεδο, κυρίως στρατιώτες του πρώτου εκστρατευτικού σώματος που ήξεραν το χώρο. Για τους νεοαφιχθέντες του Δημοσθένη τα πράγματα ήταν ακόμη πιο δύσκολα, αφού αγνοούσαν πλήρως την περιοχή. Όσο γι’ αυτούς που έχασαν το δρόμο και περιπλανήθηκαν στην πεδιάδα έξω από την πόλη, τα ξημερώματα σφαγιάστηκαν από το ιππικό των Συρακουσίων.

Η επίθεση αυτή του Δημοσθένη ήταν το τελευταίο χαρτί των Αθηναίων. Για δεύτερη φορά η στρατιωτική τους υπεροχή δεν μπόρεσε να δώσει καρπούς. Τώρα πια είναι σε όλους φανερό ότι οι Συρακούσιοι έχουν το πάνω χέρι: «Ύστερα απ’ αυτό οι Συρακούσιοι, εξαιτίας της αναπάντεχης επιτυχίας τους, ξαναπόκτησαν την εμπιστοσύνη τους στη δύναμή τους, όπως και πρωτύτερα, κι έστειλαν στον Ακράγαντα, που βρισκόταν σε εμφύλιο πόλεμο, το Σικανό με δεκαπέντε καράβια για να προσεταιριστεί, αν μπορέσει, την πόλη. Ο Γύλιππος, εξάλλου, έφυγε πάλι από στεριά γι’ άλλες περιοχές της Σικελίας, για να φέρει από κει καινούργιες ενισχύσεις, με την ελπίδα πως θα μπορούσε να κυριέψει με έφοδο το τείχος των Αθηναίων, αφού η μάχη στις Επιπολές είχε τέτοια έκβαση». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 46). Η αντίστροφη μέτρηση έχει ξεκινήσει για τους Αθηναίους.

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, μετάφραση Α. ΓΕΩΡΓΟΠΑΠΑΔΑΚΟΥ, εκδόσεις ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ – ΠΑΙΔΕΙΑ, Ά έκδοση 1985              

(Εμφανιστηκε 1,719 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.