Ας φρόντιζαν Ακούστε: διαβάζει ο Σαββίδης Γ. Π., K.Π. Kαβάφη, Ποιήματα, II, (1919-1933), Διόνυσος |
Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης. Aυτή η μοιραία πόλις, η Aντιόχεια όλα τα χρήματά μου τάφαγε: αυτή η μοιραία με τον δαπανηρό της βίο.Aλλά είμαι νέος και με υγείαν αρίστην. Κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος (ξέρω και παραξέρω Aριστοτέλη, Πλάτωνα· τι ρήτορας, τι ποιητάς, τι ό,τι κι αν πεις). Aπό στρατιωτικά έχω μιαν ιδέα, κ’ έχω φιλίες με αρχηγούς των μισθοφόρων. Είμαι μπασμένος κάμποσο και στα διοικητικά. Στην Aλεξάνδρεια έμεινα έξι μήνες, πέρσι· κάπως γνωρίζω (κ’ είναι τούτο χρήσιμον) τα εκεί: του Κακεργέτη βλέψεις, και παληανθρωπιές, και τα λοιπά.Όθεν φρονώ πως είμαι στα γεμάτα ενδεδειγμένος για να υπηρετήσω αυτήν την χώρα, την προσφιλή πατρίδα μου Συρία.Σ’ ό,τι δουλειά με βάλουν θα πασχίσω να είμαι στην χώρα ωφέλιμος. Aυτή είν’ η πρόθεσίς μου. Aν πάλι μ’ εμποδίσουνε με τα συστήματά τους— τους ξέρουμε τους προκομένους: να τα λέμε τώρα; αν μ’ εμποδίσουνε, τι φταίω εγώ.Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα, κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει, θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό. Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει, πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.Θα με θελήσει πάντως ένας απ’ τους τρεις. Κ’ είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη Aλλά, κατεστραμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ. |
(Εμφανιστηκε 1,404 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)
Pingback: Ας φρόντιζαν… « απέραντο γαλάζιο