Ο Θουκυδίδης, ο Αλκιβιάδης και η ρητορική του αμοραλισμού
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Όταν οι Συρακούσιοι πρέσβεις εμφανίστηκαν στη Σπάρτη για να ζητήσουν στρατιωτική βοήθεια για την πόλη τους, βρήκαν ένθερμους υποστηρικτές τόσο τους Κορίνθιους, όσο και τον Αλκιβιάδη που είχε ήδη καταφύγει εκεί. Κι ενώ οι έφοροι της Σπάρτης σκέφτονταν να στείλουν πρέσβεις στις Συρακούσες για να τις παροτρύνουν να μην συμβιβαστούν με τους Αθηναίους και να αγωνιστούν μέχρις εσχάτων, απόφαση κατάφωρα ευνοϊκή για τα σχέδια των Αθηναίων – με παροτρύνσεις δεν σώζεται καμία πόλη -, που περισσότερο καταδείκνυε την αναβλητικότητα των Λακεδαιμονίων και την απροθυμία τους να εμπλακούν στα ζητήματα τη Σικελίας, πήρε το λόγο ο Αλκιβιάδης ανακατεύοντας και πάλι την πολιτική και στρατιωτική τράπουλα.
Όπως ήταν φυσικό, ο λόγος του καθήλωσε τους ακροατές, αφού εδώ δε μιλάμε για έναν Αθηναίο πολίτη που από θέση αρχής θα ξέρει κάτι παραπάνω, αλλά για ένα πρόσωπο βαθιά εμπλεκόμενο στην αθηναϊκή ιεραρχία (μην ξεχνάμε ότι ο Αλκιβιάδης ήταν ο ένας από τους τρεις στρατηγούς του εκστρατευτικού σώματος στη Σικελία) που αποτελούσε εγγύηση της βαθιάς γνώσης των αθηναϊκών επιδιώξεων. Ο πρότερος εχθρικός του βίος όφειλε να παραμεριστεί μπροστά στα οφέλη των καίριων αποκαλύψεων. Όμως ο Αλκιβιάδης ξέρει καλά ότι πρωτίστως οφείλει να κερδίσει το κοινό. Οφείλει δηλαδή να απαλλάξει τον εαυτό του από κάθε υποψία σε σχέση με το παρελθόν: «Είναι ανάγκη πρώτ’ απ’ όλα να μιλήσω για τις εναντίον μου διαβολές για να μην ακούτε με διάθεση εχθρική, εξαιτίας της δυσπιστίας σας προς το πρόσωπό μου, όσα θα πω και που αφορούν στα κοινά μας συμφέροντα. Οι πρόγονοί μου, από κάποιο παράπονο, παραιτήθηκαν από την τιμή να είναι πρόξενοί σας. Εγώ όμως προσπάθησα να αναλάβω και πάλι την προξενεία αυτή και σας εξυπηρέτησα και σ’ άλλα ζητήματα κι ιδιαίτερα στη συφορά που σας βρήκε στην Πύλο. Κι ενώ εγώ δειχνόμουν τόσο πρόθυμος απέναντί σας, εσείς, όταν θελήσατε να κάμετε ειρήνη με τους Αθηναίους, τη διαπραγματευτήκατε με τους πολιτικούς μου αντιπάλους, ενισχύοντας έτσι αυτούς και ταπεινώνοντας εμένα». (βιβλίο έκτο, παράγραφος 89). Ο Αλκιβιάδης ξεκαθαρίζει τις προθέσεις του από την αρχή. Ήταν πάντα φιλικός με τη Σπάρτη, εξάλλου και οι πρόγονοί του ήταν πρόξενοι των Σπαρτιατών (ασχέτως αν παραιτήθηκαν), και γι’ αυτό προσπάθησε να τους βοηθήσει στα γεγονότα της Πύλου. Από θέση αρχής λοιπόν δεν έχουν να κάνουν με εχθρό, αλλά με φίλο, που πάντοτε μεριμνούσε για το δικό τους καλό, και που οι ίδιοι δεν είχαν καταλάβει. Φυσικά, δε διευκρινίζεται πουθενά τι είδους εξυπηρετήσεις είχε κάνει και κυρίως τι ακριβώς πρόσφερε στα γεγονότα της Πύλου. Αυτού του είδους η ρητορική δεν έχει ανάγκη από αποδείξεις. Οι αποδείξεις απευθύνονται στη λογική. Το συναίσθημα υπερκαλύπτει τη λογική και την αχρηστεύει, αφού η δύναμη του λόγου διαμορφώνεται μέσα από τα νήματα της έξαρσης. Υπό αυτές τις συνθήκες δεν υπάρχει τίποτε πιο ενδεδειγμένο από την αοριστία. Η επίκληση των προγόνων είναι ακριβώς αυτό. Η ασάφεια που λειτουργεί εξιδανικευτικά μέσα στην αοριστία του παρελθόντος. Έτσι κι αλλιώς, οι αναφορές στο παρελθόν, που σχεδόν πάντα διασφαλίζουν την καλή πίστη αυτού που τις επικαλείται, κρύβουν κάτι ιερό μέσα τους. Οι πρόγονοι, η ιστορία, τα υψηλά ιδανικά του παρελθόντος που τόσο ευσυνείδητα υπηρετήθηκαν, είναι οι πλέον ενδεδειγμένοι χώροι για τους ελιγμούς των δημαγωγών. Γιατί δε χρειάζεται να αποδείξει κανείς τίποτε. Ούτε χρειάζεται να τα συσχετίσει με το παρόν. Και μόνο η αναφορά τους εξασφαλίζει έξαρση χωρίς προηγούμενο. Το μόνο που χρειάζεται είναι η διαβεβαίωση του σεβασμού από την πλευρά του ρήτορα και, κατ’ επέκταση, η κατάθεση του ιστορικού οράματος που – φυσικά – ο ίδιος συνεχίζει. Και βέβαια, ο ρήτορας αυτός συκοφαντείται. Δέχεται διαβολές, οι οποίες όμως ποτέ δεν ξεκαθαρίζονται. Αφήνεται πάντα να εννοηθεί ότι οι διαβολές αυτές είναι τόσο γνωστές που δε χρειάζεται να τις επαναλάβει κανείς. Ούτε χρειάζεται να αναφερθούν τα αίτια που τις γέννησαν. Ούτε τα γεγονότα. Όμως όταν αυτά κρίνονται ανάξια αναφοράς καθίσταται σαφές ότι και η έλλογη ανατροπή τους είναι επίσης ανάξια. Μια αναφορά στους προγόνους και μια προσωπική διαβεβαίωση καλής πίστης είναι αρκετά. (Εξάλλου, ακόμη και η αναφορά των πηγών κάθε κατηγορίας κρίνεται σκόπιμο να αποσιωπηθεί. Η έννοια «σκοτεινές δυνάμεις» είναι χαρακτηριστική. Ο ρήτορας είναι θύμα ακατανόητων – και φυσικά διαπλεκόμενων – παρασκηνιακών κύκλων που ασφαλώς όλοι καταλαβαίνουν. Την ίδια ακριβώς χρήση έχουν και οι ιδεολογικές ή κομματικές ταμπέλες, που τίθενται εσκεμμένα και που, από θέση αρχής, έχουν ως στόχο να επιτείνουν τη σύγχυση. Γιατί δεν κατηγορούν οι άνθρωποι, αλλά οι ταμπέλες, που, ως γνωστόν, δεν χρήζουν υπολήψεως).
Κι ο Αλκιβιάδης συνεχίζει: «Γι’ αυτό δίκαια σας έβλαφτα, όταν στράφηκα προς τους Μαντινείς και τους Αργίτες κι όταν, σε άλλες περιστάσεις, ενεργούσα εναντίον σας. Κι αν κανείς τότε, τη στιγμή που παθαίνατε ζημιές εξ’ αιτίας μου, οργιζόταν άδικα εναντίον μου, εξετάζοντας σήμερα τα πράγματα με το φως της αλήθειας, ας αλλάξει γνώμη». (βιβλίο έκτο, παράγραφος 89). Η αναφορά των γεγονότων σχετικά με τη μάχη της Μαντινείας και η ομολογία της εχθρικής του συμπεριφοράς απέναντι στη Σπάρτη (άσχετα από το αν τελικά η μάχη της Μαντινείας ευνόησε τους Σπαρτιάτες) είναι να ψήγματα της αλήθειας που κάνουν το λόγο πειστικότερο. Ο Αλκιβιάδης ξέρει πολύ καλά ότι είναι αδύνατο να φτάσει το πυροτέχνημα της δήθεν φιλοσπαρτιακής του πολιτικής στα άκρα. Τα γεγονότα της Μαντινείας είναι τόσο έντονα και τόσο νωπά, που θα έχανε κάθε αξιοπιστία. Δεν έχει λόγο να κρύψει την αλήθεια καθιστώντας σαφές ότι δε φοβάται την αλήθεια. Εξάλλου, δεν υπάρχει τίποτε πιο πιστευτό από τη μισή αλήθεια, αφού η άλλη μισή αφορά τα αδιαπραγμάτευτα ηθικά του κίνητρα, να πολεμήσει τους ανθρώπους που τόσο απροκάλυπτα τον πρόσβαλαν. Γιατί και οι Λακεδαιμόνιοι πρέπει να σταθούν ενώπιον των ευθυνών τους. Γιατί παντελώς αδικαιολόγητα υποστήριξαν τους πολιτικούς του αντιπάλους. Γιατί ο Αλκιβιάδης δε μασάει τα λόγια του κι ούτε χαϊδεύει αυτιά. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται ο πυρήνας της ηθικής του ανωτερότητας. Δεν υπάρχει τίποτε πιο ηθικό από το να πολεμάς τους εχθρούς σου. Δεν υπάρχει τίποτε πιο ηθικό από τη διαβεβαίωση ότι εξακολουθείς να τρέφεις τα ίδια ιδανικά, ακόμη κι όταν αλλάζουν εξ’ ολοκλήρου οι περιστάσεις. Δεν υπάρχει τίποτε πιο ηθικό από το να φέρνεις αδέκαστα – ακόμη κι αυτούς από τους οποίους πλέον άμεσα εξαρτάσαι – μπροστά στην κατάδειξη των πολιτικών τους σφαλμάτων. Η φράση κλισέ όλων των δημαγωγών – «με το φως της αλήθειας» – δεν είναι τίποτε άλλο από τη φυσική κατάληξη της συλλογιστικής του πορείας. Το φως της αλήθειας λάμπει κι ως εκ τούτου, αν κάποιος οργιζόταν άδικα, οφείλει να αλλάξει γνώμη.
Όμως ο Αλκιβιάδης αντιλαμβάνεται ότι, αφού εκμηδένισε όλες τις διαβολές που τον έφερναν εχθρό της Σπάρτης, μένει ακόμη μία, που είναι και η πιο σημαντική: «Κι έχω την αξίωση να μη με νομίσει κανείς σα τιποτένιο, επειδή, ενώ άλλοτε θεωριόμουν πατριώτης, σήμερα χτυπώ με τόσο πάθος την πατρίδα μου σε συνεργασία με τους χειρότερους εχθρούς της, ούτε να δυσπιστεί στα επιχειρήματά μου, αποδίδοντάς τα στο ζήλο ενός εξόριστου. Είμαι, αλήθεια, εξόριστος, αλλά για ν’ αποφύγω την παλιανθρωπιά εκείνων που με εξόρισαν κι όχι για ν’ αποφύγω να σας ωφελήσω, αν με ακούσετε. Και χειρότεροι εχθροί δεν είναι εκείνοι που, όπως σεις, έβλαψαν κάπου τους εχθρούς τους, αλλά εκείνοι που ανάγκασαν τους φίλους να γίνουν εχθροί. Την αγάπη για την πατρίδα δεν την έχω τώρα που με αδικούν, αλλά την είχα τότε που ασκούσα άφοβα τα πολιτικά μου δικαιώματα. Ούτε νομίζω πως η χώρα που τώρα πάω να χτυπήσω είναι πια πατρίδα μου, αλλά, αντίθετα, πιστεύω ότι ζητώ να ξαναποχτήσω την πατρίδα που δεν έχω. Αληθινός πατριώτης είναι όχι εκείνος που, αφού έχασε άδικα την πατρίδα του, δεν πάει να τη χτυπήσει, αλλά εκείνος που, νοσταλγώντας την, προσπαθεί με κάθε τρόπο να την ξανακερδίσει». (βιβλίο έκτο, παράγραφος 92).
Ο Αλκιβιάδης ακροβατεί στο πλαίσιο της ίδιας στρατηγικής που καθιστά απολύτως θεμιτό το να χτυπά κανείς τους εχθρούς του (όπως πρωτύτερα και τους Λακεδαιμονίους) απ’ όπου κι αν προέρχονται αυτοί. Η έννοια της πατρίδας νοηματοδοτείται μόνο μέσα στο πλαίσιο της δικαιοσύνης και της πολιτικής συμμετοχής. Από τη στιγμή που ο ίδιος τα στερήθηκε αυτά, υπό το βάρος της πιο κατάφορης αδικίας, νομιμοποιούνται τα πάντα. Ακόμη και η συνεργασία με «τους χειρότερους εχθρούς της». Επικαλείται την ασυδοσία της αθηναϊκής δημοκρατίας, αλλά αποφεύγει να παρουσιάσει τη δική του δράση μέσα σ’ αυτήν. Καταγγέλλει τις πολιτικές ίντριγκες που τον ανάγκασαν να καταφύγει στη Σπάρτη (αυτοχαρακτηρίζεται εξόριστος) και την παλιανθρωπιά που αναγκαστικά εκπροσωπούν, χωρίς όμως να αναγνωρίσει ότι με ακριβώς τους ίδιους όρους σταδιοδρομούσε κι ο ίδιος μέσα στα ξεχειλωμένα όρια που μόνο οι σαθρές δημοκρατίες διαμορφώνουν. Ο ίδιος νομιμοποιείται να καταφεύγει σε όλα τα μέσα για να πολεμήσει τους πολιτικούς του εχθρούς, όμως εκείνοι όχι. Ο Αλκιβιάδης συμπεριφέρεται σα να μην γνωρίζει ότι ακριβώς η κατάλυση όλων των ορίων είναι που αποχαλινώνει τις συμπεριφορές κι ενώ καταγγέλλει την πολιτική παλιανθρωπιά των αντιπάλων, που δεν έχουν όρια, ταυτόχρονα ο ίδιος διαλύει και το ελάχιστο ίχνος οποιουδήποτε ορίου μεταπηδώντας στο αντίπαλο στρατόπεδο. Η σαθρότητα της αθηναϊκής δημοκρατίας που τώρα επικαλείται είναι απολύτως υπαρκτή και ο ίδιος είναι η μεγαλύτερη απόδειξή της. Τώρα πια δεν την θεωρεί πατρίδα του, αφού, προφανώς, αυτού του είδους οι πατρίδες είναι ανάξιες, όμως παραμένει πατριώτης, αφού δεν είναι πατριώτης αυτός που δεν πάει να τη χτυπήσει ενώ αδικήθηκε, αλλά αυτός που τη νοσταλγεί και «προσπαθεί με κάθε τρόπο να την ξανακερδίσει». Είναι σαφές ότι όταν ο Αλκιβιάδης λέει ξανακερδίσει, εννοεί υποτάξει. Κι αυτό ακριβώς προσπαθεί να κάνει, εκμεταλλευόμενος τις συγκυρίες, με τη βοήθεια των Σπαρτιατών. Κι αυτό ακριβώς θα επιχειρήσει κι αργότερα, όταν θα γίνει συμβουλάτορας του Τισσαφέρνη. Βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα απ’ τα πιο ακραία δείγματα του πολιτικού αμοραλισμού μέσα στην ιστορία. Στη ρητορική που μετατρέπει το προσωπικό όφελος σε ιδεολογία. Κι αυτό είναι το μανιφέστο της συμφεροντολογίας που δε διστάζει να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα. Η απάτη, η προδοσία, ο δοσιλογισμός, η καιροσκοπική χρήση των γεγονότων, ο τυχοδιωκτισμός, ο αριβισμός, η εκδικητικότητα και το πάθος για εξουσία είναι τα βασικότερα στοιχεία της ρητορικής του αμοραλισμού, που από τη φύση της δεν μπορεί να έχει κανένα όριο. Όμως αυτού του είδους οι ρητορικές δεν γεννιούνται στα ξαφνικά. Τρέφονται από τη σύγχυση και την πολεμική κάθε ανάπηρης δημοκρατίας. Γι’ αυτό είναι φιλοπόλεμες. Γι’ αυτό και τονίζουν την ανάγκη της πάταξης των εχθρών, κι αν δεν έχουν εχθρούς, πρέπει να επινοήσουν. Γι’ αυτό και δεν έχουν ούτε πατρίδες, ούτε ιδεολογίες. Μόνο επίπλαστες συμμαχίες, που κάθε τόσο εναλλάσσονται, καθώς ο επιτήδειος ξέρει καλά πότε να πηδήξει από τη βάρκα. Κι αυτή ακριβώς είναι η πολιτική του εγωισμού, αφού το μοναδικό όραμα που υπηρετεί είναι το προσωπικό κέρδος.
Όσο για το δημοκρατικό ιδεώδες, ο Αλκιβιάδης ξεκαθαρίζει: «….. επειδή η πόλη μας κυβερνιόταν δημοκρατικά, ήμασταν υποχρεωμένοι, το πιο πολύ να ακολουθούμε το καθεστώς που επικρατούσε. Μέσα όμως στη διαφθορά που κυριαρχούσε προσπαθούσαμε να ασκούμε μετριοπαθή πολιτική. Άλλοι ήταν αυτοί που και παλιότερα και τώρα εξωθούσαν το πλήθος στις χειρότερες πράξεις. Αυτοί ακριβώς που με εξόρισαν. Εμείς ήμασταν ηγέτες όλου του λαού και θεωρούσαμε χρέος μας το πολίτευμα εκείνο που κληρονομήσαμε και με το οποίο η πόλη μας γνώρισε τόση δύναμη και τόση ελευθερία να το διατηρήσουμε. Γιατί όσοι έχουμε κάποια φρόνηση ξέρουμε τι είναι η δημοκρατία, κι εγώ, περισσότερο από κάθε άλλον, σαν υπερβολικά αδικημένος απ’ αυτήν θα μπορούσα να την κατακρίνω. Αλλά για μια μωρία, όπως παραδέχονται όλοι, τι το καινούργιο θα μπορούσε να πει κανείς; Ακόμη θεωρούσαμε πως θα ‘ταν επικίντυνο ν’ αλλάξουμε πολίτευμα την ώρα που σεις, οι εχθροί μας, βρισκόσασταν στρατοπεδευμένοι μπροστά στα τείχη μας». (βιβλίο έκτο, παράγραφος 89). Με δυο λόγια η δημοκρατία ήταν το πολίτευμα που ήταν υποχρεωμένοι να ακολουθούν και ταυτόχρονα ήταν επικίνδυνο να το αλλάξουν όταν έξω από τα τείχη βρισκόταν ο εχθρός. Χώρια που η δημοκρατία είναι πάντα επίφοβη, αφού είναι εντελώς ευάλωτη σε καιροσκόπους – όπως οι εχθροί του – που «εξωθούσαν το πλήθος στις χειρότερες πράξεις». Εξάλλου έχει και πολύ διαφθορά. Φυσικά ο Αλκιβιάδης τασσόταν με τη «μετριοπαθή πολιτική».
Η μετάδοση των ευθυνών στους άλλους είναι σήμα κατατεθέν των δημαγωγών. Οι ίδιοι είναι ηγέτες του λαού, σε αντίθεση με τους αντιπάλους που εξωθούν τα πλήθη στις χειρότερες πράξεις. Όλοι οι δημαγωγοί παρατηρούν και καταγγέλλουν τις στρεβλώσεις της δημοκρατίας, που τις προκαλούν πάντα οι άλλοι. Κανένας δημαγωγός δε σέβεται τη δημοκρατία.
Ο Αλκιβιάδης δε θα μπορούσε να απαρνηθεί τόσο απροκάλυπτα τη δημοκρατία τώρα που βρίσκεται ανάμεσα σε ολιγαρχικούς, αφού και πάλι θα τίθετο θέμα αξιοπιστίας. Έτσι αρκείται στα υπονομευτικά μισόλογα. Επισήμως, ξέρει πολύ καλά τι είναι δημοκρατία, όπως όλοι που έχουν κάποια φρόνηση. Την υποστηρίζει ακόμη και τώρα που υπήρξε υπερβολικά αδικημένος. Οφείλει να παρουσιαστεί πιστός στις ιδέες του. Οφείλει να καταδείξει την ακεραιότητά του. (Αργότερα, όταν πια θα συνεργάζεται ανοιχτά με τον Τισσαφέρνη, θα κάνει τα πάντα για να ανατρέψει την αθηναϊκή δημοκρατία, θεωρώντας ότι έτσι θα μπορούσε να πετύχει την ασφαλή επιστροφή του). Όσο για το δια ταύτα: «Εκστρατεύσαμε στη Σικελία πρώτα απ’ όλα για να υποτάξουμε, αν μπορούσαμε στους Σικελιώτες, κι ύστερα απ’ αυτούς τους Ιταλιώτες, και κατόπι να δοκιμάσουμε να επιτεθούμε εναντίον των καρχηδονικών κτήσεων κι εναντίον της ίδιας της Καρχηδόνας. Κι αν οι στόχοι αυτοί, ή όλοι ή τουλάχιστο οι περισσότεροι πραγματοποιούνταν, τότε σχεδιάζαμε να επιτεθούμε εναντίον της Πελοποννήσου, φέρνοντας από εκεί όλες τις στρατιωτικές δυνάμεις των Ελλήνων που θα είχαν προστεθεί στις δικές μας κι ακόμη πολλούς βαρβάρους μισθοφόρους, Ίβηρες κι άλλους, απ’ αυτούς που ζουν σε κείνα τα μέρη κι οι οποίοι θεωρούνται ως οι καλύτεροι πολεμιστές………» (βιβλίο έκτο, παράγραφος 90). Για να συμπληρώσει: «Έχετε επίσης χρέος να χτίσετε ένα οχυρό στη Δεκέλεια της Αττικής, πράγμα που οι Αθηναίοι πάντα πάρα πολύ φοβούνται και νομίζουν ότι είναι το μόνο κακό τούτου του πολέμου που δεν έχουν δοκιμάσει. Κι ο πιο σίγουρος τρόπος να βλάψει κανείς τους εχθρούς του είναι να πληροφορηθεί με ακρίβεια αυτό που εκείνοι φοβούνται πιο πολύ και να τους το κάνει. Ποια κέρδη θα ‘χετε σεις και ποιες ζημιές οι εχθροί σας με την οχύρωση της Δεκέλειας, παραλείποντας πολλά, συνοπτικά θα αναφέρω τα πιο σημαντικά. Απ’ τα όσα αποτελούν τον πλούτο της υπαίθρου, τα περισσότερα θα πέσουν στα χέρια σας είτε επειδή θα τα πάρετε είτε επειδή θα ‘ρθουν σε σας από μόνα τους. Οι Αθηναίοι θα στερηθούν αμέσως τα εισοδήματα από τα μεταλλεία ασημιού του Λαυρίου κι από τα προϊόντα της γης και τα όσα ωφελιούνται από τα δικαστήρια. Προπάντων όμως οι φόροι που καταβάλλουν τώρα οι σύμμαχοι δε θα εισπράττονται ταχτικά, γιατί αυτοί, πιστεύοντας πως τώρα κάνετε τον πόλεμο μ’ όλη σας της δύναμη, θ’ αμελούν να τους πληρώνουν». (βιβλίο έκτο, παράγραφος 91).
Οι Σπαρτιάτες άκουσαν πολύ σοβαρά όλες τις προτροπές του Αλκιβιάδη. Στη Σικελία έστειλαν το Γύλιππο του Κλεανδρίδα να αναλάβει δράση. Όσο για τη Δεκέλεια: «Με την αρχή της επόμενης άνοιξης οι Λακεδαιμόνιοι κι οι σύμμαχοί τους εισβάλανε στην Αττική, πιο νωρίς από κάθε άλλη φορά. Αρχηγός τους ήταν ο Άγης του Αρχιδάμου, βασιλιάς των Λακεδαιμονίων. Πρώτα ρήμαξαν τα μέρη της χώρας προς την πεδιάδα και κατόπιν άρχισαν να οχυρώνουν τη Δεκέλεια, μοιράζοντας την όλη δουλειά στα τμήματα από τις διάφορες πόλεις». (βιβλίο έβδομο, παράγραφος 19).
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, μετάφραση Α. Γεωργοπαπαδάκου, εκδόσεις ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ – ΠΑΙΔΕΙΑ, Ά έκδοση 1985